Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος
πλ. δ΄.
«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ,
τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι
θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό
τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε.
Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».
Ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος
κινεῖται ἀδιάκοπα στό ἐπίπεδο τοῦ θάμβους πού τοῦ προκαλεῖ τό μυστήριο τῆς
Γέννησης τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί μαζί μ’ αὐτόν κι οἱ ὑπόλοιποι πιστοί. Γιατί ξέρουμε πώς τό ἐκκλησιαστικό ποίημα δέν εἶναι ἕνα ἀτομικό
ἐπίτευγμα· εἶναι γεγονός ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Ὁ ὑμνογράφος γίνεται τό στόμα καί
τό χέρι τοῦ λαοῦ, γιά νά μιλήσει καί νά γράψει ὅ,τι ὁ λαός ζεῖ καί βιώνει. Γι’
αὐτό καί δέν ἔχει ἀπόλυτη σημασία τό ποιός εἶναι ὁ ὑμνογράφος κάθε φορά ἑνός ποιήματος πού ἡ Ἐκκλησία
τραγουδᾶ. Τό ζητούμενο εἶναι τό νόημα, τό περιεχόμενο αὐτοῦ πού ζοῦν οἱ πιστοί.
Τό ἴδιο λοιπόν βλέπουμε καί στό παραπάνω τροπάριο, δοξαστικό τοῦ πλ. δ΄, ἀπό τά
ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ ὑμνογράφος καλεῖ τή
Βηθλεέμ, τόν τόπο τῆς γέννας τοῦ Σωτήρα, νά ὑποδεχθεῖ τήν Παναγία Μητέρα μέ τό
κυοφορούμενο ἔμβρυο. Γιατί αὐτό τό ἔμβρυο εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, «τό φῶς
τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὁ θαυμασμός τῶν
ἀγγέλων, ἡ δοξολογία τῶν ἀνθρώπων, ἡ προσφορά τῶν δώρων ἀπό τούς φωτισμένους
Μάγους τῆς Ἀνατολῆς, ἡ μελωδία τῶν Ποιμένων εἶναι ἡ μόνη πρέπουσα στάση. Διαρκῶς
ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά δοῦμε τή συμπαντική σημασία τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.