31 Δεκεμβρίου 2022

ΕΥΛΟΓΙΑ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΑΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Την Πρωτοχρονιάτικη Βασιλόπιτα της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς Ευλόγησε σήμερα Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.

Παρουσία Πολιτικών, Πολιτειακών, Δικαστικών, Στρατιωτικών Αρχών και Σωμάτων Ασφαλείας, επισήμων, πλήθους κόσμου και των κληρικών και συνεργατών της τοπικής μας Εκκλησίας, ο Σεβασμιώτατος αφού τόνισε πως «περάσαμε έναν χρόνο που μας πλήγωσε πολύ, γιατί ήρθε στον κόσμο μας επίσημα ο πόλεμος, ο αναθεωρητισμός, η σφαγή και το έγκλημα», ευχήθηκε «ο νέος χρόνος να είναι ειρηνικός, ευεπίφορος ευλογιών και δυνάμεων και χαρίτων πολλών και ο καθένας από μας να έχει ακριβώς την ευθύνη του για την ελευθερία και τη δυναμική του».

Ο Σεβασμιώτατος παρέδωσε τους διορισμούς στα νέα Εκκλησιαστικά Συμβούλια, στα νέα μέλη των ενοριακών Φιλοπτώχων Ταμείων και των Διαχειριστικών Επιτροπών και στις Ενοριακές Επιτροπές Νεότητος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, που από την 1η του έτους αναλαμβάνουν, προτρέποντας όλους να επιτελούν με ζήλο τα καθήκοντά τους.

Εξέφρασε τις θερμές και ευγνώμονες ευχαριστίες του προς όλους τους κληρικούς και τα λαϊκά στελέχη που «που αναλαμβάνουν από σήμερα τα καθήκοντά τους στη διαποίμανση, στη διοίκηση των Ιερών Ναών και των ευαγών ιδρυμάτων» κάτι που, όπως είπε, καταδεικνύει το ότι είμαστε όλοι συμμέτοχοι στο έργο της Εκκλησίας μας και στην μεγάλη αυτή διακονία στο έργο του Κυρίου μας.

Νωρίτερα ο Προϊστάμενος του Καθεδρικού Ιερού Ναού Αγίας Τριάδος Πειραιώς Αρχιμανδρίτης π.Δανιήλ Ψωίνος, ανέγνωσε την Πρωτοχρονιάτικη Ποιμαντορική Εγκύκλιο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.Σεραφείμ, ο οποίος, όπως κάθε χρόνο, παρέδωσε, βάσει κοινωνικών κριτηρίων, τέσσερις (4) επιταγές από το Ταμείο Υποτροφιών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς σε νέους που εισήχθησαν σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Πρόκειται για τους Γιώργο Ζέρβα, Ηλία Νικολαΐδη, Νίκο Νικολαΐδη και Βασίλη Σπύρου στα πρόσωπα των οποίων ο Σεβασμιώτατος συνεχάρη και όλα τα παιδιά τα οποία «κάνουν το μεγάλο ταξίδι στη μόρφωση, στην καταξίωση και στην δυναμική της ζωής», όπως είπε.

Μεταξύ άλλων, το ένα από τα πέντε φλουριά που υπήρχαν, κέρδισε η Υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κα Δόμνα Μιχαηλίδου,η οποία και παρέλαβε ως ενθύμιο και Ευλογία από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ.Σεραφείμ, μία Εικόνα των Χριστουγέννων, το Ημερολόγιο του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Πειραϊκή Εκκλησία» και το φλουρί για το 2023 της Μητροπόλεώς μας.

Όπως κάθε χρόνο, έτσι και εφέτος, πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και τραγούδια απέδωσαν η μουσικά μπάντα του Δήμου Πειραιά και η Αδελφότητα Κρητών «Η ΟΜΟΝΟΙΑ».

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2023 ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ κ.κ. Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

᾿Αδελφοί συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ Χρόνια Πολλά !

Εἰσερχόμενοι σ᾿ ἔνα καινούργιο χρόνο, ἐναύλως τίθεται τό ἐρώτημα : Γιατί ἔρχεται στόν κόσμο αὐτόν ὁ ἄνθρωπος; Χρειάζεται ὁ κόσμος τόν ἄνθρωπο; Ὑπάρχει κάποιος σκοπός στόν κόσμο καί ὑπάρχει κάποιος σκοπός γιά τόν ἄνθρωπο; ᾿Απορίες πού ἀνακύπτουν ἀπό ἕναν διαστοχασμό μοναχικό τῆς ὕπαρξής μας ὅλης,  ἀπορίες διατρητικές, ἀνατρεπτικές μιᾶς φαινομενικῆς τάξης καί μιᾶς παράδοξης ἀλληλουχίας πού πληγώνει στά βάθη του τόν ἄνθρωπο, θέτοντας τον ὑπό πολλαπλῆ διερώτηση, ἀπογυμνώνοντας τήν ἀσίγαστη προβληματικότητά του.

Μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο πού ὀφείλεται σέ θεία ῾Ετοιμασία ἔρχεται ὁ καθένας μέ δάκρυα στά μάτια, γιά νά γνωρίσει, νά θαυμάσει, νά ζήσει τό ἁρμονικό κάλλος τῆς Δημιουργίας ὅλης. Τό κάλλος αὐτό, τό πολύμορφο καί πολύτροπο, ἔχει θεία καταγωγή, εἶναι κατόρθωμα ἱερό, καί τά ἴχνη αὐτῆς τῆς ἱερότητας ἔρχεται νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος. Γιά τοῦτο ὀφείλει νά ἔρχεται ὡς προσκυνητής. Νά ἔρχεται, νά συμπεριφέρεται καί ν᾿ ἀπέρχεται ὡς προσκυνητής. Νά ἐμβιώνει, νά συμβιώνει καί νά ἀποβιώνει ὡς εὐλαβής ἐπισκέπτης.

Γιά αἰώνες ὁ ἄνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στόν κόσμο ἔτσι. ῎Εκτισε τίς πολιτεῖες του ἀκολουθώντας τίς θεηγόρες γραμμές τῶν τοπίων τοῦ κόσμου. ῞Υψωσε τά ἱερά του ἐκεῖ ὅπου ἔνιωθε μέσα στόν κόσμο τήν πανέμορφη ἔξαρση τοῦ θείου. ῎Εστησε τά γεφύρια του συνομιλώντας εὐλαβικά μέ τά ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά τήν τριγύρω τους φύση. Καί ὕψωσε τείχη μέσα στήν ταυτόμορφη ἁρμονία τοῦ τοπίου ἐνῶ στέριωσε τά λιμάνια του ἐκεῖ ὅπου τό δάχτυλο τοῦ Πλάστη του εἶχε φανερώσει τούς πρόσφορους κόλπους. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὅλα τά παλιά τοῦ ἀνθρώπου ἔργα μοιάζει νά ἔχουν ψυχή, μοιάζει νά λαλοῦν καί ἀπό ὁλόβαθά τους νά ψάλλουν τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου καί τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ. ῞Οπου ὁ ἄνθρωπος ἔπαυε νά εἶναι προσκυνητής τοῦ κόσμου καί ὑπέκυπτε στήν οἴηση, ὁ κόσμος ὁ ἴδιος ἐρχόταν καί μέ ἄκαμπτες, μυστικές δυνάμεις ἐσάρωνε καί ἐτσάκιζε τά ἔργα ἐτοῦτα τῆς οἴησης.

῞Ωσπου, στούς στερνούς αὐτούς δύο αἰώνες τῆς οἰκουμένης ἡ οἴηση πού ὑπέβοσκε μέσα στόν ἄνθρωπο κατανίκησε τό ἦθος τοῦ προσκυνητῆ καί τόν ἀναγόρευσε κατακτητή τοῦ κόσμου.

῾Ως κατακτητής, ὁ ἄνθρωπος, ὅπου ζεῖ καί ἀπ᾿ ὅπου περνᾶ, σαρώνει τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου κι ἀναγορεύει τόν ἑαυτό του σέ νοῦ τῆς Δημιουργίας ὅλης. Αὐτός πού ἧλθε γιά νά φύγει, συμπεριφέρεται ὡς ἀλαζονικός κληρονόμος πού μένει. Μένει καί κατακτᾶ, καί μετασχηματίζει, καί ἀλλοιώνει, καί ἀσχημίζει, καί γκρεμίζει, καί κατατρώγει, καί τήν ὄψη καί τά σπλάχνα τοῦ κόσμου. Προσπαθεῖ νά ἀπαλείψει τήν ἱερότητα τοῦ κόσμου, νά σβήσει τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ, νά θέσει ἀναιδῶς τήν δική του. Εἶναι ἀδίσταχτος, ἀδηφάγος, ἄμοιρος ἁρμονίας καί ὀμορφιᾶς, πλάσμα πού μένει προσηλωμένο ἔξω ἀπό τόν     ἑαυτό του, κοινωνικός καί κοινωνικοφανής, ἐπικοινωνιακός καί μύχια ἀκοινώνητος, ἕνας βάρβαρος πού κρατεῖ στά χέρια δυνάμεις ἀβυσσαλέες καί τρέφεται μέ τό μίσος, τήν ἀντιπάθεια, τήν διεκδίκηση, τήν ἐπιθετικότητα, – ποτέ μέ τήν ἀγάπη πού ξυπνᾶ στήν ψυχή ἡ κοινωνία τῆς ἱερότητας ὅλης τῆς Δημιουργίας, τήν ἀγάπη τοῦ προσκυνητῆ.

Καί νά πού στό κατώφλι ἑνός καινούργιου χρόνου ὁ κατακτητής ἄνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τά πιό ἄσχημα, κακόγουστα, ἐκτρωματικά, ἀντιφυσικά, ἀντικοσμικά ἔργα του, ὁδηγεῖται σ᾿ ἕνα συγκλονιστικό ἀδιέξοδο: μπορεῖ νά θανατώσει μέ τίς κατακτητικές του δυνάμεις τόν κόσμον ὅλο ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἀθανατίσει τόν ἑαυτό του. ῞Οσα καί ὅπως καί ἄν βιώσει, τελικά θά ἀποβιώσει. καί ἡ μνήμη τῶν κατακτητικῶν του ἀπολαύσεων δέν θά τόν συνοδεύσει. ῾Ο κατακτητής θά καμφθεῖ ἐμπρός στἠν ἱερότητα τοῦ θανάτου, ὅσο καί ἄν ἔχει τραφεῖ μέ τήν οἴηση τῶν κατακτήσεών του, ὅσο κι ἄν ἔχει παραμορφώσει τόν κόσμο. ῾Ο κόσμος τελικά θά τόν θάψει. Καί θ᾿ ἀπλώσει καί πάλι πάνω ἀπό τά λείψανά του τήν θεσπέσια ἀλουργίδα τῆς ἱερότητας τῆς Δημιουργίας, φυτά, ἄνθη, ζωΰφια πού ἀντικρύζουμε νά μισοντύνουν τ᾿ ἀρχαία ἐρείπια, τά μισογκρεμισμένα κάστρα, τά λησμονημένα γεφύρια.

᾿Αλλά πῶς  γυμνόςκαί τετραχηλισμένος ἄνθρωπος –κατακτητής θά ἐνδυθεῖ τήν ἀθανασία ἀφοῦ δέν ἀνοίχθηκε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τόν κτιστό  στόν ῎Ακτιστο Δημιουργό Του καί δέν ἐβίωσε ὡς λειτουργός τοῦ κόσμου ἀλλά ὡς βιαστής του; Ποιός θά ἀφθαρτίσει τόν ἀπογυμνωμένο ἀπό τόν ἑαυτό του ἄνθρωπο τοῦ καιροῦ μας; ῎Αφησε τά ἀλαζονικά του ἴχνη στόν κόσμο, ἀλλά ἡ ζωή δαμάζει τά πάντα, γιατί μέσα στόν κόσμο λειτουργεῖ ἄγρυπνος ὁ χρόνος. Μόνον ὅποιος ἔρχεται καί ζεῖ ὡς προσκυνητής ὑπερβαίνει τόν χρόνο μέσα στήν θεία ἱερότητα πού νιώθει ἐντός του βαθιά ὡς ἔκταση καί ὡς εὐχαριστία, ὡς ρυθμό βίου καί ὡς συμμετοχή.

῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται στόν κόσμο, καί ἄν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ᾿ αὐτόν ὡς προσκυνητής, ἡ εὐλαβής αὐτή προσκύνηση ξεκινᾶ ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, προχωρεῖ πρός τόν ἄλλο, γιά νά ὑψωθεῖ τελικά πρός τόν μεγάλον ῎Αλλο, τόν Θεό.

῾Η προσκύνηση τοῦ ἑαυτοῦ του προσφέρεται πρός τό ἴδιο του τό σῶμα, τό φανερό σημεῖο τῆς ὕπαρξής του μέσα στόν κόσμο, γιά νά καταλήξει σέ προσκύνηση τῆς καρδιᾶς του, τῆς συνείδησης καί τῆς ψυχῆς του. Προσκύνηση τοῦ σώματος σημαίνει εὐλάβεια ἐμπρός στό μυστήριο τῆς ἱερότητάς του, σ᾿ ἑτούτη τήν ὑπέρλογη σύνθεση ὁρατῶν καί ἀοράτων, ὑλικῶν καί ἄϋλων στοιχείων πού σέ μιά δυναμική, ἀσίγαστη ὄσμωση συναποτελοῦν τόν ἑαυτό του.

Οἱ καιροί μας, ζώντας μιά πολύμορφη, θανάσιμη ἐκτροπή, λατρεύουν ἀποκλειστικά τό ὑλικό σῶμα. Πιστεύουν στό σῶμα τυραννικά, ὑπηρετοῦν, χρησιμοποιοῦν, ἐκμεταλλεύονται, ἐμπορεύονται τό σῶμα γιατί δέν πιστεύουν παρά μονάχα σ᾿ αὐτό. Παραθεωροῦν τόν ἄϋλο, τόν ἀόρατο ἑαυτό τοῦ ἀνθρώπου καί γιά τοῦτο δέν κατορθώνουν νά διακρίνουν τήν μυστηριακή του λειτουργία μέσα στό ὑλικό σῶμα : τήν θεϊκή πνοή τῆς ψυχῆς, τήν ἱερότητα τῆς συνείδησης. ῎Ετσι τό σῶμα ἀπομένει ἔκθετο, ὄργανο, ἐργαλεῖο, ἐμπόρευμα, προμηθευτής καί καταναλωτής γιά νά καταλήξει ὁἄνθρωπος νά ζεῖ ὡς συνεταῖρος τοῦ μηδενός, στό χεῖλος θανάτου σκοτεινοῦ, ἐκμηδενιστικοῦ. Τό σῶμα τότε συνιστᾶ τήν άπαρχή τοῦ μηδενός καί πιστεύοντας μόνο σ᾿ αὐτό, πιστεύει στόν θάνατό του.

Αὐτό τό μηδέν ἀντικρύζει ὁ κατακτητής, ὄχι ὁ προσκυνητής ἄνθρωπος καί στόν ἄλλο, στόν πλησίον του. ᾿Αντί νά τόν προσεγγίζει μέ εὐλάβεια, τιμή, στοργή κι ἔκσταση ἐμπρός στήν ἀπερίγραπτη ἱερότητα τοῦ μυστηρίου του, τόν ἀντιμετωπίζει ζωϊκά, μέ τόαἴσθημα καί τό ἔνστικτο. Ποτέ μέ τήν διαίσθηση καί τήν ἐν-ὅραση. ῎Οχι μέ τήν τρυφερότητα τῆς φιλίας τήν πανευγενῆ, ἀλλά μέ τήν σκαιότητα τοῦ ἀριθμοῦ, τῆς μάζας, τῆς κατανάλωσης. Γιατί ἡ σημερινή κοινωνία ἐγγράφει καί τό σῶμα τοῦ ἄλλου μέσα στά δεδομένα τῆς παραγωγῆς, τῆς ἡδονοθηρίας καί τῆς κατανάλωσης, μέ τήν ἐμπορευματική ἀντίληψη ἑνός κόσμου οἰστρηλατημένου ἀπό τό νευρωτικό κυνηγητότοῦ χρήματος καί τῆς ἀπόλαυσης. Καί τότε, ἡ καρδιά ξυλιάζει, ἀδρανεῖ. ῾Η ψυχήὑποφέρει ἀπό ὁλική ἔκλειψη καί ὁ ἄνθρωπος – πρόσωπο μετασχηματίζεται σέ ἄτομο – ἀριθμό.

῾Η μεταβολή τοῦ προσκυνητῆ ἀνθρώπου σέ κατακτητή προκαλεῖ – καί συντηρεῖ – τήν δεινή κρίση τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων στούς καιρούς μας, κρίση τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, κρίση τῆς οἰκογένειας. Τό ἐπίπεδο, ὁριζόντιο ἀντίκρυσμα τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τοῦ ἄλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιᾶς ζωῆς καί μιᾶς ἄσκοπης πολυλειτουργίας, ἀναιτιολόγητης, παράλογης.

᾿Ενῶ τό βάθος τῆς ὕπαρξης τοῦ προσκυνητῆ ἀνθρώπου τό προσπορίζουν οἱπροπάτορες μέσα στήν ῾Ιστορία, τό ὕψος τό χορηγεῖ ἐκεῖνος πού ἀγρυπνεῖ στήν κορυφήτοῦ κόσμου : ὁ ἀπερινόητος Θεός, ὁ κλειδοκράτορας τοῦ μυστηρίου τῆς Δημιουργίας. ᾿Εκεῖνος εἶναι ὁ μεγάλος ῎Αλλος, πού καλεῖ στήν ὕψωση τόν ἄνθρωπο σέ κάθε μετρητήστιγμή τοῦ χρόνου.

῎Αν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν προσῆλθε στν ζωή γιά νά προσκυνήσει τά ἱερά καί τά ὅσια, τότε δέν θά βιώσει μέ πληρότητα οὔτε τόν ἑαυτό του, οὔτε τούς ἄλλους, μήτε τόν Θεό. Τά θεϊκά Του ἴχνη λάμπουν παντοῦ μέσα στήν εὔκρατη νύχτα τῆς ταπεινοσύνης τοῦὄντος πού ὑπάρχει γιά νά δοξολογεῖ, ἀρκεῖ νά μποροῦμε νά τά διακρίνουμε.

῾Η ζωή ὡς προσκύνηση φέρει τόν ἄνθρωπο σέ μιάν ἐκστατική ἰσορροπία τοῦ ὑπάρχειν σέ πλάτος, σέ βάθος, σέ ὕψος. Τόν καταλάμπει μέ τήν Χάρη, τόν εὐγενίζει ὡς ἐπισκέπτη, ὡς φιλοξενούμενο, καί τόν συνδέει ὀργανικά μέ τούς συνανθρώπους του καίμέ τόν Δημιουργό του. Αὐτή ἡ ἱερή συμφιλίωση ἀποκαλύπτει τήν μυστική, χαρμόσυνη ἁρμονία τῶν πάντων. Καί ὑψώνει πλέον τήν ζωή ὡς φιλοξενία καί ὡς πολύτιμο δώρο. Τήν βίωσι αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν σᾶς εὔχομαι κατά τήν νέα χρονιά πού ξεκινάει σήμερα.

Καλή Χρονιά, εὐτυχισμένη καί παραγωγική πνευματικά !

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΤΟΜΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 2, 20-21, 40-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ ̓ αὐτό. Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ ̓ ἔτος εἰς Ἱερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν Ἰησοῦς ὁ παῖς ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω Ἰωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ. Νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς· καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν. Καὶ ἐγένετο μεθ ̓ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς· ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με; καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. Καὶ κατέβη μετ ̓ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
Ἐκεῖνο τόν καιρό, οἱ βοσκοί γύρισαν πίσω δοξάζοντας καί ὑμνώντας τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα ἄκουσαν καί εἶδαν· ἦταν ὅλα ὅπως τούς εἶχαν εἰπωθεῖ. Ὅταν συμπληρώθηκαν ὀχτώ μέρες, ἔκαναν στό παιδί περιτομή καί τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Ἰησοῦς, ὅπως δηλαδή τό εἶχε ὀνομάσει ὁ ἄγγελος προτοῦ ἀκόμα συλληφθεῖ στήν κοιλιά τῆς μάνας του. Στό μεταξύ τό παιδί μεγάλωνε καί τό πνεῦμα του δυνάμωνε· ἦταν γεμάτος σοφία, καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἦταν μαζί του. Κάθε χρόνο, τή γιορτή τοῦ Πάσχα οἱ γονεῖς τοῦ Ἰησοῦ πήγαιναν στήν Ἱερουσαλήμ. Ὅταν ἔγινε δώδεκα χρονῶν, ἀνέβηκαν στά Ἱεροσόλυμα, στή γιορτή, ὅπως συνήθιζαν. Ὅταν τέλειωσε ἡ γιορτή καί γύριζαν πίσω, τό παιδί ὁ Ἰησοῦς παρέμεινε στήν Ἱερουσαλήμ, χωρίς νά τό ξέρουν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ μητέρα του. Νομίζοντας ὅτι ἦταν μέσα στό πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, περπάτησαν μιᾶς μέρας δρόμο καί ὕστερα ἄρχισαν νά τόν ἀναζητοῦν ἀνάμεσα στούς συγγενεῖς καί τούς γνωστούς. Δέν τόν βρῆκαν, ὅμως, και γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμνά τόν ἀναζητήσουν. Τόν βρῆκαν ὕστερα ἀπό τρεῖς μέρες στό ναό καθισμένον ἀνάμεσα στούς νομοδιδασκάλους, νά τούς ἀκούει καί νά τούς κάνει ἐρωτήσεις. Ὅλοι ὅσοι τόν ἄκουγαν ἔμεναν κατάπληκτοι γιά τή νοημοσύνη καί τίς ἀπαντήσεις του. Μόλις τόν εἶδαν οἱ γονεῖς του, ἀπόρησαν, καί ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, γιατί μᾶς τό 'κανες αὐτό; Ὁ πατέρας σου κι ἐγώ σέ ἀναζητούσαμε μέ πολλή ἀγωνία». Ὁ Ἰησοῦς τούς ἀπάντησε: «Γιατί μέ ἀναζητούσατε; Δέν ξέρατε ὅτι πρέπει νά βρίσκομαι στό σπίτι τοῦ Πατέρα μου;» Ἐκεῖνοι ὅμως δέν κατάλαβαν τά λόγια πού τούς εἶπε. Ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους καί ἦρθε στή Ναζαρέτ καί ζοῦσε κοντά τους μέ ὑπακοή. Ἡ μητέρα του ὅμως διατηροῦσε μέσα στήν καρδιά της ὅλα αὐτά τά λόγια. Ὁ Ἰησοῦς μεγάλωνε καί πρόκοβε στή σοφία, καί ἡ χάρη πού εἶχε εὐαρεστοῦσε τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 2, 8-12)

Ἀδελφοί, βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ
 Ἀδελφοί, προσέχετε καλά, μή σᾶς ἐξαπατήσει κανείς μέ τούς ἀπατηλούς καί κούφιους συλλογισμούς τῆς ἀνθρώπινης σοφίας, πού στηρίζονται σέ ἀνθρώπινες παραδόσεις καί σέ μιά λαθεμένη πίστη πρός τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου καί ὄχι στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Γιατί μόνο στό Χριστό κατοικεῖ σωματικά ὅλη ἡ θεότητα. Μόνο αὐτός μπορεῖ νά μᾶς δώσει τήν πληρότητα τῆς ζωῆς, αὐτός πού εἶναι κύριος κάθε ἀρχῆς καί ἐξουσίας. Πιστεύοντας σ' αὐτόν λάβατε τήν πραγματική περιτομή, αὐτή πού δέ γίνεται μέ ἀνθρώπινα χέρια, ἀλλά τήν κάνει ὁ Χριστός καί εἶναι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἁμαρτία πού ἐξουσίαζε τόν ἄνθρωπο. Ὅταν βαφτιστήκατε, θαφτήκατε μαζί μέ τό Χριστό, ἀλλά κι ἀναστηθήκατε μαζί του, γιατί πιστέψατε στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ!


Ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά εἰσερχόμαστε κάθε φορά στόν νέο χρόνο – «ὁ καταξιώσας ἡμᾶς ἐν τῆ ἀφάτῳ Σου φιλανθρωπίᾳ εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν», κατά τήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας πού θά ἀκούσουμε σέ λίγες ὧρες. Ὁ χρόνος Τοῦ ἀνήκει ὡς δημιουργία Του, τόν δίνει ὡς δωρεά Του, συνεπῶς θεωρεῖται ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ εὐλογία Του στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀξιοποιήσει. Ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά δημιουργήματα, πού ὁ Θεός τά προσέφερε στόν ἄνθρωπο πρός ἀξιοποίησή τους – «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτά» λέει ἡ Γραφή - κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τόν χρόνο. Δέν εἶναι ὁ χρόνος ἕνα πράγμα πού ὑφίσταται ἀπό μόνο του, δέν λειτουργεῖ κατά μαγικό τρόπο ὡς ἕνα εἶδος κύκλου (κυκλική ἔννοια τοῦ χρόνου: ὅλα ἔρχονται καί ἐπανέρχονται τά ἴδια), ὅπως νόμιζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λόγω τῆς πίστης τους στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό καί πού θά ἔπρεπε νά ἀρέσει καί σ’ ἐκεῖνον, ὥστε νά γίνεται αὐτό καί ἡ χαρά τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πορεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ζεῖ τή φυσιολογία του καί ἄρα τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. Βγάλε τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα χάνουν τό νόημά τους καί στεροῦνται ἀπό ὁποιαδήποτε χαρά. Ἡ θλίψη γίνεται ἐκεῖνο πού τήν σφραγίζει. «Θλίψη καί στενοχώρια σέ κάθε ἄνθρωπο πού κάνει τό κακό» (ἀπ. Παῦλος). Μέσα λοιπόν στήν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει Ἐκεῖνος νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν καινούργιο χρόνο, ὥστε νά βρίσκεται συντονισμένος μέ τόν δωρεοδότη Του, νά ζεῖ δηλαδή μέ ἀγάπη.

Η ΟΣΙΑ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η οσία Μελάνη έζησε επί της βασιλείας του Ονωρίου και καταγόταν από ένδοξο και λαμπρό γένος. Επειδή αγάπησε με όλη την ψυχή της τον Κύριο, θέλησε να ζήσει παρθενικό βίο. Οι γονείς της όμως την πίεσαν και παρά τη θέλησή της την οδήγησαν σε γάμο, από τον οποίο έκανε δύο παιδιά. Έπειτα οι γονείς της και τα παιδιά της έτυχε να φύγουν από τη ζωή αυτή, οπότε η αγία άφησε την Πόλη και πήγε να ζήσει σε προάστειο. Εκεί ασχολείτο πια με τη φιλοξενία των ξένων που έρχονταν, και με τις επισκέψεις της στους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Μετά από αυτά, αφού πούλησε την περιουσία της που ήταν μεγάλη και μάζεψε δώδεκα μυριάδες χρυσού,  έδινε χρήματα  στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες, ενώ η ίδια έτρωγε ανά δύο ημέρες, έπειτα ανά πέντε, ώστε τελικά να τρώει μόνον κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Από την άλλη είχε το χάρισμα να γράφει έντεχνα και με ευφυή τρόπο. Έζησε και στην Αφρική  για επτά χρόνια κι αφού σκόρπισε τον πολύ πλούτο της, έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε έγκλειστη σε κελλί. Μάζεψε κοντά της και ενενήντα παρθένους, που  παρείχε σ’ αυτές διαρκώς όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή την έπιασε ξαφνικά πόνος στον πλευρό και αρρώστησε βαριά. Προσκάλεσε τότε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε από αυτόν τη θεία μετάληψη. Κι αφού  μάζεψε όλες τις αδελφές, άφησε αυτήν τη φωνή σαν τελευταίο λόγο της: «Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο».

Μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του ο Θεός θέλησε να ικανοποιήσει τελικώς την αρχική επιθυμία της οσίας Μελάνης: να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο. Κι όχι μόνον αυτό: η οσία έγινε ο ελκτικός πόλος για να συναχτούν γύρω της και πάρα πολλές κοπέλες που επιθυμούσαν επίσης την πλήρη αφιέρωση διά του παρθενικού βίου, ώστε να δοξολογούν διαρκώς ως άγγελοι το άγιο όνομα Εκείνου.   Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος  επισημαίνει μεν  τη διάσταση αυτή του έργου της, αλλά σημειώνει και την προϋπόθεση: μπόρεσε η αγία να ανοικοδομήσει ιερό μοναστήρι για τις παρθένους, αφού όμως η ίδια είχε καταστήσει τον εαυτό της ναό της υπερθέου Τριάδος, κατοικητήριο του Θεού. «Έκανες την καρδιά και το σώμα σου ναό της υπερθέου αγίας Τριάδος, αξιάγαστη Μελάνη,  και έτσι οικοδόμησες θεϊκούς οίκους. Σ’ αυτούς συνάθροισες τάγματα παρθένων και χορούς μοναζόντων, που με σύμφωνη γνώμη υμνούν και δοξολογούν τον Χριστό στους αιώνες».

Κι είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να φέρει κοντά του και πολύ περισσότερο να κρατήσει στη συνέχεια νέους ανθρώπους, άνδρες ή γυναίκες, και μάλιστα με σκοπό την με αδιάκοπη βία κατά του εαυτού τους δοξολογία του Θεού, αν ο ίδιος δεν έχει γεμίσει από τη χάρη του Θεού, η οποία αυτή κατεξοχήν λειτουργεί ως μαγνήτης των ανθρώπων. Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει ιδιαίτερα στον πνευματικό αγώνα της οσίας Μελάνης. Αν έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος η οσία, αν κατέστησε τον εαυτό της άξιο κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, είναι διότι πρώτον, ασκήθηκε στις βασικές αρετές του κάθε αφιερωμένου στον Θεό ανθρώπου, δηλαδή τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, με τις οποίες τα πάθη της αμαρτίας μεταστρέφονται και γίνονται ένθα πάθη: «Έλαμψες με τη φρόνησή σου, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, γι’ αυτό και είχες την υψοποιό ταπείνωση να σε ανυψώνει προς το ουράνιο ύψος. Με αυτήν την ταπείνωση νίκησες, οσία, τον υπερήφανο διάβολο»∙ και δεύτερον, εκτός από τις ασκητικές αρετές έλαμψε κυρίως σ’ αυτό που αποτελεί σκοπό και των αρετών αυτών: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η οσία υπήρξε ελεήμων καρδία, τόσο που όλη τη μεγάλη περιουσία της την διέθεσε στους πτωχούς και αναγκεμένους συνανθρώπους της. Κι ίσως ο Θεός γι’ αυτό θέλησε να έχει επίγειο πλούτο: για να γίνει όργανο προσφοράς του προς τον συνάνθρωπο. «Με το έλεός σου απέκτησες το έλεος του Θεού. Σκόρπισες, έδωσες στους φτωχούς, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη σου μένει στους αιώνες, όπως και το κέρδος σου από αυτήν τη δικαιοσύνη δεν παλιώνει, Μελάνη θεοφόρε οσία».

Πράγματι: δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει πιο εύκολα και άνετα στη Βασιλεία του Θεού από τα δύο αυτά: την ασκητική δι’ εγκρατείας διαγωγή και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και σημειώνει ο υμνογράφος τα δύο αυτά, διότι το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου: κανείς δεν μπορεί να ζήσει σωστά την αγάπη, να έχει αληθινό έλεος προς τον συνάνθρωπό του - συνεπώς να μπορεί να κατοικήσει μέσα του ο Θεός που είναι αγάπη – αν με τη ζωή της εγκράτειας και της άσκησης δεν εξαλείψει το κεντρικό εμπόδιό της, τον εγωισμό. Η ασκητική ζωή της εγκρατείας ισοπεδώνει το εγωιστικό αμαρτωλό φρόνημα και ανοίγει τον άνθρωπο στην ελευθερία της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό συνιστά τον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως το λέει και ο άγιος Θεοφάνης: «Αφού καθάρισες βαθιά, σεμνή, από την ψυχή εντελώς τις άμορφες ιδέες των παθών, ζωγράφισες σ’ αυτήν με τα χρώματα της εγκράτειας την απάθεια και την ανυπόκριτη αγάπη».

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚῌ (30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου».

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού».

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες». Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία». Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

27 Δεκεμβρίου 2022

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ!

Ποιο είναι αυτό το παράδοξο και μεγάλο μυστήριο που ακατάπαυστα εξαγγέλλει η υμνολογία της Εκκλησίας τα Χριστούγεννα και όχι μόνο; Μα τι άλλο από αυτό που ομολογεί έκθαμβος ο μέγας απόστολος Παύλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί!», πραγματικά είναι μεγάλο το μυστήριο της πίστεώς μας: ο Θεός έγινε άνθρωπος. Κι έρχεται λοιπόν η εκκλησιαστική υμνολογία προκειμένου αυτό να αναπαραγάγει σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές, όλο το διάστημα της ετοιμασίας για το υπερφυές γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο, κατεξοχήν δε την τελευταία εβδομάδα με αποκορύφωση την ημέρα των Χριστουγέννων και όλες τις ημέρες που συνιστούν τον ευλογημένο απόηχό τους! «Παράδοξο μυστήριο οικονομείται σήμερα! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Παρέμεινε σταθερά σε ό,τι ήταν, Θεός δηλαδή, κι αυτό που δεν ήταν, ανθρώπινο δημιούργημά Του δηλαδή, το προσέλαβε, χωρίς να υποστεί καμία ανάμειξη και καμία διαίρεση». Κι αλλού: «Πώς να διηγηθώ το μεγάλο μυστήριο; Ο άσαρκος σαρκώνεται και ο Λόγος αποκτά ύλη. Ο αόρατος βλέπεται κι αυτός που δεν μπορούσε κανείς να τον αγγίξει ψηλαφάται. Ο άναρχος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, ο Ιησούς Χριστός, Αυτός που είναι χθες και σήμερα και ο ίδιος σε όλους τους αιώνες».

Μέγα και παράδοξο λοιπόν το μυστήριο, το οποίο μπορεί να «κατανοηθεί» με τη μόνη δύναμη που ο Δημιουργός έχει δώσει στον άνθρωπο για τέτοια υπερφυή γεγονότα: την πίστη από μία καρδιά που πάσχει και αγωνιά για την αλήθεια. Δεν είναι η λογική που έχει τον έλεγχο και αποτελεί το κριτήριο – μετά την πτώση στην αμαρτία ο αμαρτωλός πια άνθρωπος είναι διασπασμένος και ξένος από τον χώρο που φανερώνεται ο Θεός, την ίδια την «καρδιά» του. Πρέπει να κινητοποιηθεί αυτή, να διψάσει τον Θεό για να μπορέσει να προκαλέσει κάποια ρωγμή στην πώρωσή της ώστε η ακτίνα του Ήλιου της Δικαιοσύνης να βρει τρόπο να διεισδύσει μέσα της, φωτίζοντας τη σκοτεινιά της. Κι όταν συμβεί τούτο, τότε τα πάντα αλλοιώνονται. Αλλά επί τα βελτίω: ο άνθρωπος προκαλείται σε μετάνοια και το εσωτερικό δάκρυ του φέρνει την κάθαρση από τη βρομιά των παθών του – ο νοερός οφθαλμός του με την ακτίνα του θεϊκού Πνεύματος αρχίζει να διακρίνει λίγο την πραγματικότητα! «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν  ὄψονται». Και τα θεόπνευστα λόγια του ποιητή συνοψίζουν: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν∙ πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν» (Δεν ερευνάται με τη λογική το μυστήριο. Με μόνη τη φωτισμένη από τον Θεό πίστη το δοξολογούμε).

Την παραδοξότητα όμως του μυστηρίου της σάρκωσης ως ανθρώπου του Θεού την επισημαίνουμε και στο μυστήριο της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά κατ’ επέκταση και σε κάθε πια πιστό άνθρωπο, ιδίως τον αληθινά πιστό, τον άγιο! Τι εννοούμε; Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ζει μέσα στο μυστήριο, αφού ήταν εκείνη που πρόσφερε το «υλικό», την ίδια τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της ώστε να έρθει αυτός στον κόσμο ως άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με εμάς πλην της αμαρτίας – η αμαρτία δεν αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο στον πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Αλλά επίσης ζει το μυστήριο που οι άγιοι υμνογράφοι το θέτουν διατυπωμένο στα χείλη της: πώς «άνανδρος» αυτή τίκτει κανονικά παραμένοντας όμως Παρθένος; «Βλέπω ακατάλυτη τη σφραγίδα της παρθενίας μου, γι’ αυτό και σε κηρύττω Λόγο Θεού που δεν αλλοιώθηκε αλλά απέκτησε σάρκα. Δεν γνωρίζω ανδρική σπορά, σε γνωρίζω όμως ως εκείνο που έλυσες τη φθορά. Διότι είμαι αγνή, ενώ εσύ προήλθες από εμένα. Όπως βρήκες τη μήτρα μου έτσι και την άφησες».

Κι αυτή τη διπλή διάσταση του μυστηρίου, και Παρθένος και Μητέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος είναι και Θεός και άνθρωπος, τη διαπιστώνουμε είπαμε και σε κάθε πιστό που θέλει να έχει ενεργοποιημένη την πίστη του. Διότι ο κάθε πιστός στον Χριστό πώς κινείται και πώς ζει; Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους», με τα μάτια της πίστεως πορευόμαστε στη ζωή αυτή, όχι με ό,τι μας προσφέρουν μόνο οι σωματικές μας αισθήσεις. Το εξαγγέλλει και αλλού ο μέγας αυτός άνθρωπος: «Δεν είμαστε προσηλωμένοι κυρίως στα βλεπόμενα με τα σωματικά μας μάτια, αλλά στα μη βλεπόμενα. Διότι τα βλεπόμενα είναι φθαρτά, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια». Και τι είναι αιώνιο; Η παντοδύναμη χάρη του Κυρίου που διακρατεί και διαπερνά τα σύμπαντα. Λοιπόν, ο πιστός ζει διαρκώς την παρουσία του Κυρίου, οι οφθαλμοί του αδιάκοπα ενατενίζουν σ’ Αυτόν, ταυτοχρόνως όμως και ως άνθρωπος της ζωής αυτής προσβλέπει και στα υλικά. Αυτό δεν συνιστά το μυστήριο του κάθε αγίου; Πατάει στη γη αυτή αλλά ζει στον Ουρανό! Και δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει τη διπλότητα αυτή. Γιατί την ώρα που θα τη χάσει θα αρχίσει η τρεπτότητα της κοσμικής ζωής να τον συμφύρει στη ζάλη και στους ταραγμένους κλυδωνισμούς της.

Γιατί βλέπουμε στους βίους των αγίων μας να βρίσκονται αυτοί σε μία ψύχραιμη κατάσταση, έστω κι αν τα ανθρωπόμορφα θεριά των εχθρών της πίστεως επιπίπτουν με μανία εναντίον τους; Διότι ακριβώς όπως είπαμε ενατενίζουν πάντοτε στον Σωτήρα Χριστό. Κι έχοντας τους νοερούς όφθαλμούς τους προς Αυτόν, που θα πει αγωνιζόμενοι να «μένουν μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ αυτούς», έχοντάς Τον δηλαδή ως οίκο και κατάπαυσή τους, μπορούν με επίγνωση να αγκαλιάζουν με αγάπη και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο κάθε πλάσμα του Θεού, τρόπον τινά ως προέκταση Εκείνου. Κι ίσως είναι αυτό που έλεγε ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, λογιότατος Σωφρόνιος Αθωνίτης, ο εν τω Έσσεξ Αγγλίας αναπαυόμενος: ο χριστιανός ζει ένα είδος ορθόδοξης «σχιζοφρένειας». Διαρκώς με τον Χριστό αλλά και διαρκώς με τους ανθρώπους. Με πόθο και αγάπη και έρωτα προς τον Χριστό, που εκφράζεται όμως προς ό,τι είναι του Χριστού, είτε είναι κυρίως ο άνθρωπος είτε όλη η φυσική δημιουργία. Ευνόητο ότι μιλάμε για τη βίωση του μυστηρίου του βαπτίσματος που ενσωματώνει τον πιστό στον Χριστό και τον κάνει όπως είπαμε πράγματι μία Εκείνου προέκταση. Οπότε η διπλότητα αυτή του πιστού δεν αποτελεί μία «φαντασιακή» εικόνα του, αλλά μία οντολογική πνευματική πραγματικότητά του. Μακάρι ο Κύριος να μας δίνει το δώρο αυτό της χάρης Του αφότου ήλθε στον κόσμο: να έχουμε αίσθηση ότι Του ανήκουμε, ώστε ταυτοχρόνως να έχουμε αίσθηση ότι και όλος ο κόσμος αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. «Όλα σας ανήκουν, είτε άνθρωποι είτε ο κόσμος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μελλούμενα. Έσείς όμως ανήκετε στον Χριστό κι ο Χριστός στον Θεό» (απόστολος Παύλος).

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

 

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

26 Δεκεμβρίου 2022

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος βλέπουμε να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.