Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

14 Ιουλίου 2025

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Ο προσανατολισμός και η παραμονή του πιστού χριστιανού στις εντολές του Χριστού κάνουν τον πιστό να αποκτά ένα είδος παντοδυναμίας. Όπως το απεκάλυψε ο Κύριος πρώτα: «εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ο εάν θέλητε αιτήσασθε και γενήσεται υμίν», και το βεβαίωσαν έπειτα οι άγιοι Απόστολοι σαν τον απόστολο Παύλο: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», έτσι και ο πιστός: ζώντας τον Χριστό μέσω των εντολών Του γεύεται αισθητά, στην ψυχή και στο σώμα, τη δύναμη Εκείνου. Κι αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας και σε όλα αυτά που συνιστούν τα λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα. Πέραν των περιπτώσεων εκείνων, που ο άνθρωπος πράγματι χρήζει ανθρώπινης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρακολούθησης, λόγω υπερβολικά ευαίσθητου ψυχισμού, τα περισσότερα ψυχικού τύπου προβλήματα είναι απόρροια χαλαρής πνευματικής ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος θωρακιστεί κι οχυρωθεί με τις εντολές του Χριστού, δηλαδή όταν οι σκέψεις και οι επιθυμίες και τα συναισθήματά του βρίσκονται εν τω Θεώ, τότε πράγματι θα δει να απεμπλέκεται από ό,τι αρνητικό έρχεται να του αμαυρώσει τη ζωή.

Την πνευματική αυτή πραγματικότητα μάς την προβάλλει και η υμνολογία του αγίου Ακύλα σήμερα, που μεταξύ των άλλων, στο υπόψιν θέμα, σημειώνει: «Νόμοις Χριστού οχυρωθείς την διάνοιαν, το των ανόμων φρύαγμα όλον κατέβαλες…». Οχυρώθηκες κατά τη διάνοια με τους νόμους του Χριστού, και νίκησες όλους τους επαναστατημένους ανόμους… Οι νόμοι δηλαδή του Χριστού, οι εντολές Του οι άγιες, αποτελούν το μεγαλύτερο όπλο του χριστιανού, το φρούριο και το αρραγές θεμέλιο της ζωής του, τη θωράκιση και την πανοπλία του. Εκεί πάνω εν χάριτι πατώντας και περπατώντας, εκεί έχοντας τις βάσεις της καρδιάς του, πορεύεται ως άλλος Θεός στον κόσμο, πράγματι ο ίδιος ο Χριστός εν ετέρα μορφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι χαρακτηρίζονται ως η ορατή φανέρωση στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Διότι θέτοντας τον εαυτό τους εκεί που παραπέμπουν οι λόγοι του Κυρίου γίνονται η προέκταση της αγκαλιάς του Χριστού, ο Οποίος περιέχει τους πάντες και τα πάντα ως «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας».

ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;

«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;» (όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.

Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».

Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» τουˑ ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Πασιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;

Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησεˑ ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που  αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά  στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».

Το συγκεκριμένο εν συνεχεία απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής. Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».

28 Ιουνίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΑ, ΑΚΟΜΗ ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΕ;

«Είπε ο π. Ν. ο αγιορείτης: Βρέθηκα σε πανηγύρι αγιορείτικο κι ήταν κι εκεί ο μεγάλος σύγχρονος λόγιος Γέροντας π. Βασίλειος (Γοντικάκης). Δεν λειτουργούσε βέβαια – έχει σταματήσει από καιρού να λειτουργεί, λόγω ηλικίας, αρκούμενος να έχει το πετραχήλι του για να κοινωνεί – και προσευχόταν με απόλυτη προσήλωση, έχοντας στα χέρια του τα εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι διαρκώς μ’ ένα μολύβι σημείωνε διαρκώς κάτι πάνω στα βιβλία, σαν να υπογράμμιζε και να σχολίαζε τους ύμνους που ψέλνονταν και διαβάζονταν. Πήρα θάρρος, τον πλησίασα και τον ρώτησα: “Γέροντα, ακόμη σημειώνετε μετά τόσα χρόνια;” Σήκωσε το βλέμμα του, με κοίταξε προσεκτικά και μου απάντησε λιτά: “Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ!”»

Η εικόνα που μας μεταφέρει ο π. Ν. από την εμπειρία του είναι πολύ συγκινητική αλλά και διδακτική. Διότι μαρτυρεί το γνήσιο ήθος του αγιορείτη μοναχού, ο οποίος ζει και αναπνέει Χριστό ευρισκόμενος μέσα στο κατεξοχήν πλαίσιο που μπορεί κανείς να Τον συναντήσει και να Τον ζήσει: τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τη λατρεία της Εκκλησίας. Τι άλλο είναι η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, με κέντρο και αποκορύφωση τη Θεία Λειτουργία, παρά η ζωή του ίδιου του Κυρίου που δίνει ώθηση στον μετέχοντα σ’ αυτήν να εντείνει όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις του ώστε να ορά τον Χριστό εν καθαρά καρδία, με άλλα λόγια να ζει με τον μόνο τρόπο που φανερώνεται Εκείνος στα όρια του ανθρώπου, τη μετάνοια! «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» δίδαξε απαρχής ο Κύριος. Και: «τούτο ποιείτε, (την τέλεση της Θείας Λειτουργίας), εις την εμήν ανάμνησιν». Μετέχεις δηλαδή με επίγνωση και μετάνοια στις εκκλησιαστικές προσευχές; Ζεις αληθινά τότε ως μέλος του σώματος του Χριστού, που θα πει ενεργοποιείς όσο είναι δυνατόν το άγιο βάπτισμά σου, να είσαι Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Κι η πραγματικότητα αυτή έχει για την εποχή μας μεγαλύτερη αξία όταν την βλέπεις ενσαρκωμένη σε άνθρωπο, ο οποίος «κατέκτησε» πολλά πεδία της ανθρώπινης γνώσεως και επιστήμης, τον Γέροντα Βασίλειο εννοούμε, χωρίς όμως να «θαμπωθεί» από αυτά, χωρίς να αλαζονευτεί, αλλά μάλλον δι’ αυτών να οδηγηθεί σε πληρέστερη επίγνωση του ύψους και του πλάτους και του βάθους της κατά Χριστόν πίστεως και ζωής. Είναι τυχαίο ότι μετά τόσα χρόνια σπουδών, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στο Άγιον Όρος βρήκε τον τόπο καταπαύσεώς του, «μαγνητίστηκε» από τον ένθεο άνθρωπο άγιο Παḯσιο, αυτού τη βοήθεια ζήτησε προκειμένου να κάνει υπακοή στο αίτημα των αγιορειτών να «ζωντανέψει» εκ νέου τη Μονή Σταυρονικήτα; Θυμίζει η περίπτωσή του – που δεν είναι βεβαίως μοναδική – το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Αρσένιο τον μεγάλο, ο οποίος άφησε θέσεις και αξιώματα στη Βασιλεύουσα προκειμένου να ασκητέψει μαζί με απλούς και αγράμματους Αιγύπτιους καλογέρους. Και στο ερώτημα κάποιων πώς το αντέχει αυτό, εκείνος έδωσε την απάντηση: Αληθινά σας λέω, πολλά γράμματα έμαθα, αλλά το αλφάβητο αυτών των απλών καλογέρων δεν το έχω μάθει ακόμη!

Λοιπόν, στην εποχή μας τέτοια παραδείγματα αποτελούν σημεία ορθού προσανατολισμού, με την έννοια ότι μας υπενθυμίζουν πως το ζητούμενο καθημερινά για τον άνθρωπο, αν είναι χριστιανός, είναι να βρίσκεται στην απόλυτη πνευματική ένταση, ώστε να βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον Δημιουργό του Ιησού Χριστό, γεγονός που τον καταξιώνει στη ζωή αυτή και τον κάνει να νιώθει ότι έχει νόημα η ζωή του, αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας των τέκνων του Θεού. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα) προστεθήσεται υμίν» (ο Κύριος).

 Οπότε, επανερχόμενοι στην εικόνα που μας δίνει ο π. Ν. για τον Γέροντα Βασίλειο, ο Γέροντας αγωνιζόταν να ζει την παρουσία του Χριστού μέσα στο κλίμα της χάρης που περικλείουν τα τροπάρια της Εκκλησίας. Ήταν και είναι η προσωπική του εμπειρία, αλλά και η εμπειρία του εξίσου με τον αγαπημένο του άγιο Πορφύριο,  ο οποίος διαλαλούσε διαρκώς ότι αν θέλει κανείς να αγιάσει, θα πρέπει να εγκύψει με προσοχή, με ταπείνωση και με προσευχητική διάθεση στα υμνογραφικά κείμενα της Εκκλησίας. Ο άγιος Πορφύριος ήταν εκείνος μάλιστα που τόνιζε ότι από τους ύμνους αυτούς έμαθε και όλα τα μυστικά της πνευματικής ζωής, ενώ απεκάλυπτε ότι οι άγιοι υμνογράφοι της Εκκλησίας είναι το ίδιο, μπορεί και περισσότερο, άγιοι και από τους υμνογραφομένους από αυτούς αγίους. Ο Γέρων Βασίλειος ήταν συνεπαρμένος από τη φοβερά μεγάλη αγιασμένη μορφή του οσίου Πορφυρίου, γι’ αυτό και δεν δίσταζε να ομολογήσει ότι ειδικά το βιβλίο «Ο άγιος Πορφύριος, Βίος και λόγοι» των εκδόσεων της Ι. Μονής Χρυσοπηγής Χανίων, δεν είναι απλώς βιβλίο, αλλά κυριολεκτικά «μυροδοχείο»!

Τον βλέπουμε τον Γέροντα Βασίλειο σκυμμένο πάνω στα εκκλησιαστικά βιβλία, με τα μάτια του π. Ν., να σημειώνει και να προσεύχεται και να στοχάζεταιˑ και διδασκόμαστε και παραδειγματιζόμαστε και παρακαλούμε τον Κύριο να δίνει λίγο και σ’ εμάς από τη χάρη Του να αγαπήσουμε τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή, τα Πατερικά έργα, τα υμνολογήματα των ακολουθιών, ώστε να καθαριστεί και η δική μας η καρδιά για να μπορούμε έστω και επ’ ελάχιστον να ψηλαφούμε την παρουσία Του, δηλαδή να λειτουργούμε λίγο ως αληθινοί χριστιανοί.

20 Ιουνίου 2025

ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

«Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου» (Απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Λουκά Κριμαίας προς πνευματικό του παιδί).

Συγκινεί και εκπλήσσει πάντοτε ο λόγος του αγίων της Εκκλησίας μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων, γιατί ό,τι λένε και διδάσκουν αφενός έχει ακραιφνώς ευαγγελικό χαρακτήρα, αφετέρου το προσφέρουν μ’ έναν απλό και ιδιαίτερα εποπτικό τρόπο, δείγμα ότι δεν ήσαν απλοί μεταπράτες, αλλά άνθρωποι που βίωναν όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα τον λόγο του Κυρίου και των αποστόλων Του, ώστε να μη μας αφήνουν κενά στην κατανόησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση που χαρακτηρίζει τους αγίους μας είναι ότι αποτελούν αυτοί ακριβώς «τα βιωμένα Ευαγγέλια», οπότε και ο δικός τους λόγος γίνεται αντιστοίχως προς τον θεϊκό λόγο διεισδυτικός στις ανθρώπινες καρδιές, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου.

Αυτό βλέπουμε και στο μικρό απόσπασμα από επιστολή του μεγάλου νεωτέρου αγίου της οικουμενικής ορθοδοξίας, Λουκά του ιατρού, επισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Δεν αναλώνεται σε θεωρίες και υψιπετείς θεολογίες για να μιλήσει περί προσευχής – το έχει κάνει κι αυτό εκεί που χρειάστηκε: όταν έπρεπε να δώσει το πλαίσιο της αληθινής προσευχής, η οποία κατά τον άλλον μεγάλο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη έχει ως περιεχόμενο όντως τη θεολογία που απεκάλυψε ο Κύριος και οι Απόστολοί Του, όπως και η Πατερική Παράδοση μέσα στην Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει, καθώς απευθύνεται σε πνευματικό του παιδί που αναζητά να ζήσει την αλήθεια του Χριστού, πώς πρακτικά θα μάθει αυτός, το τέκνο του, να προσεύχεται με τον τρόπο που δίδαξε ο Κύριος, ο Οποίος εν Πνεύματι είναι και ο μόνος που μπορεί να δώσει το πνεύμα της προσευχής στον άνθρωπο. «Ο Θεός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο». Και «το Πνεύμα του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τον κάνει να κραυγάζει: Πατέρα, αββά ο Πατήρ» (απ. Παύλος).

Και τι του λέει; Το πρώτο και πιο σημαντικό: για να είναι αληθινή και ορθή η προσευχή του ανθρώπου, του χριστιανού, πρέπει να έχει «έδαφος» την καρδιά του, τον «έσω» άνθρωπο. Προσευχή δηλαδή που εξαντλείται μόνο στα λόγια του στόματος, όσο πολλά κι αν είναι, χωρίς να πηγάζει από το βάθος της καρδιάς δεν μπορεί να είναι προσευχή που γίνεται αποδεκτή από τον Κύριο. Διότι ο Κύριος «εις καρδίαν βλέπει» - η καρδιά είναι ο τόπος συνάντησής μας με Εκείνον. Ο Κύριος, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι αδιάκοπα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στις προσευχές που ακύρωναν την ενέργειά τους γιατί έκρουαν απλώς τον αέρα χωρίς κανέναν τελικώς αποδέκτη! «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και μπορεί βεβαίως η προσευχή και ενός μη χριστιανού να εισακούεται, όταν συνοδευόμενη από καλές και ενάρετες πράξεις εκφράζει τη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, έστω και άγνωστο ακόμη – ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου του εκατοντάρχου: «οι ελεημοσύνες και οι προσευχές του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού» - αλλά πρόκειται για αποδοχή προσευχής που κινητοποιεί τον Κύριο να ελεήσει δραστικά τον εν νυκτί ευρισκόμενο άνθρωπο ώστε να βρει τον δρόμο της ένταξής του στην Εκκλησία, συνεπώς και της δυνατότητάς του να προσευχηθεί βαθιά και αληθινά, κυριολεκτικά εν καρδία.

Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή όπου το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, καθώς είπαμε, προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Τριαδικής ενέργειας, ο πιστός δηλαδή δεν λέει απλώς προσευχές, αλλά έχει γίνει και γίνεται αδιάκοπα ο ίδιος προσευχή. «Κάνε την καρδιά σου μοναστήρι». Μοναστήρι, κατοικητήριο δηλαδή, τίνος; Του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος στον βαπτισμένο πιστό άνθρωπο και ενσωματωμένο με επίγνωση, (τουτέστι με πραγματική μετάνοια και διάθεση για τήρηση των αγίων εντολών του Θεού), στο σώμα του Χριστού, έχει βρει «τόπον καταπαύσεως» Αυτού. Εκεί δεν οδηγεί το άγιο βάπτισμα; Εξορίζει τον Πονηρό από το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου και του εγκαθιστά εν Πνεύματι τον Χριστό. «Δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που ζει μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας;» (Απ. Παύλος). Οπότε, ναι, ο πιστός γίνεται, ως συνεργός Θεού, «καταγώγιον Πνεύματος», πράγματι «μοναστήρι του Θεού»! Το υποσχέθηκε ο Κύριος: «Εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»! Οι χριστιανοί είμαστε μοναστήρια του Θεού, ο Θεός δρα μέσω ημών, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η προϋπόθεση που έθεσε ο Ίδιος: να τηρούμε με τη χάρη Του τις άγιες εντολές Του, γιατί έχουμε πια αυτήν τη δυνατότητα.

Και προχωρεί τη σκέψη του ο άγιος Λουκάς: Κάνε τον εαυτό σου αυτό που σου δόθηκε. Έγινες μοναστήρι του Θεού, ενεργοποίησε τη δωρεά. «Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου». Και χρειάζεται να το υπενθυμίζουμε: Ό,τι έγινε ο χριστιανός με το άγιο βάπτισμα, να είναι δηλαδή ναός του Θεού, λειτούργησε και ως πρότυπο για την ύπαρξη των ναών και των αγίων μονών της Εκκλησίας. Από τα μέσα προς τα έξω υπήρξε η κίνηση, η οποία έκτοτε λειτούργησε και λειτουργεί χαρισματικά και αντίστροφα: ως διαρκής πρόκληση και υπενθύμιση για το τι είμαστε οι πιστοί στον Χριστό και πώς πρέπει εν παντί καιρώ και τόπω να διάγουμε. Τι γίνεται με άλλα λόγια σ’ ένα μοναστήρι; Δοξολογείται αδιάκοπα και αέναα ο Κύριος και ασκείται μέχρι θανάτου η υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Αυτό πια έρχεται ως πρό(σ)κληση και για τον χριστιανό: να ζει με τον ίδιο τρόπο, γιατί γι’ αυτό ήλθε ο Κύριος και αυτήν τη δωρεά μας χάρισε! Ο Κύριος κυριολεκτικά εν μέσω ημών, κατά μόνας και εν Εκκλησία.

11 Ιουνίου 2025

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΙΛΟΥΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΛΟΔΑΠΟΣ ΑΓΓΛΙΚΑ

«Πνευματικό τέκνο του οσίου Παϊσίου διηγείται: “Πέρασα στο Αρχονταρίκι του Γέροντα Παϊσίου και βρήκα έναν αλλοδαπό επισκέπτη. Μέχρι να ετοιμάση ο Γέροντας το κέρασμα, με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα, πιάσαμε τη συζήτηση και μου είπε ότι χθες βράδυ ήρθε αργά. Καθυστέρησε, γιατί έχασε τον δρόμο, πέρασε η ώρα και ο Γέροντας τον φιλοξένησε. Στην αρχή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Ο Γέροντας τον άφησε για δέκα λεπτά (φαίνεται έκανε προσευχή) και μετά συνεννοούνταν χωρίς καμμιά δυσκολία. Ο Γέροντας μιλούσε Ελληνικά και ο αλλοδαπός Αγγλικά αλλά καταλάβαινε ο ένας τον άλλον”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος).

Το γεγονός της Πεντηκοστής, κατά το οποίο το σταλέν υπό του Κυρίου Ιησού Χριστού Άγιον Πνεύμα στους αποστόλους και μαθητές Του με τη μορφή πυρίνων φλογών σφράγισε τη ζωή της Εκκλησίας ώστε η Πεντηκοστή να θεωρείται η γενέθλια ημέρα της, είναι συγκλονιστικό. Το Άγιον Πνεύμα έκτοτε είναι Εκείνο που ενεργεί τα θαυμάσια της σωτηρίας του ανθρώπου στον κόσμο, που σημαίνει ότι κάθε τι στην Εκκλησία επιτελείται με τη δύναμη και την ενέργειά Του – στην πραγματικότητα ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού – όπως εξίσου κάθε τι που συντελεί στην έλξη προς τον Θεό του καλοπροαίρετου ανθρώπου όπου γης είναι δικό Του έργο. Ο Θεός μας εργάζεται αδιαλείπτως χωρίς κενά και διαστήματα για να μας κερδίσει εντελώς και ολοκληρωτικά. «Ο Πατήρ μου έως εργάζεται, καγώ εργάζομαι» βεβαίωσε ο Κύριος.

Κι είναι γνωστό ότι η επιφοίτηση του Πνεύματος Αυτού την Πεντηκοστή συνοδεύτηκε από πλήθος παραδόξων σημείων που φανέρωναν το εξαιρετικό της παρουσίας Του, όπως για παράδειγμα το κήρυγμα των Αποστόλων στους συναθροισμένους ανθρώπους της Ιερουσαλήμ, το οποίο ενώ γινόταν στη γλώσσα των Αποστόλων, κατενοείτο  και από τους αλλοδαπούς, το Άγιον Πνεύμα δηλαδή μεταποιούσε τους ξένους φθόγγους στα αυτιά τους σε οικείους της δικής τους γλώσσας – δεν υπήρχε κανείς που να μην καταλαβαίνει. Αλλά η παραδοξότητα αυτή συνεχίστηκε και στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα. Διότι έχουμε πολλά περιστατικά, όπου εν Πνεύματι Αγίω όταν υπάρχει άγιος του Θεού άνθρωπος ομιλεί αυτός και γίνεται κατανοητός και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα του. Κι ένα τέτοιο περιστατικό καταγράφει το παραπάνω απόσπασμα. Δεν θυμίζει και το ανάλογο περιστατικό με τον άλλο μεγάλο όσιο Γέροντα Πορφύριο, όπου συναντήθηκε αυτός με μία άθεη θεωρούμενη Γαλλίδα καθηγήτρια, η οποία ήταν σε πνευματική σύγχυση, αλλά δίψαγε να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής; Η Γαλλίδα δεν γνώριζε καθόλου Ελληνικά, ο Γέροντας δεν γνώριζε καθόλου Γαλλικά, όμως στο τέλος συνεννοήθηκαν… θαυμάσια, τόσο που συγκλονισμένη η καθηγήτρια έγινε θερμή πίστη, βαπτίστηκε ορθόδοξη και κατέληξε… καλόγρια σε μοναστήρι!

Μολονότι παράδοξα πράγματα αυτά, όμως δεν παραξενευόμαστε πολύ! Διότι το Άγιον Πνεύμα, ο Θεός μας δηλαδή, είναι ο ίδιος πάντοτε και παντού. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» ομολογεί ο απόστολος Παύλος. Συνεπώς, όπου το Πνεύμα του Θεού βρίσκει ανοιχτές καρδιές που διψούν για την αλήθεια, εκεί έχουμε μία ιδιαίτερη δράση Του, η οποία κατά πώς κρίνει ο Θεός μπορεί να επαναλαμβάνει το γεγονός της Πεντηκοστής. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό˙ είναι η κατάληξη της επέμβασης αυτής του Θεού που θέλει τον άνθρωπο να γίνει δικό Του «κομμάτι», να ενταχθεί στο σώμα του Χριστού, να γίνει μία δική Του συνέχεια στον κόσμο τούτο και αιώνια, κάτι που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα και το άγιο χρίσμα, όπου ο άνθρωπος ζει την προσωπική του Πεντηκοστή. Αν ο Θεός κάνει και το πιο μεγάλο θεωρούμενο θαύμα είναι για να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια – το θαύμα ποτέ δεν λειτουργεί αποκομμένα και… «ξεκάρφωτα»! Σκοπός του Θεού μας δεν είναι να «θαμπώσει» τον άνθρωπο, αλλά να τον «ξεθαμπώσει» από τα «φώτα» των παθών και του διαβόλου, ώστε να ορθοποδήσει πνευματικά και να βρει τον Θεό και τον εαυτό του.

Κι όταν συμβεί αυτό και ο άνθρωπος σταθεί με επίγνωση στην πίστη του Χριστού και της Εκκλησίας, τότε αρχίζει να λειτουργεί μία άλλη «Πεντηκοστή» που ενώνει τους ανθρώπους και τους κάνει να μιλάνε όλοι την ίδια γλώσσα, έστω κι αν ο καθένας μιλάει τη δική του ξεχωριστή. Πρόκειται για την παγκόσμια γλώσσα της αγάπης, η οποία φωτίζει τον πιστό να βρίσκει τρόπους συνεννόησης κι εκεί που οι άνθρωποι ζουν στους δικούς τους μικρόκοσμους κι αποξενωμένοι μεταξύ τους. Γιατί η αγάπη αυτή που είναι του Χριστού η αγάπη πλαταίνει την καρδιά του ανθρώπου εν Πνεύματι Αγίω και την καθιστά «χωρητική» ολόκληρου του κόσμου. Η «Πλατυτέρα των Ουρανών» Παναγία Μητέρα δακτυλοδεικτεί το όριο αυτό και γι’ αυτό πάντοτε η Παναγία αποτελεί το αιώνιο παράδειγμά μας. Κι ίσως είναι καλό εδώ να θυμηθούμε και αυτό που έλεγε η αγία Γερόντισσα Γαβριηλία (Παπαγιάννη) με τον γνωστό και άμεσο τρόπο της γι’ αυτή την παγκόσμια γλώσσα:

«Με αυτές τις πέντε γλώσσες γυρίζεις όλη τη γη και όλος ο κόσμος είναι δικός σου. Όλους τους αγαπάς το ίδιο. Ασχέτως θρησκείας και έθνους. Ασχέτως με όλα. Παντού υπάρχουν άνθρωποι του Θεού. Και δεν ξέρεις αυτός που βλέπεις σήμερα, αν αύριο δεν θα είναι ο Άγιος…

Η πρώτη είναι το χαμόγελο…

Η δεύτερη είναι τα δάκρυα…

Η τρίτη είναι το άγγιγμα…

Η τέταρτη είναι η προσευχή…

Η πέμπτη είναι η αγάπη…»

05 Ιουνίου 2025

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ ΚΙ Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ!

 

«Κάποτε πήγαν στον όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη έναν άνθρωπο που βρισκόταν σε ψυχική κρίση για να τον βοηθήσει και τους είπε να τον πάνε πρώτα στο ψυχιατρείο να του σφίξουν λίγο τις βίδες και μετά να τον φέρουν να συζητήσουν. Διότι με τον τρελλό σε κρίση, όπως και με τον μεθυσμένο, δεν μπορείς να συνεννοηθείς αν δεν πιει έναν καφέ να ξεμεθύσει» (Οσίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Ι. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι 2007).

Υπήρχαν κάποιοι συνάνθρωποί μας που τους οσίους Γέροντες της εποχής μας, σαν τον όσιο Παΐσιο, τους θεωρούσαν ως «πανάκεια» για κάθε νόσο και κάθε αρρώστια, είτε σωματική είτε ψυχική, μία κολυμβήθρα του Σιλωάμ, θα λέγαμε, που θα πει ότι τους αντιμετώπιζαν σχεδόν ακριβώς όπως τον Ιησού Χριστό. Και ναι μεν οι άγιοι πράγματι αποτελούν μία συνέχεια του Ιησού Χριστού, όπως και κάθε πιστός από τη στιγμή μάλιστα που βαπτίζεται και γίνεται μέλος Εκείνου, όμως άλλο πράγμα είναι η αγιοσύνη τους και άλλο η εν τω κόσμω τούτω, και ενόσω ζουν, θεωρούμενη παντοδυναμία τους. Το κύριο γνώρισμα ενός αγίου που αγωνίζεται εν χάριτι να τηρεί τις άγιες εντολές του Θεού είναι η μεγάλη παρρησία που έχει ενώπιον του Θεού, η δύναμη δηλαδή της προσευχής του – χάριν αυτού επεμβαίνει τις περισσότερες φορές ο Θεός μας και για εμάς τους υπολοίπους – και όχι μία αυτόνομη παντοδυναμία του που λειτουργεί ως ένα «μαγικό ραβδί». Τι σημαίνει αυτό; Ότι και ένας άγιος μπορεί να προσεύχεται για έναν ταλαιπωρημένο συνάνθρωπό του, κι εδώ όσο ζει αλλά και μετά θάνατον ακόμη, και να μην εισακούεται η προσευχή του. Διότι η κρίση είναι του Θεού, ο Οποίος είναι ο μόνος που γνωρίζει σε όλο το πλάτος και το βάθος το κάθε πλάσμα Του και αν μία επέμβασή Του επομένως είναι για το καλό του ή όχι.

Πολύ περισσότερο μειώνεται η επέμβαση ενός αγίου, όταν διαπιστώνει ότι το πρόβλημα που του θέτουν οι άλλοι μπορεί να αντιμετωπιστεί εξ ολοκλήρου με ανθρώπινο τρόπο ή απαιτεί μία δευτερογενή δική του ενέργεια. Ιδιαιτέρως ο άγιος Παΐσιος ήταν αυτός που τόνιζε πως ποτέ ο Θεός δεν επεμβαίνει στα ανθρώπινα προβλήματα με άμεσο τρόπο, αν ο άνθρωπος δεν έχει εξαντλήσει όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες που υφίστανται προς επίλυσή του. Κι αυτό γιατί το ανθρώπινο, η καταφυγή δηλαδή σε έναν συνάνθρωπο, π.χ. σε έναν ιατρό, είναι άλλος τρόπος δράσεως του ίδιου του Θεού – ο Θεός έδωσε την ιατρική στον άνθρωπο, όπως ο Ίδιος φώτισε και φωτίζει τους ανθρώπους ώστε να μπορούν να επιβιώνουν μέσα στο πλαίσιο των λεγομένων «δερματίνων χιτώνων» σ’ αυτόν τον δύσκολο και πεσμένο στην αμαρτία κόσμο. Λοιπόν, όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει στον συνάνθρωπό του, δηλαδή σε ό,τι έχει κτιστεί συν Θεώ ως ανθρώπινος πολιτισμός, εκεί ο Θεός χαίρεται να «αποσύρεται». Αυτό δεν μας έμαθε και η ενσάρκωσή Του; Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να μας σώσει, χωρίς να προβεί σε μία άμεση «μαγική» κίνησή Του – η ταπείνωση είναι ο δρόμος Του και σ’ αυτήν την ταπείνωση πάντοτε επαναπαύεται.

Από την άποψη αυτή κατανοούμε τα λόγια του μεγάλου οσίου Γέροντα: χρειάζεται καταφυγή στην επιστήμη για έναν που είναι σε ψυχική κρίση, εν προκειμένω κλείσιμο σε ψυχιατρείο ώστε να «σφιχτούν λίγο οι βίδες», κι έπειτα μία δική του ίσως επέμβαση μέσω διαλόγου που απαιτεί ένα μίνιμουμ ψυχικής ισορροπίας. Γι’ αυτό φέρνει και το παράδειγμα με τον μεθυσμένο άνθρωπο: όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του αλκοόλ, καμία συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει. Αν όμως ξεμεθύσει, πίνοντας κάποιους καφέδες, τότε μπορεί να του μιλήσει και ο άλλος με κάποια καθαρότητα να τον καταλάβει. Πρόκειται για την παρόμοια κατάσταση που αντιμετώπισε ο όσιος με έναν νεαρό. Ταραγμένος ο νεαρός που τον επισκέφτηκε του ζήτησε να τον εξομολογήσει και να τον καθοδηγήσει. Και η απάντηση του οσίου πράγματι ήταν εξόχως λογική και διακριτική: στην κατάσταση που είσαι έτσι ταραγμένος, και να σου μιλήσω δεν πρόκειται να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Πήγαινε, βρες πρώτα έναν πνευματικό, κι αφού εξομολογηθείς και λίγο ησυχάσεις τότε μπορεί να συντονιστούμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε κι ένα άλλο παράδειγμα: τι νόημα έχει να θελήσουμε να κάνουμε τραπέζι σ’ ένα καλό εστιατόριο σε άνθρωπο που βρίσκεται με γαστρορραγία; Πρώτα πρέπει να οδηγηθεί σε νοσοκομείο κι έπειτα αφού φτιαχτεί το στομάχι του να απολαύσει ίσως το καλό φαγητό.

Το θέμα που τίθεται από τον όσιο είναι τεράστιο: η ψυχική ισορροπία ως στάση ανθρώπου που μπορεί να λειτουργεί με έναν κοινά αποδεκτό τρόπο κατά τα δεδομένα των περισσοτέρων ανθρώπων, συνιστά προϋπόθεση για την ύπαρξη της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Ένας τρελλός ή ένας μεθυσμένος, κατά τον άγιο, μπορεί να αγιάσει – ο Θεός τους αγαπά και τους δύο υπέρμετρα – αφού όμως λίγο βοηθηθούν για να κατανοούν τη γύρω τους πραγματικότητα, τον εαυτό τους και τους άλλους. Διαφορετικά και οι δύο κυμαίνονται σε επίπεδα εκτός εαυτού. Το «εις εαυτόν ελθών» της παραβολής του ασώτου δεν είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Κύριο ως πρώτος όρος για να υπάρξει η μετάνοια, η οποία παίρνει την οριστική μορφή της με το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Άνθρωπος εκτός εαυτού δηλαδή βρίσκεται έξω από την «εμβέλεια» και του ίδιου του Θεού – άλλη είναι η θεραπευτική εκεί προσέγγισή του από τον Ίδιο. Έχουμε την εντύπωση πως αυτό είχε υπ' όψιν του και ο απόστολος Παύλος, όταν προέτρεπε τους χριστιανούς να μην επιμένουν να μεταστρέψουν έναν αιρετικό άνθρωπο: «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Γιατί; Διότι «εξέστραπται ο τοιούτος» - έχει εκτραπεί, δεν είναι ο εαυτός του. Κι είναι αυτό που πρέπει να λαβαίνουμε σοβαρότατα υπ’ όψιν μας σε όλες τις σχέσεις μας, πολύ περισσότερο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής ζωής. Η σοφή διακριτικότητα του αγίου Παϊσίου πρέπει να μας καθοδηγεί και στο συγκεκριμένο σημείο.    

03 Ιουνίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ!

«Είπε ο Γέροντας Μητροπολίτης  Λεμεσού κ. Αθανάσιος: “Ο Γέροντας Θεοφύλακτος, (που ήλθε στη συνοδεία του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού), ευλαβείτο πάρα πολύ τον Γέροντα Ιωσήφ. Τον έλεγε «ο μέγας Γέρων». Και αυτόν και τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ, (στον οποίο αρχικά είχε προσκολληθεί και για πολλά χρόνια τον ξελειτουργούσε μέχρις ότου εκείνος έφυγε από το Άγιον Όρος). Μία φορά τον ρώτησα: «Γέροντα, πες μας πώς αισθανόσουν όταν λειτουργούσε ο Γέροντας Σωφρόνιος;» «Τι να σου πω, παιδί μου», λέει. «Αν λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος, νομίζω πως ο παπα Σωφρόνης λειτουργούσε καλύτερα». Έτσι το έλεγε με την απλότητά του. Ήταν (ο Γέρων Σωφρόνιος) πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία. Και του λέει (του οσίου Σωφρονίου) μια φορά: «Πνευματικέ, πόσες γλώσσες ξέρεις; Και του λέει: «Πάτερ Θεοφύλακτε, ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Και μας το ’λεγε αυτό συχνά ο Γέροντας Θεοφύλακτος σαν απόφθεγμα του οσίου Σωφρονίου”».

(Από τις τηλεοπτικές εκπομπές του Ινστιτούτου Άγιος Μάξιμος ο Γραικός «Καρδιακός Λόγος – Αγιασμένων μορφών νοσταλγία» (29), με τον Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανάσιο και συντονιστή τον κ. Νικόλαο Γκουράρο).

Ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης (1896-1993) (ή του Έσσεξ όπως τον γνωρίζουνε πολλοί από το γνωστό μοναστήρι που ίδρυσε στο Έσσεξ της Αγγλίας) είναι μία προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας. Τα πάμπολλα βιβλία του, ιδίως για τον Γέροντά του όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, μεταφρασμένα τα περισσότερα και στα ελληνικά, τον κατέστησαν διεθνώς γνωστό, τόσο που να επηρεάζουν όχι μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και ετεροδόξους, ακόμη δε και αλλοδόξους! Το πνευματικό βάθος των κειμένων του, η αγία βεβαιωμένη βιοτή του, τα έκδηλα χαρίσματά του, η αποδοχή και ο σεβασμός που απελάμβανε από άλλους μεγάλους οσίους της εποχής του, σαν τον όσιο Πορφύριο ή τον όσιο Παΐσιο, οδήγησαν το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο να διακηρύξει επισήμως την αγιότητά του και να τον κατατάξει στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας (27 Νοεμβρίου 2019).

Εκείνο που συγκινεί μεταξύ των άλλων για τον μεγάλο αυτόν χαρισματούτο Γέροντα της εποχής μας, όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους άλλους οσίους της εποχής μας, είναι η πολλαπλότητα των μαρτυριών που προβάλλουν την αγιοσύνη του. Οι υποτακτικοί και συνεργάτες του στο μοναστήρι του στην Αγγλία, εξαιρέτως ο Γέρων π. Ζαχαρίας, αλλά και πολλοί που τον έζησαν περιστασιακά, λιγότερο ή περισσότερο, σαν τον άγιο Ναυπάκτου κ. Ιερόθεο, (ο οποίος ας ειπωθεί ότι έγραψε ογκώδες σοφό βιβλίο για τον όσιο με τίτλο «Οίδα άνθρωπον εν Χριστώ»), μας τον έφεραν πολύ κοντά μας, έτσι ώστε να μπορούμε κι εμείς να αναπνέουμε λίγο από τη χάρη της αγιασμένης καρδιάς του. Και να, που και ο άγιος Λεμεσού κ. Αθανάσιος έρχεται μέσα από την εκπομπή του «Καρδιακός Λόγος» να προσθέσει ένα μικρό λιθαράκι στην προσέγγιση του μεγάλου Γέροντος, καθώς αναφέρεται στον Γέροντα Θεοφύλακτο της Σκήτης του οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Τον είχε γνωρίσει πολύ καλά ο παπα Θεοφύλακτος τον όσιο Σωφρόνιο, όσο ασκήτευε αυτός στην έρημο του αγίου Όρους μετά τη ζωή του στην ιερά Μονή αγίου Παντελεήμονος, και τον ξελειτουργούσε αρκετά χρόνια. Γι’ αυτό και ο άγιος Λεμεσού, όταν βρισκόταν και ο ίδιος ως μοναχός στο Όρος, κάνει το καίριο ερώτημα στον Γέροντα πώς αισθανόταν όταν λειτουργούσε ο όσιος Σωφρόνιος; – ποιος δεν θα ήθελε να γνωρίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή ενός μεγάλου αγίου; Και η απρόσμενη κι ίσως παράδοξη απάντηση του παπα Θεοφύλακτου, μέσα στην απλότητά του, είναι αποκαλυπτική (ή μήπως και «βλάσφημη»;) «Ο όσιος Σωφρόνιος λειτουργούσε καλύτερο και από τον άγιο Βασίλειο», τον Μεγάλο Βασίλειο τον οικουμενικό Διδάσκαλο και Πατέρα της Εκκλησίας εννοείται!

Προφανώς, δεν είναι τυχαία η αναφορά του Γέροντα Θεοφύλακτου στον Μεγάλο Βασίλειο ως μέτρο σύγκρισης με τον όσιο Σωφρόνιο. Και τούτο, διότι πολύ συχνά ο άγιος Σωφρόνιος υποθέτουμε πως έλεγε στον Θεοφύλακτο για το ύψος και το θεολογικό βάθος της Θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου, όπως ασφαλώς και για το λειτουργικό ήθος του Μεγάλου Πατέρα. Και το υποθέτουμε, νομίζουμε βασίμως, διότι ο άγιος Σωφρόνιος αρκετές φορές τόνιζε στους λόγους του, προφορικούς και γραπτούς, ότι η Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου αποτελεί «το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής». Μόνο το «Ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου υπέρκειται και αυτού του παραδείγματος». Κατά τα λόγια του επακριβώς: «Ποιος βαθμός είναι πιο τέλειος από τη θεολογία ως περιεχόμενο της προσευχής; Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο νους του ανθρώπου διαμένει στον Θεό και τότε ό,τι λέει είναι θεολογία: θεολογία ως κατάσταση του πνεύματός μας, του «είναι» μας. Το πιο τέλειο παράδειγμα της θεολογίας ως περιεχομένου της προσευχής είναι η Αναφορά της Λειτουργίας του  Μεγάλου Βασιλείου, όπου το θεολογικό περιεχόμενό της παρουσιάζεται ως προσευχή προς τον Θεό» («Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας», τόμ. Β΄, σελ. 245). Κι αλλού (στο ίδιο: σελ. 416): «Ένα από τα πιο υπέροχα παραδείγματα της θεολογίας ως προσευχής αποτελεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Η αναφορά της είναι καθαρή θεολογία και συνεχής ένταση προσευχής».

Δικαιολογείται λοιπόν ο Γέροντας Θεοφύλακτος λόγω της απλότητάς του να προβαίνει σε μία τέτοια εκτίμηση. Διότι τον άγιο Σωφρόνιο ζούσε και του Σωφρονίου η προσωπικότητα τον είχε καθηλώσει. Κι είμαστε ευγνώμονες για τη μαρτυρία του αυτή, διότι ψαύουμε με τον πιο απτό τρόπο την «ουσία» της ύπαρξης ενός αγίου: την καρδιά του την αγκυροβολημένη στον Ιησού Χριστό, τον Οποίο κατεξοχήν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, ο πιστός άνθρωπος, στη Θεία Λειτουργία. Χριστιανός με άλλα λόγια που δεν νιώθει την ανάγκη να λειτουργείται, που η Θεία Λειτουργία δεν αποτελεί το κέντρο και τον πυρήνα της ζωής του, που ο Χριστός δηλαδή δεν είναι η αναπνοή του δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται χριστιανός. «Ήταν ο άγιος Σωφρόνιος πολύ, πολύ, πολύ δοσμένος στη Θεία Λειτουργία». Διότι ακριβώς η Θεία Λειτουργία είναι ο Ίδιος ο Χριστός, οπότε εκεί μετράμε την αγάπη μας προς Εκείνον. Ο άγιος Σωφρόνιος την κάθε στιγμή του την έβλεπε ως τη μοναδική ευκαιρία που του παραχωρούσε ως δωρεά ο Κύριος προκειμένου να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος» ήταν ό,τι μπορούσε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του, κάνοντάς τον, κατά τη δική του μαρτυρία, να ζει με τη μεγαλύτερη πνευματική ένταση. Γι’ αυτό και λειτουργείτο και μπορούσε να λειτουργεί ως άνθρωπος. Είναι τυχαίο ότι παρομοίως προς εκείνον ζούσαν και άλλοι μεγάλοι σύγχρονοι άγιοι; Ποιος δεν γνωρίζει για παράδειγμα ότι ο μέγας κι αυτός Γέρων όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης λειτουργούσε επί μισό αιώνα καθημερινά, ετοιμαζόμενος για την επόμενη λειτουργία πνευματικά ευθύς μόλις τελείωνε η προηγούμενη;

Κι αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο θείος έρωτας προς Αυτόν, τον έκανε σαν τον απόστολο Παύλο να μπορεί να λέει «ο μοναχός αν είναι δυνατόν πρέπει να ξεχάσει και τη μητρική του γλώσσα!» Τι έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Θεωρώ τα πάντα ως σκουπίδια μπροστά στην έγνοια μου να κερδίσω τον Χριστό». Και: «Ας ξέρω όλες τις γλώσσες του κόσμου, ακόμη και τις γλώσσες των αγγέλων. Δεν έχω αγάπη; Μοιάζω με τενεκέ που τον κτυπάνε». Λοιπόν, για τον άγιο Σωφρόνιο και για τους άλλους αγίους μας, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο πέρα από την αγάπη του Χριστού. Αυτός έχει γίνει περιεχόμενο της ζωής τους, Αυτός δηλαδή φανερώνεται «εν ετέρα μορφή» μέσα από αυτούς. Ό,τι μαρτυρούσε και πάλι ο απόστολος Παύλος: «Δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Αλλά ποιος μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερος και πιο κοντά σε όλους, είτε ανθρώπους είτε ζώα είτε φύση, από εκείνον που φανερώνει τον Χριστό; Ο άγιος-Χριστός αποτελεί την ευλογία για τα πάντα, και μόνο η ανάσα του και η περπατησιά του στον κόσμο συνιστά τη μεγαλύτερη παρηγοριά και το επούλωμα της όποιας πληγής στο σώμα της ανθρωπότητας, όχι μόνο της εποχής του αλλά και διαχρονικά όπου γης και καιρού.

Τα αποφθέγματα των αγίων – ο ανασασμός στα όποια αδιέξοδά μας.  

02 Ιουνίου 2025

Η «ΚΑΡΔΙΑ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ (1 ΙΟΥΝΙΟΥ)

Ένας ύμνος από την υμνολογία του αγίου Ιουστίνου έρχεται και φωτίζει τον εσωτερικό του αγώνα, αποκαλύπτοντάς μας, κατά τη θεώρηση του αγίου υμνογράφου του, το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρισκόταν. «Στερέωμα Χριστόν ἐν τῇ καρδίᾳ σου κατέχων, ἀνδρείως ἀντικατέστης, Ἰουστίνε, τῷ δικάζοντι ἀνομεῖν παρανόμως σε προστάττοντι» (ὠδή γ΄). Δηλαδή: Έχοντας βαθιά μέσα στην καρδιά σου τον Χριστό ως βάση και στερέωμά σου, Ιουστίνε, αντιμετώπισες με ανδρεία τον δικαστή που σε πρόσταζε με παράνομο τρόπο να ανομήσεις και να προδώσεις τον Θεό.

Ο άγιος ήταν φιλόσοφος με την έννοια της αναζήτησης της αλήθειας, μέχρις ότου βρήκε «τήν μόνην ἀληθῆ τε και ξύμφορον φιλοσοφίαν», δηλαδή την πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό, πίστη στην οποία προσκολλήθηκε τόσο που έδωσε και την ίδια  τη ζωή του γι’ αυτήν γινόμενος μάρτυρας. Κι αυτό γιατί διαπίστωσε από την ίδια του την εμπειρία ότι ο Χριστός δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος  που  κάλυπτε κάποια «κενά» μιας κοσμοθεωρίας, αλλά ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συνεπώς γέμιζε την καρδιά και την ύπαρξή του όλη μ’ εκείνο το «πυρ» που φωτίζει τον άνθρωπο και κατακαίει τα πάθη που θέτουν φραγμό στην εύρεση του ζωντανού και αληθινού Θεού. Ο άγιος με άλλα λόγια ήταν από τους πρώτους διανοητές που συνειδητοποίησε με τη χάρη ασφαλώς του Θεού ότι το κυρίαρχο στοιχείο για να ζήσει πράγματι ο άνθρωπος με νόημα στη ζωή του δεν είναι η λογική του, αλλά η καρδιά του, κι έτσι έγινε μέτοχος κι αυτός της φλόγας του Παρακλήτου που περιέλαμψε τους μαθητές του Κυρίου κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά τον λόγο του Χριστού: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη».

Λοιπόν, τι σημειώνει με διεισδυτικό τρόπο ο υμνογράφος ως στόμα της Εκκλησίας; Ότι ο άγιος είχε φτάσει στο ανώτερο δυνατό σημείο της πνευματικής ζωής, κατά το οποίο έχει ξεπεραστεί και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου. Ο φόβος του θανάτου είναι σημάδι της «φυσικής» ζωής, της ζωής όπως βιώνεται στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας – είναι το τίμημα ακριβώς της αμαρτίας. Στη χριστιανική ζωή που ακολουθεί τα χνάρια του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού ο φόβος αυτός ξεπερνιέται, (μία δειλία βεβαίως είναι «αποδεκτή» καθώς βρίσκεται ο άνθρωπος ακόμη μέσα στον κόσμο τούτο), γιατί ο πιστός άνθρωπος εντάσσεται μέσα σ’ Εκείνον που «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν», ζώντας πια το πιο καθοριστικό στοιχείο που αποδεικνύει την υπέρβαση του φόβου, την αγάπη του Χριστού. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον». Λόγια σαν του αποστόλου Παύλου «ἔχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι και σύν Χριστῷ εἶναι» ή σαν του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που λέει ότι «ο άγιος περιμένει με χαρά καθημερινά τον θάνατο», δεν παραξενεύουν τον χριστιανό. Απλώς αναμετριέται με το επίπεδο αυτό και συνήθως κλίνει την κεφαλή και το γόνυ συνειδητοποιώντας τη μικρότητα και… αντιχριστιανικότητά του˙ γιατί φοβάται ακόμη τον θάνατο.

Ο άγιος Ιουστίνος λοιπόν έχοντας πιστέψει στον Χριστό ζούσε την παρουσία του αγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του που του έδινε θάρρος και δύναμη να αντιμετωπίσει τους ισχυρούς της γης την εποχή εκείνη, αλλά και ακόμη με τόλμη και χωρίς φόβο να οδηγηθεί και στον ίδιο τον θάνατο. Κι εδώ έρχεται κατεξοχήν ο άγιος υμνογράφος να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το «μυστικό» της αφοβίας του αγίου, τι ήταν εκείνο που κυριαρχούσε στην καρδιά του, ώστε αναλόγως να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα στη ζωή του. «Κατείχε» μάς λέει «τον Χριστό στο βάθος της καρδιάς του κι ο Χριστός ήταν το στήριγμά του». Να λοιπόν το «μυστικό» του, αλλά και το μυστικό κάθε αγίου, δηλαδή κάθε μάρτυρα της πίστεως. Αν η καρδιά είναι δεμένη με τον Χριστό, αν Εκείνος, όπως το απεκάλυψε, αποτελεί «τήν πέτραν» πάνω στην οποία έχει θεμελιωθεί το οικοδόμημα της ψυχής, από κει πέρα τίποτε απολύτως δεν μπορεί να γίνει ανάχωμα για την πνευματική πορεία του ανθρώπου. Πρόκειται για την πνευματική πραγματικότητα που αποκαλύπτει επανειλημμένως η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή, ότι δηλαδή ο πιστός άνθρωπος «ἐστήριξε τήν καρδίαν του ἐν Κυρίῳ», ότι «ἐπ’ Αὐτῷ ἐπεστηρίχθη ἡ ψυχή του», συνεπώς βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό που διαδραματίζεται στα μυστικά βάθη του πνεύματος του ανθρώπου.

Και τι σημαίνει συγκεκριμένα ότι ο πιστός έχει στήριγμά του ή «στερέωμά» του τον Χριστό; Σημαίνει ότι ο πιστός ως μέλος Χριστού, συνεπώς ενισχυόμενος από Εκείνον, με ορμητική διάθεση ψυχής, κατά το «εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», «κολλάει» καταρχάς τον εαυτό του στις άγιες εντολές Εκείνου. Πρόκειται για μία από τις πιο σπουδαίες αλήθειες του ευαγγελικού λόγου, σύμφωνα με τον οποίο «ο Χριστός περικλείεται μέσα στις εντολές Του». «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με. Ὁ δε ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου καί ἐγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Και: «ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα και μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι έπειτα, «κολλάει» στο όνομα του Κυρίου. Το όνομα του Χριστού γίνεται για τον πιστό το «βάθρο» της εν Κυρίω πορείας του, η «γη» που πατάει, δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς Εκείνον. «Μνήμη Ἰησοῦ κολληθήτω σῇ ἀναπνοῇ», όπως λέει και πάλι ο της Κλίμακος άγιος.

Ο άγιος υμνογράφος μάς αποκαλύπτει το «βάθος» της καρδιάς του αγίου Ιουστίνου. Μας αποκαλύπτει συνεπώς τον δρόμο της αγιότητας και μας προσανατολίζει στη μόνη πραγματικότητα που πρέπει και εμείς να πορευτούμε.

22 Μαΐου 2025

ΚΑΤΑ... ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ "ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ"!

 

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

06 Μαΐου 2025

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ!

«Έλεγε ο Γέρων Μόδεστος ο Κερασιώτης: “Όταν προσεύχεσαι για κάποιον, αληθινά και με πόνο, του μεταγγίζεις αίμα και αισθάνεται αμέσως καλύτερα”» (Ιερομ. Φιλίππου, Γεροντικό της ερήμου του Άθω, Άγιον Όρος 2007,  σελ. 70).

Τη δύναμη της προσευχής προβάλλει ο σοφός και διακριτικός Γέρων της ερήμου του Αγίου Όρους Ιερομόναχος Μόδεστος, «ο πολύπειρος μοναχός, ο εμπειρικός θεολόγος, ο απλανής στη διδασκαλία της νοεράς καρδιακής εργασίας», κατά την εκτίμηση και όχι μόνο του σπουδαίου ιερομονάχου Φιλίππου του αγιορείτου που συνέγραψε το βαθύ όντως βιβλίο «Γεροντικό της ερήμου του Άθω». Κατά τον ίδιο συγγραφέα ο άγιος Γέρων «με όση ευκολία ζει την υπακοή στον Γέροντά του, με ανάλογη ευκολία αναφέρεται σε φιλοκαλικά, νηπτικά και δογματικά κείμενα των Αγίων Μυστικών Διδασκάλων», κι αυτό με λόγο «ήρεμο, γαλήνιο, χαρωπό, καλογερικό», αφού «ουδέποτε αργός ή σκληρός λόγος βγήκε από τα χείλη του». Είναι η εμπειρία και του ίδιου του π. Φιλίππου, ο οποίος, όταν άκουγε τον Γέροντα Μόδεστο, «ρουφούσε σαν διψασμένο σφουγγάρι τους λόγους του και ξεδίψαγε όπως η διψασμένη από την ξηρασία γη».

Για τη δύναμη λοιπόν της προσευχής μιλάει ο διακριτικός π. Μόδεστος, της προσευχής όμως που είναι αληθινή και γίνεται με πόνο, δηλαδή χαρακτηρίζεται από τη βαθιά πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό και από τη γνήσια αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Διότι μπορεί κανείς να προσεύχεται, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, και να είναι η προσευχή του δαιμονικό κατασκεύασμα, καρπός του εγωισμού του και της εμπάθειάς του, κατά το πρότυπο της απορριφθείσας από τον Θεό προσευχής του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής του Κυρίου. Δεν δικαιώνει και δεν σώζει απλώς η στάση της προσευχής, αλλά η στάση της αληθινής προσευχής, όπως τη δίδαξε και την πρόβαλε ο Κύριος, όπως έκτοτε τη δίδαξαν και την πρόβαλαν οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Για την αληθινή και έμπονη λόγω αγάπης προσευχή λοιπόν κάνει λόγος ο άγιος Γέρων, γεγονός που θυμίζει και την περίπτωση του μεγάλου συγχρόνου οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, ο οποίος όταν ήταν να προσευχηθεί για κάποιον ζητούσε να του πούνε κάτι για το πρόβλημά του, ώστε «να τον πονέσει» - προσευχή για τον όσιο χωρίς πόνο και αγάπη δεν είναι αληθινή προσευχή˙ εκπίπτει στη βαττολογία που είπε ο ίδιος ο Κύριος ή έστω λειτουργεί με άνευρο και όχι δυναμικό τρόπο.

Πού έγκειται η ιδιαιτερότητα του λόγου του Γέροντος Μοδέστου; Στο ότι χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μετάγγισης αίματος για να δηλώσει τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο προσευχόμενος σε κάποιον συνάνθρωπό του – με πρώτον βέβαια συνάνθρωπο, ας το σημειώσουμε, τον ίδιο τον… εαυτό του! Όπως όταν ένας αδύναμος άνθρωπος χρειάζεται κάποια ή κάποιες φιάλες αίματος για να μπορεί να ζήσει και να ξεπεράσει κάποιο σοβαρό πρόβλημά του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο προσευχόμενος υπέρ άλλου του μεταγγίζει φιάλες… ζωής! Το δικό του αίμα γίνεται αίμα του άλλου, η ζωή του γίνεται ζωή και του άλλου. Και δεν πρόκειται για εικόνα κενή. Στον λόγο του Γέροντος διαπιστώνουμε την πιο βαθιά θεολογία της Εκκλησίας μας περί του Κυρίου Ιησού Χριστού, περί της Εκκλησίας, περί του ίδιου του εν Χριστώ ανθρώπου.

Διότι τι υπόκειται πίσω από τη διατύπωση αυτή του Γέροντος Μοδέστου; Η πίστη στον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, ο Οποίος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την εξαγίασε, τη θέωσε, γεγονός που βιώνεται έκτοτε μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Στην Εκκλησία ο άνθρωπος δεν γίνεται μέλος Χριστού και αλλήλων μέλος, που σημαίνει πως ό,τι γεύεται από τον Κύριο, διότι το θέλει και το επιδιώκει με τη χάρη Εκείνου, μεταγγίζεται χαρισματικά και στους άλλους, κατά το «είτε αγιάζεται ένα μέλος αγιάζονται και πάντα τα μέλη»; Διότι όλοι είμαστε λόγω ακριβώς του Κυρίου Ιησού Χριστού ένα σώμα που λειτουργούμε ενιαία από την παρουσία και την ενέργεια Εκείνου, δηλαδή όλου του Τριαδικού Θεού.

Προσεύχομαι λοιπόν αληθινά και με πόνο για κάποιον άλλον; Προσεύχομαι ουσιαστικά για ένα άλλο μέλος του Χριστού, (μέσα στο οποίο ίσως πρέπει να εντάξω και το δυνάμει μέλος Χριστού, τον αβάπτιστο), με το οποίο είμαι και εγώ οργανικά δεμένος. «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οπότε η δική μου εν χάριτι ενέργεια «ωθεί» θετικά και τον συνάνθρωπό μου, εν Χριστώ βρίσκομαι και εγώ μέσα στον άλλον μεταφέροντάς του τη ζωή Εκείνου, ο Οποίος είναι και ο Μόνος που έχει και μεταγγίζει ζωή. Στο μεγαλειώδες αυτό όραμα ενότητας δεν μας έχει καλέσει ο Κύριος; «Εγώ, Πάτερ, εν Σοι και Συ εν εμοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν». Κι είναι τούτο η αδιάκοπη πραγματικότητα που ζούμε στην Εκκλησία μας, όπου οι άγιοί μας, με πρώτη την Παναγία Μητέρα μας, προσεύχονται για εμάς και η αγάπη τους μεταφέρει και μεταγγίζει την αγάπη και το φως και την ενέργεια του Τριαδικού Θεού μας, ώστε λίγο και εμείς να ορθοποδούμε από τη μόνιμη σχεδόν αδυναμία και την πνευματική και σωματική ασθένειά μας. Ο λόγος του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου μας το υπενθυμίζει άλλωστε διαρκώς: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε» - μία εντολή του Πνεύματος του Θεού, που λέει ότι τούτο δεν ανήκει στο προαιρετικό της βούλησής μας, αλλά στην εν υπακοή αγάπη μας για να είμαστε όντως χριστιανοί.

09 Απριλίου 2025

Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργής του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

26 Φεβρουαρίου 2025

«ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΣ» ή αλλιώς ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

«Να πάνε τουλάχιστον οι άνθρωποι σε έναν Πνευματικό να εξομολογηθούν, να φύγει η δαιμονική επίδραση, για να μπορούν να σκέφτονται λιγάκι. Τώρα δεν μπορούν ούτε να σκεφθούν από την δαιμονική επίδραση.

Η μετάνοια, η εξομολόγηση κόβει το δικαίωμα του διαβόλου. Πριν λίγο καιρό, (:Ιούνιος του 1985, όπου ο άγιος έμενε στο Καλύβι της Παναγούδας), ήρθε στο Άγιον Όρος ένας μάγος και έφραξε με πασαλάκια και δίχτυα όλο τον δρόμο, εκεί σε μία περιοχή κοντά στο Καλύβι. Αν περνούσε από ’κει μέσα ένας ανεξομολόγητος, θα πάθαινε κακό. Δεν θα ήξερε από πού του ήρθε.

Μόλις τα είδα, κάνω τον σταυρό μου και περνώ από μέσα, το διέλυσα. Μετά ο μάγος ήρθε στο Καλύβι, μου είπε όλα τα σχέδιά του και έκαψε τα βιβλία του. Σε έναν που είναι πιστός, εκκλησιάζεται, εξομολογείται, κοινωνάει, ο διάβολος δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά εξουσία».

 (Όσιος Παΐσιος, Με αγάπη και πόνο για τον σύγχρονο άνθρωπο).

Μιλάει ο όσιος Παΐσιος για τα δικαιώματα του διαβόλου, του ξεπεσμένου αυτού πονηρού πνεύματος, πάνω στον άνθρωπο. Για δικαιώματα που δεν έχει, αφότου μάλιστα ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός – ο Κύριος ήλθε «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» με αποκορύφωση της ενέργειάς Του αυτής τη σταυρική Του θυσία - αλλά που τα αποκτά ακόμη και σε έναν βαπτισμένο και χρισμένο χριστιανό, ο οποίος όμως έχει αποπτύσει το βάπτισμά του, έχει διαγράψει τον Θεό δηλαδή από τη ζωή του και ζει ως «άθεος εν τω κόσμω». Ο χριστιανός με άλλα λόγια ενώ πράγματι ενσωματώνεται στον Χριστό, καθώς γίνεται μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και Τον ενδύεται ψυχοσωματικά: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος), όμως αν δεν ενεργοποιεί την άπειρη αυτή δωρεά, την απεμπολεί, τη χάνει, κι ακόμη περισσότερο: γίνεται χειρότερος από ό,τι πριν το βάπτισμά του, σύμφωνα με του Ίδιου του Κυρίου τη διαβεβαίωση: «το πνεύμα το πονηρό όταν βγαίνει από τον άνθρωπο, ξανάρχεται και βλέποντάς τον χαλαρωμένο και απρόσεκτο πηγαίνει και παραλαμβάνει και άλλα δαιμόνια μαζί του, ώστε να γίνονται χειρότερα τα πράγματα από πρώτα». Οπότε η ακύρωση και η κατάργηση του πονηρού πνεύματος λόγω της χάρης του Θεού, εξαρτώνται από τη θέληση του ανθρώπου. Ο Θεός μάς τα δίνει όλα, τον ίδιο τον Εαυτό Του, αλλά ζητάει και την ανταπόκριση του ανθρώπου. Διότι «συνεργοί Θεού εσμεν» (απ. Παύλος) - χωρίς το ναι του ανθρώπου και ο ίδιος ο Θεός «περιορίζεται».

Τρομάζει κανείς με την ευθύνη του ανθρώπου, όταν μάλιστα αμαρτάνει. Συνήθως αμαρτάνουμε, δηλαδή ενεργούμε λόγω, έργω, διανοία, χωρίς να σκεπτόμαστε τις συνέπειες – για πολλούς η αμαρτία θεωρείται ίσως και παιχνίδι! Μα «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις» λέει ο λόγος του Θεού. Και το χειρότερο: εκχωρείς δικαιώματα στον διάβολο για σένα που δεν τα έχει. Που σημαίνει ότι νομίζεις πως κινείσαι μόνος σου, αυτόνομα, «ελεύθερα», χωρίς καμία εξουσία πάνω σου, κι έχεις γίνει ενεργούμενο του πονηρού, δούλος του χειρότερου δυνάστη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. Γιατί ποιος είναι ο χειρότερος δυνάστης; Εκείνος που σε μισεί και θέλει να σε καταστρέψει, ενώ είσαι στη δούλεψή του! Κι αυτός είναι ο πονηρός! «Σε όποιον έχεις ηττηθεί – κι όταν αμαρτάνουμε είμαστε ηττημένοι από τον διάβολο – σ’ αυτόν και έχεις υποδουλωθεί» (απ. Πέτρος).

Και τα δικαιώματα του πονηρού που δεν τα έχει αλλά τα αποκτά, γιατί εμείς του τα δίνουμε, διαβαθμίζονται: έστω και λίγο να αμαρτάνουμε, δίνουμε «δικαίωμα» επίδρασης και επιρροής του πάνω μας. Συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε χωρίς αμέσως να μετανοούμε; Ακόμα περισσότερο υποδουλωνόμαστε με συμπτώματα φανερά: το άγχος, τη στενοχώρια, την ευερεθιστότητα του χαρακτήρα, την ετοιμότητα σύγκρουσης με τον συνάνθρωπο, να μη χωράμε και στα ίδια μας τα ρούχα! Διαγράφουμε τον Θεό οριστικά από τη ζωή μας; Εκεί έχουμε το πανηγύρι του διαβόλου! Λειτουργούμε ως εκτελεστικά του όργανα, γινόμενοι ακόμη και «χειρότεροι» από αυτόν! «Σε έναν που δεν είναι πιστός και δίνει δικαιώματα στον πονηρό, έχει ο πονηρός μεγάλη εξουσία. Μπορεί να τον λιντσάρει, έχει δόντια και τον ξεσκίζει. Ανάλογα με τα δικαιώματα που δίνει μία ψυχή, είναι και η εξουσία του επάνω της» (όσιος Παΐσιος).

Και ποιο το χαρακτηριστικό της έντονης δαιμονικής παρουσίας πάνω μας; Η απαίτηση να γίνεται πάντοτε το δικό μας θέλημα – το θέλημα του διαβόλου στην πραγματικότητα -, η απαίτησή μας το δικό μας δικαίωμα, γράφε: «δικαιωματισμός», να γίνεται άνευ όρων αποδεκτό από όλους! Σαν τυφλοί αδυνατούμε να δούμε ότι υπάρχει όριο στις απαιτήσεις μας, ότι ισχύει αυτό που εξαγγέλλεται και στο φυσικό δίκαιο: το δικαίωμά μου σταματά εκεί που αρχίζει το δικαίωμα του άλλου, του συνανθρώπου. Πού βέβαια να ακουστεί και να κατανοηθεί η υπέρ φύσιν πραγματικότητα, εκεί που λειτουργεί η χάρη του Θεού: «καλύτερα και να αδικείσθε»; Για τον χριστιανό δηλαδή το επίπεδο που περιπατεί είναι το του Κυρίου: σταυρώνεται και αυτός για να σηκώσει το βάρος της αδικίας των άλλων – ό,τι αποκαλύπτει την πραγματική χριστιανική αγάπη! Ναι!, ο χριστιανός παραιτείται και από τα νόμιμα δικαιώματά του, για να «ζήσει ο άλλος»! Γιατί τα δικά του δικαιώματα τα έχει δώσει στον Θεό, ο Οποίος αναλαμβάνει την υπεράσπισή του με τον τρόπο που μόνον Αυτός γνωρίζει.

Οπότε αναδύεται με εξώφθαλμο τρόπο ο «δικαιωματισμός» κάποιου: προεκτείνει τον πατέρα του διάβολο και κανονίζεται από αυτόν! Τι άραγε μπορεί να υφίσταται πίσω από την απαίτηση να υποτάσσονται οι άλλοι στα δικά μου θέλω παρά μόνο η δαιμονική υπερηφάνεια; «Εκείνος που θέλει να επιβάλει τη γνώμη του, έστω κι αν είναι ορθή, να ξέρει ότι πάσχει από τη νόσο του διαβόλου, (την υπερηφάνεια)» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Και κατ’ επέκταση είναι ευνόητο ότι όλο το «woke» (αφύπνιση) κίνημα και η «woke culture» καθώς λέγεται, εφόσον κινείται πάνω στις ράγες του «δικαιωματισμού» αυτού,  φανερώνει την προέλευση και την ποιότητά του: τον πονηρό και τα ύπουλα όργανά του!

«Ο κόσμος όλος βρίσκεται μέσα στην έξουσία του πονηρού» μας λέει η Αγία Γραφή - κατά παραχώρηση Θεού βέβαια, προκειμένου να αποδειχθούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων: ποιοι ανήκουν πράγματι στον Θεό και ποιοι όχι. Και η λύση και η διέξοδος είναι μία για τον αληθινό χριστιανό κι αυτό τονίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο άγιος Παΐσιος: η γνήσια μετάνοια ως αλλαγή πορείας του ανθρώπου που καταλήγει στην εξομολόγηση ενώπιον του ιερέα πνευματικού. Έτσι φεύγει η δαιμονική επίδραση και καθαρίζει ο νους μας. Χωρίς μετάνοια ο «δικαιωματισμός» θα αυξάνει, θα συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα για να φτάσει να γίνει η χοάνη που θα καταπιεί όλους μας. «Homo homini lupus», ο καθένας γίνεται λύκος για τον άλλον. Ο Κύριος πάντως το επεσήμανε: «Άραγε όταν ξανάρθω, θα βρω πίστη στον Θεό επί της γης;»