Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

06 Νοεμβρίου 2025

ΤΟ ΠΟΤΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

«Στα σαράντα τέσσερά μου χρόνια ο Θεός μου φανέρωσε αυτό, που θα με κράταγε μέχρι τέλους της ζωής μου σταθερό στη στενή και τεθλιμμένη οδό, που είχα επιλέξει:

Το της «ατιμίας πόμα καθάρσιον» (Το να σου προκαλούν ατιμία είναι πιοτό που σε καθαρίζει ψυχικά) που λέει και ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναḯτης. Από τότε μέχρι την τελευταία μου αναπνοή, ούτε στιγμή δε μ’ άφησε η συκοφαντία, η προσβολή, η περιφρόνηση. Δε θέλω να σου μιλήσω ούτε για περιστατικά, ούτε για πρόσωπα. Μπορεί να σε σκανδαλίσω με λογισμούς αγανάκτησης και κατάκρισης. Δεν θα μπορέσεις έτσι να καταλάβεις, ότι και τη συκοφαντία και την προσβολή και την περιφρόνηση έφτασα να τ’ αγαπήσω.  

Απορείς; Κι όμως, έμαθα να τα βλέπω σαν τα καρφιά του σταυρού μου. Αυτή ήταν η οδός της ανάστασής μου. Να ’ναι ευλογημένα. Με μάθανε ν’ αγαπώ, απαλλαγμένος από την αγωνία να αρέσω, να γοητεύω, να τιμώμαι. Με μάθανε να στρέφω το βλέμμα στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, στους απλούς, καθημερινούς και ανώνυμους ανθρώπους, στο χρυσάφι της γης» (Από επιστολή του Αγίου Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του θαυματουργού σε πνευματικό τέκνο του).

Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Ένας άνθρωπος δηλαδή που οι σκέψεις του, τα λόγια του, οι διαθέσεις του, η όλη συμπεριφορά του απηχούν τη ζωή του Χριστού, προεκτείνουν δηλαδή τη ζωή Εκείνου μέσα από τη δική του προσωπική ζωή. Βλέπεις τον χριστιανό, τον άγιο δηλαδή, και είναι σαν να βλέπεις ενσαρκωμένο το Ευαγγέλιο, τον Ίδιο τον Κύριο να συνεχίζει να περιπατεί στον κόσμο τούτο – ό,τι λέει και ο απόστολος Παύλος ακριβώς για τον πιστό: είναι μία «επιστολή Χριστού γινωσκομένη και αναγινωσκομένη».

Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Δεν είναι μία δυνατότητα του ανθρώπου που αποκτά μόνος του. Του δίνεται η δυνατότητα αυτή από τη στιγμή που ο άνθρωπος θα ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού και θα ενσωματωθεί εν Εκκλησία στον Χριστό, θα γίνει μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, τουτέστιν η χάρη του αγίου Πνεύματος με την ευδοκία του Θεού Πατέρα θα καταστήσει  έ ν α  τον άνθρωπο με τον Κύριο Ιησού Χριστό – η χάρη του Τριαδικού Θεού θα «εγκατασταθεί» στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου εξορίζοντας την κυριαρχία του Πονηρού, ο οποίος θα συνεχίζει να δρα, κατά παραχώρηση Κυρίου, στις «παρυφές» της καρδίας. Κι αρκεί αυτό; Βεβαίως όχι. Είμαστε κλημένοι ταυτοχρόνως να είμαστε «συνεργοί Θεού», οπότε η δωρεά που μας δόθηκε και μας δίνεται απαιτεί την απόλυτη, στο έπακρο, ενεργοποίηση και της θελήσεως του ανθρώπου – ο άνθρωπος να δείξει ότι θέλει τον Χριστό στη ζωή του. Και πώς το δείχνει, που θα πει πώς ανταποδίδει την προς αυτόν αγάπη του Θεού; Μόνο με τον τρόπο που καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: διά της τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε».

Τι ζωή έζησε στον κόσμο τούτο ο Κύριος, ώστε αντιστοίχως την ίδια ζωή να ζει και ο πιστός του; Όλη η ζωή του Κυρίου ήταν απαρχής μέχρι τέλους ένα Πάθος – η Σταυρική Του θυσία ήταν η απλώς η αποκορύφωση. Πειρασμοί, προσβολές, συκοφαντίες, διώξεις, αμφισβητήσεις, φονικές διαθέσεις, ο ίδιος ο θάνατος τέλος με τη χειρότερη εκδοχή του ήταν ό,τι αντιμετώπισε κάθε στιγμή της ζωής Του. Και τι υποσχέθηκε έτσι στους μαθητές Του; Ό,τι εγώ υπέστην το ίδιο θα υποστείτε κι εσείς. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». Η στενή και θλιμένη οδός Εκείνου απετέλεσε και αποτελεί έκτοτε τον μονόδρομο του κάθε χριστιανού. «Διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Το βίωμα του αποστόλου Παύλου φωτίζει με τρόπο μοναδικό τη μυστική αυτήν πραγματικότητα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι» μαρτυρεί. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Είμαι ένα με τον Χριστό, το εγώ μου δεν υπάρχει – Εκείνος είναι η αυτοσυνειδησία μου, γιατί είμαι μέλος Του. Αλλά για να υφίσταται τούτο είμαι σταυρωμένος μαζί Του. Κι η συσταύρωση αυτή είναι ακριβώς η μέχρι θανάτου απόφαση του πιστού να ζει τις εντολές Εκείνου: τη θυσιαστική αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή.

Αλλά όλα αυτά αποκαλύπτουν τον κόσμο του κάθε αγίου, τον κόσμο και του αγαπημένου αγίου Νεκταρίου του θαυματουργού. Όσα γράφει για τη ζωή του στην επιστολή του αποτελούν μ’ έναν φυσικό και απλό τρόπο υπομνηματισμό των λόγων του Κυρίου και της ζωής και του κηρύγματος των Αποστόλων. Νιώθει κι αυτός συσταυρωμένος με τον Χριστό, ακόλουθός Του, γιατί «αίρει» τον δικό του σταυρό υπομένοντας τις αδικίες, τις προσβολές, τους εξευτελισμούς, την περιφρόνηση. «Είναι τα καρφιά του σταυρού μου» σημειώνει. Αλλά αυτά σημαίνουν και «την οδό της  ανάστασής μου», οπότε «τα αγαπώ» - άλλος τρόπος εκφράσεως του «ζη εν εμοί Χριστός»!

Κι αυτό το βίωμα που τον κάνει να ζει ήδη στον κόσμο αυτόν έναν Παράδεισο, γιατί έμαθε «ν’ αγαπά», του μεταποιεί τα κριτήρια – βλέπει με τα μάτια του Κυρίου. Και τι βλέπει; Όχι ό,τι φαντάζει μεγάλο και σπουδαίο και «χρυσό» στον κόσμο, αλλά το αληθινό «χρυσάφι της γης», που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που ελκύουν τη χάρη και το φως του Θεού, τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, τους απλούς και ανώνυμους ανθρώπους - μία επανάληψη των λόγων του αποστόλου Παύλου, που μιλούσε για τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους, αυτούς που δεν φαίνονται, που δεν «λαμπυρίζουν», «τα ταπεινά και τα εξουδενωμένα του κόσμου τούτου», «τα μη όντα», που ακριβώς λόγω της χάρης του Θεού «καταισχύνουν τα θεωρούμενα ισχυρά», μία συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου.

Μα υπάρχει κι ένα ακόμη παράδοξο: στα σαράντα τέσσερά του χρόνια ο άγιος Νεκτάριος, ο μέγιστος αυτός, μαθαίνει από φανέρωση του Θεού ότι η χριστιανική ζωή είναι ζωή θλιμμένη και στενή. Μα αυτό είναι το Α και το Ω που μαθαίνει κανείς απαρχής από το Ευαγγέλιο, κάτι που ασφαλώς όχι μόνο το ήξερε ο άγιος, αλλά και το κήρυσσε και εν μέρει το ζούσε. Επιτρέπει όμως ο Θεός αυτήν τη γνώση του να την καταστήσει μέσα από τα γεγονότα εμπειρία και βίωμα διαρκείας. Είχε προσανατολιστεί  εκ νεότητός του ο Νεκτάριος στον Χριστό και τη σταυρική ζωή Του. Κι η «φορά» αυτή της καρδιάς του, κατά το «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός», έφερε και τη χάρη τη μεγάλη να μπορεί να αντέξει τα διαρκή και μεγάλα κύματα των πειρασμών ώστε έκτοτε να είναι παγιωμένος στα σταυρικά στοιχεία που οδηγούν σε μόνιμη ανάσταση ζωής. Θυμίζει αυτό που τόνιζε ο μεγάλος σύγχρονος άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Πες μου τι πειρασμούς περνάς, για να σου πω σε τι κατάσταση πνευματική βρίσκεσαι», δηλαδή τι χάρη Θεού έχεις! Ο άγιος Νεκτάριος δέχτηκε μεγάλους πειρασμούς, για να μπορεί να πάρει και μεγαλύτερη χάρη. Και μαθαίνουμε: όσο μεγαλύτερη χάρη έχει ένας άγιος, ας φανταστούμε την Παναγία μας εδώ, τόσο και μεγαλύτερους από άλλους πειρασμούς πέρασε στη ζωή του. Ή με διαφορετική διατύπωση: όταν κανείς δέχεται πειρασμούς και μάλιστα θεωρούμενους μεγάλους, τόσο ο Θεός του ετοιμάζει και μεγάλη παροχή χάρης, τόσο τον ανεβάζει σε επίπεδο (όσιος Ισαάκ Σύρος).

Η εικόνα που μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος από τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, ότι κάθε προσβολή και ατιμία είναι στην πραγματικότητα μία δωρεά του Θεού, ένα «ποτό» που καθαρίζει τον άνθρωπο από τις αμαρτίες του γιατί τον οδηγεί στην ταπείνωση, θα ήταν καλό να την έχουμε κι εμείς συχνά πυκνά ενώπιόν μας. Όταν μας προσβάλλουν, μας αμφισβητούν, μας περιφρονούν, μας συκοφαντούν, η αντίδρασή μας θα πρέπει να έχει πνευματικό χαρακτήρα. Μακάρι δηλαδή να θεωρούμε τις επιθέσεις αυτές ως «σφηνάκια» της χάρης του Κυρίου, που λειαίνουν την καρδιά μας για να βρει τόπο καταπαύσεως μέσα της. Διαφορετικά η επαναστατημένη αντίδρασή μας θα δείχνει το πνευματικό επίπεδό μας, που μάλλον θα είναι κάτω από τη βάση. 

29 Οκτωβρίου 2025

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Με αφορμή την τηλεοπτική σειρά «Από τα Φάρασα στον Ουρανό)

(Κύρια σημεία ομιλίας σε πνευματική σύναξη του Ιερού Ναού της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την 21η Οκτωβρίου 2025) 

Ο άγιος Παΐσιος έγινε ο γνωστότερος, ο πιο «διάσημος» εξ όλων των συγχρόνων αγίων – κι υπάρχουν τόσοι πολλοί: Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιάκωβος ο εν Ευβοία, Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, Ευμένιος (Σαριδάκης), Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω, Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης κ.ά. -  λόγω της γνωστής τηλεοπτικής σειράς «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Όμως η διασημότητα, πρέπει να πούμε, δεν αποτελεί απόδειξη και του μεγαλύτερου ύψους του – αυτό το ξέρει μόνον ο Θεός. Συνήθως οι μεγαλύτεροι άγιοι, κατά πώς το λένε οι ίδιοι, είναι οι αφανείς άγιοι. Όποιους δεν γνωρίζουμε από κάθε εποχή αυτοί ίσως είναι και οι μεγαλύτεροι ενώπιον του Θεού. Απλώς ο Θεός, για λόγους δικούς Του, θέλει να αποκαλύπτει κάποιους σε κάθε εποχή, προκειμένου αυτοί να αποτελούν τους πρεσβευτές μας ενώπιόν Του.

Τα κύρια σημεία της ζωής, αλλά και της κατά Χριστόν βιοτής του οσίου Παϊσίου τα γνωρίζουμε οι περισσότεροι, αλλά θα επιχειρήσουμε να πούμε κι εμείς ορισμένα με βάση και καθοδηγητική αρχή τον τίτλο της σειράς: «Από τα Φάρασα στον Ουρανό». Από τη γη δηλαδή στον Ουρανό.

1. Από τα Φάρασα της Καππαδοκίας λοιπόν ξεκίνησε. Εκεί γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1924, οπότε και σαράντα ημερών τον βάφτισε ο μεγάλος άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, δίνοντάς του και το δικό του όνομα,  μαζί και με όλα τα άλλα παιδάκια της περιοχής, γιατί έπρεπε να φύγουν για την Ελλάδα λόγω των γνωστών γεγονότων που ακολούθησαν την καταστροφή του 1922. Κατέφυγαν οι γονείς του, Πρόδρομος και Ευλαμπία (λεγόταν και Ευλογία) στην Κόνιτσα κι εκεί ρίζωσαν. Στην Κόνιτσα πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ο νεαρός Αρσένιος, φανερώνοντας ήδη «από τα γεννοφάσκια» του, κατά την πρόβλεψη και του αγίου Αρσενίου, την ιδιαίτερη στροφή του προς τον Θεό και την Εκκλησία. Καλόγερος ήθελε να γίνει, μα έπρεπε πρώτα να δώσει στην οικογένεια και την πατρίδα τα οφειλόμενα, κάτι που έγινε. Στα 32 του πήγε στο Άγιον Όρος, όπου με κάποια αρχική περιπλάνηση βρέθηκε στη Μονή Εσφιγμένου, για να πάρει το όνομα του μεγάλου ιεράρχη και ισαποστόλου Αβερκίου. Αναζητώντας κάτι βαθύτερο πήγε στη Μονή Φιλοθέου, όπου εκεί πήρε το μικρό μοναχικό σχήμα, το 1956, μετονομαζόμενος σε Παΐσιο, προς τιμήν του συμπατριώτη του Παϊσίου του Β΄ Μητροπολίτου Καισαρείας.

Το 1958 δέχτηκε κλήση από την Υπεραγία Θεοτόκο να επιστρέψει στην πατρίδα του Κόνιτσα, προκειμένου να βοηθήσει τους συμπατριώτες του που κινδύνευαν πνευματικά από τη δράση των αιρετικών Προτεσταντών, αλλά και να αναστηλώσει το κατεστραμμένο μοναστήρι της Ίδιας στην εκεί περιοχή του Στομίου. Λόγοι πνευματικοί, αφού η εκεί δράση του στέφτηκε με επιτυχία, τον έκαναν να σκεφτεί την αναχώρησή του, οπότε θεώρησε εκ Θεού κλήση την πρόταση από νεαρό διάκονο το 1962, τον νυν προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Σινά κ. Δαμιανό, να πάει στη Μονή της αγίας Αικατερίνης για να ασκηθεί και να βοηθήσει την εκεί κατάσταση. Πράγματι, για δύο έτη (1962-1964) βρέθηκε στο εξαρτηματικό της Μονής κελί των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, όπου η άσκησή του έφτασε σε μεγάλα ύψη με παράλληλη προσφορά προς τους Βεδουΐνους της περιοχής. Δεν άντεξε όμως! Οι συνθήκες του τόπου δυσκόλευαν την αναπνοή του, λόγω παθήσεως των πνευμόνων του, γι’ αυτό και επανέκαμψε στο Άγιον Όρος, αφού προηγουμένως στο Νοσοκομείο Παπανικολάου της Θεσσαλονίκης έκανε επέμβαση για θεραπεία των πνευμόνων του, ερχόμενος έτσι σ’ επαφή και με τις γυναίκες εκείνες που θα σύστηναν λίγο αργότερα υπό την καθοδήγησή του το γνωστό ανά τον κόσμο Ησυχαστήριο του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.   

Η ψυχή του αναζητούσε την ησυχία και τη μόνωση, γι’ αυτό και με την επανάκαμψη στο Όρος ψάχνοντας διάφορα κελιά κατέληξε το 1979 στη γνωστή «Παναγούδα» της Μονής Κουτλουμουσίου, όπου και έμεινε σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του. Εκεί τον γνώρισε ο πολύς κόσμος, εκεί σχηματίζονταν οι διάφορες «ουρές» αναμονής του, εκεί υπήρξε το υπαίθριο αρχονταρίκι του, εκεί έγραψε και πολλές από τις επιστολές του. Το βάρος όμως από τα μοναχικά καθήκοντά του και από τη διαρκή «πίεση» του κόσμου τον κατέβαλαν. Το 1993 βγαίνοντας από το Όρος για να πάει στο Μοναστήρι της Σουρωτής προς τιμήν του εορτάζοντος Αγίου Αρσενίου «κατέπεσε»! Εκδηλώθηκε ο καρκίνος που τον ταλαιπωρούσε, οπότε στο Θεαγένειο Νοσοκομείο ευρισκόμενος και ζώντας μέσα σε οδύνες αλλά και με μεγάλες επισκέψεις της χάριτος του Θεού άφησε την τελευταία πνοή, έχοντας κοινωνήσει των αχράντων Μυστηρίων, την 11η Ιουλίου του 1994. Ήταν 70 ετών όταν ο Κύριος της δόξης δέχτηκε την πάλλευκη ψυχή του στα σκηνώματα της Βασιλείας Του. Το σώμα του ετάφη στο Μοναστήρι του αγίου Ιωάννου κι εκεί παραμένει εσαεί προς αγιασμό και ενίσχυση και παρηγοριά σύμπαντος του ορθοδόξου λαού.

2. «Από τα Φάρασα λοιπόν στον Ουρανό!» Η όλη επί γης πορεία του, οι διάφορες μετακινήσεις του δεν οφείλονται βεβαίως σε μία «ακηδία» - άπαγε της βλασφημίας! Κινητήρια δύναμη του αγίου ήταν πάντοτε το θέλημα του Θεού προς αγιασμό του. «Τι το θέλημα του Θεού» καθοδηγούσε τα βήματά του, για να βρίσκεται κάθε ώρα και στιγμή σε κοινωνία με τον Κύριο. Γι’ αυτό και δεν τον βρίσκουμε ιδεολογικά «κολλημένο» σ’ έναν τόπο – θα το έκανε κι αυτό αν όντως ήταν αυτό που ζητούσε γι’ αυτόν ο Κύριος. Οι μετακινήσεις του, όπως είπαμε, συνιστούσαν το «κυνηγητό» των αγίων εντολών Του, γι’ αυτό και ο τίτλος της τηλεοπτικής εμπνευσμένης σειράς δεν είναι μία εκτίμηση μόνον γενική μετά το τέλος της ζωής του και της εντάξεώς του στις δέλτους των αγίων, αλλά αυτό που καθόριζε και «σφράγιζε» την καθημερινότητά του και την όποια ανάσα του – η αιωνιότητα φώτιζε την επί γης πορεία του: από τα Φάρασα, από την Κόνιτσα, από το Άγιον Όρος, από το Σινά κ.ο.κ.  στον Ουρανό, «τόπος» μόνιμος δηλαδή ήταν ο Ουρανός που φώτιζε τον εκάστοτε επίγειο τόπο του.

Πρόκειται βεβαίως για υπακοή στα λόγια του Κυρίου: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Και στη συνέχεια οι Απόστολοι: «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»˙ «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου»˙ «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού». Με άλλα λόγια, ο αληθινός χριστιανός, ο άγιος, όπως εν προκειμένω ο άγιος Παΐσιος, δεν ζει όπως οι περισσότεροι δυστυχώς των ανθρώπων – προσανατολισμένοι και κολλημένοι μόνον στα πράγματα του κόσμου αυτού – δεν ζει δηλαδή ως άθεος. Διότι ποιο το στοιχείο της αθεΐας; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Ο άγιος, ο χριστιανός ως μαθητής του Κυρίου, ζει με απόλυτη επίγνωση της κοσμικής πραγματικότητας, δεν αιθεροβατεί δηλαδή, αλλά φωτίζει όπως είπαμε το κάθε βήμα του από την όραση του Κυρίου του, η οποία του δίνει νόημα σε ό,τι κάνει, σκέπτεται, λέει και ενεργεί. Το βλέπουμε στον απόστολο Παύλο, που έλεγε: «δι’ υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα, αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η ζωή αυτή δηλαδή δεν είναι εύκολη – υπάρχουν προβλήματα, δοκιμασίες, πειρασμοί από δω κι από κει, όμως δεν χάνουμε την όραση του Κυρίου. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός». Και δεν γίνεται αλλιώς, αφού η εντολή του Κυρίου, αν θέλει κανείς να είναι μαθητής Του σε κοινωνία μαζί Του, είναι να Τον ακολουθεί: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω στον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Και «Εν Αυτώ περιπατείτε».

3. Τι προϋποτίθεται στη χαρισματική αυτή πορεία που αποτελεί παραδοξότητα για τον κόσμο κάθε εποχής, πολύ περισσότερο τη σημερινή;

(1) Η ορθή ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία: να είναι βαπτισμένος και χρισμένος στο όνομα του Χριστού, που θα πει να του έχει δοθεί η χάρη να ανήκει στο σώμα Εκείνου και να αποτελεί έτσι μία υπέρ φύσιν προέκτασή Του. Όπως το καθόρισε ο ίδιος ο Κύριος: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».  Οπότε και ο άγιος Παΐσιος, όπως όλοι οι εν επιγνώσει χριστιανοί, αποτελούσε «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (Ιωάννης Κλίμακος). Αποδέχτηκε με τη χάρη του Θεού εκ νεότητός του ότι ως άνθρωπος δεν είναι αυτό που επισημαίνουν μόνον οι φυσικές αισθήσεις του, αλλά αυτό που βλέπουν οι πνευματικές αισθήσεις: ο Χριστός μέσω αυτού, οπότε και αποδύθηκε με όλες τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματός του να ενεργοποιεί την πραγματικότητα αυτή. 

(2) Γι’ αυτό και πολύ σύντομα κατάλαβε ότι η πίστη είναι αληθινή όταν είναι βιωματική. Πίστη θεωρητική ως αποδοχή κάποιων σωστών προτάσεων χωρίς αλλοίωση της ζωής του ανθρώπου δηλαδή δεν υφίσταται. Μάλλον υφίσταται, αλλά είναι δαιμονική (άγιος Ιάκωβος). Και τι σημαίνει βίωμα; Τρόπος ζωής σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου,  σύμφωνα με την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Πιστός χωρίς να ενεργοποιεί διά της αγάπης την πίστη δεν είναι χριστιανός, όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» - το παρόν της πίστεως είναι η αγάπη. Και ποια η βάση της πίστεως και της αγάπης; Αποκλειστικά και μόνον η ταπείνωση, η πιο ισχυρή απόδειξη ότι υφίσταται η πίστη, υφίσταται και η αγάπη.

Με έξοχο τρόπο ο απόστολος Παύλος το σημειώνει στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «αυτό το φρόνημα να έχετε που βλέπετε στον Ιησού Χριστό. Ο οποίος Θεός ων δεν θεώρησε τη θεότητά Του καρπό αρπαγής, αλλά άδειασε τον εαυτό του κι έγινε άνθρωπος. Κι αφού βρέθηκε άνθρωπος ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπάκουος στον Πατέρα Του μέχρι σταυρικού θανάτου». Η ταπείνωση, της οποίας τη γνησιότητα βλέπει κανείς στο θέμα της υπακοής,  του πιο σπουδαίου παράγοντα αλλά και του μεγάλου μυστηρίου για έναν μοναχό, αλλά και για κάθε χριστιανό έγγαμο μέσα στον κόσμο. Το «να ’ναι ευλογημένο» και το «ευλόγησον» φανερώνει αν υφίσταται η χριστιανική ορθόδοξη πίστη, συνεπώς αν υπάρχει χάρη Θεού, που είναι και το αδιάκοπα  ζητούμενο. Ας θυμηθούμε το γνωστό περιστατικό μάλιστα με τον άγιο, όταν ως αρχάριος μοναχός τοποθετήθηκε στο ξυλουργείο ως ξυλουργός που ήταν και «δεινοπάθησε» ο εκεί Γέροντας να του δείξει ότι πέραν της όποιας λογικής η απάντηση του μοναχού είναι πάντοτε το «να είναι ευλογημένο». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και τον «θεολόγο» θα έλεγε κανείς της υπακοής, το κατεξοχήν «τέκνον» της, τον εξίσου μεγάλο όσιο Εφραίμ Κατουνακιώτη: «Έκανες υπακοή; Θα πας στον παράδεισο. Δεν έκανες υπακοή; Δεν πάει να κάνεις νοερά προσευχή, δεν πάει να μεταλαμβάνεις, δεν πάει να λειτουργάς, προορίζεσαι για την κόλαση… Ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή παρά στις άλλες αρετές, να πούμε. Και οι άλλες αρετές συνδράμουν. Αλλά οι άλλες αρετές δεν ενεργούν όπως ενεργεί η υπακοή. Γι’ αυτό περισσότερο επιμεληθείτε την υπακοή». Κι αλλού: «Κι όχι μόνο στον Γέροντα, αλλά και μεταξύ μας να έχουμε υπακοή. Περισσότερο μισθό, περισσότερη κατάσταση λαμβάνει εκείνος ο οποίος υπακούει, παρά εκείνος ο οποίος διατάζει… Διότι είναι μίμησις Χριστού».

(3) Κι είναι ευνόητο ότι μιλάμε έτσι για έναν αγώνα όλης της ζωής χωρίς  διαλείμματα, γι’ αυτό και απαιτείται διαρκής υπομονή. Δεν είναι τυχαίο ότι ερωτώμενος ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Παΐσιος για το πώς σώζεται ο άνθρωπος έδωσε αυτήν την απάντηση: «Για να σωθείς χρειάζονται τρία πράγματα: πρώτον υπομονή, δεύτερον υπομονή, τρίτον υπομονή». Εμείς μερικές ή περισσότερες φορές ζητάμε, και το θεωρούμαι απολύτως λογικό και δίκαιο, να κάνουμε κι ένα διάλειμμα. Για να… ξεκουραστούμε. Αλλά αυτό δεν συνάδει με την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Διάλειμμα σημαίνει αυτομάτως υποχώρηση και πτώση. Τα συγκλονιστικά λόγια του Κυρίου μεταξύ των άλλων το επιβεβαιώνουν: «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει».

(4) Τι είναι εκείνο που κάνει τον χριστιανό, όπως τον άγιο Παΐσιο, να βρίσκεται διαρκώς σε νήψη και εγρήγορση; Η επίγνωση ότι ο χρόνος με την κάθε στιγμή του αποτελεί την ώρα του Κυρίου για τον ερχομό Του. Δεν υπάρχει άγιος που άγιασε χωρίς την αίσθηση αυτή. «Καθ’ ημέραν αποθνήσκω» έλεγε ο απ. Παύλος. «Αν δεν λάβει υπ’ όψιν του ο άνθρωπος ότι η σημερινή ημέρα που ζει μπορεί να είναι η τελευταία του, δεν πρόκειται ποτέ να αγιάσει», τόνιζε ο όσιος  πατήρ πατέρων Αντώνιος. Κι είναι λόγος του Κυρίου, γι’ αυτό και το διαρκές κήρυγμα και η ζωή της Εκκλησίας. «Γρηγορείτε. Γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο Υιός του ανθρώπου έρχεται». «Η ώρα ου δοκείτε: Την ώρα που δεν την περιμένετε και δεν τη φαντάζεστε», άρα δυνητικά η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή – η ανάδειξη της στιγμής ως του σημαντικότερου γεγονότος για έναν άνθρωπο. Και τι σημειώνει η Εκκλησία; Ότι τελικώς η κάθε ημέρα και ώρα μας είναι η παράταση που μας δίνει ο Κύριος πριν έλθει για δεύτερη φορά. Ο απ. Παύλος στην Β΄ Κορ. σημειώνει: «Ου βραδύνει την έλευσίν Του ο Κύριος της δόξης, αλλά μακροθυμεί εις ημάς, μη βουλόμενος τινάς απολέσθαι, αλλά πάντας εις μετάνοιαν χωρήσαι». Και το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη αντιστοίχως θα πει: «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» ο άνθρωπος. Που θα πει: είμαστε στην παράταση. Διότι το τέλος, τα «έσχατα» έχουν έλθει αφότου ο Θεός ενανθρώπησε - Εκείνος είναι το τέλος! Παρατείνει απλώς τον χρόνο του και πάλι ερχομού Του ως έκφραση της αγάπης Του για να μετανοήσουν όλοι οι άνθρωποι. Θυμάται κανείς εδώ και τον μεγάλο σύγχρονο επίσης λόγιο άγιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη (του Έσσεξ), που είχε γράψει στην πόρτα του κελιού του: «Αίθουσα αναμονής». “Waiting room”. Ζούσε τον χρόνο του αναμένοντας τον Κύριο˙ είτε με τη Δευτέρα Παρουσία Του είτε με την κλήση του να απέλθει από τη ζωή αυτή.

(5) Διαρκής λοιπόν πορεία προς τα πρόσω, δηλαδή προς τον Χριστό για να είναι ο χριστιανός ένας άλλος Χριστός, ως κλήμα στο αμπέλι που είναι Εκείνος. Και ποιο το σημάδι ότι προχωρά ορθά και καθαρά στην ακολουθία Του; Ο ερχομός των πειρασμών. Αυτό που είναι το πιο απευκταίο για εμάς, είναι το καίριο σημάδι της αγάπης του Θεού απέναντί μας για να ανεβαίνουμε κοντά Του  (όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ήταν μία πραγματικότητα που έλεγε και ζούσε βεβαίως ο άγιος Παΐσιος, ο οποίος μετά πάθους μελετούσε τον γλυκύτατό του αββά Ισαάκ, ενστερνιζόμενος τη θεολογία του, θεολογία στην ουσία της Αγίας Γραφής και των προγενεστέρων από αυτόν Πατέρων. Δεν είναι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος που σημειώνει τα θεωρούμενα παράδοξα; «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, ειδότες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν, η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι εν μηδενί λειπόμενοι».

(6) Οπότε συμβαίνει το παράδοξο: μέσα στους πειρασμούς και τις δοκιμασίες και τις θλίψεις δέχεται κανείς την παράκληση του Θεού. Η μεγαλύτερη και πιο γνωστή περίπτωση είναι ο απόστολος Παύλος: «Τρις τον Κύριον παρεκάλεσα υπέρ τούτου (για μία αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε) και είρηκέ μοι: αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται. Ήδιστα ουν καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμοί η χάρις του Θεού». Γι’ αυτό και η χαρά των αγίων, δεν είναι η συνηθισμένη του κόσμου χαρά. «Και την χαράν την εμήν ουδείς αίρει αφ’ υμών» είπε ο Κύριος. Και: «Χαίρετε». Κι η χαρά αυτή  είναι το θέλημα του Θεού: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε. Τούτο γαρ θέλημα Θεού εις υμάς» (απ. Παύλος). Γιατί είναι χαρά εσωτερική που γαληνεύει τον άνθρωπο και τον κάνει να «πετάει» μέσα στις οδύνες του. (Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης όταν επισκέφτηκε τον άγιο Παΐσιο στο τέλος της ζωής του, στο Νοσοκομείο, λίγο πριν φύγει από τον καρκίνο που τον θέριζε ρώτησε: «Πώς νιώθεις, Γέροντα;» Κι ο άγιος: «Μου έρχεται να σηκωθώ πάνω και ν’ αρχίσω να χορεύω λέγοντας “έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκειά ζωή”»).

Λοιπόν, οι άγιοι, ο άγιος Παΐσιος, αποτελούν φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός μέσω αυτών. Ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Η υπέρβαση του κόσμου και της αμαρτίας του. Συσταυρωμένοι με τον Χριστό ζούνε την ανάστασή Του, ήδη από τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό και υπερβαίνουν και τις θεωρούμενες όπως είπαμε, αδικίες. Αδικημένοι στη ζωή αυτή, αλλά πλήρως δικαιωμένοι από τον Θεό. Γι’ αυτό και παρηγορημένοι, που την παρηγοριά τους τη σκορπίζουν εν Χριστώ και σε όλους μας. Γιατί είναι συνεχώς μαζί μας, αφού ζουν μέσα στην παρουσία του Χριστού που είναι  ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Ας έχουμε την ευχή τους και ιδίως του αγίου Παϊσίου.

27 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΕΣ

 

 «Οι γυναίκες μπορούν να αγαπήσουν περισσότερο τον Θεό από τους άνδρες και αυτή η αγάπη τους για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες. Απόδειξη είναι η ίδια η Παναγία, που αγάπησε τον Χριστό περισσότερο από όλους τους ανθρώπους. Η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη. Η γυναίκα, όταν δοθεί στον Χριστό, αγγελοποιείται και σαν «μαγιά» έχει καλύτερη αναπλαστική ικανότητα από τους άνδρες. Αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» (Γέρων Εφραίμ Σεραγιώτης).

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί «ρατσιστικής» τοποθετήσεως του αγιασμένου, κατά τη δήλωση οσίων Γερόντων του Αγίου Όρους, αγιορείτη Γέροντα Εφραίμ Σεραγιώτη, (σπουδαίου πνευματικού τέκνου και αναστήματος του οσίου Εφραίμ του Αριζονίτη,) - που έφυγε από τον κόσμο τούτο με μαρτυρικό τρόπο, προσβεβλημένος από καρκίνο, το 2023 – διότι η Εκκλησία μας υπερβαίνει τις όποιες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Άνδρας και γυναίκα, ως γνωστόν, θεωρούνται ένα ενώπιον του Ιησού Χριστού κατά την πίστη μας, γι’ αυτό τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες την ίδια κλήση για αγιότητα δέχονται από τη χάρη του Θεού. «Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας μας» σημειώνει ο αγιασμένος Γέρων, η ίδια η πραγματικότητά της. Μπορεί δηλαδή και τα δύο φύλα να μετέχουν εξίσου στο γεγονός της πίστεως, αλλά η χριστιανική ιστορία έχει αποδείξει ότι η γυναίκα είναι πιο «εύκολη και γρήγορη» σε απάντηση προς τη φωνή του Θεού. Γι’ αυτό και «ο Χριστός επιτρέπει οι γυναίκες να μάθουν πρώτες την Ανάσταση και όχι οι άνδρες». Όπως και το γεγονός «ότι πάνω στον Γολγοθά οι Μαθητές του Χριστού από φόβο εγκαταλείπουν τον Χριστό, όμως οι Μαθήτριες του Χριστού είναι εκεί και δεν Τον εγκαταλείπουν». Για να προχωρήσει περισσότερο την Πατερική σκέψη του ο Γέρων Εφραίμ: Οι γυναίκες μπορούν να φτάσουν σε μεγαλύτερη ύψη αγιότητας από ό,τι οι άνδρες, όπως αποδεικνύεται και από τη σύγκριση της Παναγίας με τον ίδιο τον τρισμέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο!  Με τα ίδια τα λόγια του: «η διαφορά μεταξύ της αγάπης της Παναγίας και του Τιμίου Προδρόμου προς τον Χριστό είναι ασύγκριτη

Πού οφείλεται το θεωρούμενο τούτο παράδοξο; Ακριβώς στη διαβάθμιση της αγάπης. Η γυναίκα εκ της φύσεώς της λειτουργεί περισσότερο με την καρδιά, γι’ αυτό και μπορεί να αγαπήσει περισσότερο και βαθύτερα από ό,τι ο άνδρας – δίνει κυριολεκτικά ολόκληρο τον εαυτό της στο αγαπώμενο και ερώμενο από αυτήν πρόσωπο, ιδίως τον Θεό προς τον Οποίο «απογειώνει» εντελώς την αγάπη της. Ενώ ο άνδρας λειτουργεί εκ φύσεως περισσότερο με τη λογική, που τον κάνει να κινείται περισσότερο ίσως «ρεαλιστικά» και να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά τα προβλήματα της εδώ ζωής, μα του «στερεί» σ’ ένα βαθμό τη δυνατότητα του βάθους και της αίσθησης της ουσίας της ζωής αυτής. Διότι η ίδια η πίστη προς τον Θεό εν Χριστώ είναι γεγονός πρώτιστα της καρδιάς και έπειτα της λογικής που φωτίζεται από την καθαρή καρδιά. «Εάν με αγαπάτε» ήταν ο όρος που έθετε αδιάκοπα ο Κύριος προς τους μαθητές Του προκειμένου να Τον ακολουθήσουν, και όχι «εάν με καταλαβαίνετε»! «Της συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες της» είπε ο Ίδιος για την αμαρτωλή γυναίκα,  (την καταδικασμένη ήδη «αιωνίως» από τους «ηθικούς» Φαρισαίους), «γιατί αγάπησε πολύ». Η βαθιά αγάπη προς τον Κύριο φέρνει και την πλούσια συγχώρησή Του, κάτι που καθιστά τη γυναίκα με τη μεγάλη καρδιά προνομιούχα τελικώς μπροστά στον Θεό.

Αλλά η διαφοροποίηση αυτή άνδρα και γυναίκας δεν είναι ασφαλώς εις βάρος κανενός, γιατί ο Δημιουργός τα έθεσε έτσι τα πράγματα, ώστε το επιπλέον του καθενός να καλύπτει το υστέρημα του άλλου. Μη ξεχνάμε ότι η σχέση των δύο φύλων δεν είναι αντιθετική και ανταγωνιστική – έτσι έγινε δυστυχώς μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία – αλλά ενωτική και συμπληρωματική. «Ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ» απεκάλυψε ο Κύριος. Γι’ αυτό και τι σημειώνει επιπλέον ο άγιος Γέρων; «Η αγάπη των γυναικών για τον Θεό είναι ικανή να βοηθήσει και τους άνδρες». Και παρακάτω: «Αν η γυναίκα δοθεί στον Θεό, μπορεί να βοηθήσει όλους τους άνδρες και όλον τον κόσμο». Ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο υπερθετικά για τη γυναίκα πέραν αυτού που ζει τη χαρισματική κατά Χριστόν ζωή;  Και ο Γέρων που ζούσε τη ζωή αυτή φέρνει το ισχυρότερο επιχείρημα: «Όπως έκανε και κάνει η Παναγία μας! Στο πρόσωπο μιας γυναίκας βρήκαμε σωτηρία όλοι μας

Μπροστά στην Παναγία, την υπερτέρα όλων των ανθρώπων και όλων των αγγέλων και των αρχαγγέλων από πλευράς αγιότητας, κατανοείται και το ασφαλές συμπέρασμα που βγάζει ο μακαριστός Γέρων και που αποτελεί το προνόμιο ναι, αλλά και την τεράστια ευθύνη της χριστιανής γυναίκας. Η χριστιανή γυναίκα, όταν είναι εν επιγνώσει χριστιανή, γίνεται ένας επίγειος άγγελος, που αφενός ως «μαγιά» μπορεί να ζυμώσει όχι μόνο την οικογένειά της αλλά και τον κόσμο όλο – έχει τη μεγαλύτερη από όλους αναπλαστική δύναμη -  αφετέρου η ίδια προχωράει όχι με απλά βήματα, αλλά με τεράστια άλματα προς τον τελικό σκοπό της που δεν είναι άλλος από τη θέωσή της.  

20 Οκτωβρίου 2025

ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑΝ ΑΝΑΣΑ Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ…

«Είπε ο όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: “Όταν υπέφερα απ’ το πρώτο εγκεφαλικό, ήρθε ένας γιατρός από το “Σωτηρία”. Μου είπε:

- Γέροντα, και τα μάτια σου και το χέρι σου θα επανέλθουν.

Μεγάλη παρηγοριά μου έδωσε. Η αγάπη δεν εκδηλώνεται μόνο με το να δώσεις χρήματα. Πες στον άρρωστο έναν λόγο παρηγορητικό, να πάρει μιαν ανάσα…”» (Από το βιβλίο του Μητρ. Αργολίδος Νεκταρίου, «Θα ’μαστε μαζί», Συντροφιά με τον άγιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης, που και μόνο η μορφή και τα μάτια του προκαλούσαν ελέγχους συνειδήσεως και διάθεση μετανοίας, θίγει με τον προσωπικό και βιωματικό αυτόν λόγο του ένα πολύ κρίσιμο θέμα, που άπτεται της σχέσεως ιατρού και ασθενούς. Κι αξίζει ιδιαιτέρως να προσεχτούν τα λόγια του, διότι επρόκειτο περί ανθρώπου με ασυνήθιστη ευαισθησία στον πόνο και τη θλίψη, αφού όλη τη ζωή του σχεδόν την πέρασε μέσα στις δοκιμασίες, τον πόνο και τα βάσανα, με κατά καιρούς διαστήματα μεγάλης επισκέψεως του Θεού διά παρηγορίας και παρακλήσεως, ή καλύτερα: ζούσε την παρηγορία και την παράκληση της Χάρης του Θεού μέσα από τις θλίψεις αυτές. Γράφει εν προκειμένω ο γνωστός σοφός και άγιος Γέροντας, Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος, που ευλογήθηκε από τον Κύριο να γνωρίσει και να συναναστραφεί επί πολλά χρόνια τον όσιο Κατουνακιώτη: «Πέρασε ο Γέροντας πολλές αρρώστιες και ταλαιπωρίες, ήταν συνεχώς στο κρεβάτι. Ήταν το 1976, που τον γνώρισα. Αλλά συνήθως ήτανε στο κρεβάτι, έτσι τον θυμάμαι. Μια φορά, μάλιστα, τον έπιασε απελπισία. Μου είπε: - Τόσα χρόνια στο κρεβάτι… Άμα σηκωθώ να κάνω ένα βήμα, ανοίγουν συνέχεια πληγές. Όταν με πλησίασε το πνεύμα της απογνώσεως, άκουσα τη φωνή της Παναγίας να μου λέει: “- Έτσι σε θέλεις ο Θεός”. Αυτός ήταν!» Κι ακόμη άλλος επί χρόνια υποτακτικός του (π. Γ. Αθανασάκης) σημειώνει: «Όλη του η ζωή ήταν μαρτυρική. Περισσότερο ήταν το μαρτύριο, παρά οι παρακλήσεις από τον Θεό. Είχε μεγάλες καταστάσεις Χάριτος, αλλά περνούσε και πνευματικές δυσκολίες».

Λοιπόν, η γνώμη ενός τέτοιου έμπειρου στον πόνο και τις δοκιμασίες ανθρώπου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Και τι λέει; Ότι γενικώς οι άνθρωποι, εξαιρέτως όμως ο γιατρός, λόγω και επαγγέλματος/λειτουργήματος, πρέπει να στέκει στο πλευρό του ασθενούς με τέτοια λεπτότητα και σεβασμό, που ο λόγος και η όλη στάση του να δημιουργεί κλίμα παρηγοριάς σ’ αυτόν, πράγματι στάση που όπως αφήνει να εννοήσουμε αποτελεί για τον άρρωστο το «φιλί της ζωής». Και δεν είναι υπερβολή: «Να πάρει μια ανάσα» σημειώνει. Γιατί; Διότι ένας αναγκεμένος άνθρωπος, είτε σωματικά είτε ψυχικά – αυτά τα δύο πάνε πάντοτε «παρέα» - βρίσκεται μπροστά στο φάσμα του θανάτου, χαρακτηρίζει ως «πνιγμό» σχεδόν την κατάστασή του. Ακόμη και για πιο ήπιες περιπτώσεις ασθένειας ο λογισμός της απώλειας της ζωής έρχεται υπόγεια στον νου του αρρώστου. Οπότε στην περίπτωση αυτή που βιώνεται μία υπαρξιακή στην ουσία κρίση, εκεί που ο άνθρωπος νιώθει να ταλαντεύεται στο μεταίχμιο των δύο κόσμων ή στην αίσθηση απώλειας της μέχρι τώρα πορείας του, εκεί χρειάζεται η υποστήριξη και η παρηγοριά. Κάποιος να του τονώσει το ηθικό, να του πει ότι δεν είναι μόνος, να του προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας, μία όντως αγκαλιά. Κι αυτός – κι εδώ αναδεικνύεται το μεγαλείο του ως του πιο εγγύτερου προς τον ανθρώπινο πόνο – είναι ακριβώς ο γιατρός.

Ποιος δεν έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, όπως ο όσιος Γέροντας; Να κείτεσαι στο κρεβάτι του πόνου ή να αντιμετωπίζεις έστω μία απρόσμενη αρρώστια και ο γιατρός να έρχεται να σου δίνει ελπίδα. Ο λόγος του να γίνεται βάλσαμο στην καρδιά σου κι ίσως λιγότερο στο σώμα σου. Διότι διαρκώς επιβεβαιώνεται ότι ο ψυχολογικός παράγοντας είναι ό,τι ανώτερο και ισχυρότερο στη θεραπεία ενός ασθενούς. Ακόμη και στις περιπτώσεις των πασχόντων από καρκίνο, οι γιατροί το πρώτο που τονίζουν είναι η σημασία του ψυχολογικού παράγοντα. Διακεκριμένη πανεπιστημιακή ιατρός έλεγε προ ολίγο μόλις καιρού ότι ο ψυχολογικός παράγοντας υπερβαίνει κατά πολύ το πενήντα τοις εκατό για την ίαση των παθήσεων. Ποιος λοιπόν μπορεί να «συναγωνιστεί» έναν γιατρό, που εκ των πραγμάτων είναι ο ειδικός και έχεις εμπιστοσύνη στην εκτίμησή του;

Αλλά και αντιστρόφως δυστυχώς. Αρκετοί ασθενείς έχουν «εισπράξει» απόρριψη από τον γιατρό, ακόμη και στο… ιατρείο τους, λόγω της αποτομίας του χαρακτήρα του, λόγω της σκληρότητας του λόγου του – υπάρχουν κι εκείνοι που επιλέγουν το «σπαθί» για να μιλήσουν στον ασθενή – λόγω της όποιας πράγματι κούρασής του που τον κάνει να μη λαβαίνει υπ’ όψιν του τον ψυχολογικό παράγοντα και όσα παραπάνω αναφέραμε. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η καταρράκωση του ασθενή, το σβήσιμο ίσως της ελπίδας μέσα του, ένα «πάγωμα» της καρδιάς του που του δίνει συντριπτικό κτύπημα για να βουλιάξει μέσα στην απόγνωσή του – το καλύτερο «φάρμακο» για να τελειώσεις τον ασθενή. Ποιος θα ήθελε να έχει έναν τέτοιο «γιατρό»; Πάντως όχι ο άγιος Εφραίμ αλλ’ ούτε και ο άγιος Πορφύριος που τόνιζε την ίδια αλήθεια: ότι η στάση του γιατρού επηρεάζει τα μέγιστα την κατάσταση και την πορεία του όποιου ασθενούς.

Και τι συμπληρώνει καίρια ο όσιος Γέροντας ως όρο για να λειτουργούν με τον σωστό τρόπο και ο γιατρός ασφαλώς αλλά και όλοι μας; Η αγάπη. Η αγάπη είναι η βάση που θα σε κάνει να δεις τον συνάνθρωπό σου, κατεξοχήν τον εν ανάγκαις ευρισκόμενο, ως άνθρωπο, ως… Χριστό! Ο ίδιος ο Κύριος έτσι δεν χαρακτήρισε ιδίως τον ελάχιστο συνάνθρωπο, που ψυχολογικά και σωματικά, είναι ο ασθενής; Ως τον Ίδιο! «Ό,τι κάνατε σ’ έναν από αυτούς τους ελαχίστους, σ’ εμένα το κάνατε». Κι ο απόστολος Παύλος θα το πει κι αλλιώς: «Αμαρτάνοντας στους αδελφούς και τραυματίζοντας τη συνείδησή του, στον Χριστό αμαρτάνετε!» Αλλά… πρέπει να είσαι έστω και λίγο χριστιανός!

Λόγος παρηγορητικός. Μια ανάσα! Ό,τι χρειαζόμαστε όλοι μας! Ό,τι πρέπει να κάνουμε όλοι μας!  

07 Οκτωβρίου 2025

ΑΠΙΣΤΙΑ ΚΑΙ «ΑΠΙΣΤΙΑ» (6η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

Η επιφυλακτικότητα του μαθητή του Κυρίου Θωμά απέναντι στην ομολογία των άλλων μαθητών ότι ανέστη ο Κύριος, επιφυλακτικότητα που τη θυμόμαστε την 6η Οκτωβρίου εξ αφορμής του μαρτυρικού του τέλους και της ενδόξου εισόδου του στη Βασιλεία του Θεού, γίνεται πάντοτε αφορμή προβληματισμού για το μεγάλο θέμα της δυσπιστίας κι ακόμη και της απιστίας. Διότι η πίστη και η απιστία είναι τα θέματα που ταλάνισαν, ταλανίζουν και θα ταλανίζουν πάντοτε την ανθρωπότητα, η οποία σ’ ένα μεγάλο ποσοστό έχει συνηθίσει να βαδίζει με βάση τις αισθήσεις και τη λογική της, ακόμη δε περισσότερο με βάση, ιδίως όσον αφορά τους περισσότερο μορφωμένους ανθρώπους, με βάση το δικό τους θέλημα και το «έτσι μ’  αρέσει»! Στο θέμα μάλιστα της πίστεως στον Ιησού Χριστό εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, διότι η πίστη αυτή απαιτεί όχι μία απλή διανοητική αποδοχή, αλλά κυριολεκτικά αλλαγή της ζωής, μετάνοια ως επιστροφή προς τον Θεό, κάτι που προσκρούει οδυνηρά στα πάθη του ανθρώπου και τον άμετρο εγωισμό του.

Η απιστία του Θωμά βεβαίως χαρακτηρίζεται από την Εκκλησία μας ως «καλή απιστία» - «ω, καλή απιστία του Θωμά»! Μπορεί σε πρώτη φάση να είχε εγκλωβιστεί στην απομόνωσή του λόγω της προτεραιότητας που έδινε στη λογική του, βασισμένη στις αισθήσεις του: «εάν μη ίδω ου μη πιστεύσω», όμως στη συνέχεια θέτει εν αμφιβόλω το δικό του θέλημα, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, για να μετάσχει κι αυτός στην έκπληξη: την όραση του αναστημένου Χριστού και γι’ αυτό τη σωτήρια ομολογία του: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» Κι αυτό σημαίνει ότι η καλή απιστία μπορεί να έχει το χαρακτηρισιτικό της αμφιβολίας, όμως αφήνει κι ένα περιθώριο για κάτι άλλο, αφήνει ένα περιθώριο στην... ταπείνωση! Δεν «τσιμεντοποιεί» δηλαδή τη βούληση του ανθρώπου, διότι τελικώς κυριαρχεί η αναζήτηση της αλήθειας! Κι είναι γνωστό ότι όπου ο άνθρωπος αναζητεί εναγώνια την αλήθεια, εκεί η αλήθεια-Χριστός φανερώνεται. Είναι η ώρα που ο άνθρωπος τελικώς «ακούει» τη φωνή του Θεού, στον μόνο τόπο που «μιλάει» Εκείνος, την καρδιά του ανθρώπου. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου» (ο Κύριος).

Η άλλη απιστία όμως, η «κακή» θεωρούμενη, είναι αυτή που έχει το στοιχείο της απολυτότητας, συνεπώς και το στοιχείο της ελλείψεως της αυτογνωσίας – άνθρωπος «μπετόν αρμέ» όπως λέγεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ψυχικά υγιής και «πετάει στα σύννεφα» των λογισμών του! Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο στη ζωή αυτή που να οδηγεί σε πλήρη βεβαιότητα των σκέψεων και των ενεργειών ενός ανθρώπου. Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη πλήρους σφαιρικής ματιάς είναι το γνώρισμα της θνητότητας στον κόσμο. Στην πραγματικότητα όμως η εμπειρία δείχνει ότι η όποια απολυτότητα της απιστίας κρύβει παγιωμένες συνήθειες αμαρτωλού τρόπου ζωής, με την έννοια ότι ο άπιστος αυτός έχει προσανατολίσει τη βούλησή του αποκλειστικά στις «ηδονές του βίου», εκδαπανώμενος σ’ αυτές! Κολλημένος λοιπόν στην αμαρτία του κόσμου αδυνατεί, ή μάλλον δεν θέλει να φανταστεί ότι υπάρχει και το πέραν της «λάσπης» και του οριζόντιου μόνο τρόπου ζωής – δεν θέλει να αναπνεύσει τον αέρα του Ουρανού! Κατά την Αγία Γραφή «είπε ο ανόητος άνθρωπος μέσα στην καρδιά του: δεν υπάρχει Θεός!»

Κι από την άποψη αυτή η απιστία του ανθρώπου κάθε εποχής δεν έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αλλά πρακτικό: η ζωή του τον οδηγεί είτε στον Θεό είτε στη διαγραφή του Θεού. Δεν είπε τυχαία ένας σοφός άνθρωπος της εποχής μας, ο μακαριστός μεγάλος π. Επιφάνιος (Θεοδωρόπουλος), ότι αν πειθόταν και ο μεγαλύτερος άθεος να ακολουθήσει με λίγη συνέπεια τις εντολές του Χριστού για λίγες ημέρες, μόνος του έπειτα θα Τον αναζητούσε διαρκώς.  

26 Σεπτεμβρίου 2025

ΜΗ ΚΡΙΝΕΤΕ…

Ο Γέροντας ήταν κατηγορηματικός: «Καθόλου δεν πρέπει να κρίνουμε τον όποιο συνάνθρωπό μας. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας το έδωσε ως απόλυτη εντολή, αλλά γιατί αντικειμενικά, με βάση και τη λογική μας, δεν γνωρίζουμε ποιος τελικά είναι ο άλλος που κρίνουμε, δεν γνωρίζουμε το βάθος του, την όλη πορεία της ζωής του, έστω κι αν νομίζουμε ότι έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι που λένε μαζί του. «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» που λέει και το εκκλησιαστικό λόγιο. Οπότε ό,τι κρίση εκφέρουμε είναι τις περισσότερες φορές λανθασμένη, γιατί και αληθινά στοιχεία να επικαλεστούμε αφορούν σε ένα μικρό τμήμα της ζωής του άλλου. Πάντα θα μας διαφεύγει το όλο, το οποίο γνωρίζει μόνον ο ίδιος ο Θεός που βλέπει κι αυτά που και ο άνθρωπος δεν μπορεί να επισημάνει για τον εαυτό του».

«Μα είναι φορές» πήγε να αντιτείνει ο νεαρός φοιτητής που είχε βρεθεί στο αρχονταρίκι του μικρού μοναστηριού μαζί με ολιγομελή παρέα, αναζητώντας κάτι ουσιαστικότερο για τη ζωή του, όπως και οι υπόλοιποι που τον συνόδευαν, «είναι φορές που η ζωή του άλλου παρουσιάζεται «πιάτο» μπροστά μας και σχεδόν κατ’ ανάγκην οδηγούμαστε σε κρίση γι’ αυτόν. Κι εννοούμε βεβαίως κρίση αρνητική, γιατί κάνει και λέει πράγματα που είναι ανάποδα, αστόχαστα, προκλητικά, …μας νευριάζουν!» - ένευσαν και άλλοι θετικά το κεφάλι τους, δείχνοντας ότι συμφωνούν απολύτως με την παρατήρηση.

«Ναι, πράγματι, είναι αλήθεια αυτό» είπε σε λίγο στοχαστικά ο Γέροντας, τραβώντας και ισιώνοντας λίγο τη μακριά λευκή γενειάδα του. «Γι’ αυτό και απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν πάντοτε τέτοια φαινόμενα, ο ένας να κρίνει και να κατακρίνει τον άλλον. Θυμόμαστε για παράδειγμα τον απόστολο Παύλο, πόσο θλιβόταν όταν έβλεπε παρόμοιες καταστάσεις που αμαύρωναν την πνευματική ζωή των χριστιανών, τόσο που σε κάποια σημείο επιστολής του λέει με έντονο τρόπο: Εσύ ποιος είσαι που κρίνεις ξένο δούλο και υπηρέτη; Αν στέκεται ή όχι σωστά στη ζωή του έχει να κάνει με το αφεντικό του, με τον Κύριό του, εννοώντας βεβαίως τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος έχει τη δύναμη τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο να τον σηκώσει και πάλι. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να θεωρεί τούτο δεδομένο. Γιατί λέει: θα σηκωθεί και θα σταθεί αυτός που έπεσε. Όχι από μόνος του, αλλά γιατί είναι δυνατός ο παντοδύναμος Θεός μέσα στην απειρία της αγάπης Του που αγαπά τους πάντες έστω και βαθιά αμαρτωλούς, να τον σηκώσει και να τον αποκαταστήσει όπως πρέπει ενώπιόν Του». Με τα ίδια τα λόγια του: «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γαρ ο Θεός στήσαι αυτόν».  

«Δεν μειώνεται η αγάπη του Θεού όταν μας βλέπει πεσμένους στην αμαρτία και αμετανόητους;» έθεσε το ερώτημα με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ένας άλλος νεαρός που το πρώτο γενάκι είχε κάνει εμφανή την παρουσία του. «Ίδια αγαπάει ο Θεός τον πιστό και αφοσιωμένο σ’ Αυτόν άνθρωπο με τον άλλον που φαίνεται ότι δεν Τον θέλει και δεν Τον πιστεύει;»

 «Κρίσιμη και σπουδαία η ερώτηση, παιδί μου» σχολίασε ο Γέροντας. «Εδώ όμως έχουμε την αποκάλυψη του Κυρίου μας. Τι ήρθε να μας πει και να μας φανερώσει ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ότι ο Θεός είναι αγάπη, που η αγάπη Του αυτή αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα, είτε Τον θέλουμε είτε όχι. Άλλωστε πότε έγινε ο Θεός μας άνθρωπος; Όταν ήμασταν οι άνθρωποι βουτηγμένοι κυριολεκτικά στην αμαρτία, όταν δεν υπήρχε τίποτε αξιαγάπητο σ’ εμάς, «όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε» λέει ο απόστολος. Κι αυτό γιατί; Διότι ο Θεός μας δεν επικέντρωσε και δεν επικεντρώνει στην αμαρτία μας, αλλά σ’ αυτό που είμαστε αληθινά, εικόνες Του με προορισμό να γίνουμε όμοιοι μ’ Αυτόν. Αν εμείς οι άνθρωποι δεν πετάμε στα σκουπίδια ένα διαμάντι ή ένα αντικείμενο μεγάλης αξίας, επειδή έτυχε να βρομίσει ή να λασπιάσει, πολύ περισσότερο ο Θεός μας. Για τον Θεό μας ο καθένας μας έχει ατίμητη αξία. Και να προσθέσω και κάτι πολύ σημαντικό. Ξέρει ο Θεός μας ότι οι αμαρτίες μας όπως και η εν γένει εναντίωσή μας προς τον Θεό – να Τον κάνουμε πέρα και να μην Τον λαμβάνουμε υπ’όψιν μας – αποτελεί πληγή και τραύμα για την ύπαρξή μας. Την ώρα που διαγράφεις τον Θεό από τη ζωή σου εκείνη την ώρα επιλέγεις τον… θάνατό σου, σαν να παίρνεις μαχαίρι που το μπήγεις στην καρδιά σου. Λοιπόν, ακόμη πιο πολύ κινητοποιείται θα λέγαμε η αγάπη Του όταν συναντά τέτοιον άνθρωπο εχθρικό απέναντί Του. Τι θα έκαναν οι γονείς σας, παιδιά μου, αν σας έβλεπαν πληγωμένους στο έδαφος να μην μπορείτε να σταθείτε στα πόδια σας; Δεν θα σκιζόταν η καρδιά τους; Απείρως λοιπόν περισσότερο για εμάς ο Θεός μας» - δάκρυα πλημμύρισαν τα βαθουλωμένα μάτια του αγίου Γέροντα που βιαστικά τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του.

«Και τότε ποια η διαφορά του πιστού από τον άπιστο;» ακούστηκε η φωνή ενός της παρέας. «Μήπως συμφέρει να είμαστε… αμαρτωλοί για να μας αγαπάει περισσότερο ο Θεός;» - φάνηκε παράξενη αλλά λογική η ερώτηση.

«Μεγάλη η διαφορά» έσπευσε να απαντήσει ο Γέροντας. «Όχι από πλευράς του Θεού – το εξηγήσαμε: όλους μας αγαπάει εξίσου. Αλλά από πλευράς δικής μας. Διότι ο πιστός που παλεύει να ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού, κατά το αγιογραφικό «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς», βλέπει να ανοίγει η ύπαρξή του και να αισθάνεται ενεργά την παρουσία του Χριστού. Το λέει διαρκώς η Εκκλησία μας: ο Θεός είναι «ο εν αγίοις αναπαυόμενος». Μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε το μεγαλείο αυτό; Στα όρια τα δικά μας, της ψυχής και του σώματός μας, να ζει και να λειτουργεί ο ίδιος ο Θεός μας! Που θα πει: να αποτελούμε μία δική Του συνέχεια, η αγκαλιά Του να είναι και η δική μας αγκαλιά για όλον τον κόσμο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μακαριότητα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, κάτι που αποτελεί έναν Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή».

«Θα τολμούσαμε να πούμε…» πήρε τον λόγο ο πρώτος φοιτητής που ξεκίνησε την κουβέντα, «…ότι, με βάση αυτά που λέτε, στον κάθε άγιο λόγω της παρουσίας του Χριστού στην ύπαρξή του συγκεφαλαιώνεται όλος ο κόσμος; Ή είναι τούτο πολύ… τραβηγμένο και παρακινδυνευμένο;» - σαν να ντράπηκε για την παρατήρησή του ο νέος κι έμοιασε λίγο να κοκκινίζει.

«Ακριβώς αυτό, παιδί μου», είπε συγκινημένος ο Γέροντας, που κατάλαβε ότι η μικρή ομήγυρη μπορούσε να παρακολουθήσει τη σκέψη και τη θεολογία του. «Ακριβώς αυτό! Ο ίδιος ο Κύριος δεν προέβαλε σαν όραμα και προοπτική για τους μαθητές Του την ενότητα των πάντων, μαζί Του, δηλαδή με όλον τον Τριαδικό Θεό, και μαζί με όλους τους ανθρώπους, της παρελθούσης, της σύγχρονης αλλά και της μελλοντικής εποχής; «Θέλω όλοι να είναι Ένα» ζήτησε από τον Θεό Πατέρα ο Κύριος λίγο προ του παναγίου Σταυρού Του. «Ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμεν». «Ίνα πάντες εν ώσιν». Μεγαλειοδέστερη προοπτική από αυτήν στον κόσμο τούτο δεν υπάρχει. Και να το πιο όμορφο πραγματικό και ιστορικό παράδειγμα: η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και ημών. Βάσταξε στην ύπαρξή της τον ίδιο τον Δημιουργό που βαστάζει και διακρατεί τα σύμπαντα. «Χαίρε η βαστάσασα τον βαστάζοντα πάντα» που λέμε και στους Χαιρετισμούς. Κι αυτό επαναλαμβάνεται σε όλους τους αγίους μας, όπως κι εμείς αντιστοίχως καλούμαστε να κάνουμε και να γίνουμε».

«Γέροντα» ακούστηκε η φωνή. «Ακούγεται πολύ ωραίο και εξαίσιο τούτο, μα μπορεί να επαναληφθεί και σ’ εμάς; Η Παναγία ήταν μοναδική, οι άγιοι μπροστά στον πολύ κόσμο μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού – καταλαβαίνετε πώς το λέω. Μήπως τελικά για τη σύγχρονη εποχή αυτό λειτουργεί ως ιδεολογία;»

Ο Γέροντας άφησε κάποιες στιγμές να περάσουν χωρίς απάντηση. Λίγο αναστέναξε κι έπειτα πήρε και πάλι τον λόγο. «Η ιδεολογία, παιδί μου, δεν έχει χώρο στην πίστη μας. Γιατί θεωρείται καρπός των σκέψεων και της φαντασίας των ανθρώπων. Εδώ μιλάμε για την πιο αληθινή πραγματικότητα που μπορούμε να την ψαύσουμε κυριολεκτικά στα πρόσωπα των αγίων μας κάθε εποχής. Κι ευτυχώς η εποχή μας ευλογήθηκε με πολλούς και μεγάλους αγίους. Ποιος θα αμφισβητούσε την πλατιά μέχρις εσχάτων καρδιά των αγίων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ιακώβου, Εφραίμ Κατουνακιώτη, Σιλουανού, Αμφιλοχίου και άλλων και άλλων τόσων αγίων; Της εποχής μας άνθρωποι ήσαν, οι οποίοι όμως πίστεψαν αληθινά στον Χριστό, που θα πει προσπάθησαν τον άτακτο εαυτό τους να τον βάλουν στις ράγες των αγίων εντολών του Χριστού. Και τι είδαν; Ότι ευρισκόμενοι με τη χάρη του Θεού στον δρόμο των εντολών συντονίζονταν με τον Ίδιο και γίνονταν δίοδος φανέρωσής Του – ο καθένας τους ένας άλλος μικρός Χριστός και Θεός! Οπότε, για να απαντήσω στην παρατήρησή σου, το πρόβλημα δεν είναι ο Θεός, γιατί Αυτός είναι ο μόνος πιστός, που ό,τι έχει πει το κάνει αμέσως πράξη. Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι άνθρωποι που μπορεί να λέμε πως είμαστε χριστιανοί, αλλά μένουμε οι περισσότεροι στη θεωρία σαν να είναι η πίστη μας ιδεολογία. Ο Κύριος όμως πάντοτε μιλούσε για εκείνον που Τον πιστεύει στον βαθμό που τηρεί και εφαρμόζει τον λόγο και το θέλημά Του. «Γενηθήτω το θέλημά Σου» λέμε όλοι, αλλά μάλλον για πολλούς ακούγεται τούτο μέσα τους «γενηθήτω το θέλημά μου». Το αποτέλεσμα; Δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η αγάπη του Θεού σε τέτοιους ανθρώπους, γιατί οι ίδιοι θέτουν φράγμα στη σχέση τους μαζί Του. Αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε «συνεργοί Θεού», δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε τι είναι η χριστιανική πίστη μας».

«Γέροντα, ζητώ συγγνώμη για την παρέμβασή μου» ακούστηκε κάποιος που φαινόταν μέχρι τότε να παρακολουθεί εκστασιασμένος τη συζήτηση, «είναι πράγματα που μας αποκαλύπτουν το βάθος και το πλάτος της πίστης μας αυτά που μας λέτε, μα… θέλω να επανέλθουμε στο αρχικό που μας είπατε: την έλλειψη κρίσης και κατάκρισης προς τον συνάνθρωπό μας. Και ασφαλώς όλοι κατανοούμε ότι αφού είναι εντολή του Χριστού θεωρείται η αποδοχή της και κυρίως η εφαρμογή της όρος για είναι κανείς ενωμένος με Εκείνον. Μα στάθηκα και στο λογικό και αυταπόδεικτο που είπατε, ότι δηλαδή όταν κρίνουμε τον οποιονδήποτε προβαίνουμε σε μία ενέργεια που βρίσκεται και εκτός της αντικειμενικής πραγματικότητας. Να μας πείτε περισσότερα επ’ αυτού;»

«Το εξήγησα λίγο, παιδιά μου», έκανε ένα γύρο τη ματιά του ο Γέροντας κι η στοργή του φάνηκε να μεταγγίζεται αισθητά στα νέα παιδιά. «Τι ξέρουμε τελικά ο καθένας για τους άλλους; Ελάχιστα πράγματα κι αυτά με την κρίση που βασίζεται στην αυτογνωσία μας. Θέλω να πω ότι ο καθένας βλέπει τον συνάνθρωπό του με ό,τι ο ίδιος έχει κατανοήσει από τον εαυτό του – «προβολή» δεν το λένε οι ψυχολόγοι; Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που εμείς έχουμε μέσα μας. Οπότε δεν κρίνουμε αντικειμενικά αλλά κάτω από τον «φακό» των δικών μας σκέψεων και εμπειριών. Να σας θυμίσω ένα ωραίο παράδειγμα που αναφέρει ο όσιος Δωρόθεος, ο μεγάλος αυτός ασκητικός διδάσκαλος; Τρεις άνθρωποι πέρασαν έξω από ένα σπίτι, σούρουπο ήταν, στο πλάι του οποίου  στεκόταν ένας νέος άνθρωπος. Ο καθένας τον χαρακτήρισε και με διαφορετικό τρόπο: ο πρώτος σκέφτηκε ότι ο νέος περιμένει να βραδιάσει αρκετά ώστε να μπει στο σπίτι να το ληστέψει˙ ο δεύτερος ότι περιμένει τη φίλη του να βγει έξω για να πορνέψει μαζί της˙ κι ο τρίτος ότι περιμένει τον φίλο του για να πάνε στην πιο πέρα Εκκλησία που έχει κάποια αγρυπνία. Το παράδειγμα είναι τόσο σαφές που δεν χρειάζεται καμία άλλη εξήγηση.

»Αλλά θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω κι εγώ δύο παραδείγματα, που τα άκουσα προσφάτως και μου έκαναν φοβερή εντύπωση: Το πρώτο˙ φίλος κληρικός με επισκέφτηκε, δεν πάει πολύς καιρός, και μεταξύ άλλων μου ανέφερε την περίπτωση μίας ενορίτισσάς του που έφυγε από τη ζωή αυτή από βαριά ασθένεια, γεγονός που προξένησε μεγάλο πόνο σε όσους τη γνώριζαν – ήταν αυτό που λέμε καλός άνθρωπος, κοινωνική και ανοιχτόκαρδη. Κάπου κάπου μόνο τα μάτια της φανέρωναν μία μελαγχολία ανεξήγητη. Ποιο το περίεργο; Η ενορίτισσα αυτή που είχε έρθει στην περιοχή αρκετά χρόνια πριν, χήρα, χωρίς παιδιά, αρκετά ευκατάστατη και μορφωμένη, τελικώς  - έμαθε από το «πουθενά» αλλά έγκυρα ο παπάς  - είχε δύο παιδιά, τα οποία όμως σκοτώθηκαν σε τροχαίο όταν ήταν ακόμη μικρά, γεγονός που δεν άντεξε ο άνδρας της και έφυγε από τον κόσμο λόγω της καρδιάς του. Τότε μετακόμισε κι εκείνη για να μπορέσει να επιβιώσει, χωρίς όμως να ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν για το συγκεκριμένο θέμα – ένα «βάρος» που θέλησε να το σηκώσει μόνη της, μάλλον να το σηκώσει μαζί με τον Κύριό της Τον οποίο λάτρευε με μοναδικό τρόπο.

»Το δεύτερο˙ γνωστή μου που είχε έρθει εδώ οικογενειακά, επισκέφτηκε, μου είπε, κάποιο μοναστήρι γυναικείο, ωραίο και ανακαινισμένο, που εγκαταβίωνε όμως μόνον η Γερόντισσα. Της έκανε εντύπωση που σ’ έναν τέτοιο όμορφο χώρο δεν παρουσιάστηκε καμία άλλη να μονάσει κι έδωσε τη μόνη εξήγηση που μπορούσε: από το εκεί προσκύνημά της, μαζί με δικούς της,  διεπίστωσε ότι η Γερόντισσα ήταν λίγο απότομη, αρκετά νευρική, τόσο που παρ’ όλη την προσπάθειά της να τους κεράσει, να τους ξεναγήσει, να τους παρουσιάσει ό,τι σημαντικό είχε το μοναστήρι, φάνηκε μάλλον να θέλει γρήγορα να τους… διώξει. Έφυγαν με ανάμεικτα συναισθήματα, μάλλον αρνητικά. Όταν την ρώτησα ποιο ήταν αυτό το μοναστήρι, χαμογέλασα και λίγο θέλησα να δώσω την εξήγηση. Μου ήρθε μάλιστα στον νου η περίπτωση με τον μεγάλο άγιο Πορφύριο που όταν λειτουργούσε κάποια φορά στο άγιο Γεράσιμο στην Ομόνοια μ’ έναν νέο ιερομόναχο, κάποια πνευματικά τέκνα του δυσανασχέτησαν με τον ξένο παπά, γιατί έδειχνε ότι συμπεριφέρεται απρεπώς προς τον άγιο Γέροντα: τους φάνηκε κάποια στιγμή ότι τον έσπρωχνε κιόλας! Κι όταν του το ανέφεραν κάποια άλλη φορά εκείνος με το χαμόγελο στα χείλη τους εξήγησε: «Όχι, βρε, καλός είναι ο παπάς. Απλώς πάσχει λίγο από τα νεύρα του και χρειάζεται συμπαράσταση!» Το ίδιο λοιπόν συνέβαινε και με τη συγκεκριμένη Γερόντισσα, την οποία έτυχε να γνωρίζω. «Καθημερινά παλεύει για τη ζωή της εδώ και πολλά χρόνια» της είπα. «Παίρνει του κόσμου τα φάρμακα, γιατί ακόμη και μ’ αυτά θεωρούν οι γιατροί ότι είναι θαύμα που μπορεί ακόμη και ζει». Η κυρία, δικαιολογημένα ίσως, την κατέκρινε ως αφιλόξενη, ως μοναχή «αμόναχη», κι εκείνη η καημένη υπερέβαινε όλους τους φυσικούς όρους για να δείξει την αγάπη της και τη στοργή της».

Έπεσε αρκετά μεγάλη σιωπή. Τα παραδείγματα κυρίως που ανέφερε ο Γέροντας ήταν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα. Γιατί κατάλαβαν τα νέα παιδιά ότι οι εξωτερικές εκδηλώσεις ενός ανθρώπου δεν αποκαλύπτουν τις περισσότερες φορές αυτό που είναι στο βάθος του ο άνθρωπος. Χρειάζεται από όλους συγκατάβαση, αγάπη, υπομονή. Μόνο τελικά ο Θεός ξέρει τον καθένα μας. Και στο κάτω κάτω όπως λέει ο απόστολος ο Χριστός είναι ο μόνος κριτής μας. Η δουλειά του καθενός είναι να κοιτάει μόνο τον εαυτό του και να αγωνίζεται όσο μπορεί να βρίσκεται πάνω στις άγιες εντολές Του. Ό,τι μας λέει αδιάκοπα και καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί, απόγευμα, βράδυ: «Καταξίωσον, Κύριε,  εν τη ημέρα, τη εσπέρα, τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς». «Το περισσόν εκ του πονηρού εστιν».  

24 Σεπτεμβρίου 2025

«ΤΙ ΛΕΩ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΑΡΑΧΗ»

«Κάποτε είπα στον Γέροντα Σιλουανό ότι οι Ρώσοι μοναχοί βρίσκονταν σε μεγάλη ταραχή, λόγω της τυραννίας των μπολσεβίκων στην ρωσική εκκλησία του Θεού. Τότε αυτός απήντησε: «Και εγώ στην αρχή είχα ταραχή γι’ αυτό το θέμα. Μετά όμως από πολλή προσευχή μου ήρθαν οι εξής λογισμοί: “Ο Κύριος αγαπά ανέκφραστα όλους”. Εκείνος γνωρίζει τα σχέδια όλων και τον καιρό του καθενός. Ο Κύριος επέτρεψε τον διωγμό στον ρωσικό λαό για κάποιο μελλοντικό καλό. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε να το σταματήσω. Αυτά λέω στους αδελφούς που έχουν ταραχή: “Εσείς μπορείτε να βοηθήσετε την Ρωσία μόνο με την προσευχή και την αγάπη. Μου μένει μόνο η προσευχή και η αγάπη. Ο θυμός και οι κραυγές εναντίον των άθεων δεν διορθώνουν τα πράγματα”» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς).

Ένας άγιος Σέρβος, ο άγιος Νικόλαος, ομιλεί για έναν άλλον άγιο Ρώσο, μεγάλου βεληνεκούς, που ενέπνευσε και βοήθησε όχι μόνον εκείνον στην εποχή του, αλλά και χιλιάδες άλλους και τότε και μετέπειτα, και νομίζουμε όσο θα υπάρχει κόσμος: τον όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Δεν είναι δηλαδή μόνον ο μέγας κι αυτός όσιος Σωφρόνιος ο εν Άθω, κατεξοχήν βεβαίως αυτός, που μας γνώρισε μέσα από τα γραπτά του Σιλουανού τον φωστήρα αυτόν της Εκκλησίας, με το εμπνευσμένο βιβλίο του «Άγιος Σιλουανός ο εν Άθω», αλλά και πλήθος άλλων αγίων ασκητών που γνώρισαν τον όσιο Γέροντα ενόσω ζούσε και εξέφρασαν τη βεβαιότητά τους για την αγιότητά του. Ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς θα σημειώσει μάλιστα: «Για τον εξαίσιο αυτόν μοναχό, τον Σιλουανό, μπορώ μόνο να πω: Ήταν γλυκειά ψυχή. Δεν αισθάνθηκα μόνο εγώ τη γλυκειά αυτήν ψυχή, αλλά και κάθε προσκυνητής του Άθω που έτυχε να συναντηθεί μαζί του». Και συμπληρώνει: «Ο Σιλουανός ήταν υψηλός, μεγαλόσωμος, με μεγάλη μαύρη γενειάδα και η εξωτερική του όψη δεν προδιέθετε αμέσως ευνοϊκά όποιον δεν τον γνώριζε. Αρκούσε όμως μια συνομιλία, για να αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο… Μιλούσε για την άμετρη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και ενέπνε τον αμαρτωλό στο να κατακρίνει μόνος του αυστηρά τον εαυτό του».

Το πρόβλημα που έθεσε ο άγιος Νικόλαος στον όσιο Γέροντα ήταν τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στη Ρωσία με την επικράτηση των Μπολσεβίκων, αθέων στην ιδεολογία τους, και που επέφεραν τη δίωξη της Ρωσικής Εκκλησίας και των εκεί χριστιανών, με αποτέλεσμα βεβαίως την ταραχή όλων των Ρώσων μοναχών, και όχι μόνον, απανταχού της γης. Την ταραχή αυτή βεβαίωσε ότι βίωσε και ο άγιος σε πρώτη φάση όταν το έμαθε. Κι ήταν κάτι φυσικό: ως άνθρωπος που ζει στον ταραγμένο και ακατάστατο κόσμο τούτο λόγω της επικράτησης της αμαρτίας και του «κοσμοκράτορος» Πονηρού διαβόλου, δεν ήταν δυνατό να μην υποστεί τα κύματα της αθεḯας και την αναταραχή που αυτά προκαλούν. Κι ακόμη: πώς να μην ταραχτεί όταν μαθαίνει ότι χριστιανοί, και μάλιστα ομοεθνείς του, υφίστανται διωγμούς που μερικές φορές υπερβαίνουν σε σκληρότητα και αυτούς τους πρωτοχριστιανικούς διωγμούς; «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» προτρέπει το στόμα του Χριστού ο απόστολος Παύλος, ο οποίος ζούσε στην ύπαρξή του τα παθήματα όλου του κόσμου ως συνεπής μαθητής Εκείνου.

Αλλ’ αυτό σε πρώτη φάση. Διότι αμέσως αναδύεται η συνείδηση του γνησίου χριστιανού, όπως τη βλέπουμε στο σκεύος Χριστού όσιο Σιλουανό. Κάνει πολλή και έμπονη προσευχή για το πρόβλημα και ο Κύριος τον φωτίζει φέρνοντάς του τους ορθούς λογισμούς για την αντιμετώπισή του. Ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού διά στόματος του προφητάνακτα Δαυίδ - «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς Σε ήρα την ψυχή μου» (προσευχήθηκα σε Σένα Κύριε να μου γνωρίσεις τον δρόμο που πρέπει να πορευτώ) – αυτό κάνει και ο Γέροντας. Και ποιος ο φωτισμός; Η πλήρωση της συνείδησής του από την αγάπη και την πρόνοια του Θεού. Αγάπη που εκτείνεται με τρόπο ανέκφραστο σε όλους, πιστούς και απίστους, εχθρούς και φίλους. Και κατανοεί ο όσιος: ο Κύριος που μας αγαπά έχει κάποιο σχέδιο, που μπορεί εγώ να μην το καταλαβαίνω τώρα, όμως αυτό υφίσταται. Έτσι δεν λειτουργεί κάθε άγιος του Θεού; Λόγω της καθαρότητας του νου και της καρδιάς του έχει ανοικτούς τους οφθαλμούς να ορά αδιάκοπα τον Κύριο. «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον». Υπάρχει κάτι σε όλη τη δημιουργία, απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος, είτε άνθρωποι είτε η όλη φύση, ακόμη είτε άγγελοι είτε δαίμονες, εκτός της άκτιστης ενέργειας του Θεού, η οποία ουσιοποιεί και ζωοποιεί τα πάντα; Και μάλιστα στον άνθρωπο δίνει και τη σοφία, στον δε χριστιανό εν επιγνώσει άνθρωπο δίνει και τη δυνατότητα της θέωσης. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός» που ομολογεί ο απόστολος Παύλος πάλι, «Αυτός διδούς πάσι ζωήν και πνοήν κατά πάντα». Κάθε τι δηλαδή στη δημιουργία, πνευματική και υλική, υφίσταται γιατί είναι προσωπικά παρών ο Δημιουργός Πατέρας, έστω κι αν αυτό είναι μία πέτρα, ένα φυτό, ένα λουλούδι, ένα πουλάκι τ’ ουρανού, πολύ περισσότερο ο άνθρωπος.

Η ταραχή λοιπόν της πρώτης φάσης στον άγιο Σιλουανό μεταποιείται με τη χάρη του Θεού σε δοξολογική διάθεση, γιατί βλέπει ότι ακόμη και στον διωγμό λειτουργεί η αγάπη Του που απλώς ο ίδιος εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνει. Ό,τι δεν κατανοούμε όμως από τον τρόπο δράσεως του Θεού δεν σημαίνει ότι ακυρώνει την πρόνοιά Του και την αγάπη Του. Ποιος για παράδειγμα μπορούσε, έστω και άγγελος, να κατανοήσει το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου; Να έρθει ο Ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος και μάλιστα ως απλό βρέφος που θα έφτανε στο σημείο να σταυρωθεί υπέρ του κόσμου; Ο νους, έστω και αγγελικός, σιωπά μπροστά στο μυστήριο. Αλλά μυστήριο δεν είναι και η συνέχεια του Σταυρού του Κυρίου μέσα από τα παθήματα του σώματός Του της Εκκλησίας; «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» απεκάλυψε το αψευδές στόμα Του. Και στην προκειμένη περίπτωση της δίωξης της Ρωσικής Εκκλησίας την εποχή εκείνη ενεργείται το μυστήριο το σταυρικό. Και κάνει εντύπωση με τον άγιο Σιλουανό. Δεν ονοματίζει αυτό που πολλοί έχουν επισημάνει: ο διωγμός ήταν καρπός των αμαρτιών των εκκλησιαστικών ανθρώπων – τον επέτρεψε ο Θεός «διά τας αμαρτίας ημών». Προτιμά, χωρίς να το διαγράφει, να βλέπει το βάθος, το μελλοντικό καλό, «τον τοκισμό» από τους πειρασμούς που λέει και ο άγιος Παϊσιος.

Οπότε, μέσα στο πλαίσιο του «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» ο άγιος Σιλουανός, ο οποίος είχε μεταθέσει όλη την ύπαρξή του στον Κύριο και ζούσε ως συνέχειά Του, ως κλαδί στο αμπέλι Του, ως Εκείνος μέσω αυτού, δεν βλέπει κάτι άλλο για δράση πέρα της προσευχής και της αγάπης. Η προσευχή και η αγάπη είναι τα μόνα που μπορούν να βοηθήσουν κάθε άνθρωπο, ιδίως μάλιστα τον εμπερίστατο λαό, όπως η Ρωσία της εποχής εκείνης. Ο Κύριος δηλαδή που επέτρεψε για κάποιο μελλοντικό καλό τη δοκιμασία των διωγμών, που σημαίνει ότι Αυτός έχει διαρκώς την πρωτοβουλία των κινήσεων, ο Ίδιος είναι Εκείνος που μπορεί να επέμβει όταν πιστοί Του άνθρωποι αρχίζουν όχι να ταράζονται αλλά να μένουν στην αγάπη Του: την προσευχή προς Αυτόν και την αγάπη στον συνάνθρωπο. Με άλλα λόγια το ζητούμενο για τον όσιο του Θεού είναι η ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η παραμονή του πιστού στις άγιες εντολές και το θέλημά Του, έστω και οδυνηρό γι’ αυτόν, γιατί είναι ο μόνος δρόμος  - «αυτός μου μένει» - για να λειτουργεί ως μέλος Χριστού. Αυτή είναι η απόλυτη προτεραιότητα που συνιστά και τον σκοπό της ζωής του. Διαφορετικά, αν ο άνθρωπος, έστω και πιστός, θυμώνει και κραυγάζει, όχι μόνο δεν διορθώνει τα πράγματα, αλλά περιπίπτει ακριβώς στην παγίδα που έχουν περιπέσει οι άθεοι, εξομοιώνεται προς αυτούς, γίνεται έρμαιο και αυτός του πονηρού, στην ουσία διαγράφει την αποκάλυψη του Κυρίου και το περιπατείν εν Αυτώ.

Ο άγιος Σιλουανός με τα λόγια και τη στάση του το έδειξε μέσα στην «αφάνειά» του περίτρανα: είσαι χριστιανός ενωμένος με τον Κύριο ως μέλος Του; «Οφείλεις καθώς Εκείνος περπάτησε στον κόσμο κι εσύ αντιστοίχως το ίδιο να περπατάς». Σε οτιδήποτε μας συμβαίνει στον κόσμο να προσπαθούμε να βλέπουμε το βάθος, τον σκοπό – πάντοτε καλό μέσα στην αγάπη του Θεού – και να παραμένουμε στην αρτιότητα που μας δώρισε ο Κύριος: να είμαστε «ολόκληροι» μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς. Η διακράτηση της ολοκληρίας αυτής είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μας, γιατί μας καθιστά αιώνιους. Αν δεν το κάνουμε, η ταραχή και η ακαταστασία του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου γίνονται και τα δικά μας χαρακτηριστικά.   

20 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΠΑΡΑΣΤΡΑΤΗΜΕΝΟΣ…

«Με τον παραστρατημένο άνθρωπο, ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη, γιατί θα τον χάσεις. Άφησέ τον να σκεφθεί καλύτερα, ηρεμότερα» (όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Αμφιλόχιος ο εν Πάτμω (1889-1970) υπήρξε μία ιδιαιτέρως χαριτωμένη αλλά και δυναμική παρουσία της νεώτερης εποχής. Από μικρός αφιερωμένος στον Θεό έγινε μοναχός κι έπειτα ιερομόναχος και καθηγούμενος στην ιερά μονή του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, ενώ ίδρυσε και άλλα μοναστήρια που μέχρι σήμερα σφύζουν από πνευματική ζωή και κίνηση. Και εκτός τούτου˙ έγινε γνωστός και για τους εθνικούς αγώνες του, με την έννοια ότι όταν οι Ιταλοί κατακτητές των Δωδεκανήσων απαγόρευσαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία, εκείνος μαζί και με άλλους κληρικούς ίδρυσαν κατηχητικά σχολεία, μέσα στα οποία δίδασκαν βεβαίως την  ορθόδοξη χριστιανική ζωή, κυρίως όμως την ελληνική γλώσσα, ένα είδος όπως έχει χαρακτηριστεί «κρυφών σχολειών» για την περιοχή εκείνη – κάτι που το «πλήρωσε» αρκετά ακριβά, γιατί οι Ιταλοί για την εθνική δράση του τον εξόρισαν για δύο χρόνια, οπότε τούτο έγινε η απαρχή έντονης ιεραποστολικής δράσεώς του και σε άλλες περιοχές.  

Ο όσιος ήταν μία συνέχεια του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως συμβαίνει με όλους τους αγίους μας, που θα πει ότι ευρισκόμενος στον κόσμο συνιστούσε πηγή ευλογίας για τον τόπο του αλλά και για σύνολη τη δημιουργία – «ανασαίνει» ο κόσμος με κάθε άγιο, ή με εκκλησιαστική ορολογία «ουρανώνεται η γη»! Γι’ αυτό και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος που ερχόταν σε επαφή μαζί του κατανυσσόταν παίρνοντας μαζί του, κατά Ιωάννη της Κλίμακος, ένα βέλος στην καρδιά του για αλλαγή πορείας του και αναζήτησης του Θεού του. Δεν είναι τυχαίο πιστεύουμε ότι σύγχρονος αγιασμένος μακαριστός Γέρων του Αγίου Όρους, ο Γέρων Γρηγόριος Αιγαιοπελαγίτης ονομαζόμενος, ηγούμενος μέχρι της κοιμήσεώς του της Μονής Δοχειαρίου, τον άγιο Αμφιλόχιο που τον είχε γνωρίσει και ζήσει είχε ως πρότυπο της ζωής του και καθημερινή και αδιάκοπη αναφορά του. Όποιος είχε μπει στα ενδότερα του Μοναστηριού ίσως θα είχε δει μία τεράστια φωτογραφία του οσίου να δεσπόζει και να σκορπά τις ακτίνες της χάρης του, προσφέροντας την παρηγοριά του χαμόγελού του και της μεγάλης αγάπης του σε κάθε πονεμένο.

Στο παραπάνω λόγιο ο άγιος κάνει λόγο για τον παραστρατημένο άνθρωπο, εκείνον δηλαδή που έχοντας διαγράψει την πίστη στον Χριστό και την Εκκλησία Του πορεύεται κατά τις επιθυμίες της σκοτεινιασμένης καρδιάς του, αυτής που κυριαρχεί ο άρχων του κόσμου τούτου, ο Πονηρός διάβολος, ενώ, αν είναι βαπτισμένος, η χάρη του αγίου Βαπτίσματος βρίσκεται «καταχωνιασμένη» σε βάθη που θεωρούνται ανύπαρκτα γι’ αυτόν. Κι επειδή ακριβώς είναι παραστρατημένος, έχει χάσει τον προσανατολισμό του και κινείται στα τυφλά, χωρίς νόημα στη ζωή του, αγόμενος και φερόμενος μόνον από τα πάθη και τις εμπαθείς κλίσεις του, έχοντας ως μόνη ρότα της ζωής του το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Στον παραστρατημένο άνθρωπο, που αν δεν μετανοήσει το τέλος του είναι γνωστό: «εις βόθυνον πεσείται», διαβάζει κανείς ό,τι περί αυτού έχει γράψει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος: «επειδή δεν θέλησε να γνωρίσει γνήσια τον Θεό, γι’ αυτό και τον παρέδωσε ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» - πλανεμένος και απρεπής σε όλα του!

Και τι μας λέει ο άγιος; Μ’ αυτόν τον άνθρωπο «ποτέ να μην έλθεις σε διένεξη». Όχι γιατί θα φοβηθείς την πιθανή σύγκρουση μαζί του, όχι γιατί θα συμφωνείς μαζί του για να μην ταραχτείς, αλλά «για να μην τον χάσεις»! Τι προϋποτίθεται, από ό,τι καταλαβαίνουμε, στη σκέψη και τον νου του οσίου; Αφενός ότι ένας τέτοιος άνθρωπος σε τέτοια σκοτεινή κατάσταση και υπό δαιμονική επιρροή είναι ένας πληγωμένος ψυχικά άνθρωπος. Αυτό δεν μας διδάσκει ο λόγος του Θεού είτε αγιογραφικός είτε πατερικός; Απομακρύνεσαι από τον Θεό; Απομακρύνεσαι από τη ζωή, από την κανονικότητα και τη φυσιολογία σου, από το σπίτι σου – χάνεις τον εαυτό σου, τραυματίζεσαι! Κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν την κατεργαζομένην το πονηρόν». Και: «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις!» Μπορεί να φαίνεσαι χαμογελαστός και «επιτυχημένος», να κυριαρχείς στον κόσμο, αλλά η εσωτερική πραγματικότητά σου πόρρω απέχει τούτων.

Και αφετέρου˙ η φράση που χρησιμοποιεί ο άγιος: «γιατί θα τον χάσεις!», αποκαλύπτει όλο το βάθος και το πλάτος της αγιασμένης καρδιάς του, μίας καρδιάς που είναι του Χριστού, γεμάτη από έλεος και αγάπη, τέτοιας που ο άλλος, ο όποιος άλλος έστω και θεωρούμενος εχθρός και ενάντιος, περιέχεται από εσένα – είναι κομμάτι σου, αποτελεί τη δική σου προέκταση, γι’ αυτό του οφείλεις την αγάπη σου και τη θυσιαστική απέναντί του στάση σου. Πώς; Γιατί; Διότι ως μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου τον Χριστό φανερώνεις και ανάλογα προς τη δική Του ζωή πορεύεσαι – ο χριστιανός είναι ο Χριστός «εν ετέρα μορφή». Ο λόγος του Κυρίου το αποκαλύπτει διαρκώς και με πολλές διαφορετικές εκφράσεις: ο άλλος, ο πλησίον είναι ο… εαυτός σου, είναι η κρυμμένη του Ίδιου του Χριστού παρουσία, «εμοί εποιήσατε!» Ας θυμηθούμε και μία ολίγον «ξεχασμένη» φράση του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου: «Ο λέγων εν Αυτώ μένειν, οφείλει καθώς Εκείνος περιεπάτησε και αυτός ούτω περιπατείν» - όποιος λέει ότι είναι ενωμένος με τον Χριστό, οφείλει όπως ο Χριστός περπάτησε στη γη και αυτός κατά τον ίδιο τρόπο να περπατάει. Πώς μας είδε ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο; Όχι ως εχθρούς Του ούτε καν ως απλώς πλανεμένους που πρέπει κάτι να κάνει γι’ αυτούς, αλλ’ ως εκείνους που μέσα στη βρομιά και την αθλιότητά μας ήμασταν και είμαστε ό,τι σπουδαιότερο και σημαντικότερο γι’ Αυτόν. «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Και πέθανε και σταυρώθηκε για εμάς, αίροντας την αμαρτία μας και δίδοντάς μας τη δικαιοσύνη Του – ο θάνατός Του έγινε η θεραπεία και η αποκατάστασή μας. «Τω μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν».

Λοιπόν, πιστεύουμε ότι τα «αυτονόητα» και «γνωστά» αυτά προϋποτίθενται στη σκέψη του αγίου Αμφιλοχίου. Συνιστούσαν το διαρκές βίωμά του, γι’ αυτό και τον παραστρατημένο ως κομμάτι Χριστού και δικό του κομμάτι δεν ήθελε να τον χάσει – έχανε κατά κάποιον τρόπο και τον δικό του… εαυτό. Και τι προτείνει; Δώσε του χώρο και χρόνο! Άσε τον να σκεφτεί, να ηρεμήσει – ο ταραγμένος άνθρωπος και τα πιο θεϊκά λόγια να ακούσει θα αντιδράσει, ενώ ο ήρεμος θα έχει ήδη τη συνείδησή του να τον ελέγχει. Αυτό δεν έλεγε και ο απόστολος Παύλος για τον αιρετικό άνθρωπο; (Και αιρετικός δεν είναι μόνο εκείνος που διαστρεβλώνει την αποκάλυψη του Χριστού, αλλά και όποιος δεν βαδίζει κατά τις άγιες εντολές Του, ο αιρετικός κατά τη ζωή). «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού!» Το είπες μία, το είπες δεύτερη, σταμάτα. Γιατί έχει παραστρατήσει ο συγκεκριμένος και βρίσκεται υπό την κατάκριση του ίδιου του εαυτού του. Και ό,τι λέμε και σχολιάζουμε εδώ  βλέπουμε ότι αποτελούν την προτροπή του ίδιου τελικώς του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Γιατί τι λέει; «Μη αντιστήναι τω πονηρώ». Μην έρχεσαι αντιμέτωπος με τον πονηρό άνθρωπο, μη μαλώνεις και εξοργίζεσαι μαζί του, διότι έτσι δεν τον βοηθάς. Ο Κύριος, για να το επαναλάβουμε, μας έσωσε «αίρων την αμαρτίαν ημών». Κατεδίκαζε πάντοτε την αμαρτία, αλλά έσωζε και έσωσε τους ανθρώπους. Η επίθεση με έλεγχο του προσώπου μας για κάθε παραστράτημά μας εγείρει πάντοτε την αντίδραση. Το τεταμένο δάκτυλο του «εισαγγελέα» ανθρώπου αποκαλύπτει ιουδαϊκή και φαρισαϊκή ηθική, όχι όμως χριστιανική. Τον άλλον τον βοηθάς να σωθεί όχι με… κεραυνούς, αλλά με την προσωπική συμμετοχή σου στο πρόβλημά του – είτε φανερά είτε διά της προσευχής.

Γι’ αυτό και αφήνοντας τον άλλον…ήσυχο, στο έλεος όμως και την αγάπη της προσευχής σου, δηλαδή στο έλεος και την αγάπη του Θεού, του δημιουργείς συνθήκες μετανοίας. «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει», η αγάπη του Θεού οδηγεί σε μετάνοια. Και η αγάπη αυτή ερμηνεύει και την παράταση που δίνει κάθε ημέρα ο Χριστός στους ανθρώπους ενόψει της Δευτέρας Του παρουσίας! «Δίνω χρόνο για να μετανοήσει ο άνθρωπος», λέει η Αποκάλυψη.  «Δεν βραδύνει την παρουσία Του ο Κύριος» σημειώνει και ο απόστολος Πέτρος, «αλλά μακροθυμεί απέναντί μας, γιατί δεν θέλει να χαθούν έστω και λίγοι, αλλά όλοι να οδηγηθούν στη μετάνοια».

Δυο λέξεις του αγίου Αμφιλοχίου, ολόκληρη η θεολογία και η πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας. Θα μπορούσε ίσως να μην τις έλεγε ούτε και αυτές ο άγιος – το ίδιο θα ήτανε. Γιατί ζούσε στον ρυθμό του Κυρίου, η αναπνοή του στον κόσμο ήταν η πνοή του Αγίου Πνεύματος, που τελικώς ησύχαζε όχι μόνο τους «αντικειμενικά» παραστρατημένους, αλλά όλους μας, αφού κι εμείς συχνά ίσως είμαστε εξίσου «παραστρατημένοι» ως μη τηρούντες όπως πρέπει τις άγιες εντολές του Θεού μας.