Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Οκτωβρίου 2025

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ «ΑΠΙΣΤΙΑ» (6η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος, επιφυλακτικότητα που τη θυμόμαστε την 6η Οκτωβρίου εξ αφορμής του μαρτυρικού του τέλους και της ενδόξου εισόδου του στη Βασιλεία του Θεού, γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού και γι’ αυτό τη σωτήρια ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας! Κι είναι γνωστό ότι όπου ο άνθρωπος αναζητεί εναγώνια την αλήθεια, εκεί η αλήθεια-Χριστός φανερώνεται. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος τελικώς «ακούει» τη φωνή του Θεού, στον μόνο τόπο που «μιλάει» Εκείνος, την καρδιά του ανθρώπου. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (ο Κύριος).

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο στη ζωή αυτή που να οδηγεί σε πλήρη βεβαιότητα των σκέψεων και των ενεργειών ενός ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη πλήρους σφαιρικής ματιάς είναι το γνώρισμα της θνητότητας στον κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της «λάσπης» και του οριζόντιου μόνο τρόπου ζωής – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού! Κατά την Αγία Γραφή «είπε ο ανόητος άνθρωπος μέσα στην καρδιά του: δεν υπάρχει Θεός!»

Κι από την άποψη αυτή η απιστία του ανθρώπου κάθε εποχής δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά πρακτικό: η ζωή του τον οδηγεί είτε στον Θεό είτε στη διαγραφή του Θεού. Δεν είπε τυχαία ένας σοφός άνθρωπος της εποχής μας, ο μακαριστός μεγάλος π. Επιφάνιος (Θεοδωρόπουλος), ότι αν πειθόταν και ο μεγαλύτερος άθεος να ακολουθήσει με λίγη συνέπεια τις εντολές του Χριστού για λίγες ημέρες, μόνος του έπειτα θα Τον αναζητούσε διαρκώς.  

26 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ…

Ο Γέροντας ήταν κατηγορηματικός: «Καθόλου δεν πρέπει να κρίνουμε τον όποιο συνάνθρωπό μας. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας το έδωσε ως απόλυτη εντολή, αλλά γιατί αντικειμενικά, με βάση και τη λογική μας, δεν γνωρίζουμε ποιος τελικά είναι ο άλλος που κρίνουμε, δεν γνωρίζουμε το βάθος του, την όλη πορεία της ζωής του, έστω κι αν νομίζουμε ότι έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι που λένε μαζί του. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» που λέει και το εκκλησιαστικό λόγιο. Οπότε ό,τι κρίση εκφέρουμε είναι τις περισσότερες φορές λανθασμένη, γιατί και αληθινά στοιχεία να επικαλεστούμε αφορούν σε ένα μικρό τμήμα της ζωής του άλλου. Πάντα θα μας διαφεύγει το όλο, το οποίο γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός που βλέπει κι αυτά που και ο άνθρωπος δεν μπορεί να επισημάνει για τον εαυτό του».

«Μα είναι φορές» πήγε να αντιτείνει ο νεαρός φοιτητής που είχε βρεθεί στο αρχονταρίκι του μικρού μοναστηριού μαζί με ολιγομελή παρέα, αναζητώντας κάτι ουσιαστικότερο για τη ζωή του, όπως και οι υπόλοιποι που τον συνόδευαν, «είναι φορές που η ζωή του άλλου παρουσιάζεται «πιάτο» μπροστά μας και σχεδόν κατ’ ανάγκην οδηγούμαστε σε κρίση γι’ αυτόν. Κι εννοούμε βεβαίως κρίση αρνητική, γιατί κάνει και λέει πράγματα που είναι ανάποδα, αστόχαστα, προκλητικά, …μας νευριάζουν!» - ένευσαν και άλλοι θετικά το κεφάλι τους, δείχνοντας ότι συμφωνούν απολύτως με την παρατήρηση.

«Ναι, πράγματι, είναι αλήθεια αυτό» είπε σε λίγο στοχαστικά ο Γέροντας, τραβώντας και ισιώνοντας λίγο τη μακριά λευκή γενειάδα του. «Γι’ αυτό και απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν πάντοτε τέτοια φαινόμενα, ο ένας να κρίνει και να κατακρίνει τον άλλον. Θυμόμαστε για παράδειγμα τον απόστολο Παύλο, πόσο θλιβόταν όταν έβλεπε παρόμοιες καταστάσεις που αμαύρωναν την πνευματική ζωή των χριστιανών, τόσο που σε κάποια σημείο επιστολής του λέει με έντονο τρόπο: Εσύ ποιος είσαι που κρίνεις ξένο δούλο και υπηρέτη; Αν στέκεται ή όχι σωστά στη ζωή του έχει να κάνει με το αφεντικό του, με τον Κύριό του, εννοώντας βεβαίως τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος έχει τη δύναμη τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο να τον σηκώσει και πάλι. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θεωρεί τούτο δεδομένο. Γιατί λέει: θα σηκωθεί και θα σταθεί αυτός που έπεσε. Όχι από μόνος του, αλλά γιατί είναι δυνατός ο παντοδύναμος Θεός μέσα στην απειρία της αγάπης Του που αγαπά τους πάντες έστω και βαθιά αμαρτωλούς, να τον σηκώσει και να τον αποκαταστήσει όπως πρέπει ενώπιόν Του». Με τα ίδια τα λόγια του: «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γαρ ο Θεός στήσαι αυτόν».  

«Δεν μειώνεται η αγάπη του Θεού όταν μας βλέπει πεσμένους στην αμαρτία και αμετανόητους;» έθεσε το ερώτημα με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ένας άλλος νεαρός που το πρώτο γενάκι είχε κάνει εμφανή την παρουσία του. «Ίδια αγαπάει ο Θεός τον πιστό και αφοσιωμένο σ’ Αυτόν άνθρωπο με τον άλλον που φαίνεται ότι δεν Τον θέλει και δεν Τον πιστεύει;»

 «Κρίσιμη και σπουδαία η ερώτηση, παιδί μου» σχολίασε ο Γέροντας. «Εδώ όμως έχουμε την αποκάλυψη του Κυρίου μας. Τι ήρθε να μας πει και να μας φανερώσει ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ότι ο Θεός είναι αγάπη, που η αγάπη Του αυτή αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα, είτε Τον θέλουμε είτε όχι. Άλλωστε πότε έγινε ο Θεός μας άνθρωπος; Όταν ήμασταν οι άνθρωποι βουτηγμένοι κυριολεκτικά στην αμαρτία, όταν δεν υπήρχε τίποτε αξιαγάπητο σ’ εμάς, «όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» λέει ο απόστολος. Κι αυτό γιατί; Διότι ο Θεός μας δεν επικέντρωσε και δεν επικεντρώνει στην αμαρτία μας, αλλά σ’ αυτό που είμαστε αληθινά, εικόνες Του με προορισμό να γίνουμε όμοιοι μ’ Αυτόν. Αν εμείς οι άνθρωποι δεν πετάμε στα σκουπίδια ένα διαμάντι ή ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας, επειδή έτυχε να βρομίσει ή να λασπιάσει, πολύ περισσότερο ο Θεός μας. Για τον Θεό μας ο καθένας μας έχει ατίμητη αξία. Και να προσθέσω και κάτι πολύ σημαντικό. Ξέρει ο Θεός μας ότι οι αμαρτίες μας όπως και η εν γένει εναντίωσή μας προς τον Θεό – να Τον κάνουμε πέρα και να μην Τον λαμβάνουμε υπ’όψιν μας – αποτελεί πληγή και τραύμα για την ύπαρξή μας. Την ώρα που διαγράφεις τον Θεό από τη ζωή σου εκείνη την ώρα επιλέγεις τον… θάνατό σου, σαν να παίρνεις μαχαίρι που το μπήγεις στην καρδιά σου. Λοιπόν, ακόμη πιο πολύ κινητοποιείται θα λέγαμε η αγάπη Του όταν συναντά τέτοιον άνθρωπο εχθρικό απέναντί Του. Τι θα έκαναν οι γονείς σας, παιδιά μου, αν σας έβλεπαν πληγωμένους στο έδαφος να μην μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας; Δεν θα σκιζόταν η καρδιά τους; Απείρως λοιπόν περισσότερο για εμάς ο Θεός μας» - δάκρυα πλημμύρισαν τα βαθουλωμένα μάτια του αγίου Γέροντα που βιαστικά τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του.

«Και τότε ποια η διαφορά του πιστού από τον άπιστο;» ακούστηκε η φωνή ενός της παρέας. «Μήπως συμφέρει να είμαστε… αμαρτωλοί για να μας αγαπάει περισσότερο ο Θεός;» - φάνηκε παράξενη αλλά λογική η ερώτηση.

«Μεγάλη η διαφορά» έσπευσε να απαντήσει ο Γέροντας. «Όχι από πλευράς του Θεού – το εξηγήσαμε: όλους μας αγαπάει εξίσου. Αλλά από πλευράς δικής μας. Διότι ο πιστός που παλεύει να ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού, κατά το αγιογραφικό «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς», βλέπει να ανοίγει η ύπαρξή του και να αισθάνεται ενεργά την παρουσία του Χριστού. Το λέει διαρκώς η Εκκλησία μας: ο Θεός είναι «ο εν αγίοις αναπαυόμενος». Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μεγαλείο αυτό; Στα όρια τα δικά μας, της ψυχής και του σώματός μας, να ζει και να λειτουργεί ο ίδιος ο Θεός μας! Που θα πει: να αποτελούμε μία δική Του συνέχεια, η αγκαλιά Του να είναι και η δική μας αγκαλιά για όλον τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μακαριότητα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, κάτι που αποτελεί έναν Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή».

«Θα τολμούσαμε να πούμε…» πήρε τον λόγο ο πρώτος φοιτητής που ξεκίνησε την κουβέντα, «…ότι, με βάση αυτά που λέτε, στον κάθε άγιο λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή του συγκεφαλαιώνεται όλος ο κόσμος; Ή είναι τούτο πολύ… τραβηγμένο και παρακινδυνευμένο;» - σαν να ντράπηκε για την παρατήρησή του ο νέος κι έμοιασε λίγο να κοκκινίζει.

«Ακριβώς αυτό, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, που κατάλαβε ότι η μικρή ομήγυρη μπορούσε να παρακολουθήσει τη σκέψη και τη θεολογία του. «Ακριβώς αυτό! Ο ίδιος ο Κύριος δεν προέβαλε σαν όραμα και προοπτική για τους μαθητές Του την ενότητα των πάντων, μαζί Του, δηλαδή με όλον τον Τριαδικό Θεό, και μαζί με όλους τους ανθρώπους, της παρελθούσης, της σύγχρονης αλλά και της μελλοντικής εποχής; «Θέλω όλοι να είναι Ένα» ζήτησε από τον Θεό Πατέρα ο Κύριος λίγο προ του παναγίου Σταυρού Του. «Ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμεν». «Ίνα πάντες εν ώσιν». Μεγαλειοδέστερη προοπτική από αυτήν στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει. Και να το πιο όμορφο πραγματικό και ιστορικό παράδειγμα: η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και ημών. Βάσταξε στην ύπαρξή της τον ίδιο τον Δημιουργό που βαστάζει και διακρατεί τα σύμπαντα. «Χαίρε η βαστάσασα τον βαστάζοντα πάντα» που λέμε και στους Χαιρετισμούς. Κι αυτό επαναλαμβάνεται σε όλους τους αγίους μας, όπως κι εμείς αντιστοίχως καλούμαστε να κάνουμε και να γίνουμε».

«Γέροντα» ακούστηκε η φωνή. «Ακούγεται πολύ ωραίο και εξαίσιο τούτο, μα μπορεί να επαναληφθεί και σ’ εμάς; Η Παναγία ήταν μοναδική, οι άγιοι μπροστά στον πολύ κόσμο μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού – καταλαβαίνετε πώς το λέω. Μήπως τελικά για τη σύγχρονη εποχή αυτό λειτουργεί ως ιδεολογία;»

Ο Γέροντας άφησε κάποιες στιγμές να περάσουν χωρίς απάντηση. Λίγο αναστέναξε κι έπειτα πήρε και πάλι τον λόγο. «Η ιδεολογία, παιδί μου, δεν έχει χώρο στην πίστη μας. Γιατί θεωρείται καρπός των σκέψεων και της φαντασίας των ανθρώπων. Εδώ μιλάμε για την πιο αληθινή πραγματικότητα που μπορούμε να την ψαύσουμε κυριολεκτικά στα πρόσωπα των αγίων μας κάθε εποχής. Κι ευτυχώς η εποχή μας ευλογήθηκε με πολλούς και μεγάλους αγίους. Ποιος θα αμφισβητούσε την πλατιά μέχρις εσχάτων καρδιά των αγίων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου, Εφραίμ Κατουνακιώτη, Σιλουανού, Αμφιλοχίου και άλλων και άλλων τόσων αγίων; Της εποχής μας άνθρωποι ήσαν, οι οποίοι όμως πίστεψαν αληθινά στον Χριστό, που θα πει προσπάθησαν τον άτακτο εαυτό τους να τον βάλουν στις ράγες των αγίων εντολών του Χριστού. Και τι είδαν; Ότι ευρισκόμενοι με τη χάρη του Θεού στον δρόμο των εντολών συντονίζονταν με τον Ίδιο και γίνονταν δίοδος φανέρωσής Του – ο καθένας τους ένας άλλος μικρός Χριστός και Θεός! Οπότε, για να απαντήσω στην παρατήρησή σου, το πρόβλημα δεν είναι ο Θεός, γιατί Αυτός είναι ο μόνος πιστός, που ό,τι έχει πει το κάνει αμέσως πράξη. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που μπορεί να λέμε πως είμαστε χριστιανοί, αλλά μένουμε οι περισσότεροι στη θεωρία σαν να είναι η πίστη μας ιδεολογία. Ο Κύριος όμως πάντοτε μιλούσε για εκείνον που Τον πιστεύει στον βαθμό που τηρεί και εφαρμόζει τον λόγο και το θέλημά Του. «Γενηθήτω το θέλημά Σου» λέμε όλοι, αλλά μάλλον για πολλούς ακούγεται τούτο μέσα τους «γενηθήτω το θέλημά μου». Το αποτέλεσμα; Δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η αγάπη του Θεού σε τέτοιους ανθρώπους, γιατί οι ίδιοι θέτουν φράγμα στη σχέση τους μαζί Του. Αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε «συνεργοί Θεού», δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε τι είναι η χριστιανική πίστη μας».

«Γέροντα, ζητώ συγγνώμη για την παρέμβασή μου» ακούστηκε κάποιος που φαινόταν μέχρι τότε να παρακολουθεί εκστασιασμένος τη συζήτηση, «είναι πράγματα που μας αποκαλύπτουν το βάθος και το πλάτος της πίστης μας αυτά που μας λέτε, μα… θέλω να επανέλθουμε στο αρχικό που μας είπατε: την έλλειψη κρίσης και κατάκρισης προς τον συνάνθρωπό μας. Και ασφαλώς όλοι κατανοούμε ότι αφού είναι εντολή του Χριστού θεωρείται η αποδοχή της και κυρίως η εφαρμογή της όρος για είναι κανείς ενωμένος με Εκείνον. Μα στάθηκα και στο λογικό και αυταπόδεικτο που είπατε, ότι δηλαδή όταν κρίνουμε τον οποιονδήποτε προβαίνουμε σε μία ενέργεια που βρίσκεται και εκτός της αντικειμενικής πραγματικότητας. Να μας πείτε περισσότερα επ’ αυτού;»

«Το εξήγησα λίγο, παιδιά μου», έκανε ένα γύρο τη ματιά του ο Γέροντας κι η στοργή του φάνηκε να μεταγγίζεται αισθητά στα νέα παιδιά. «Τι ξέρουμε τελικά ο καθένας για τους άλλους; Ελάχιστα πράγματα κι αυτά με την κρίση που βασίζεται στην αυτογνωσία μας. Θέλω να πω ότι ο καθένας βλέπει τον συνάνθρωπό του με ό,τι ο ίδιος έχει κατανοήσει από τον εαυτό του – «προβολή» δεν το λένε οι ψυχολόγοι; Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που εμείς έχουμε μέσα μας. Οπότε δεν κρίνουμε αντικειμενικά αλλά κάτω από τον «φακό» των δικών μας σκέψεων και εμπειριών. Να σας θυμίσω ένα ωραίο παράδειγμα που αναφέρει ο όσιος Δωρόθεος, ο μεγάλος αυτός ασκητικός διδάσκαλος; Τρεις άνθρωποι πέρασαν έξω από ένα σπίτι, σούρουπο ήταν, στο πλάι του οποίου  στεκόταν ένας νέος άνθρωπος. Ο καθένας τον χαρακτήρισε και με διαφορετικό τρόπο: ο πρώτος σκέφτηκε ότι ο νέος περιμένει να βραδιάσει αρκετά ώστε να μπει στο σπίτι να το ληστέψει˙ ο δεύτερος ότι περιμένει τη φίλη του να βγει έξω για να πορνέψει μαζί της˙ κι ο τρίτος ότι περιμένει τον φίλο του για να πάνε στην πιο πέρα Εκκλησία που έχει κάποια αγρυπνία. Το παράδειγμα είναι τόσο σαφές που δεν χρειάζεται καμία άλλη εξήγηση.

»Αλλά θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω κι εγώ δύο παραδείγματα, που τα άκουσα προσφάτως και μου έκαναν φοβερή εντύπωση: Το πρώτο˙ φίλος κληρικός με επισκέφτηκε, δεν πάει πολύς καιρός, και μεταξύ άλλων μου ανέφερε την περίπτωση μίας ενορίτισσάς του που έφυγε από τη ζωή αυτή από βαριά ασθένεια, γεγονός που προξένησε μεγάλο πόνο σε όσους τη γνώριζαν – ήταν αυτό που λέμε καλός άνθρωπος, κοινωνική και ανοιχτόκαρδη. Κάπου κάπου μόνο τα μάτια της φανέρωναν μία μελαγχολία ανεξήγητη. Ποιο το περίεργο; Η ενορίτισσα αυτή που είχε έρθει στην περιοχή αρκετά χρόνια πριν, χήρα, χωρίς παιδιά, αρκετά ευκατάστατη και μορφωμένη, τελικώς  - έμαθε από το «πουθενά» αλλά έγκυρα ο παπάς  - είχε δύο παιδιά, τα οποία όμως σκοτώθηκαν σε τροχαίο όταν ήταν ακόμη μικρά, γεγονός που δεν άντεξε ο άνδρας της και έφυγε από τον κόσμο λόγω της καρδιάς του. Τότε μετακόμισε κι εκείνη για να μπορέσει να επιβιώσει, χωρίς όμως να ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν για το συγκεκριμένο θέμα – ένα «βάρος» που θέλησε να το σηκώσει μόνη της, μάλλον να το σηκώσει μαζί με τον Κύριό της Τον οποίο λάτρευε με μοναδικό τρόπο.

»Το δεύτερο˙ γνωστή μου που είχε έρθει εδώ οικογενειακά, επισκέφτηκε, μου είπε, κάποιο μοναστήρι γυναικείο, ωραίο και ανακαινισμένο, που εγκαταβίωνε όμως μόνον η Γερόντισσα. Της έκανε εντύπωση που σ’ έναν τέτοιο όμορφο χώρο δεν παρουσιάστηκε καμία άλλη να μονάσει κι έδωσε τη μόνη εξήγηση που μπορούσε: από το εκεί προσκύνημά της, μαζί με δικούς της,  διεπίστωσε ότι η Γερόντισσα ήταν λίγο απότομη, αρκετά νευρική, τόσο που παρ’ όλη την προσπάθειά της να τους κεράσει, να τους ξεναγήσει, να τους παρουσιάσει ό,τι σημαντικό είχε το μοναστήρι, φάνηκε μάλλον να θέλει γρήγορα να τους… διώξει. Έφυγαν με ανάμεικτα συναισθήματα, μάλλον αρνητικά. Όταν την ρώτησα ποιο ήταν αυτό το μοναστήρι, χαμογέλασα και λίγο θέλησα να δώσω την εξήγηση. Μου ήρθε μάλιστα στον νου η περίπτωση με τον μεγάλο άγιο Πορφύριο που όταν λειτουργούσε κάποια φορά στο άγιο Γεράσιμο στην Ομόνοια μ’ έναν νέο ιερομόναχο, κάποια πνευματικά τέκνα του δυσανασχέτησαν με τον ξένο παπά, γιατί έδειχνε ότι συμπεριφέρεται απρεπώς προς τον άγιο Γέροντα: τους φάνηκε κάποια στιγμή ότι τον έσπρωχνε κιόλας! Κι όταν του το ανέφεραν κάποια άλλη φορά εκείνος με το χαμόγελο στα χείλη τους εξήγησε: «Όχι, βρε, καλός είναι ο παπάς. Απλώς πάσχει λίγο από τα νεύρα του και χρειάζεται συμπαράσταση!» Το ίδιο λοιπόν συνέβαινε και με τη συγκεκριμένη Γερόντισσα, την οποία έτυχε να γνωρίζω. «Καθημερινά παλεύει για τη ζωή της εδώ και πολλά χρόνια» της είπα. «Παίρνει του κόσμου τα φάρμακα, γιατί ακόμη και μ’ αυτά θεωρούν οι γιατροί ότι είναι θαύμα που μπορεί ακόμη και ζει». Η κυρία, δικαιολογημένα ίσως, την κατέκρινε ως αφιλόξενη, ως μοναχή «αμόναχη», κι εκείνη η καημένη υπερέβαινε όλους τους φυσικούς όρους για να δείξει την αγάπη της και τη στοργή της».

Έπεσε αρκετά μεγάλη σιωπή. Τα παραδείγματα κυρίως που ανέφερε ο Γέροντας ήταν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα. Γιατί κατάλαβαν τα νέα παιδιά ότι οι εξωτερικές εκδηλώσεις ενός ανθρώπου δεν αποκαλύπτουν τις περισσότερες φορές αυτό που είναι στο βάθος του ο άνθρωπος. Χρειάζεται από όλους συγκατάβαση, αγάπη, υπομονή. Μόνο τελικά ο Θεός ξέρει τον καθένα μας. Και στο κάτω κάτω όπως λέει ο απόστολος ο Χριστός είναι ο μόνος κριτής μας. Η δουλειά του καθενός είναι να κοιτάει μόνο τον εαυτό του και να αγωνίζεται όσο μπορεί να βρίσκεται πάνω στις άγιες εντολές Του. Ό,τι μας λέει αδιάκοπα και καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί, απόγευμα, βράδυ: «Καταξίωσον, Κύριε,  εν τη ημέρα, τη εσπέρα, τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». «Το περισσόν εκ του πονηρού εστιν».  

24 Σεπτεμβρίου 2025

«ΤΙ ΛΕΩ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΑΡΑΧΗ»

«Κάποτε είπα στον Γέροντα Σιλουανό ότι οι Ρώσοι μοναχοί βρίσκονταν σε μεγάλη ταραχή, λόγω της τυραννίας των μπολσεβίκων στην ρωσική εκκλησία του Θεού. Τότε αυτός απήντησε: «Και εγώ στην αρχή είχα ταραχή γι’ αυτό το θέμα. Μετά όμως από πολλή προσευχή μου ήρθαν οι εξής λογισμοί: “Ο Κύριος αγαπά ανέκφραστα όλους”. Εκείνος γνωρίζει τα σχέδια όλων και τον καιρό του καθενός. Ο Κύριος επέτρεψε τον διωγμό στον ρωσικό λαό για κάποιο μελλοντικό καλό. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε να το σταματήσω. Αυτά λέω στους αδελφούς που έχουν ταραχή: “Εσείς μπορείτε να βοηθήσετε την Ρωσία μόνο με την προσευχή και την αγάπη. Μου μένει μόνο η προσευχή και η αγάπη. Ο θυμός και οι κραυγές εναντίον των άθεων δεν διορθώνουν τα πράγματα”» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).

Ένας άγιος Σέρβος, ο άγιος Νικόλαος, ομιλεί για έναν άλλον άγιο Ρώσο, μεγάλου βεληνεκούς, που ενέπνευσε και βοήθησε όχι μόνον εκείνον στην εποχή του, αλλά και χιλιάδες άλλους και τότε και μετέπειτα, και νομίζουμε όσο θα υπάρχει κόσμος: τον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Δεν είναι δηλαδή μόνον ο μέγας κι αυτός όσιος Σωφρόνιος ο εν Άθω, κατεξοχήν βεβαίως αυτός, που μας γνώρισε μέσα από τα γραπτά του Σιλουανού τον φωστήρα αυτόν της Εκκλησίας, με το εμπνευσμένο βιβλίο του «Άγιος Σιλουανός ο εν Άθω», αλλά και πλήθος άλλων αγίων ασκητών που γνώρισαν τον όσιο Γέροντα ενόσω ζούσε και εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους για την αγιότητά του. Ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς θα σημειώσει μάλιστα: «Για τον εξαίσιο αυτόν μοναχό, τον Σιλουανό, μπορώ μόνο να πω: Ήταν γλυκειά ψυχή. Δεν αισθάνθηκα μόνο εγώ τη γλυκειά αυτήν ψυχή, αλλά και κάθε προσκυνητής του Άθω που έτυχε να συναντηθεί μαζί του». Και συμπληρώνει: «Ο Σιλουανός ήταν υψηλός, μεγαλόσωμος, με μεγάλη μαύρη γενειάδα και η εξωτερική του όψη δεν προδιέθετε αμέσως ευνοϊκά όποιον δεν τον γνώριζε. Αρκούσε όμως μια συνομιλία, για να αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο… Μιλούσε για την άμετρη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και ενέπνε τον αμαρτωλό στο να κατακρίνει μόνος του αυστηρά τον εαυτό του».

Το πρόβλημα που έθεσε ο άγιος Νικόλαος στον όσιο Γέροντα ήταν τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη Ρωσία με την επικράτηση των Μπολσεβίκων, αθέων στην ιδεολογία τους, και που επέφεραν τη δίωξη της Ρωσικής Εκκλησίας και των εκεί χριστιανών, με αποτέλεσμα βεβαίως την ταραχή όλων των Ρώσων μοναχών, και όχι μόνον, απανταχού της γης. Την ταραχή αυτή βεβαίωσε ότι βίωσε και ο άγιος σε πρώτη φάση όταν το έμαθε. Κι ήταν κάτι φυσικό: ως άνθρωπος που ζει στον ταραγμένο και ακατάστατο κόσμο τούτο λόγω της επικράτησης της αμαρτίας και του «κοσμοκράτορος» Πονηρού διαβόλου, δεν ήταν δυνατό να μην υποστεί τα κύματα της αθεḯας και την αναταραχή που αυτά προκαλούν. Κι ακόμη: πώς να μην ταραχτεί όταν μαθαίνει ότι χριστιανοί, και μάλιστα ομοεθνείς του, υφίστανται διωγμούς που μερικές φορές υπερβαίνουν σε σκληρότητα και αυτούς τους πρωτοχριστιανικούς διωγμούς; «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» προτρέπει το στόμα του Χριστού ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ζούσε στην ύπαρξή του τα παθήματα όλου του κόσμου ως συνεπής μαθητής Εκείνου.

Αλλ’ αυτό σε πρώτη φάση. Διότι αμέσως αναδύεται η συνείδηση του γνησίου χριστιανού, όπως τη βλέπουμε στο σκεύος Χριστού όσιο Σιλουανό. Κάνει πολλή και έμπονη προσευχή για το πρόβλημα και ο Κύριος τον φωτίζει φέρνοντάς του τους ορθούς λογισμούς για την αντιμετώπισή του. Ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού διά στόματος του προφητάνακτα Δαυίδ - «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς Σε ήρα την ψυχή μου» (προσευχήθηκα σε Σένα Κύριε να μου γνωρίσεις τον δρόμο που πρέπει να πορευτώ) – αυτό κάνει και ο Γέροντας. Και ποιος ο φωτισμός; Η πλήρωση της συνείδησής του από την αγάπη και την πρόνοια του Θεού. Αγάπη που εκτείνεται με τρόπο ανέκφραστο σε όλους, πιστούς και απίστους, εχθρούς και φίλους. Και κατανοεί ο όσιος: ο Κύριος που μας αγαπά έχει κάποιο σχέδιο, που μπορεί εγώ να μην το καταλαβαίνω τώρα, όμως αυτό υφίσταται. Έτσι δεν λειτουργεί κάθε άγιος του Θεού; Λόγω της καθαρότητας του νου και της καρδιάς του έχει ανοικτούς τους οφθαλμούς να ορά αδιάκοπα τον Κύριο. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». Υπάρχει κάτι σε όλη τη δημιουργία, απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος, είτε άνθρωποι είτε η όλη φύση, ακόμη είτε άγγελοι είτε δαίμονες, εκτός της άκτιστης ενέργειας του Θεού, η οποία ουσιοποιεί και ζωοποιεί τα πάντα; Και μάλιστα στον άνθρωπο δίνει και τη σοφία, στον δε χριστιανό εν επιγνώσει άνθρωπο δίνει και τη δυνατότητα της θέωσης. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός» που ομολογεί ο απόστολος Παύλος πάλι, «Αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν κατά πάντα». Κάθε τι δηλαδή στη δημιουργία, πνευματική και υλική, υφίσταται γιατί είναι προσωπικά παρών ο Δημιουργός Πατέρας, έστω κι αν αυτό είναι μία πέτρα, ένα φυτό, ένα λουλούδι, ένα πουλάκι τ’ ουρανού, πολύ περισσότερο ο άνθρωπος.

Η ταραχή λοιπόν της πρώτης φάσης στον άγιο Σιλουανό μεταποιείται με τη χάρη του Θεού σε δοξολογική διάθεση, γιατί βλέπει ότι ακόμη και στον διωγμό λειτουργεί η αγάπη Του που απλώς ο ίδιος εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνει. Ό,τι δεν κατανοούμε όμως από τον τρόπο δράσεως του Θεού δεν σημαίνει ότι ακυρώνει την πρόνοιά Του και την αγάπη Του. Ποιος για παράδειγμα μπορούσε, έστω και άγγελος, να κατανοήσει το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου; Να έρθει ο Ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος και μάλιστα ως απλό βρέφος που θα έφτανε στο σημείο να σταυρωθεί υπέρ του κόσμου; Ο νους, έστω και αγγελικός, σιωπά μπροστά στο μυστήριο. Αλλά μυστήριο δεν είναι και η συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου μέσα από τα παθήματα του σώματός Του της Εκκλησίας; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» απεκάλυψε το αψευδές στόμα Του. Και στην προκειμένη περίπτωση της δίωξης της Ρωσικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη ενεργείται το μυστήριο το σταυρικό. Και κάνει εντύπωση με τον άγιο Σιλουανό. Δεν ονοματίζει αυτό που πολλοί έχουν επισημάνει: ο διωγμός ήταν καρπός των αμαρτιών των εκκλησιαστικών ανθρώπων – τον επέτρεψε ο Θεός «διά τας αμαρτίας ημών». Προτιμά, χωρίς να το διαγράφει, να βλέπει το βάθος, το μελλοντικό καλό, «τον τοκισμό» από τους πειρασμούς που λέει και ο άγιος Παϊσιος.

Οπότε, μέσα στο πλαίσιο του «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ο άγιος Σιλουανός, ο οποίος είχε μεταθέσει όλη την ύπαρξή του στον Κύριο και ζούσε ως συνέχειά Του, ως κλαδί στο αμπέλι Του, ως Εκείνος μέσω αυτού, δεν βλέπει κάτι άλλο για δράση πέρα της προσευχής και της αγάπης. Η προσευχή και η αγάπη είναι τα μόνα που μπορούν να βοηθήσουν κάθε άνθρωπο, ιδίως μάλιστα τον εμπερίστατο λαό, όπως η Ρωσία της εποχής εκείνης. Ο Κύριος δηλαδή που επέτρεψε για κάποιο μελλοντικό καλό τη δοκιμασία των διωγμών, που σημαίνει ότι Αυτός έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο Ίδιος είναι Εκείνος που μπορεί να επέμβει όταν πιστοί Του άνθρωποι αρχίζουν όχι να ταράζονται αλλά να μένουν στην αγάπη Του: την προσευχή προς Αυτόν και την αγάπη στον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια το ζητούμενο για τον όσιο του Θεού είναι η ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η παραμονή του πιστού στις άγιες εντολές και το θέλημά Του, έστω και οδυνηρό γι’ αυτόν, γιατί είναι ο μόνος δρόμος  - «αυτός μου μένει» - για να λειτουργεί ως μέλος Χριστού. Αυτή είναι η απόλυτη προτεραιότητα που συνιστά και τον σκοπό της ζωής του. Διαφορετικά, αν ο άνθρωπος, έστω και πιστός, θυμώνει και κραυγάζει, όχι μόνο δεν διορθώνει τα πράγματα, αλλά περιπίπτει ακριβώς στην παγίδα που έχουν περιπέσει οι άθεοι, εξομοιώνεται προς αυτούς, γίνεται έρμαιο και αυτός του πονηρού, στην ουσία διαγράφει την αποκάλυψη του Κυρίου και το περιπατείν εν Αυτώ.

Ο άγιος Σιλουανός με τα λόγια και τη στάση του το έδειξε μέσα στην «αφάνειά» του περίτρανα: είσαι χριστιανός ενωμένος με τον Κύριο ως μέλος Του; «Οφείλεις καθώς Εκείνος περπάτησε στον κόσμο κι εσύ αντιστοίχως το ίδιο να περπατάς». Σε οτιδήποτε μας συμβαίνει στον κόσμο να προσπαθούμε να βλέπουμε το βάθος, τον σκοπό – πάντοτε καλό μέσα στην αγάπη του Θεού – και να παραμένουμε στην αρτιότητα που μας δώρισε ο Κύριος: να είμαστε «ολόκληροι» μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς. Η διακράτηση της ολοκληρίας αυτής είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μας, γιατί μας καθιστά αιώνιους. Αν δεν το κάνουμε, η ταραχή και η ακαταστασία του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου γίνονται και τα δικά μας χαρακτηριστικά.   

20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΕΝΟΣ…

«Με τον παραστρατημένο άνθρωπο, ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη, γιατί θα τον χάσεις. Άφησέ τον να σκεφθεί καλύτερα, ηρεμότερα» (όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω (1889-1970) υπήρξε μία ιδιαιτέρως χαριτωμένη αλλά και δυναμική παρουσία της νεώτερης εποχής. Από μικρός αφιερωμένος στον Θεό έγινε μοναχός κι έπειτα ιερομόναχος και καθηγούμενος στην ιερά μονή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, ενώ ίδρυσε και άλλα μοναστήρια που μέχρι σήμερα σφύζουν από πνευματική ζωή και κίνηση. Και εκτός τούτου˙ έγινε γνωστός και για τους εθνικούς αγώνες του, με την έννοια ότι όταν οι Ιταλοί κατακτητές των Δωδεκανήσων απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, εκείνος μαζί και με άλλους κληρικούς ίδρυσαν κατηχητικά σχολεία, μέσα στα οποία δίδασκαν βεβαίως την  ορθόδοξη χριστιανική ζωή, κυρίως όμως την ελληνική γλώσσα, ένα είδος όπως έχει χαρακτηριστεί «κρυφών σχολειών» για την περιοχή εκείνη – κάτι που το «πλήρωσε» αρκετά ακριβά, γιατί οι Ιταλοί για την εθνική δράση του τον εξόρισαν για δύο χρόνια, οπότε τούτο έγινε η απαρχή έντονης ιεραποστολικής δράσεώς του και σε άλλες περιοχές.  

Ο όσιος ήταν μία συνέχεια του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους μας, που θα πει ότι ευρισκόμενος στον κόσμο συνιστούσε πηγή ευλογίας για τον τόπο του αλλά και για σύνολη τη δημιουργία – «ανασαίνει» ο κόσμος με κάθε άγιο, ή με εκκλησιαστική ορολογία «ουρανώνεται η γη»! Γι’ αυτό και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος που ερχόταν σε επαφή μαζί του κατανυσσόταν παίρνοντας μαζί του, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, ένα βέλος στην καρδιά του για αλλαγή πορείας του και αναζήτησης του Θεού του. Δεν είναι τυχαίο πιστεύουμε ότι σύγχρονος αγιασμένος μακαριστός Γέρων του Αγίου Όρους, ο Γέρων Γρηγόριος Αιγαιοπελαγίτης ονομαζόμενος, ηγούμενος μέχρι της κοιμήσεώς του της Μονής Δοχειαρίου, τον άγιο Αμφιλόχιο που τον είχε γνωρίσει και ζήσει είχε ως πρότυπο της ζωής του και καθημερινή και αδιάκοπη αναφορά του. Όποιος είχε μπει στα ενδότερα του Μοναστηριού ίσως θα είχε δει μία τεράστια φωτογραφία του οσίου να δεσπόζει και να σκορπά τις ακτίνες της χάρης του, προσφέροντας την παρηγοριά του χαμόγελού του και της μεγάλης αγάπης του σε κάθε πονεμένο.

Στο παραπάνω λόγιο ο άγιος κάνει λόγο για τον παραστρατημένο άνθρωπο, εκείνον δηλαδή που έχοντας διαγράψει την πίστη στον Χριστό και την Εκκλησία Του πορεύεται κατά τις επιθυμίες της σκοτεινιασμένης καρδιάς του, αυτής που κυριαρχεί ο άρχων του κόσμου τούτου, ο Πονηρός διάβολος, ενώ, αν είναι βαπτισμένος, η χάρη του αγίου Βαπτίσματος βρίσκεται «καταχωνιασμένη» σε βάθη που θεωρούνται ανύπαρκτα γι’ αυτόν. Κι επειδή ακριβώς είναι παραστρατημένος, έχει χάσει τον προσανατολισμό του και κινείται στα τυφλά, χωρίς νόημα στη ζωή του, αγόμενος και φερόμενος μόνον από τα πάθη και τις εμπαθείς κλίσεις του, έχοντας ως μόνη ρότα της ζωής του το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Στον παραστρατημένο άνθρωπο, που αν δεν μετανοήσει το τέλος του είναι γνωστό: «εις βόθυνον πεσείται», διαβάζει κανείς ό,τι περί αυτού έχει γράψει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος: «επειδή δεν θέλησε να γνωρίσει γνήσια τον Θεό, γι’ αυτό και τον παρέδωσε ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» - πλανεμένος και απρεπής σε όλα του!

Και τι μας λέει ο άγιος; Μ’ αυτόν τον άνθρωπο «ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη». Όχι γιατί θα φοβηθείς την πιθανή σύγκρουση μαζί του, όχι γιατί θα συμφωνείς μαζί του για να μην ταραχτείς, αλλά «για να μην τον χάσεις»! Τι προϋποτίθεται, από ό,τι καταλαβαίνουμε, στη σκέψη και τον νου του οσίου; Αφενός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος σε τέτοια σκοτεινή κατάσταση και υπό δαιμονική επιρροή είναι ένας πληγωμένος ψυχικά άνθρωπος. Αυτό δεν μας διδάσκει ο λόγος του Θεού είτε αγιογραφικός είτε πατερικός; Απομακρύνεσαι από τον Θεό; Απομακρύνεσαι από τη ζωή, από την κανονικότητα και τη φυσιολογία σου, από το σπίτι σου – χάνεις τον εαυτό σου, τραυματίζεσαι! Κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν την κατεργαζομένην το πονηρόν». Και: «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις!» Μπορεί να φαίνεσαι χαμογελαστός και «επιτυχημένος», να κυριαρχείς στον κόσμο, αλλά η εσωτερική πραγματικότητά σου πόρρω απέχει τούτων.

Και αφετέρου˙ η φράση που χρησιμοποιεί ο άγιος: «γιατί θα τον χάσεις!», αποκαλύπτει όλο το βάθος και το πλάτος της αγιασμένης καρδιάς του, μίας καρδιάς που είναι του Χριστού, γεμάτη από έλεος και αγάπη, τέτοιας που ο άλλος, ο όποιος άλλος έστω και θεωρούμενος εχθρός και ενάντιος, περιέχεται από εσένα – είναι κομμάτι σου, αποτελεί τη δική σου προέκταση, γι’ αυτό του οφείλεις την αγάπη σου και τη θυσιαστική απέναντί του στάση σου. Πώς; Γιατί; Διότι ως μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου τον Χριστό φανερώνεις και ανάλογα προς τη δική Του ζωή πορεύεσαι – ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Ο λόγος του Κυρίου το αποκαλύπτει διαρκώς και με πολλές διαφορετικές εκφράσεις: ο άλλος, ο πλησίον είναι ο… εαυτός σου, είναι η κρυμμένη του Ίδιου του Χριστού παρουσία, «εμοί εποιήσατε!» Ας θυμηθούμε και μία ολίγον «ξεχασμένη» φράση του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: «Ο λέγων εν Αυτώ μένειν, οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησε και αυτός ούτω περιπατείν» - όποιος λέει ότι είναι ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει όπως ο Χριστός περπάτησε στη γη και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο να περπατάει. Πώς μας είδε ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο; Όχι ως εχθρούς Του ούτε καν ως απλώς πλανεμένους που πρέπει κάτι να κάνει γι’ αυτούς, αλλ’ ως εκείνους που μέσα στη βρομιά και την αθλιότητά μας ήμασταν και είμαστε ό,τι σπουδαιότερο και σημαντικότερο γι’ Αυτόν. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Και πέθανε και σταυρώθηκε για εμάς, αίροντας την αμαρτία μας και δίδοντάς μας τη δικαιοσύνη Του – ο θάνατός Του έγινε η θεραπεία και η αποκατάστασή μας. «Τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν».

Λοιπόν, πιστεύουμε ότι τα «αυτονόητα» και «γνωστά» αυτά προϋποτίθενται στη σκέψη του αγίου Αμφιλοχίου. Συνιστούσαν το διαρκές βίωμά του, γι’ αυτό και τον παραστρατημένο ως κομμάτι Χριστού και δικό του κομμάτι δεν ήθελε να τον χάσει – έχανε κατά κάποιον τρόπο και τον δικό του… εαυτό. Και τι προτείνει; Δώσε του χώρο και χρόνο! Άσε τον να σκεφτεί, να ηρεμήσει – ο ταραγμένος άνθρωπος και τα πιο θεϊκά λόγια να ακούσει θα αντιδράσει, ενώ ο ήρεμος θα έχει ήδη τη συνείδησή του να τον ελέγχει. Αυτό δεν έλεγε και ο απόστολος Παύλος για τον αιρετικό άνθρωπο; (Και αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος που διαστρεβλώνει την αποκάλυψη του Χριστού, αλλά και όποιος δεν βαδίζει κατά τις άγιες εντολές Του, ο αιρετικός κατά τη ζωή). «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Το είπες μία, το είπες δεύτερη, σταμάτα. Γιατί έχει παραστρατήσει ο συγκεκριμένος και βρίσκεται υπό την κατάκριση του ίδιου του εαυτού του. Και ό,τι λέμε και σχολιάζουμε εδώ  βλέπουμε ότι αποτελούν την προτροπή του ίδιου τελικώς του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Γιατί τι λέει; «Μη αντιστήναι τω πονηρώ». Μην έρχεσαι αντιμέτωπος με τον πονηρό άνθρωπο, μη μαλώνεις και εξοργίζεσαι μαζί του, διότι έτσι δεν τον βοηθάς. Ο Κύριος, για να το επαναλάβουμε, μας έσωσε «αίρων την αμαρτίαν ημών». Κατεδίκαζε πάντοτε την αμαρτία, αλλά έσωζε και έσωσε τους ανθρώπους. Η επίθεση με έλεγχο του προσώπου μας για κάθε παραστράτημά μας εγείρει πάντοτε την αντίδραση. Το τεταμένο δάκτυλο του «εισαγγελέα» ανθρώπου αποκαλύπτει ιουδαϊκή και φαρισαϊκή ηθική, όχι όμως χριστιανική. Τον άλλον τον βοηθάς να σωθεί όχι με… κεραυνούς, αλλά με την προσωπική συμμετοχή σου στο πρόβλημά του – είτε φανερά είτε διά της προσευχής.

Γι’ αυτό και αφήνοντας τον άλλον…ήσυχο, στο έλεος όμως και την αγάπη της προσευχής σου, δηλαδή στο έλεος και την αγάπη του Θεού, του δημιουργείς συνθήκες μετανοίας. «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει», η αγάπη του Θεού οδηγεί σε μετάνοια. Και η αγάπη αυτή ερμηνεύει και την παράταση που δίνει κάθε ημέρα ο Χριστός στους ανθρώπους ενόψει της Δευτέρας Του παρουσίας! «Δίνω χρόνο για να μετανοήσει ο άνθρωπος», λέει η Αποκάλυψη.  «Δεν βραδύνει την παρουσία Του ο Κύριος» σημειώνει και ο απόστολος Πέτρος, «αλλά μακροθυμεί απέναντί μας, γιατί δεν θέλει να χαθούν έστω και λίγοι, αλλά όλοι να οδηγηθούν στη μετάνοια».

Δυο λέξεις του αγίου Αμφιλοχίου, ολόκληρη η θεολογία και η πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας. Θα μπορούσε ίσως να μην τις έλεγε ούτε και αυτές ο άγιος – το ίδιο θα ήτανε. Γιατί ζούσε στον ρυθμό του Κυρίου, η αναπνοή του στον κόσμο ήταν η πνοή του Αγίου Πνεύματος, που τελικώς ησύχαζε όχι μόνο τους «αντικειμενικά» παραστρατημένους, αλλά όλους μας, αφού κι εμείς συχνά ίσως είμαστε εξίσου «παραστρατημένοι» ως μη τηρούντες όπως πρέπει τις άγιες εντολές του Θεού μας.  

01 Σεπτεμβρίου 2025

ΟΥΡΑΝΙΕ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ…

«Τῆς αὐτολέκτου καί θείας διδασκαλίας Χριστοῦ, τήν προσευχήν μαθόντες, καθἑκάστην ἡμέραν, βοήσωμεν τῷ ΚτίστῃΠάτερ ἡμῶν, ἐν τοῖς οὐρανοῖς κατοικῶν, τόν ἐπιούσιον ἄρτον δίδου ἡμῖν, παρορῶν ἡμῶν τά πταίσματα» (στιχηρό εσπερινού 1ης Σεπτεμβρίου).

(Αφού μάθαμε την προσευχή της θείας διδασκαλίας που είπε ο Ίδιος ο Χριστός, ας φωνάξουμε στον Δημιουργό καθημερινά: Πατέρα μας που κατοικείς στους ουρανούς, δίνε μας τον καθημερινό άρτο, παραβλέποντας τα πταίσματά μας).

Την πρώτη ημέρα της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς, που ξεκινά βεβαίως με τον εσπερινό της προηγουμένης, δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος υμνογράφος θέτει ως πρώτο ύμνο της ακολουθίας την κλήση να προσευχόμαστε με τα λόγια που δίδαξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός: «Πάτερ ἡμῶν». Κι αυτό βεβαίως διότι για την Εκκλησία μας δεν υπάρχει σπουδαιότερη προσευχή από αυτήν – είναι η Κυριακή προσευχή, η προσευχή του Κυρίου. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας μάθει πώς να προσευχόμαστε παρά ο Ίδιος ο Δημιουργός μας; Αυτός είναι που στο αίτημα των μαθητών Του για το πώς να προσεύχονται απάντησε με τα συγκεκριμένα λόγια της προσευχής. Γι’ αυτό και έκτοτε κάθε προσευχή της Εκκλησίας μας στην ουσία αποτελεί επανάληψη ή προέκταση και ανάλυση της πιο βαθειάς αυτής προσευχής, που σημαίνει ότι εκκλησιαστικά προσευχόμαστε αδιάκοπα με τον τρόπο του Θεού μας.

Να προσφωνούμε τον Θεό «Πατέρα», συνεπώς να νιώθουμε ως παιδιά Του αγαπημένα, είναι μία χαρισματική πραγματικότητα – δεν μπορεί να Τον πει έτσι κανείς άνθρωπος εκτός της χάρης του Θεού, εκτός δηλαδή της Εκκλησίας. Είναι η δωρεά που δίνει ο Χριστός στον βαπτισμένο στο όνομά Του άνθρωπο, γεγονός που φανερώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία. «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ, τόν ἐπουράνιον Θεόν, Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν...». Πρόκειται για την αλήθεια που διακηρύσσει ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. «Ὅσοι έλαβον Αὐτόν (δηλαδή πίστεψαν στόν Χριστό), ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Ποια μεγαλύτερη εξουσία στον κόσμο υπάρχει από εκείνην που δίνει ο Παντοδύναμος Θεός στον άνθρωπο, γιατί ακριβώς τον έχει κάνει παιδί Του; Οι άγιοί μας που βίωναν στο απόλυτο δυνατό την κάθε λέξη των προσευχών και των λόγων του Χριστού έχουν εκφράσει συγκλονιστικές αλήθειες ειδικά για την Κυριακή προσευχή.

Ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε σύγχρονο άγιο, πολλές φορές έχει γράψει πάνω στο θέμα αυτό. Ο ίδιος καταρχάς έχει αποκαλύψει ότι υπήρχαν εποχές που ξεκινούσε το «Πάτερ ἡμῶν» το πρωί για να το ολοκληρώσει το βράδυ: την κάθε λέξη την περνούσε βιωματικά μέσα από ολόκληρη την ύπαρξή του. Γι’ αυτό και δεν δίσταζε να πει στις ομιλίες του στο τέλος της ζωής του: «Και μόνη η προφορά του Ονόματος του Θεού μάς φλέγει πραγματικά σαν φωτιά. Έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε και το «Πάτερ ἡμῶν». Ουσιαστικά, αν προφέραμε μόνο μία φορά σε ολη τη ζωή μας τις λέξεις αυτές του «Πάτερ ἡμῶν» με το αυθεντικό νόημά τους, που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του Ίδιου του είναι, θα ήταν αρκετό. Σε αυτό έγκειται το μυστήριο της αναγεννήσεώς μας από την αμαρτωλή κατάστασή μας σε εκείνην που αναμένει από εμάς ο Κύριος».

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν, για να επανέλθουμε στον πρώτο εκκλησιαστικό ύμνο του νέου έτους, μας θυμίζει την αλήθεια αυτή. Να παρακαλούμε τον Θεό ως Πατέρα μας με την αίσθηση της υιϊκότητάς μας, με επίγνωση βεβαίως της αμαρτωλότητάς μας. «Δίνε μας τον επιούσιο άρτο μας (και το επίγειο αλλά και τον αιώνιο μέσα από τη Θεία Ευχαριστία) και συγχώρα τα πταίσματά μας». Γιατί είναι ο Μόνος που μπορεί να μας καθαρίσει από την όποια πνευματική και ψυχική ακαθαρσία μας. Αρκεί να Τον παρακαλούμε, όπως είπαμε, εκκλησιαστικά: ως μέλη του αγίου Σώματός Του εν μετανοία και ταπεινώσει, που θα πει εν αγάπη και ανεξίκακα.

14 Ιουλίου 2025

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Ο προσανατολισμός και η παραμονή του πιστού χριστιανού στις εντολές του Χριστού κάνουν τον πιστό να αποκτά ένα είδος παντοδυναμίας. Όπως το απεκάλυψε ο Κύριος πρώτα: «εάν μείνητε εν εμοί και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ο εάν θέλητε αιτήσασθε και γενήσεται υμίν», και το βεβαίωσαν έπειτα οι άγιοι Απόστολοι σαν τον απόστολο Παύλο: «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», έτσι και ο πιστός: ζώντας τον Χριστό μέσω των εντολών Του γεύεται αισθητά, στην ψυχή και στο σώμα, τη δύναμη Εκείνου. Κι αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας και σε όλα αυτά που συνιστούν τα λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα. Πέραν των περιπτώσεων εκείνων, που ο άνθρωπος πράγματι χρήζει ανθρώπινης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρακολούθησης, λόγω υπερβολικά ευαίσθητου ψυχισμού, τα περισσότερα ψυχικού τύπου προβλήματα είναι απόρροια χαλαρής πνευματικής ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος θωρακιστεί κι οχυρωθεί με τις εντολές του Χριστού, δηλαδή όταν οι σκέψεις και οι επιθυμίες και τα συναισθήματά του βρίσκονται εν τω Θεώ, τότε πράγματι θα δει να απεμπλέκεται από ό,τι αρνητικό έρχεται να του αμαυρώσει τη ζωή.

Την πνευματική αυτή πραγματικότητα μάς την προβάλλει και η υμνολογία του αγίου Ακύλα σήμερα, που μεταξύ των άλλων, στο υπόψιν θέμα, σημειώνει: «Νόμοις Χριστού οχυρωθείς την διάνοιαν, το των ανόμων φρύαγμα όλον κατέβαλες…». Οχυρώθηκες κατά τη διάνοια με τους νόμους του Χριστού, και νίκησες όλους τους επαναστατημένους ανόμους… Οι νόμοι δηλαδή του Χριστού, οι εντολές Του οι άγιες, αποτελούν το μεγαλύτερο όπλο του χριστιανού, το φρούριο και το αρραγές θεμέλιο της ζωής του, τη θωράκιση και την πανοπλία του. Εκεί πάνω εν χάριτι πατώντας και περπατώντας, εκεί έχοντας τις βάσεις της καρδιάς του, πορεύεται ως άλλος Θεός στον κόσμο, πράγματι ο ίδιος ο Χριστός εν ετέρα μορφή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι χαρακτηρίζονται ως η ορατή φανέρωση στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού. Διότι θέτοντας τον εαυτό τους εκεί που παραπέμπουν οι λόγοι του Κυρίου γίνονται η προέκταση της αγκαλιάς του Χριστού, ο Οποίος περιέχει τους πάντες και τα πάντα ως «χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας».

ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;

«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;» (όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.

Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».

Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» τουˑ ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Πασιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;

Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησεˑ ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που  αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά  στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».

Το συγκεκριμένο εν συνεχεία απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής. Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».

28 Ιουνίου 2025

ΓΕΡΟΝΤΑ, ΑΚΟΜΗ ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΕ;

«Είπε ο π. Ν. ο αγιορείτης: Βρέθηκα σε πανηγύρι αγιορείτικο κι ήταν κι εκεί ο μεγάλος σύγχρονος λόγιος Γέροντας π. Βασίλειος (Γοντικάκης). Δεν λειτουργούσε βέβαια – έχει σταματήσει από καιρού να λειτουργεί, λόγω ηλικίας, αρκούμενος να έχει το πετραχήλι του για να κοινωνεί – και προσευχόταν με απόλυτη προσήλωση, έχοντας στα χέρια του τα εκκλησιαστικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στις ακολουθίες. Μου έκανε όμως εντύπωση ότι διαρκώς μ’ ένα μολύβι σημείωνε διαρκώς κάτι πάνω στα βιβλία, σαν να υπογράμμιζε και να σχολίαζε τους ύμνους που ψέλνονταν και διαβάζονταν. Πήρα θάρρος, τον πλησίασα και τον ρώτησα: “Γέροντα, ακόμη σημειώνετε μετά τόσα χρόνια;” Σήκωσε το βλέμμα του, με κοίταξε προσεκτικά και μου απάντησε λιτά: “Αυτά δεν τελειώνουν ποτέ!”»

Η εικόνα που μας μεταφέρει ο π. Ν. από την εμπειρία του είναι πολύ συγκινητική αλλά και διδακτική. Διότι μαρτυρεί το γνήσιο ήθος του αγιορείτη μοναχού, ο οποίος ζει και αναπνέει Χριστό ευρισκόμενος μέσα στο κατεξοχήν πλαίσιο που μπορεί κανείς να Τον συναντήσει και να Τον ζήσει: τις εκκλησιαστικές ακολουθίες, τη λατρεία της Εκκλησίας. Τι άλλο είναι η λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, με κέντρο και αποκορύφωση τη Θεία Λειτουργία, παρά η ζωή του ίδιου του Κυρίου που δίνει ώθηση στον μετέχοντα σ’ αυτήν να εντείνει όλες τις ψυχοσωματικές δυνάμεις του ώστε να ορά τον Χριστό εν καθαρά καρδία, με άλλα λόγια να ζει με τον μόνο τρόπο που φανερώνεται Εκείνος στα όρια του ανθρώπου, τη μετάνοια! «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» δίδαξε απαρχής ο Κύριος. Και: «τούτο ποιείτε, (την τέλεση της Θείας Λειτουργίας), εις την εμήν ανάμνησιν». Μετέχεις δηλαδή με επίγνωση και μετάνοια στις εκκλησιαστικές προσευχές; Ζεις αληθινά τότε ως μέλος του σώματος του Χριστού, που θα πει ενεργοποιείς όσο είναι δυνατόν το άγιο βάπτισμά σου, να είσαι Εκείνος «εν ετέρα μορφή».

Κι η πραγματικότητα αυτή έχει για την εποχή μας μεγαλύτερη αξία όταν την βλέπεις ενσαρκωμένη σε άνθρωπο, ο οποίος «κατέκτησε» πολλά πεδία της ανθρώπινης γνώσεως και επιστήμης, τον Γέροντα Βασίλειο εννοούμε, χωρίς όμως να «θαμπωθεί» από αυτά, χωρίς να αλαζονευτεί, αλλά μάλλον δι’ αυτών να οδηγηθεί σε πληρέστερη επίγνωση του ύψους και του πλάτους και του βάθους της κατά Χριστόν πίστεως και ζωής. Είναι τυχαίο ότι μετά τόσα χρόνια σπουδών, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, στο Άγιον Όρος βρήκε τον τόπο καταπαύσεώς του, «μαγνητίστηκε» από τον ένθεο άνθρωπο άγιο Παḯσιο, αυτού τη βοήθεια ζήτησε προκειμένου να κάνει υπακοή στο αίτημα των αγιορειτών να «ζωντανέψει» εκ νέου τη Μονή Σταυρονικήτα; Θυμίζει η περίπτωσή του – που δεν είναι βεβαίως μοναδική – το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Αρσένιο τον μεγάλο, ο οποίος άφησε θέσεις και αξιώματα στη Βασιλεύουσα προκειμένου να ασκητέψει μαζί με απλούς και αγράμματους Αιγύπτιους καλογέρους. Και στο ερώτημα κάποιων πώς το αντέχει αυτό, εκείνος έδωσε την απάντηση: Αληθινά σας λέω, πολλά γράμματα έμαθα, αλλά το αλφάβητο αυτών των απλών καλογέρων δεν το έχω μάθει ακόμη!

Λοιπόν, στην εποχή μας τέτοια παραδείγματα αποτελούν σημεία ορθού προσανατολισμού, με την έννοια ότι μας υπενθυμίζουν πως το ζητούμενο καθημερινά για τον άνθρωπο, αν είναι χριστιανός, είναι να βρίσκεται στην απόλυτη πνευματική ένταση, ώστε να βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον Δημιουργό του Ιησού Χριστό, γεγονός που τον καταξιώνει στη ζωή αυτή και τον κάνει να νιώθει ότι έχει νόημα η ζωή του, αναπνέοντας τον αέρα της ελευθερίας των τέκνων του Θεού. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα) προστεθήσεται υμίν» (ο Κύριος).

 Οπότε, επανερχόμενοι στην εικόνα που μας δίνει ο π. Ν. για τον Γέροντα Βασίλειο, ο Γέροντας αγωνιζόταν να ζει την παρουσία του Χριστού μέσα στο κλίμα της χάρης που περικλείουν τα τροπάρια της Εκκλησίας. Ήταν και είναι η προσωπική του εμπειρία, αλλά και η εμπειρία του εξίσου με τον αγαπημένο του άγιο Πορφύριο,  ο οποίος διαλαλούσε διαρκώς ότι αν θέλει κανείς να αγιάσει, θα πρέπει να εγκύψει με προσοχή, με ταπείνωση και με προσευχητική διάθεση στα υμνογραφικά κείμενα της Εκκλησίας. Ο άγιος Πορφύριος ήταν εκείνος μάλιστα που τόνιζε ότι από τους ύμνους αυτούς έμαθε και όλα τα μυστικά της πνευματικής ζωής, ενώ απεκάλυπτε ότι οι άγιοι υμνογράφοι της Εκκλησίας είναι το ίδιο, μπορεί και περισσότερο, άγιοι και από τους υμνογραφομένους από αυτούς αγίους. Ο Γέρων Βασίλειος ήταν συνεπαρμένος από τη φοβερά μεγάλη αγιασμένη μορφή του οσίου Πορφυρίου, γι’ αυτό και δεν δίσταζε να ομολογήσει ότι ειδικά το βιβλίο «Ο άγιος Πορφύριος, Βίος και λόγοι» των εκδόσεων της Ι. Μονής Χρυσοπηγής Χανίων, δεν είναι απλώς βιβλίο, αλλά κυριολεκτικά «μυροδοχείο»!

Τον βλέπουμε τον Γέροντα Βασίλειο σκυμμένο πάνω στα εκκλησιαστικά βιβλία, με τα μάτια του π. Ν., να σημειώνει και να προσεύχεται και να στοχάζεταιˑ και διδασκόμαστε και παραδειγματιζόμαστε και παρακαλούμε τον Κύριο να δίνει λίγο και σ’ εμάς από τη χάρη Του να αγαπήσουμε τα ιερά γράμματα, την Αγία Γραφή, τα Πατερικά έργα, τα υμνολογήματα των ακολουθιών, ώστε να καθαριστεί και η δική μας η καρδιά για να μπορούμε έστω και επ’ ελάχιστον να ψηλαφούμε την παρουσία Του, δηλαδή να λειτουργούμε λίγο ως αληθινοί χριστιανοί.

20 Ιουνίου 2025

ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

«Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου» (Απόσπασμα από επιστολή του Αγίου Λουκά Κριμαίας προς πνευματικό του παιδί).

Συγκινεί και εκπλήσσει πάντοτε ο λόγος του αγίων της Εκκλησίας μας, παλαιοτέρων και νεωτέρων, γιατί ό,τι λένε και διδάσκουν αφενός έχει ακραιφνώς ευαγγελικό χαρακτήρα, αφετέρου το προσφέρουν μ’ έναν απλό και ιδιαίτερα εποπτικό τρόπο, δείγμα ότι δεν ήσαν απλοί μεταπράτες, αλλά άνθρωποι που βίωναν όσο είναι δυνατόν στα ανθρώπινα τον λόγο του Κυρίου και των αποστόλων Του, ώστε να μη μας αφήνουν κενά στην κατανόησή του. Δεν είναι τυχαίο ότι η φράση που χαρακτηρίζει τους αγίους μας είναι ότι αποτελούν αυτοί ακριβώς «τα βιωμένα Ευαγγέλια», οπότε και ο δικός τους λόγος γίνεται αντιστοίχως προς τον θεϊκό λόγο διεισδυτικός στις ανθρώπινες καρδιές, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν» κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου.

Αυτό βλέπουμε και στο μικρό απόσπασμα από επιστολή του μεγάλου νεωτέρου αγίου της οικουμενικής ορθοδοξίας, Λουκά του ιατρού, επισκόπου Συμφερουπόλεως της Κριμαίας. Δεν αναλώνεται σε θεωρίες και υψιπετείς θεολογίες για να μιλήσει περί προσευχής – το έχει κάνει κι αυτό εκεί που χρειάστηκε: όταν έπρεπε να δώσει το πλαίσιο της αληθινής προσευχής, η οποία κατά τον άλλον μεγάλο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη έχει ως περιεχόμενο όντως τη θεολογία που απεκάλυψε ο Κύριος και οι Απόστολοί Του, όπως και η Πατερική Παράδοση μέσα στην Εκκλησία. Τον ενδιαφέρει, καθώς απευθύνεται σε πνευματικό του παιδί που αναζητά να ζήσει την αλήθεια του Χριστού, πώς πρακτικά θα μάθει αυτός, το τέκνο του, να προσεύχεται με τον τρόπο που δίδαξε ο Κύριος, ο Οποίος εν Πνεύματι είναι και ο μόνος που μπορεί να δώσει το πνεύμα της προσευχής στον άνθρωπο. «Ο Θεός δίνει προσευχή στον προσευχόμενο». Και «το Πνεύμα του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου τον κάνει να κραυγάζει: Πατέρα, αββά ο Πατήρ» (απ. Παύλος).

Και τι του λέει; Το πρώτο και πιο σημαντικό: για να είναι αληθινή και ορθή η προσευχή του ανθρώπου, του χριστιανού, πρέπει να έχει «έδαφος» την καρδιά του, τον «έσω» άνθρωπο. Προσευχή δηλαδή που εξαντλείται μόνο στα λόγια του στόματος, όσο πολλά κι αν είναι, χωρίς να πηγάζει από το βάθος της καρδιάς δεν μπορεί να είναι προσευχή που γίνεται αποδεκτή από τον Κύριο. Διότι ο Κύριος «εις καρδίαν βλέπει» - η καρδιά είναι ο τόπος συνάντησής μας με Εκείνον. Ο Κύριος, οι Απόστολοι, όλοι οι άγιοι αδιάκοπα έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στις προσευχές που ακύρωναν την ενέργειά τους γιατί έκρουαν απλώς τον αέρα χωρίς κανέναν τελικώς αποδέκτη! «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και μπορεί βεβαίως η προσευχή και ενός μη χριστιανού να εισακούεται, όταν συνοδευόμενη από καλές και ενάρετες πράξεις εκφράζει τη δίψα του ανθρώπου για τον Θεό, έστω και άγνωστο ακόμη – ας θυμηθούμε την περίπτωση του αγίου Κορνηλίου του εκατοντάρχου: «οι ελεημοσύνες και οι προσευχές του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού» - αλλά πρόκειται για αποδοχή προσευχής που κινητοποιεί τον Κύριο να ελεήσει δραστικά τον εν νυκτί ευρισκόμενο άνθρωπο ώστε να βρει τον δρόμο της ένταξής του στην Εκκλησία, συνεπώς και της δυνατότητάς του να προσευχηθεί βαθιά και αληθινά, κυριολεκτικά εν καρδία.

Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι η καρδιακή προσευχή είναι η προσευχή όπου το ίδιο το Πνεύμα του Θεού, καθώς είπαμε, προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο της Τριαδικής ενέργειας, ο πιστός δηλαδή δεν λέει απλώς προσευχές, αλλά έχει γίνει και γίνεται αδιάκοπα ο ίδιος προσευχή. «Κάνε την καρδιά σου μοναστήρι». Μοναστήρι, κατοικητήριο δηλαδή, τίνος; Του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο Οποίος στον βαπτισμένο πιστό άνθρωπο και ενσωματωμένο με επίγνωση, (τουτέστι με πραγματική μετάνοια και διάθεση για τήρηση των αγίων εντολών του Θεού), στο σώμα του Χριστού, έχει βρει «τόπον καταπαύσεως» Αυτού. Εκεί δεν οδηγεί το άγιο βάπτισμα; Εξορίζει τον Πονηρό από το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου και του εγκαθιστά εν Πνεύματι τον Χριστό. «Δεν ξέρετε ότι το σώμα σας είναι ναός του Αγίου Πνεύματος που ζει μέσα σας και δεν ανήκετε στον εαυτό σας;» (Απ. Παύλος). Οπότε, ναι, ο πιστός γίνεται, ως συνεργός Θεού, «καταγώγιον Πνεύματος», πράγματι «μοναστήρι του Θεού»! Το υποσχέθηκε ο Κύριος: «Εάν τις τον λόγον μου τηρήση, ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»! Οι χριστιανοί είμαστε μοναστήρια του Θεού, ο Θεός δρα μέσω ημών, αρκεί βεβαίως να υπάρχει η προϋπόθεση που έθεσε ο Ίδιος: να τηρούμε με τη χάρη Του τις άγιες εντολές Του, γιατί έχουμε πια αυτήν τη δυνατότητα.

Και προχωρεί τη σκέψη του ο άγιος Λουκάς: Κάνε τον εαυτό σου αυτό που σου δόθηκε. Έγινες μοναστήρι του Θεού, ενεργοποίησε τη δωρεά. «Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυτα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου». Και χρειάζεται να το υπενθυμίζουμε: Ό,τι έγινε ο χριστιανός με το άγιο βάπτισμα, να είναι δηλαδή ναός του Θεού, λειτούργησε και ως πρότυπο για την ύπαρξη των ναών και των αγίων μονών της Εκκλησίας. Από τα μέσα προς τα έξω υπήρξε η κίνηση, η οποία έκτοτε λειτούργησε και λειτουργεί χαρισματικά και αντίστροφα: ως διαρκής πρόκληση και υπενθύμιση για το τι είμαστε οι πιστοί στον Χριστό και πώς πρέπει εν παντί καιρώ και τόπω να διάγουμε. Τι γίνεται με άλλα λόγια σ’ ένα μοναστήρι; Δοξολογείται αδιάκοπα και αέναα ο Κύριος και ασκείται μέχρι θανάτου η υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Αυτό πια έρχεται ως πρό(σ)κληση και για τον χριστιανό: να ζει με τον ίδιο τρόπο, γιατί γι’ αυτό ήλθε ο Κύριος και αυτήν τη δωρεά μας χάρισε! Ο Κύριος κυριολεκτικά εν μέσω ημών, κατά μόνας και εν Εκκλησία.