ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Τέκνα μου ἀγαπητά καί πεφιλημένα,
Τόν περίμεναν τόν Λυτρωτή. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ζοῦσε μέ τήν προσδοκία τοῦ ἐρχομοῦ Του. Ἰσχυρό τόν προσδοκοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες. Διότι Ἐκεῖνος, πού ἐπρόκειτο νά λυτρώσει τόν Προμηθέα δεσμώτη, ἔπρεπε νά εἶναι ἰσχυρός, νά ἔχει θεία δύναμη. Δυνατό τόν λαχταροῦσαν καί οἱ Ἰουδαῖοι. Ἐκεῖνος, πού ἔμελλε νά ἐπανασυστήσει τόν ἔνδοξο θρόνο τοῦ Δαβίδ, ἔπρεπε νά εἶναι ζωσμένος μέ πανίσχυρη ρομφαία.
Καί μιά νύχτα σ’ ἕνα σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ γεννιέται ἕνα βρέφος. Ἡ Παρθένος μητέρα του, τό ἀνακλίνει μέσα στή φάτνη τῶν ζῴων. Ποιός λοιπόν θά τό πίστευε; Τό νήπιο αὐτό τῆς Βηθλεέμ, τό βρέφος τῆς φάτνης, ὁ υἱός τῆς Παρθένου, εἶναι ὁ ἀναμενόμενος ἰσχυρός καί κραταιός Λυτρωτής, ὁ σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἱδρυτής ἀκατάλυτης βασιλείας στούς αἰῶνες! Ὁ ἄνθρωπος μέ τά σάρκινα μάτια, πού ζητάει νά δεῖ ἐξωτερική λάμψη, μεγαλεῖα καί ἀνθρώπινες τιμές, περνάει ἀδιάφορος μπροστά στό μέγα μυστήριο.
Ἡ ἱστορία ὅμως τῶν δύο χιλιάδων χρόνων βροντοφωνάζει «ὅτι παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν», «Θεός ἰσχυρός». Κύριος ψυχῶν καί καρδιῶν Ἀρχηγός μαρτύρων καί ἡρώων. Ἀλλά οἱ πολλοί προσπερνοῦν μέ ἀδιαφορία μπροστά στή φτωχή Φάτνη. Εἶναι οἱ μικρόψυχοι, οἱ δοῦλοι στήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό δέν τούς συγκινεῖ τό θεῖο Βρέφος. Δέν σκιρτᾷ ἡ ψυχή τους στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός Του. Γι’ αὐτό καί δέν φροντίζουν νά Τό γνωρίσουν. Νά Τοῦ παραχωρήσουν μιά θέση στήν καρδιά τους.
Γιά νά σκύψει κανείς σ’ ὅ,τι δέν φαντάζει, στό φαινομενικά ταπεινό Σπήλαιο, πρέπει πάνω ἀπό τίς γνώσεις, πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία, πάνω ἀπό τά πλούτη καί τή δόξα, νά ὑπάρχει ἡ πίστη, πού βλέπει βαθύτερα καί ἐκτιμᾷ τά ἀνεκτίμητα.
Καί ὅλα τά ἄστρα καί ὅλα τά μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ, ἄν γνώριζαν οἱ Τρεῖς Μάγοι, δέν θά κατόρθωναν νά φθάσουν στή Βηθλεέμ. Γιά μιά τέτοια ἀνακάλυψη, χρειαζόταν κάτι ἄλλο, πού ξεπερνοῦσε τίς γνώσεις τους, πού στεκόταν ψηλότερα ἀπό τήν σοφία τους. Κάτι, πού δέν ἦταν οὔτε γνώση οὔτε ἔπιστήμη, οὔτε σοφία. Ἀλλά ἀποκάλυψη θεία πού τήν δέχονται ψυχές δεκτικές, ἀνοικτές στό Φῶς τοῦ Οὐρανοῦ.
Ἄνθρωποι μορφωμένοι, ἀλλά καί ἄνθρωποι λίγων γραμμάτων, ἁπλοί καί ταπεινοί, ὅπως οἱ Ποιμένες, καί οἱ Μάγοι σ’ αὐτό μοιάζουν: στήν ἀποδοχή τοῦ θείου μηνύματος. Καί ἡ ἄποδοχή ἔγινε, γιατί εἶχαν ψυχές ἁπλές, καθαρές, ἕτοιμες νά δεχθοῦν μέ πίστη τό μεγάλο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Καί φέτος οἱ ἁπλές ψυχές θά πλησιάσουν καί πάλι μέ πίστη τό μεγάλο μυστήριο, σ’ ὅποιο κοινωνικό στρῶμα κι ἄν ἀνήκουν. Καί ἄν ξέρουν γράμματα ἤ καί ἄν δέν ξέρουν, σοφοί καί ἄσοφοι, πλούσιοι καί φτωχοί, σ’ αὐτές μόνο θά «ἀποκαλυφθῇ ὁ θησαυρός ὁ «ἀποκεκρυμμένος». Θά καταλάβουν ὅτι τό Νεογέννητο Βρέφος εἶναι ὅπως ὁ Προφήτης Ἠσαΐας τό εἶπε: «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. 9′ 6).
Ἡ φωτοχυσία ἀπό τό λυτρωτικό Γεγονός τοῦ ἐρχομοῦ στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Λυτρωτῆ, ἁπλώνεται στήν ταλαιπωρημένη μας γῆ λοιπόν καί πάλι. Ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀκτίνων τοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης, δυό ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα στήν ἐποχή μας: ἡ ἤρεμη ἀντοχή τῶν κεντρικῶν προσώπων στή βιβλική διήγηση γιά τή Γέννηση καί κυρίως ὁ πυρήνας τοῦ νοήματος τῶν Χριστουγέννων.
Οἱ ἰδιαίτερες συνθῆκες μέσα στίς ὁποῖες ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦρθε στόν κόσμο μας δέν ἦταν ἄνετες. Λίγες ἡμέρες πρίν τή γέννησή Του, ἡ μητέρα Του εἶχε ὑποβληθεῖ σέ ἕνα κοπιαστικό ταξίδι ἀπό τή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Φτάνοντας ἐκεῖ δέν ἄνοιξε γι’ αὐτούς κάποιο φιλόξενο σπίτι.
Ἡ ἀδιαφορία τῶν κατοίκων ὑπῆρξε παγερή. Ἀκόμα καί στό πανδοχεῖο «οὔκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Κατέφυγαν στόν στάβλο «καί ἐσπαργάνωσεν αὐτόν καί ἀνέκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. 2,7).
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀρνήθηκε τή χλιδή καί τήν πολυτέλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Δέν ἄργησε νά ἐμφανιστεῖ ἡ μανιακή ἔκρηξη τοῦ Ἡρώδη, πού προκάλεσε τή φυγή στά ξένα, στήν Αἴγυπτο.
Ὅλες, ὅμως, αὐτές οἱ ἀπροσδόκητες δυσκολίες καί ἐπικίνδυνες συνθῆκες ἀντιμετωπίσθηκαν μέ μία ἤρεμη ἀντοχή, γεμάτη ὑπομονή, καρτερία, γαλήνη.
Ὁ Λυτρωτής προσέλαβε τή σκληρή ἀλήθεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀντιμετωπίζοντας, νήπιο ἀκόμη, τήν ἀνέχεια, τόν διωγμό, τήν ξενιτιά.
Τό μήνυμα εἶναι καθοριστικό γιά ὅλους, ὅσοι θέλουμε νά βαδίζουμε στά ἴχνη τοῦ Ἰησοῦ: Ἤρεμη ἀντοχή στίς ποικίλες στενοχώριες πού ἐμφανίζονται στήν πορεία μας, στίς στερήσεις, στίς κακουχίες, στίς θλίψεις. Ἤρεμη ἀντοχή στήν ἀπροσδόκητη ἐχθρότητα, στίς συκοφαντίες, στούς κατατρεγμούς.
Ἤρεμη ἀντοχή στούς σκληρούς δρόμους τῆς ξενιτιᾶς. Αὐτό δέν σημαίνει παθητικότητα. Κατά τήν ἐπιτέλεση τῆς λυτρωτικῆς ἀποστολῆς Του, ὁ «πρᾶος καί ταπεινός» Ἰησοῦς ἀντιστάθηκε στήν ἀδικία καί στήν τυπολατρία. Στηλίτευσε τήν ὑποκρισία καί τή δολιότητα, πάντοτε μέ ἤρεμη ἀντοχή. Ἀκόμη καί στίς πιό ἀκραῖες καταστάσεις, στά φρικτά Πάθη.
Ἡ λαμπροφόρος ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καθορίζει τό θεμέλιο αὐτῆς τῆς ἀντοχῆς. Ἐνισχύει τή βεβαιότητα ὅτι μέ τήν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ δέν εἴμαστε μόνοι, ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦρθε γιά νά μείνει μαζί μας.
«Ἐμμανουήλ» εἶναι ἕνα ἀπό τά κύρια ὀνόματά Του, δηλαδή «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν». Ἴχνη ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ Ὑπερβατικοῦ, τῆς Ὑπερτάτης Δυνάμεως τοῦ σύμπαντος, διαπιστώνονται σέ διάφορους πολιτισμούς. Αὐτό, ὅμως, πού καθιστᾷ μοναδικό τό χριστιανικό μήνυμα εἶναι ὅτι ὁ ἴδιος ὁ προαιώνιος Θεός ἔγινε ἄνθρωπος.
Δύο βασικές πατερικές φράσεις συνοψίζουν τό νόημα τῆς ἑορτῆς: «Αὐτός γάρ ἐνηνθρώπησε, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» τονίζει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος καί ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπογραμμίζει: Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦρθε στή γῆ «ἵνα ἐπαναγάγῃ πᾶσαν τήν ἀνθρωπότητα εἰς ἑαυτόν».
Ὁ ἄπειρος Θεός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στό μέγιστο τῆς ἀναπτύξεως καί τελειώσεως, στήν κατά χάριν θέωση.
Ἡ ἕνωση τῆς θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως ἐν Χριστῷ ἔδωσε στήν ἀνθρωπότητα μία νέα δυναμική καί τήν ἀνύψωσε μέσα στό φῶς τῶν ἄκτιστων θείων ἐνεργειῶν, τίς ὁποῖες ἀκτινοβολεῖ ἡ ἀγάπη Του.
Ὁ Θεός Πατέρας σήμερα μᾶς λέει: Σᾶς ἀποκαλύπτω τό μεγάλο μυστικό. Στέλνω ἀναμεσά σας, κοντά σας, μαζί σας τόν Υἱό μου. Τόν μονογενῆ Υἱό μου. Τόν στέλνω νά μείνει γιά πάντα σύντροφός σας. Θά ἔλθει στή γῆ ὡς Θεάνθρωπος. Μή γελαστεῖτε πού θά τόν δεῖτε μικρό, ἀδύνατο νήπιο. Τό μικρό αὐτό βρέφος, τέλειος ἄνθρωπος καί τέλειος Θεός, εἶναι ὁ Υἱός μου, ὁ συνάναρχος Λόγος, ὁ αἰώνιος καί παντοδύναμος. Γι’ αὐτό καί τό ὄνομά του εἶναι Ἐμμανουήλ. Ἔτσι θά τόν ὀνομάζετε. Διότι Ἐμμανουήλ σημαίνει «ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν», ὁ Θεός εἶναι μαζί μας. Καί ἀκριβῶς μέ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ μου, μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο σας, ἐγώ ὁ Θεός ἔρχομαι νά μείνω μαζί σας. Γιά πάντα.
Σᾶς ἀποκαλύπτω τό μεγάλο μυστικό. Μήν τό ξεχνᾶτε. Αὐτό πού κρύβεται στό ὄνομα Ἐμμανουήλ. «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ.7’4), «ὁ ἔστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἤμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. 1′ 23). Ἔτσι θά προσφωνήσετε τό νήπιο αὐτό τῆς Βηθλεέμ. Ἀπό τή στιγμή τῆς Γεννήσεώς Του θά μπορεῖτε νά λέτε: ὁ Θεός εἶναι πιά μαζί μας. Γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ Ἐμμανουήλ. «Ὁ Θεός μεθ ’ ἡμῶν».
Ἔτσι μίλησε ὁ Αἰώνιος. Ἔτσι μίλησε ὁ Κύριος (Ἠσ. 7’14 καί Ματθ. 1’23). Οἱ αἰῶνες πού πέρασαν γέμισαν ἀπό τήν ἠχώ τῆς φωνῆς Του καί ἀπό τήν βαθιά παρηγοριά καί γαλήνη πού φέρνει αὐτή ἡ φωνή. Τήν ἀκοῦμε κι ἐμεῖς ἀπόψε: Παιδιά μου, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά αἰώνια ὀνόματά Του. Γιατί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεάνθρωπος, ἦλθε καί μένει γιά πάντα μαζί σου, μαζί μας, ἀνάμεσά μας.
Ἀντηχεῖ ἀπόψε μέσα μας ἡ οὐράνια αὐτή φωνή. Τούτη τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων. Τή δεχόμεθα μέ βαθιά εὐγνωμοσύνη. Τήν κλείνουμε εὐλαβικά καί στοργικά ἐντός μας. Κι ἐκείνη προκαλεῖ μιά δόνηση στήν ὕπαρξή μας. Ὅλα μέσα μας φωτίζονται. Καί ἀπό παντοῦ νιώθουμε νά ἀναδίδεται ἕνας ὕμνος. Ἀδύνατον νά τόν κλείσουμε στό στῆθος μας. Τόν αἰσθανόμαστε νά ἀνεβαίνει. Νά ἀνεβαίνει. Νά φθάνει στό στόμα, νά κυλάει στά χείλη. Νά ξεχύνεται.
Ἐμμανουήλ! Τό ὄνομά σου γεμίζει μέ δάκρυα χαρᾶς τά μάτια μας. Ἦλθες καί μένεις μαζί μας. Θεός ἀγάπης καί δύναμης.
Εἶσαι μαζί μας, Ἰησοῦ. Γι’ αὐτό καί δέν θά πάψουμε νά Σέ καλοῦμε μέ τό ὄνομά Σου, πού ἐκφράζει αὐτό τό μεγάλο γεγονός, νά Σέ προσφωνοῦμε μέρα καί νύχτα: Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ, ἀγαπημένε μας Κύριε, εἶσαι μαζί μας. Εἶσαι μαζί μας στά σπίτια μας, στά ἐργοστάσιά μας. Σ’ αὐτά πού βγάζουν σίδερα, τσιμέντα ἤ ὕφάσματα. Περπατᾷς ἀνάμεσα στά μηχανήματα. Ἐργάτης κοντά στούς ἐργάτες, μέσα στόν ἐξοντωτικό θόρυβο, τή σκόνη καί τίς δηλητηριώδεις ἀναθυμιάσεις. Ἦλθες γιά νά ζήσεις αἰώνια κοντά στούς ἀνθρώπους, στούς ἀνθρώπους πού μοχθοῦν. Δέν μπορεῖς λοιπόν νά λείπεις ἀπό τά ἐργοστάσια, ἀφού τό ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ.
Ἀκοῦμε τά βήματά σου Ἰησοῦ, Ἐμμανουήλ μας, στούς διαδρόμους τῶν νοσοκομείων. Σ’ αὐτούς τούς διαδρόμους πού μυρίζουν φάρμακα. Μπαίνεις μέσα στούς θαλάμους, μένεις μέσα στούς θαλάμους, δίπλα στά κρεβάτια τών ἀδελφῶν σου, τών ἀδελφῶν μας. Ἀγωνίζεσαι μαζί μέ τούς γιατρούς καί τίς νοσηλεύτριες γιά τή νίκη πάνω στήν ἀρρώστια καί τόν θάνατο. Ἡ βάρδια σου δέν ἔχει τέλος, δέν λήγει ποτέ. Πῶς νά λήξει, ἀφού τό ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ;
Εἶσαι μαζί μας στά χωράφια μας καί στά βουνά μας. Σπέρνεις μαζί μέ τούς σποριάδες, εἶσαι βοσκός μαζί μέ τούς τσοπάνους. Ταξιδεύεις ἀκούραστος ναυτικός κοντά στούς ναυτικούς.
Εἶσαι μαζί μας! Δέν χορταίνουμε νά τό λέμε. Εἶσαι ὁ Ἐμμανουήλ μας. Ὅλοι οἱ δρόμοι μας, ὅλες οἱ πλατεῖες τῶν πόλεών μας θά μποροῦσαν νά λέγονται: ὁδός Ἐμμανουήλ ἤ πλατεῖα Ἐμμανουήλ. Γιατί εἶσαι ὁ μόνιμος διαβάτης τους. Βαδίζεις ἀδιάκοπα δίπλα μας. Μᾶς στηρίζεις στούς πειρασμούς. Ἀκοῦς τίς σκέψεις μας, τίς γκρίνιες μας. Μᾶς συνοδεύεις διακριτικά, ἀλλά οὐσιαστικά. Εἶσαι μόνιμα κοντά μας περισσότερο ἀπό ὅ,τι εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ σκιά. Εἶσαι ἡ σκιά μας. Λάθος: τό φῶς μας.
Ἐμμανουήλ! Καί ὅταν ξεφεύγουμε ἀπό τό δρόμο σου, καί πάλι δέν μᾶς ἀφήνεις μοναχούς. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπεις στή μοναξιά μας. Ἄν κοιτάξουμε λίγο πίσω, μποροῦμε νά ξαναβροῦμε τόν δρόμο. Κάτω στό ἔδαφος θά ὑπάρχει μιά γραμμή. Εἶναι τά δάκρυα πού ἔχυνες ἀκολουθῶντας μας σιωπηλά. Παίρνοντας τή γραμμή αὐτή, πού τή χάραξε ὁ πόνος σου, μποροῦμε νά ξανασυναντήσουμε τήν ὁδό. Γιατί ὅμως νά κοιτάξουμε κάτω, ἀφού Σύ ὁ ἴδιος στέκεις δίπλα μας, ἕτοιμος νά μᾶς ὁδηγήσεις; Ναί, βέβαια! Εἶσαι μαζί μας, ἀφού τό ὄνομά σου εἶναι Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ! Ὄνομα ὑπέρτατα ἀγαπημένο. Μᾶς φθάνει αὐτό γιά κάθε πόνο, γιά κάθε θλίψη, γιά κάθε πειρασμό. Στόν ἀδελφό μου πού πονάει θά λέω αὐτή τή λέξη: Ἐμμανουήλ! Στόν ἄνθρωπο πού θρηνεῖ γιά τήν ἐγκατάλειψή του θά ψιθυρίζω γεμᾶτος σιγουριά: Μήν ξεχνᾷς τόν Ἐμμανουήλ! Ὁ Θεός, ὁ παντοδύναμος σύντροφος, εἶναι μαζί σου. Δέν εἶσαι μόνος. Καί στήν τραυματισμένη καρδιά μου θά μπορῶ νά χρησιμοποιήσω αὐτόν τόν θαυμαστό ἐπίδεσμο, πού φέρει τό ὄνομα: Ἐμμανουήλ.
Στήν εὐφρόσυνη αὐτή πανήγυρη, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ ὄχι μόνο νά ὑμνήσουμε τόν Ἐρχόμενο, ἀλλά καί νά δυναμώσουμε τήν πίστη μας στή συνεχῆ παρουσία Του, μέσα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου -καί τή δική μας- μέ ἐγκάρδια προσευχή καί συμμετοχή μας στή ζωοπάροχη Θεία Εὐχαριστία.
Ἡ χριστιανική πίστη ἐπιμένει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε μαζί μας, ὄχι μόνο στίς ὧρες κατανύξεως καί εἰρήνης ἀλλά καί στίς ἡμέρες τῆς θλίψεως, τῆς ἀμφιβολίας, τῆς δειλίας, τῆς ἀνησυχίας καί τῶν δοκιμασιῶν, πού στήν ἐποχή μας ἐξαπλώνει ἡ πρωτόγνωρη πανδημία.
Ἡ συνείδηση τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐμπνέει, παρηγορεῖ, ἐνισχύει τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός τελικά θά ἐπέμβει τήν κατάλληλη στιγμή, ὅταν καί ὅπως Ἐκεῖνος κρίνει.
Ὅμως, ὅσοι πιστεύουμε, δέν ἀρκεῖ νά αἰσθανόμαστε ὅτι δέν εἴμαστε μόνοι. Ὀφείλουμε νά φροντίζουμε ὥστε ἡ θεία παρουσία νά γίνεται αἰσθητή στό περιβάλλον μας μέ τόν λόγο, τά ἔργα, τή μαρτυρία τῆς ζωῆς μας.
Τό ὡραιότερο χριστουγεννιάτικο δῶρο, ἀδελφοί καί ἀδελφές μου, γιά τόν ἑαυτό μας καί τους γύρω μας, εἶναι νά δυναμώσουμε τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός τῆς ἀλήθειας, τῆς ἀγάπης καί τῆς δυνάμεως εἶναι μαζί μας.
Ὁ Σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄς καθοδηγεῖ τίς σκέψεις καί τίς ἐνέργειές μας, ὥστε νά ἀντιμετωπίζουμε τά μικρά καί τά μεγάλα προβλήματα τοῦ βίου μας, μέ ἤρεμη ἀντοχή.
Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ