«Οι πέντε αυτοί μάρτυρες
ήταν Καππαδόκες κατά το γένος, στα χρόνια του Διοκλητιανού, που σέβονταν από
τους προγόνους τους τον Χριστό κατά τρόπο όμως κρυφό. Ομολόγησαν με παρρησία
κάποια στιγμή την πίστη τους, γι’ αυτό και υποβλήθηκαν σε πολυειδή βασανιστήρια
από τον ηγεμόνα Λυσία. Και οι μεν τρεις πέθαναν στα βασανιστήρια, ο δε Ευστράτιος
και ο Ορέστης επέζησαν και στάλθηκαν στη Σεβάστεια, στον διοικητή όλης της
Ανατολής, τον Αγρικόλαο, ο οποίος διέταξε να ριχτούν στην πυρά, το 296, οπότε
και τελειώθηκαν. Ήταν δε ο Ευστράτιος άνδρας λόγιος και κάτοχος της ρητορικής
τέχνης, πρώτος από τους αξιωματικούς του Λυσία και με το αξίωμα του χαρτοφύλακα
στην επαρχία του, αξίωμα που στα λατινικά λέγεται σκρινιάριος. Στο όνομα του
αγίου Ευστρατίου επιγράφεται η ευχή που λέγεται στο μεσονυκτικό του Σαββάτου
«Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε…», όπως στον άγιο Μαρδάριο αποδίδεται η ευχή που
λέγεται στην Γ΄ ώρα και αλλού «Δέσποτα Θεέ, πάτερ παντοκράτορ…».
«Η πεντάχορδος λύρα και πεντάφωτος λυχνία», κατά την υμνογράφο αγία
Κασσιανή, οι πέντε δηλαδή μάρτυρες που εορτάζουμε σήμερα: ο Ευστράτιος, ο
Αυξέντιος, ο Ευγένιος, ο Μαρδάριος και ο Ορέστης, χαρακτηρίζονται από τη θερμή
αγάπη τους προς τον Κύριο. Η αγάπη τους αυτή, η τέλεια και απολύτως σταθερή,
ήταν εκείνη που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη, προκειμένου να αντέξουν τα
πάμπολλα είδη μαρτυρίων που υπέστησαν, χωρίς να καμφθούν καθόλου. Κι αυτήν την
αγάπη τους την έδειξαν, κατά τον υμνογράφο τους, όχι μόνο στην πράξη, με τα
μαρτύριά τους δηλαδή, αλλά και με τον λόγο τους - με την ομολογία της πίστεώς
τους και τη μαρτυρία ότι ο Χριστός είναι γι’ αυτούς ό,τι μπορεί να έχει αξία σ’
αυτήν τη ζωή. «Οι άγιοι επέδειξαν την προς Εσένα, Κύριε, τέλεια και σταθερή
αγάπη, με τα λόγια και με τα παθήματα και τις πολύτροπες στερήσεις της ζωής».
Και: «Ο Χριστός είναι για μένα τα πάντα, φώναζε δυνατά ο Μαρδάριος: και πατρίδα
και αξία και όνομα. Διότι από σένα έμαθε τούτο, Ευστράτιε».
Είναι συγκινητική η ομολογία
αυτή του αγίου Μαρδαρίου, αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων, γιατί μας
αποκαλύπτει πως για τους αγίους ο Χριστός δεν είναι κάτι στη ζωή τους, έστω και
πολύ σημαντικό, αλλά τα πάντα. Είναι δηλαδή Εκείνος που προσδιορίζει την ύπαρξή
τους και όλη την ψυχοσωματική τους οντότητα. Το «Χριστός μοι αντί πάντων»
αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που έλεγαν όλοι οι άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σε
κάθε ερώτηση του ανακριτή και του δημίου τους απαντούσαν με το «Χριστιανός
ειμι», όπως και τη συνεπή συνέχεια της ομολογίας του αποστόλου Παύλου, που
διαλαλούσε το «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» και «εμοί το ζην Χριστός».
Για τους χριστιανούς επομένως η όποια αξία της ζωής είναι αξία στον βαθμό που
σχετίζεται με τον Χριστό, όπως και η αυτοσυνειδησία τους, η ταυτότητά τους
εξαρτάται απολύτως και αποκλειστικά από Εκείνον.
Η αγάπη τους προς τον Κύριο,
είπαμε, εκφραζόταν και με τον λόγο. Πράγματι, οι υμνογράφοι (διότι είναι
περισσότεροι του ενός) της ακολουθίας των αγίων επανέρχονται «πάλιν και
πολλάκις» στο εκ Θεού χάρισμα του λόγου τους, κατεξοχήν δε στη φιλοσοφική και ρητορική δεινότητα του αγίου
Ευστρατίου. «Με ρητορικά λόγια ο στρατιώτης του Χριστού κατέπληξε τους
άνομους», και «Τον μεταξύ των μαρτύρων μεγάλο Ευστράτιο, που αναδείχτηκε
φιλόσοφος με τη θεία σοφία και αποδείχτηκε ρήτορας με το κάλλος των λόγων», θα
πει ο άγιος Γερμανός, ένας από τους εγκωμιαστές του αγίου Ευστρατίου. «Ρητόρων ευγλωττότερος» ή «τον ρήτορα Ευστράτιον» θα σημειώσει
αλλού άλλος υμνογράφος του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η επιμονή αυτή των
υμνογράφων, διότι φανερώνει - ιδίως για την εποχή μας που
είναι εποχή πληθωρισμού λόγων χωρίς αντίκρισμα, συνεπώς μία αργολογία και
ματαιολογία - ότι τότε έχουν σημασία τα
λόγια, όταν αφενός αναφέρονται στην ίδια την αλήθεια, που λειτουργεί σαν
μαχαίρι απέναντι στο ψεύδος («άρπαξες από τον εχθρό το μαχαίρι των λόγων και με
αυτό απέκοψες την αντιλογία του ψεύδους»), αφετέρου επιβεβαιώνονται από την
ίδια τη ζωή που φτάνει μέχρι το μαρτύριο. Ο άγιος Ευστράτιος δηλαδή, όπως και
οι άλλοι, χρησιμοποίησαν τον λόγο, για να ομολογήσουν Χριστό. Και υπομνημάτισαν τον λόγο τους, άρα και
την αλήθεια του λόγου αυτού, με τα αθλητικά στίγματά τους. «Με ρητορικά λόγια
κατέπληξε τους άνομους, με τα στίγματα στο σώμα του από την άθληση του
μαρτυρίου του κατατρόπωσε τις δυνάμεις του εχθρού, ο ένδοξος και δυνατός
αθλοφόρος Ευστράτιος».
Έτσι οι άγιοί μας έδειξαν με
τη ζωή τους ότι η θεολογία της Εκκλησίας μας κινείται όχι κατά τρόπο
αριστοτελικό, δηλαδή με βάση την ανθρώπινη φιλοσοφία, όσο σπουδαία κι αν είναι
αυτή, αλλά κατά τρόπο αλιευτικό, δηλαδή με ό,τι κήρυξαν και δίδαξαν οι μάρτυρες
του Χριστού, άγιοι απόστολοι. Είναι πολύ ωραία η εμμελής καταγραφή της παραπάνω
αλήθειας από την αγία και πάλι Κασσιανή στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου:
«Οι άγιοι μάρτυρες προτίμησαν τη σοφία των Αποστόλων παραπάνω από την παιδεία
των Ελλήνων, γι’ αυτό άφησαν κατά μέρος τα βιβλία
των ρητόρων και ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τα βιβλία των αλιέων. Διότι στα
πρώτα υπάρχει ευγλωττία απλών λόγων, ενώ στα θεία λόγια των αγραμμάτων
διδάσκονταν τη θεολογία της αγίας Τριάδος». Η ίδια μάλιστα αγία υμνογράφος
δίνει μ’ έναν πολύ δυνατό στίχο της το στίγμα των σημερινών αγίων και τη θέση
που έχουν στην Εκκλησία. «Χαίροις ο ισάριθμος χορός των φρονίμων Παρθένων»
εγκωμιάζει. Νομίζουμε ότι πιο άμεση αποτίμηση της αγιότητάς τους από τον
παραλληλισμό αυτό με τις φρόνιμες παρθένους που εισήλθαν στον
νυμφώνα με τον νυμφίο Χριστό, δεν θα μπορούσε να υπάρξει.