Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

24 Απριλίου 2024

ΟΙ ΔΥΟ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Αν πάρεις με αγάπη τον Σταυρό του Χριστού, είναι πολύ ελαφρός, είναι σφουγγάρι. Αν τον πάρεις απ’ την άλλη πλευρά, τότε είναι βαρύς και ασήκωτος» (όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης).

Ο όσιος Κατουνακιώτης κινείται Αγιογραφικά, Πατερικά, βιωματικά. Αυτό που λέει δηλαδή εκφράζει τον λόγο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, τον λόγο των Πατέρων και της Εκκλησίας, τον λόγο τον δικό του που είναι καρπός φωτισμού του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καθαρή από τα πάθη αγιασμένη του καρδιά. Κι αυτό συνιστά βεβαίως τον ορισμό του αληθινού θεολόγου κατά την πίστη μας: θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί όχι απλώς μεταφέροντας απόψεις της Γραφής και των Πατέρων – κι αυτό είναι καλό και άγιο  βεβαίως για τους αρχαρίους εμάς, όταν κινούμαστε εν ταπεινώσει – αλλά που ομιλεί καθώς έχει γίνει «διδακτός Θεού». «Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσίν σου» διακηρύσσει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο προφητάναξ Δαυίδ.

Ο άγιος Εφραίμ εν προκειμένω δεν αναφέρεται στη θεολογία καθ’ αυτό του Σταυρού του Κυρίου, Σταυρού που περικλείει κατά τους αγίους «όλη την τελειότητα της πίστεως». Αναφέρεται στην πορεία του χριστιανού, όταν αποφασίζει με επίγνωση να ακολουθήσει τον Κύριο. Και η πορεία αυτή είναι σταυρική, γιατί με τον τρόπο του Σταυρού περιεπάτησε ο αρχηγός της πίστεως. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς πιστός του Κυρίου και να «ξεφύγει» από τον μονόδρομο αυτόν - πιο καθαρά ο Κύριος δεν θα μπορούσε να το πει. Και περιεχόμενο της σταυρικής αυτής πορείας ως ακολουθίας Εκείνου είναι η απάρνηση του εγωιστικού θελήματος και η εν αγάπη θυσία του εαυτού προς χάριν του συνανθρώπου. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή» είπε ο Κύριος με απόλυτο τρόπο, «ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπης ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Σταυρός δηλαδή για τον χριστιανό είναι να βρίσκεται ανά πάσα ώρα και στιγμή σε ετοιμότητα να θυσιάζει οτιδήποτε δικό του και προσωπικό, όπως έκανε ο ίδιος ο Κύριος, προκειμένου να ζει τη μεγάλη αγάπη της προσφοράς του εν χάριτι προς τον κάθε συνάνθρωπο.

Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που σημειώνει και ο άγιος Εφραίμ. Ενώ φαίνεται ότι θυσιάζεσαι, ενώ φαίνεται ότι περνάς εν οδύνη τη ζωή σου, η θυσία και η οδύνη αυτή μεταποιούνται από τη χάρη του Θεού σε πραγματικότητα ελαφριά, σε ανάπαυση και παρηγορία καρδίας. Ο ίδιος ο Κύριος και πάλι το σημείωσε και έκτοτε το ακολουθούν και το ζουν όλοι οι άγιοί μας, σαν τον άγιο Εφραίμ. «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστι». Πώς συμβαίνει αυτό; Μα για τον λόγο ότι τότε ενεργοποιείται στο έπακρο η χάρη του αγίου βαπτίσματος ως παρουσία ενεργός του Κυρίου στην καρδιά του ανθρώπου. Τι είναι ο χριστιανός; Δεν είναι μέλος Χριστού και προέκταση Εκείνου, όπως είναι το κλήμα στο αμπέλι; Λοιπόν, κατά την υπόσχεση του Ίδιου, την ώρα που ο πιστός θα θελήσει να βρεθεί εκεί που του υποδεικνύει ο Ιησούς με τις άγιες εντολές Του, εκείνη την ώρα ζωντανεύει με έναν μυστικό τρόπο και η εμφάνισή Του στη δική του ύπαρξη. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου. Κι αυτός που με αγαπά θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και εγώ θα Τον αγαπήσω και θα του εμφανιστώ μέσα του». Η ζωή του Κυρίου γίνεται με τον τρόπο αυτόν ζωή και του πιστού. Ο πιστός φανερώνεται εν χάριτι ως ένας άλλος Χριστός. Αυτό δεν ετόνιζε και ο απόστολος Παύλος από την προσωπική του εμπειρία; «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» - η συσταύρωσή του με τον Κύριο ως βίωση της δικής Του αγάπης τον μετέθετε στη χαρισματική κατάσταση της αλληλοπεριχώρησής του με τον Κύριο.

Αν όμως δεν υπάρχει η μυστική αυτή σχέση με τον Κύριο, αν η πίστη του χριστιανού κινείται σε επίπεδο περισσότερο ιδεολογικό, διότι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο κυριαρχεί στη ζωή του, τότε πράγματι αρχίζει ο σταυρός ως ακολουθία του Κυρίου να μην υφίσταται. Το αντίθετο: αρχίζει ο όποιος θεωρούμενος «σταυρός», η όποια υπάρχουσα ατυχία ή αδικία ή θλίψη ή οδύνη της ζωής αυτής να «εισπράττεται» ως βάρος ασήκωτο που καθιστά τον «αίροντα», κατά την (κοσμική) γνώμη του, «μάρτυρα», «θύμα» που εγείρει ασφαλώς το «δικαίωμα» της επανάστασης. (Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο μεγάλος και σοφός δάσκαλος της ορθοδοξίας μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός για κάποιους κληρικούς, ότι από «φορείς χάριτος καθίστανται αχθοφόροι;»). Και τότε δεν ξέρει κανείς ποιον να πρωτοχαρακτηρίσει «άθεον εν τω κόσμω»; Τον πράγματι άθεο ή τον «ένθεο» άθεο; Και δεν είναι λίγες οι φορές που όντως ακούμε ή λέμε κι εμείς ότι περνάμε «τα μαρτύρια του Χριστού» κι ότι ο σταυρός μας είναι πολύ μεγάλος για τα μέτρα μας - ομολογία κατ’ ουσίαν της μη χριστιανικότητάς μας.  

Αλλά είπαμε: ακολουθία του σταυρού, συσταύρωση με Εκείνον σημαίνει χαρισματική αποδοχή του όποιου μαρτυρίου, γιατί το περνάμε κατά τον τρόπο του Αρχηγού της πίστεως, δηλαδή με τον τρόπο της αγάπης. Κάθε άλλη αντιμετώπιση του «σταυρού» μας δεν έχει χαρακτήρα χριστιανικό, γι’ αυτό και δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται με τη χάρη του ονόματος αυτού.

16 Απριλίου 2024

ΟΣΙΟ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ: "ΜΗ ΞΕΡΑΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΚΑΟΥΜΕ!"

«Αγαπητέ Η., μη πάψεις να πηγαίνεις κοντά στην πνευματική πηγή του Σωτήρα μας Χριστού, την οποία αντιπροσωπεύει η Εκκλησία με τα ιερά πρόσωπα που την παρουσιάζουν στην πραγματικότητα. Διότι ο άνθρωπος, ο χριστιανός, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μοιάζει με το σφουγγάρι που έχει πάντοτε νερό. Και για να έχει νερό, πρέπει να είναι ή στη βρύση ή σε δοχείο με νερό. Όταν είναι μακριά θα ξεραθεί. Και όταν είναι κοντά στη φωτιά των πειρασμών, όχι μόνο θα ξεραθεί, αλλά και θα καεί. Λοιπόν προσοχή από τη φωτιά και μη μένεις μακριά από την πνευματική πηγή της χριστιανικής ορθόδοξης διδασκαλίας» (Απόσπασμα επιστολής οσίου Αμφιλοχίου της Πάτμου στον Ηλία Καλαντζή, Πάτμος 25-2-1960).

Ο νεώτερος μεγάλος όσιος της εποχής μας Αμφιλόχιος Μακρής (1889-1970) επισημαίνει τον κίνδυνο που υπάρχει όχι μόνο για το πνευματικό του τέκνο αλλά και για κάθε χριστιανό: να αποξηρανθεί ή και να καεί! Πότε; Όταν μένει μακριά από την πηγή που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Διότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, Εκείνος είναι η πηγή του ζωντανού νερού που ξεδιψάει όχι βεβαίως το σώμα του ανθρώπου αλλά το ίδιο το κέντρο της ύπαρξής του, την καρδιά του. Από αυτήν τη δίψα δεν ταλαιπωρείται ο κόσμος διαχρονικά και παγκόσμια; Μπορεί να έχει τα πάντα στη ζωή του: χρήματα, ανέσεις, δόξες και τιμές, αν δεν έχει συναντήσει όμως τον Χριστό στη ζωή του κείται χαμένος και νεκρός – σαν ένα σφουγγάρι που ξεραίνεται και καίγεται όταν βρίσκεται δίπλα ή καλύτερα μέσα στη φωτιά. «Όποιος διψάει ας έρθει σε μένα και ας πιει» είναι η διαρκής προτροπή του Κυρίου. Και «όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν πρόκειται ποτέ να διψάσει στους αιώνες». 

Κι ο άγιος Αμφιλόχιος, ο γλυκός αυτός άγιος που μαθήτευσε δίπλα και στον άγιο Νεκτάριο – πώς ο Θεός έφερε κοντά δύο πυρακτωμένες από την αγάπη Του καρδιές! – διευκρινίζει: μένει κανείς κοντά στον Χριστό και στο νερό που δίνει, την ίδια τη ζωή Του δηλαδή, όταν μένει μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι εκείνη που κρατάει ζωντανή την εικόνα και την παρουσία Του, προσφέροντας το ύδωρ της διδασκαλίας Του μαζί βεβαίως με το σώμα και το αίμα Του. Κι ας δούμε πόσο διακριτικά προσεκτικός είναι ο άγιος: κοντά βεβαίως στην Εκκλησία, αλλά σ’ εκείνην που την αντιπροσωπεύουν ιερά πρόσωπα – αυτά «παρουσιάζουν την πραγματικότητά της»! Και ποια είναι αυτά τα ιερά πρόσωπα; Όσοι βαδίζουν «όπως οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας». Που σημαίνει: μακριά από αιρέσεις και κάθε είδους υπερβολή. Γιατί «οι μεγάλες ασθένειες είναι η αδράνεια και η υπερβολή» (στην ίδια επιστολή).  

13 Απριλίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ!

 

«Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δύο γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα»  (οσία Συγκλητική, από τον Μικρό Ευεργετινό, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).

Με σαφή και συνοπτικό τρόπο η μεγάλη αγία της Εκκλησίας μας Συγκλητική (3ος αι.) μας υπενθυμίζει ότι ναι μεν ερχόμαστε στον κόσμο τούτο από τους κόλπους της μητέρας μας, όμως η προοπτική μας είναι ο κόσμος ο πέραν της γης, ο ουρανός, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού. Η αγία λέει με απλότητα ό,τι βλέπει ένας άνθρωπος του Θεού, ένας πιστός στον Χριστό. Και τι βλέπει; Όχι μόνο αυτό που επισημαίνουν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά και αυτό που επισημαίνει ο νοερός οφθαλμός που φωτίζεται από το φως της αποκαλύψεως του Κυρίου Ιησού Χριστού: ο άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο τούτο με φυσικό τρόπο, αλλά γεννιέται και πνευματικά «δι’ ύδατος και Πνεύματος» με το άγιο βάπτισμα της Εκκλησίας, καθιστάμενος μέλος Χριστού και μέλος έτσι της Βασιλείας του Θεού – ο χριστιανός «ντύνεται» κυριολεκτικά τον ίδιο τον Χριστό και λειτουργεί στον κόσμο ως μία δική Του προέκταση, όπως το κλαδί ενός δένδρου. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος). Ποιο μεγαλύτερο δώρο μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο από τη χάρη αυτή της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συνεπώς από τη χάρη να μπορεί να ζει μέσα στον Θεό του και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν, να στέκεται ενώπιος ενωπίω Θεώ, λατρεύοντάς Τον «εν Πνεύματι και αληθεία» και  προσδοκώντας την τελείωση της ζωντανής αυτής σχέσεως όταν φύγει από τον κόσμο τούτο και μάλιστα όταν έλθει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου; Τότε η έτσι κι αλλιώς πράγματι εδώ όραση του Θεού εν πίστει, από «θολή και αινιγματική» που είναι λόγω της παχύτητας του σώματος θα γίνει εντελώς καθαρή, «πρόσωπον προς πρόσωπον» που λέει ο απόστολος Παύλος. «Άρτι βλέπομεν δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον».

Το μεγαλείο όμως του χριστιανού, το οποίο μπορεί να «δει» μόνον αυτός όπως είπαμε που έχει ανοικτές πνευματικές αισθήσεις και εξετάζει και τα μη βλεπόμενα των σωματικών οφθαλμών, βρίσκεται αδιάκοπα στον κόσμο τούτο υπό την απειλή ενός μεγάλου κινδύνου: του κινδύνου της εκπτώσεως στην αμαρτία. Ενώ δηλαδή διά της αναγεννήσεώς του με το βάπτισμα, όπου εν χάριτι έγινε ένας άλλος Χριστός, πήρε τη δύναμη να μην αμαρτάνει όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, η καθημερινότητα και η αμεσότητα της ζωής αποκαλύπτει το αντίθετο: όχι μία αλλά πολλές φορές αμαρτάνει, ξεσκίζοντας το ένδυμα που ντύθηκε, δηλαδή κάνοντας πέρα τον ίδιο τον Κύριο και διαγράφοντας επί προσωπικού επιπέδου το απολυτρωτικό Του έργο. Ο χριστιανός που αμαρτάνει, και μάλιστα αμαρτάνει εν επιγνώσει και συνειδήσει, αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος άφρων και παράφρων, αφού επιλέγει αντί του θρόνου της θεότητος που τον θέτει ο Πατέρας και Δημιουργός του, τα σκουπίδια και τον βόρβορο των παθών του, αναμειγμένα με το δηλητήριο του ανθρωποκτόνου Πονηρού. Λογικά το πράγμα είναι ακατανόητο˙ είναι όμως πραγματικό! Και στο πραγματικό δυστυχώς αυτό μετέχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και οι εκτός εννοείται της πίστεως, αλλά πολύ περισσότερο οι εντός, οι χριστιανοί.

Ποια η θεωρούμενη αιτία της «αλογίας» και της παραφροσύνης αυτής; Η αμέλειά μας. Η αμέλεια που συνυπάρχει πάντοτε με την «τυραννίδα» των παθών, τη λήθη. Απορροφώμαστε δυστυχώς τόσο πολύ από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας και τα γρανάζια των ποικίλων εργασιών μας, ώστε ξεχνάμε το σημαντικότερο που έχει αιώνιο χαρακτήρα: το θέλημα του Θεού και τη διαρκή προκοπή μας προς το πρόσωπο του Θεού μας. Ως χριστιανοί τον Θεό και το θέλημά Του θα έπρεπε να είχαμε προτεραιότητα, όπως μας δίνει την εντολή ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού» και όλα τα υπόλοιπα της ζωής σας θα ακολουθήσουν. Δεν το κάνουμε όμως, διότι προφανώς η πίστη μας λόγω της αμέλειάς μας είναι λειψή, γεγονός που οδηγεί τον χριστιανό στην παράδοξη το λιγότερο θεωρούμενη θέση, να μετέχει του Τριαδικού Θεού με ταυτόχρονη αποστροφή του από Εκείνον! Μία ιδιότυπη πράγματι «σχιζοφρένεια»! Αλλά με τον Θεό δεν μπορεί κανείς να… παίζει! «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος». Αρχίζουν τα προβλήματα για τον επιμελώς αμαρτάνοντα χριστιανό, οι παραχωρήσεις δηλαδή εκ Θεού εκείνων των δοκιμασιών που καθιστούν τη ζωή του δύσκολη, δοκιμασιών που φτάνουν στο σημείο να παραδίδεται αυτός στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, του ίδιου του διαβόλου και των σκληρών οργάνων του.

Η ευλογία θα είναι η επίγνωση της τραγικότητάς του: της απώλειας του Θεού από τη ζωή του˙ και γι’ αυτό η μετάνοιά του. Μόλις ο πιστός συνειδητοποιήσει την πτώση του και με «επαινετή αναίδεια» ελπίσει προς τον Θεό του, τότε και πάλι θα δει αισθητά στην ύπαρξή του το έλεος του Θεού. Θα δει κι αυτός όπως ο άσωτος της παραβολής τον ίδιο τον Κύριο να προστρέχει σ’ εκείνον, να τον αγκαλιάζει και να τον καταφιλεί. Κι ακόμη περισσότερο: να του διαγράφει τις όποιες αμαρτίες του και να τις θεωρεί ως μη…γενόμενες! Οπότε το ένδυμα του Χριστού που στην ασωτία του ο πιστός το χάλασε και ίσως το πέταξε, το ενδύεται και πάλι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον Κύριο να έχει στην αγκαλιά Του το παιδί Του, και μάλιστα το πλανεμένο και χαμένο παιδί Του. Μας το δήλωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει το ένα το χαμένο»! Και η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το ύψος της μετανοίας. Της μετανοίας που είναι η μόνη που μπορεί να προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον Ουρανό: τον Κύριο, τους αγγέλους, τους αγίους. «Χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι».  

Με μία βεβαίως παρατήρηση, την οποία κάνει η αγία Συγκλητική: η μετάνοιά μας να είναι αληθινή. Και αληθινή είναι όταν συνοδεύεται από τους «κόπους των αρετών». Στη μικρή αυτή φράση της οσίας δίνεται η απάντηση της κρίσεως που παρουσιάζουμε διαχρονικά οι χριστιανοί. Γιατί συχνά «μετανοούμε» αλλά η μετάνοιά μας είναι στα λόγια μας ή ίσως σε μία απλή διάθεσή μας. Αλλά αν η μετάνοια δεν σημάνει την αποφασιστική έως θανάτου αλλαγή της ζωής μας – ας δούμε το πρότυπο της μετανοίας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία – δυστυχώς τίποτε δεν κάνουμε. Και μάλλον προσθέτουμε αμαρτία στις ήδη υπάρχουσες αμαρτίες μας. Η αληθινή όμως μετάνοια συνιστά την τρίτη γέννησή μας, από την οποία εξαρτάται και η αιώνια σωτηρία μας. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον εξαίσιο Μεγάλο Κανόνα του υπομνηματίζει την κατάληξη του λόγου της μεγάλης Συγκλητικής: «Δεύρο τάλαινα ψυχή, συν τη σαρκί σου, τω πάντων Κτίστη εξομολογού και απόσχου λοιπόν της πριν αλογίας», εμπρός ταλαίπωρη και άθλια ψυχή μου, μαζί με το σώμα σου, εξομολογήσου στον πάντων Δημιουργό και απομακρύνσου από την προηγούμενη άλογη κατάσταση της αμαρτίας. Η εξομολόγησή μας στον πνευματικό της Εκκλησίας με άλλα λόγια έχει νόημα όταν έχει προηγηθεί η γνήσια μετάνοια και εξομολόγησή μας ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή η εξομολόγηση που κάνει η ίδια η ζωή μας, μακριά από τις αμαρτίες μας.    

30 Μαρτίου 2024

ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

14 Μαρτίου 2024

ΣΒΗΣΙΜΟ ΑΜΑΡΤΙΩΝ

«Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας» (όσιος Μάρκος ο ασκητής, Περί πνευματικού νόμου, κεφ. 67).

Ο σπουδαίος ασκητικός δάσκαλος της Εκκλησίας όσιος Μάρκος ο ασκητής, που τα κείμενά του κοσμούν τη Φιλοκαλική συλλογή των αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου, δεν αναφέρεται στο υπ’ όψιν μικρό κεφάλαιό του γενικά στις θλίψεις της παρούσης ζωής. Αυτές συνιστούν δεδομένη κατάσταση για οποιονδήποτε άνθρωπο που ο Θεός θέλησε να έρθει στον κόσμο - είναι το τίμημα της αποστασίας του ανθρώπου από τον Θεό με την παρακοή των πρωτοπλάστων. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» θα πει ο απόστολος Παύλος και χαρακτηριστικό του θανάτου αυτού, πνευματικού αλλά και σωματικού είναι η θλίψη˙ η θλίψη ως πιεστική κατάσταση του περιβάλλοντος του ανθρώπου, αλλά και ως εσωτερικό βίωμα που ονοματίζεται καλύτερα ως στενοχώρια. Θλιβόμαστε όταν έρχεται μία αρρώστια για παράδειγμα, θλιβόμαστε όταν ξεφεύγουμε και από το θέλημα του Θεού. Στη δεύτερη περίπτωση είναι κλασική η αποτίμηση του αποστόλου Παύλου και πάλι: «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν» - όταν αμαρτάνεις θα γευτείς τα επίχειρα της αμαρτίας σου: θα στενοχωρηθείς, δεν θα νιώσεις καλά, θα διαπιστώσεις ότι έφυγες από τον χώρο της ζωής και της χαράς και σε κυρίεψε το σκοτάδι της κόλασης! Το παράδειγμα του Κάιν μετά τη φονική ενέργεια κατά του αδελφού του Άβελ είναι κλασικό: στιγματισμένος δεν μπορεί να ησυχάσει ούτε στιγμή! 

Η θλίψη της πρώτης περιπτώσεως όμως, της πιεστικής καταστάσεως  από κάποιο άσχημο θεωρούμενο συναπάντημα της ζωής, αρρώστιας για παράδειγμα όπως είπαμε ή επιθετικής ενέργειας άλλων έναντι ημών, συνεπώς η θλίψη που δεν δημιουργείται άμεσα από εμάς τους ίδιους, η «αθέλητη θλίψη»,  θεωρείται με θετικό πρόσημο κατά την πίστη μας. Διότι ανάγεται στην Πρόνοια του Θεού μας, ο Οποίος μέσα στην απειρία της αγάπης Του επιτρέπει την όποια θλίψη που κρίνει απαραίτητη για την πνευματική μας προκοπή. «Με πολλές θλίψεις πρέπει να εισέλθετε στη Βασιλεία του Θεού». Οι θλίψεις δηλαδή κατά τον Κύριο, μέσα στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο, κατανοούνται ως μονόδρομος για την ουσιαστική σχέση μαζί Του. Και πώς αλλιώς, αφού Εκείνος γενόμενος άνθρωπος διήλθε τη ζωή Του μέσα στις θλίψεις και στους πειρασμούς; Θλίψεις και δοκιμασίες η ζωή του Θεανθρώπου Κυρίου, θλίψεις και δοκιμασίες και η ζωή κάθε πιστού Του που θέλει να Τον ακολουθεί. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν». «Βγάλε τους πειρασμούς από τη ζωή και κανείς δεν πρόκειται να σωθεί» αποφαίνονται γι’ αυτό και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και ο ίδιος ο άγιος Μάρκος σε άλλο σημείο του ίδιου έργου του «Περί πνευματικού νόμου» ακριβώς θα σημειώσει: «Μη νομίζεις ότι κάθε θλίψη έρχεται στους ανθρώπους εξαιτίας των αμαρτιών. Υπάρχουν άνθρωποι που ευαρεστούν τον Θεό και όμως έχουν θλίψεις» (κεφ. 174). Για τον λόγο που σημειώσαμε.

Πέραν των παραπάνω όμως. Ο άγιος Μάρκος μας υπενθυμίζει και μία περαιτέρω διάσταση των (αθελήτων) θλίψεων. Βεβαίως οι θλίψεις για έναν αγωνιζόμενο μετανοούντα πιστό στην κατά Χριστόν ζωή συνιστούν σκαλοπάτια πνευματικής ανόδου, όμως κάποιες από αυτές μας ανεβάζουν γιατί λειτουργούν και ως «γομολάστιχα» για αμαρτίες του παρελθόντος. Με τη γλώσσα του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου: «οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είτε σβήνουν αμαρτίες είτε τοκίζουν για τον Παράδεισο» - η λειτουργία του πνευματικού νόμου. Οπότε, σε κάθε θλίψη μπορούμε να «διαβάζουμε» την ευκαιρία που δίνει ο φιλεύσπλαχνος Θεός για πλήρωση της καρδιάς μας με τη χάρη Του. Γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δηλαδή στο σβήσιμο της αμαρτίας και στον τοκισμό, Εκείνος λόγω της υπομονής και της ταπείνωσης που μπορούμε να αναπτύξουμε με τις θλίψεις  βρίσκει χώρο προς εγκατοίκηση στην ύπαρξή μας. «Σου αρκεί η χάρη μου», είπε ο Ίδιος ο Κύριος στον μέγα απόστολό Του Παύλο, όταν εκείνος διερχόταν μεγάλη κρίση θλίψεως και δεν εύρισκε λύση σ’ αυτήν. «Διότι η δύναμή μου φτάνει στην τελείωσή της μέσα από τις ασθένειες». Λοιπόν, «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Ή με άλλα λόγια: η θλίψη αποτελεί την επίσκεψη της αγάπης του Θεού στα προσωπικά μου όρια. «Εν θλίψει επλάτυνάς με».   

28 Φεβρουαρίου 2024

«ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΣ» ή (αλλιώς) ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

«Να πάνε τουλάχιστον οι άνθρωποι σε έναν Πνευματικό να εξομολογηθούν, να φύγει η δαιμονική επίδραση, για να μπορούν να σκέφτονται λιγάκι. Τώρα δεν μπορούν ούτε να σκεφθούν από την δαιμονική επίδραση.

Η μετάνοια, η εξομολόγηση κόβει το δικαίωμα του διαβόλου. Πριν λίγο καιρό, (:Ιούνιος του 1985, όπου ο άγιος έμενε στο Καλύβι της Παναγούδας), ήρθε στο Άγιον Όρος ένας μάγος και έφραξε με πασαλάκια και δίχτυα όλο τον δρόμο, εκεί σε μία περιοχή κοντά στο Καλύβι. Αν περνούσε από ’κει μέσα ένας ανεξομολόγητος, θα πάθαινε κακό. Δεν θα ήξερε από πού του ήρθε.

Μόλις τα είδα, κάνω τον σταυρό μου και περνώ από μέσα, το διέλυσα. Μετά ο μάγος ήρθε στο Καλύβι, μου είπε όλα τα σχέδιά του και έκαψε τα βιβλία του. Σε έναν που είναι πιστός, εκκλησιάζεται, εξομολογείται, κοινωνάει, ο διάβολος δεν έχει καμμιά δύναμη, καμμιά εξουσία».

 (Όσιος Παΐσιος, Με αγάπη και πόνο για τον σύγχρονο άνθρωπο).

Μιλάει ο όσιος Παΐσιος για τα δικαιώματα του διαβόλου, του ξεπεσμένου αυτού πονηρού πνεύματος, πάνω στον άνθρωπο. Για δικαιώματα που δεν έχει, αφότου μάλιστα ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός – ο Κύριος ήλθε «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου» με αποκορύφωση της ενέργειάς Του αυτής τη σταυρική Του θυσία - αλλά που τα αποκτά ακόμη και σε έναν βαπτισμένο και χρισμένο χριστιανό, ο οποίος όμως έχει αποπτύσει το βάπτισμά του, έχει διαγράψει τον Θεό δηλαδή από τη ζωή του και ζει ως «άθεος εν τω κόσμω». Ο χριστιανός με άλλα λόγια ενώ πράγματι ενσωματώνεται στον Χριστό, καθώς γίνεται μέλος Του διά του αγίου βαπτίσματος και Τον ενδύεται ψυχοσωματικά: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (απ. Παύλος), όμως αν δεν ενεργοποιεί την άπειρη αυτή δωρεά, την απεμπολεί, τη χάνει, κι ακόμη περισσότερο: γίνεται χειρότερος από ό,τι πριν το βάπτισμά του, σύμφωνα με του Ίδιου του Κυρίου τη διαβεβαίωση: «το πνεύμα το πονηρό όταν βγαίνει από τον άνθρωπο, ξανάρχεται και βλέποντάς τον χαλαρωμένο και απρόσεκτο πηγαίνει και παραλαμβάνει και άλλα δαιμόνια μαζί του, ώστε να γίνονται χειρότερα τα πράγματα από πρώτα». Οπότε η ακύρωση και η κατάργηση του πονηρού πνεύματος λόγω της χάρης του Θεού, εξαρτώνται από τη θέληση του ανθρώπου. Ο Θεός μάς τα δίνει όλα, τον ίδιο τον Εαυτό Του, αλλά ζητάει και την ανταπόκριση του ανθρώπου. Διότι «συνεργοί Θεού εσμεν» (απ. Παύλος) - χωρίς το ναι του ανθρώπου και ο ίδιος ο Θεός «περιορίζεται».

Τρομάζει κανείς με την ευθύνη του ανθρώπου, όταν μάλιστα αμαρτάνει. Συνήθως αμαρτάνουμε, δηλαδή ενεργούμε λόγω, έργω, διανοία, χωρίς να σκεπτόμαστε τις συνέπειες – για πολλούς η αμαρτία θεωρείται ίσως και παιχνίδι! Μα «ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις» λέει ο λόγος του Θεού. Και το χειρότερο: εκχωρείς δικαιώματα στον διάβολο για σένα που δεν τα έχει. Που σημαίνει ότι νομίζεις πως κινείσαι μόνος σου, αυτόνομα, «ελεύθερα», χωρίς καμία εξουσία πάνω σου, κι έχεις γίνει ενεργούμενο του πονηρού, δούλος του χειρότερου δυνάστη που μπορεί να υπάρξει στον κόσμο. Γιατί ποιος είναι ο χειρότερος δυνάστης; Εκείνος που σε μισεί και θέλει να σε καταστρέψει, ενώ είσαι στη δούλεψή του! Κι αυτός είναι ο πονηρός! «Σε όποιον έχεις ηττηθεί – κι όταν αμαρτάνουμε είμαστε ηττημένοι από τον διάβολο – σ’ αυτόν και έχεις υποδουλωθεί» (απ. Πέτρος).

Και τα δικαιώματα του πονηρού που δεν τα έχει αλλά τα αποκτά, γιατί εμείς του τα δίνουμε, διαβαθμίζονται: έστω και λίγο να αμαρτάνουμε, δίνουμε «δικαίωμα» επίδρασης και επιρροής του πάνω μας. Συνεχίζουμε να αμαρτάνουμε χωρίς αμέσως να μετανοούμε; Ακόμα περισσότερο υποδουλωνόμαστε με συμπτώματα φανερά: το άγχος, τη στενοχώρια, την ευερεθιστότητα του χαρακτήρα, την ετοιμότητα σύγκρουσης με τον συνάνθρωπο, να μη χωράμε και στα ίδια μας τα ρούχα! Διαγράφουμε τον Θεό οριστικά από τη ζωή μας; Εκεί έχουμε το πανηγύρι του διαβόλου! Λειτουργούμε ως εκτελεστικά του όργανα, γινόμενοι ακόμη και «χειρότεροι» από αυτόν! «Σε έναν που δεν είναι πιστός και δίνει δικαιώματα στον πονηρό, έχει ο πονηρός μεγάλη εξουσία. Μπορεί να τον λιντσάρει, έχει δόντια και τον ξεσκίζει. Ανάλογα με τα δικαιώματα που δίνει μία ψυχή, είναι και η εξουσία του επάνω της» (όσιος Παΐσιος).

Και ποιο το χαρακτηριστικό της έντονης δαιμονικής παρουσίας πάνω μας; Η απαίτηση να γίνεται πάντοτε το δικό μας θέλημα – το θέλημα του διαβόλου στην πραγματικότητα -, η απαίτησή μας το δικό μας δικαίωμα, γράφε: «δικαιωματισμός», να γίνεται άνευ όρων αποδεκτό από όλους! Σαν τυφλοί αδυνατούμε να δούμε ότι υπάρχει όριο στις απαιτήσεις μας, ότι ισχύει αυτό που εξαγγέλλεται και στο φυσικό δίκαιο: το δικαίωμά μου σταματά εκεί που αρχίζει το δικαίωμα του άλλου, του συνανθρώπου. Πού βέβαια να ακουστεί και να κατανοηθεί η υπέρ φύσιν πραγματικότητα, εκεί που λειτουργεί η χάρη του Θεού: «καλύτερα και να αδικείσθε»; Για τον χριστιανό δηλαδή το επίπεδο που περιπατεί είναι το του Κυρίου: σταυρώνεται και αυτός για να σηκώσει το βάρος της αδικίας των άλλων – ό,τι αποκαλύπτει την πραγματική χριστιανική αγάπη! Ναι!, ο χριστιανός παραιτείται και από τα νόμιμα δικαιώματά του, για να «ζήσει ο άλλος»! Γιατί τα δικά του δικαιώματα τα έχει δώσει στον Θεό, ο Οποίος αναλαμβάνει την υπεράσπισή του με τον τρόπο που μόνον Αυτός γνωρίζει.

Οπότε αναδύεται με εξώφθαλμο τρόπο ο «δικαιωματισμός» κάποιου: προεκτείνει τον πατέρα του διάβολο και κανονίζεται από αυτόν! Τι άραγε μπορεί να υφίσταται πίσω από την απαίτηση να υποτάσσονται οι άλλοι στα δικά μου θέλω παρά μόνο η δαιμονική υπερηφάνεια; «Εκείνος που θέλει να επιβάλει τη γνώμη του, έστω κι αν είναι ορθή, να ξέρει ότι πάσχει από τη νόσο του διαβόλου, (την υπερηφάνεια)» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Και κατ’ επέκταση είναι ευνόητο ότι όλο το «woke» (αφύπνιση) κίνημα και η «woke culture» καθώς λέγεται, εφόσον κινείται πάνω στις ράγες του «δικαιωματισμού» αυτού,  φανερώνει την προέλευση και την ποιότητά του: τον πονηρό και τα ύπουλα όργανά του!

«Ο κόσμος όλος βρίσκεται μέσα στην έξουσία του πονηρού» μας λέει η Αγία Γραφή - κατά παραχώρηση Θεού βέβαια, προκειμένου να αποδειχθούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων: ποιοι ανήκουν πράγματι στον Θεό και ποιοι όχι. Και η λύση και η διέξοδος είναι μία για τον αληθινό χριστιανό κι αυτό τονίζει με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο άγιος Παΐσιος: η γνήσια μετάνοια ως αλλαγή πορείας του ανθρώπου που καταλήγει στην εξομολόγηση ενώπιον του ιερέα πνευματικού. Έτσι φεύγει η δαιμονική επίδραση και καθαρίζει ο νους μας. Χωρίς μετάνοια ο «δικαιωματισμός» θα αυξάνει, θα συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα για να φτάσει να γίνει η χοάνη που θα καταπιεί όλους μας. «Homo homini lupus», ο καθένας γίνεται λύκος για τον άλλον. Ο Κύριος πάντως το επεσήμανε: «Άραγε όταν ξανάρθω, θα βρω πίστη στον Θεό επί της γης;»

17 Φεβρουαρίου 2024

ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΜΑΣ!

 

«(Ο όσιος της εποχής μας μέγας Γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης) καλλιεργώντας τη μετάνοια διάβαζε συχνά τον Μεγάλο Κανόνα τον οποίο έμαθε απ’  έξω. Επίσης του άρεσε και τον βοηθούσε στη μετάνοια η προσευχή του Μανασσή. Όταν την έλεγε με πνεύμα συντετριμμένο και ψυχή ταπεινωμένη, γονάτιζε, κολλούσε στο έδαφος, ισοπεδώνετο. Το πόση βαρύτητα έδινε ο Γέροντας στη συντριβή και τη μετάνοια, που τη θεωρούσε ως το κυριότερο έργο του μοναχού, φαίνεται και από το εξής χωρίο που είχε γράψει με μολύβι στον τοίχο του μικρού του καλυβιού στη Σκήτη των Ιβήρων. “Και ποία μελέτη υπάρχει ανωτέρα της μελέτης του κλαυθμού; Και ευκαιρεί ο μοναχός από τον κλαυθμό;”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 418).

Δεν μεταφέρουμε κάτι άγνωστο όταν λέμε ότι ο αγαπημένος άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ήταν κατεξοχήν άνθρωπος της μετάνοιας. Η μετάνοια γι’ αυτόν ήταν ο αδιάκοπος αγώνας της καθημερινότητάς του, ο οποίος θεμελιωνόταν στην επίγνωση του τι σημαίνει χριστιανική ζωή. Χριστιανική ζωή σημαίνει πορεία μετανοίας, κατά την προτροπή και εντολή του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δημόσια δράση Του στον κόσμο. «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» ήταν τα πρώτα λόγια Του. Με τον ερχομό του Κυρίου ήλθε και η Βασιλεία του Θεού – ο Χριστός είναι η Βασιλεία του Θεού – και ο μόνος τρόπος εισόδου στη Βασιλεία αυτή, σχέσεως δηλαδή με Εκείνον,  είναι ο δρόμος της μετάνοιας. Κι ασφαλώς μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αποδοχή κάποιων σφαλμάτων και αμαρτημάτων μας αλλά δυναμική και έμπονη πορεία διαρκούς επιστροφής μας  προς τον Θεό Πατέρα, το σπίτι μας και τον εαυτό μας – βρίσκουμε την ταυτότητά μας και τη θέση μας διά της μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του προτύπου της μετανοίας ασώτου υιού κατά τη γνωστή ομώνυμη παραβολή του Κυρίου, και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» συνιστούν τα κεντρικά και δομικά στοιχεία που συνθέτουν την όντως μετάνοια, πέραν των όποιων «καρικατούρων» αυτής.

Λοιπόν ο άγιος μέγας Γέρων ήταν ο άνθρωπος της μετανοίας. Την θεωρούσε μάλιστα, όπως σημειώνει το παραπάνω απόσπασμα, «ως το κυριότερο έργο του μοναχού», αλλά και κάθε χριστιανού θα προσθέταμε. Σε ερώτηση για παράδειγμα ηλικιωμένου μοναχού προς αυτόν για το τι ζητά στην πνευματική του ζωή απάντησε: «Ζητώ από τον Θεό να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αν γνωρίσω τον εαυτό μου, θα ’χω μετάνοια. Αν έρθει η μετάνοια, θα έρθει η ταπείνωση, μετά η χάρη. Γι’ αυτό ζητώ μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Μετά ο Θεός στέλνει τη χάρη Του».

Η εκζήτηση της μετάνοιας από τον Θεό όμως – κι αυτό είναι το ιδιαίτερο που βλέπουμε και στο αρχικό κείμενό μας – δεν εξαντλείτο στο συγκεκριμένο αίτημα: «δώσε μου μετάνοια». Αξιοποιούσε ο όσιος οποιαδήποτε άλλη προσευχή που αναφερόταν στη μετάνοια, όπως και εφεύρισκε τρόπους που θα υπενθύμιζε στον εαυτό του τη μοναδική αυτή οδό εύρεσης του Θεού μας – με τη συμμετοχή πάντοτε και του ίδιου του σώματός του διά της γονυκλισίας και του «ισοπεδώματός» του στο πάτωμα. Κι είναι χαρακτηριστική η επιλογή των προσευχών: ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης που η Εκκλησία μας προβάλλει κατεξοχήν την πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών˙ η προσευχή του Μανασσή που επίσης ιδίως διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο της Μεγάλης Σαρακοστής. Δύο προσευχές, εκτεταμένη η μία, πιο σύντομη η άλλη, που στοχεύουν στην «καρδιά» του ανθρώπου, όταν αυτός είναι καλοπροαίρετος και θέλει τον Θεό στη ζωή του, και τον προκαλούν να προχωρεί από μετάνοια σε βαθύτερη και καθαρότερη μετάνοια, για να θυμηθούμε και τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο.

Κι ακόμη, η εφευρετικότητά του στο θέμα αυτό: να γράψει με μολύβι στον τοίχο της καλύβης του, για διαρκή πρόκλησή του, τα πατερικά λόγια που θυμίζουν τα δάκρυα και το πένθος της μετάνοιας. Πέραν του φωτισμού που είχε από τον Κύριο, πρέπει στο συγκεκριμένο σημείο να πήρε αφορμή από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο οποίος αναφέρει την περίπτωση μοναχού που έλεγχε τον εαυτό του, γράφοντας στον τοίχο κι αυτός του κελιού του όλα τα ονόματα των μεγάλων και υψηλών αρετών. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε και ο σύγχρονος του Παϊσίου μέγας κι αυτός όσιος Γέρων Πορφύριος, ο οποίος είχε αναρτήσει στο κελί του με καλλιγραφικά γράμματα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, που παρακινούσε στο να βλέπει ο χριστιανός όλους τους ανθρώπους με τον τρόπο που λέει ο Κύριος: ως εικόνες δικές Του!

Το παράδειγμα του αγίου Παϊσίου εν προκειμένω είναι και για κάθε χριστιανό κάθε εποχής: χρειάζεται κι εμείς να θεωρήσουμε τη μετάνοια ως την προτεραιότητα της ζωής μας, γιατί αυτό ζητά ο Κύριος, και να θέτουμε σε λειτουργία το μυαλό μας ώστε να εφευρίσκουμε δικούς μας τρόπους υπενθύμισης της προτεραιότητας αυτής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι την πίστη μας τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.

14 Φεβρουαρίου 2024

"ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ", ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ... ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!

 

Οι προκλήσεις της καθημερινότητας από τα πάθη μας, από τον πεσμένο στην αμαρτία περίγυρο και κόσμο μας, από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο μάς κάνουν πολλές φορές να παίρνουμε στάση αμυντική, να νιώθουμε μικροί και ήδη ηττημένοι – φαίνεται να προσδιοριζόμαστε από τον κόσμο κι εκείνος να έχει το πάνω χέρι. Με αποτέλεσμα; Ο φόβος όχι απλώς να κουρνιάζει σε μια γωνιά της καρδιάς μας δημιουργώντας μας μία διαρκή εσωτερική ταραχή, αλλά συχνά και να… βασιλεύει!

Στην κατάσταση αυτή όμως πρέπει να αντιτάξουμε την πίστη μας στον Χριστό και τις εσωτερικές αντοχές και δυνάμεις μας. Γιατί ο Κύριος εφόσον βαπτιστήκαμε και γινήκαμε μέλη Του, (συνεπώς γίναμε Εκείνος εν ετέρα μορφή), μάς έχει θέσει στον κόσμο τούτο μ’ έναν παράδοξο τρόπο κυρίαρχους πάνω του. Εμείς έχουμε το πάνω χέρι κι όλα βρίσκονται κάτω από εμάς – «μείζων ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω», όπως σημειώνει ο λόγος του Θεού. Αρκεί βεβαίως να λειτουργεί η χαρισματική αυτοσυνειδησία μας: να έχουμε επίγνωση ότι προεκτείνουμε τον ίδιο τον Κύριο. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα», όπως αποκάλυψε για τους πιστούς Του. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» εξαγγέλλει κι ο απόστολος και ψέλνει η Εκκλησία, και· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (απ. Παύλος).

Η εξισορρόπησή μας αυτή μάς φέρνει στο σημείο του προπάτορα Αδάμ πριν από την πτώση του στην αμαρτία: βασιλείς σαν κι εκείνον κι εμείς της κτίσης, με φωτισμό Θεού να μπορούμε να ονοματίζουμε τα πάντα, γιατί τα «γνωρίζουμε» εν Χριστώ, δηλαδή τα προσεγγίζουμε αγαπητικά και όχι φοβικά – έχουν όλα την «ταυτότητα» του Δημιουργού Χριστού («τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»). Ο απόστολος Παύλος με μεγαλειώδη πράγματι τρόπο μάς το υποδεικνύει και με άλλον τρόπο: «Πάντα (εἴτε Παῦλος εἴτε Ἀπολλώς εἴτε Κηφᾶς εἴτε κόσμος εἴτε ζωή εἴτε θάνατος εἴτε ἐνεστῶτα εἴτε μέλλοντα), πάντα ὑμῶν ἐστι, ὑμεῖς δέ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 3, 23). Ο μόνος που υπέρκειται ημών, γιατί μας έχει ενσωματώσει στον Εαυτό Του είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Όλοι και όλα μάς ανήκουν, γιατί τα αγαπούμε.   

ΟΣΙΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ V "ΑΓΙΟΥ" ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ!

«Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού (5ος αι.) και υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων. Ακολούθησε δε τον μοναχικό βίο, ασκούμενος μάλιστα και σ’ ένα όρος με μεγάλη καρτερία. Έλεγξε επί πολύ την πλάνη της κακοδοξίας των αιρετικών της εποχής του, γενόμενος αξιοσέβαστος ακόμα και στους βασιλείς, με λαμπρό πρόσωπο από τη θεία χάρη, ενώ ανέβρυζε κάθε φορά πηγές θαυμάτων και ιάσεων σ’ αυτούς που προσέρχονταν κοντά του. Αναπαύτηκε εν ειρήνη και το τίμιο σώμα του κατατέθηκε στον Ναό που ανοικοδομήθηκε από τον ίδιο».

 Δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της σύγκρισης μεταξύ αυτού που προβάλλει η κοσμική νοοτροπία τη σημερινή ημέρα: έναν αμφιβόλου υπάρξεως και ποιότητας «άγιο», τον Βαλεντίνο, ως «άγιο» του έρωτα (διότι ο άγιος Βαλεντίνος μπορεί να υπάρχει ως μάρτυς, αλλά δεν έχει καμία σχέση με αυτό που συνήθως προβάλλεται στο πρόσωπό του), και αυτού που προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία: τον όσιο Αυξέντιο τον εν τω Βουνώ. Διότι και οι δύο γίνονται αφορμή να προβληθεί ο έρωτας, αλλά στην πρώτη περίπτωση με την ανθρώπινη κοσμική διάστασή του, δηλαδή ως «παιδί της φτώχειας» κατά τον Πλάτωνα: ο ερωτευμένος εκλιπαρεί και ζητιανεύει την ανταπόκριση του άλλου, συνεπώς τις ανάγκες του εαυτού του ζητά να καλύψει – η αγάπη του είναι έκφραση ενός εγωισμού∙  ενώ στη δεύτερη με τη μεγαλειώδη διάσταση του θεϊκού έρωτα, που κάνει τον άνθρωπο να γίνει μεθεκτός του Θεού και να διαχέει έπειτα τις ακτίνες της αγάπης του Θεού και σε όλον τον κόσμο, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο άλλος που τις δέχεται και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την αληθινή αρχοντιά της αγάπης, που προσφέρεται «ερήμην» του άλλου, δηλαδή χωρίς να περιμένει οποιαδήποτε ανταπόκριση.

Ένας ύμνος μάλιστα από την ακολουθία του αγίου μάς καθοδηγεί ώστε να δούμε τις παγκόσμιες διαστάσεις της επί της γης παρουσίας του, λόγω ακριβώς του αγώνα του για την αγάπη του Θεού.

«Ανέλαβες εκούσια, πάτερ Αυξέντιε, τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και έκανες καινούργια τη γη, καθιστώντας την εξαιρετικά εύφορη, ένδοξε, με τα δάκρυα του αγώνα σου για τις αρετές» (ωδή α΄).

Τι επισημαίνει ο ύμνος; Σ’ έναν κόσμο που έχει καταστεί και διαρκώς καθίσταται «γέρικος», καθώς βουλιάζει αδιάκοπα σ’ αυτό που φθείρει και αποσυνθέτει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά: την αμαρτία ως σαρκολατρεία και αλαζονεία – διότι το μόνο που «κερδίζει» ο άνθρωπος από το αποκομμένο από τον Θεό σαρκικό του φρόνημα είναι ο θάνατος, όπως το εκφράζει μεγαλειωδώς ο απόστολος Παύλος: «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος» - η επισήμανση του παραπάνω ύμνου ηχεί παράδοξα και ανέλπιστα ευχάριστα! Υπάρχει η δυνατότητα η γη που πατάμε και που ζούμε να γίνει και πάλι καινούργια. Πώς; Όταν βρεθούν οι άνθρωποι, σαν τον άγιο Αυξέντιο, που με αποφασιστικό τρόπο, ελεύθερα και επιμελώς, στρέψουν την καρδιά τους προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Διότι Εκείνος ως η πηγή της ζωής και εν γένει τού είναι με την ενέργειά Του χορηγεί αενάως τη νεότητα και τη ριζική ανακαίνιση των πάντων. «Ιδού, καινά ποιώ πάντα» ακούμε αίφνης από το Πνεύμα Του στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όλα τα κάνω καινούργια! Διότι ακριβώς σ’ Αυτόν δεν υπάρχει υποψία φθοράς και σκότους! Είναι «ο Ων»! Και ο απόστολος Παύλος εκφράζοντας την εμπειρία της αλήθειας αυτής εν Εκκλησία το διαλαλεί: «Ει τις εν Χριστώ καινή κτίσις», όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία. Ο χριστιανός: το μυστήριο που περιπατεί στον κόσμο τούτο, προεκτείνοντας τη μοναδική και απόλυτη παρουσία Εκείνου, ένας άλλος Θεός που περιπολεί στη γη. Οπότε, κάθε πατημασιά ενός αγίου, κάθε κίνηση και ανάσα του συνιστούν «ενέσεις» ζωής και ανακαίνισης του κόσμου μας – το βλέπουμε στα άγια πρόσωπά τους: λάμπουν ακόμη και μέσα στα γηρατειά τους! Δεν χρειάζεται να κάνουν μπότοξ ή άλλες χειρουργικές επεμβάσεις αισθητικής για να φανούν «νέοι»! Γιατί ζει μέσα τους Εκείνος που είναι η διαρκής νεότητα ως σφρίγος αληθινής ζωής.  

Κι ο ύμνος για τον άγιο προσθέτει: στρέφεται κανείς προς τον Χριστό κι Αυτός προσφέρει τη δύναμη του ανακαινισμού Του, όταν αρχίζει ο πιστός να ζει με μετάνοια αληθινή, όταν δηλαδή τα δάκρυα από τον πνευματικό αγώνα για την άσκηση των αρετών πλημμυρίζουν την ύπαρξή του. Κάθε δάκρυ του, μας λέει ο άγιος υμνογράφος, που πέφτει στη γη τη λιπαίνει, την καθιστά εύφορη, την κάνει καινούργια – ό,τι πρώτα συνέβη στη δική του ψυχοσωματική ύπαρξη! Όσο υπάρχουν λοιπόν άγιοι, όσο υπάρχουν αληθινοί πιστοί, τόσο και ο κόσμος μας θα γίνεται και πάλι καινούργιος. Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε που υπάρχουν! Πόση παρηγοριά μας προσφέρει η σκέψη πως η κάθε δική τους ματιά είναι και μία νέα απαλή θέαση του κόσμου, που χύνει βάλσαμο στο πληγωμένο σώμα της γης και των κατοικούντων σ’ αυτήν και δημιουργεί συνθήκες ανάνηψης και ανάστασής τους.

08 Φεβρουαρίου 2024

«WAITING ROOM» (ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ)

«Ο Γέροντας, (ο όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, του Έσσεξ), ήταν άνθρωπος που δεν ταξίδευε και πάντοτε ζούσε στο σπιτάκι του, ίσως ένα από τα πιο φτωχά σπίτια στην Αγγλία. Δεν ταξίδευε και πάνω στην πόρτα του υπνοδωματίου του έγραψε: «Waiting room», «Αίθουσα αναμονής». Δηλαδή ζούσε σαν έγκλειστος περιμένοντας την ημέρα της συναντήσεώς του με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ονόμασε το κελί του «Αίθουσα αναμονής», «Waiting room». Και μάλιστα όταν έφτασε προς το γήρας και αισθανόταν ότι κοντεύει η έξοδός του, ανέβηκε στο κρεβάτι, διότι παλιά κοιμότανε κατά διαστήματα λίγο σε μία πολυθρόνα» (Γέρων Ζαχαρίας Ζάχαρου, Πνευματικός της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας).

Ο Γέρων Ζαχαρίας (Ζάχαρου), ο επί δεκαετίες υποτακτικός του μεγάλου συγχρόνου οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτου και εκφραστής της θεολογίας του και του πλούτου των πνευματικών εμπειριών του, αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα λόγου του για τον πνευματικό βίο του οσίου σε κάτι που φανερώνει εν σμικρώ το ήθος του Γέροντά του. Πρόκειται για μία «λεπτομέρεια» θα έλεγε κανείς, άγνωστη στους περισσοτέρους, που όμως και μόνον αυτή αρκεί – «εξ όνυχος τον λέοντα;» δεν λένε; - για να «οσφρανθεί» ένας πιστός την οδό που περιπατούσε ο μέγας Γέρων, την οδό στην πραγματικότητα όλων των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, των αγίων Αποστόλων του Κυρίου, την οδό του ίδιου τελικώς του αρχηγού της πίστεώς μας Ιησού Χριστού. Και τι «οσφραίνεται» ο πιστός; Τον ίδιο τον Κύριο ασφαλώς – ένα «μίμημα Χριστού» ήταν και ο άγιος Σωφρόνιος όπως και οι άλλοι άγιοι της Εκκλησίας μας – αλλά και τις προϋποθέσεις που υπάρχουν για την ακολουθία Εκείνου.

Κι αυτό θα πει, ειρήσθω εν παρόδω, ότι κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός κατά το δοκούν, να «ορίζει» έτσι τον εαυτό του γιατί έτσι το νομίζει, να δημιουργεί μία «καρικατούρα» χριστιανού με βάση όχι τι ο ίδιος ο Κύριος καθόρισε αλλά τι τα πάθη του και οι εμπαθείς κλίσεις της καρδιάς του καθορίζουν. Αυτό μάλιστα δεν είναι το χαρακτηριστικό της εποχής μας, της εποχής του «δικαιωματισμού» όπως λέγεται, κατά το οποίο ο καθένας μπορεί, γιατί έχει το «δικαίωμα», να ταυτοποιεί τον εαυτό του ή τα πράγματα γύρω του όχι με βάση την αντικειμενική εικόνα που υφίσταται διαχρονικά, την κοινά από όλους αποδεκτή, αλλά με βάση τους δικούς του (δαιμονικούς;) λογισμούς, έστω και τους πιο εξωφρενικούς; «Είναι έτσι, γιατί έτσι εγώ νομίζω» δηλαδή, αποτελεί το «σλόγκαν» της σύγχρονης μετα-νεωτερικής εποχής, στην οποία τα πάντα αλλοιώνονται και καταλύονται από εκείνους που θέλουν να είναι οι θιασώτες της, - χωρίς βεβαίως να υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός τους ότι ίσως τα πράγματα δεν κινούνται τόσο «αθώα» όσο φαίνονται, γιατί υπάρχουν δυνάμεις που τα οδηγούν προς την κατεύθυνση που εξυπηρετούνται τα δικά τους σκοτεινά συμφέροντα.

Λοιπόν, στη ζωή του αγίου Σωφρονίου, και ειδικά στη «λεπτομέρεια» του εγκλεισμού του στην «αίθουσα αναμονής» του, διαπιστώνουμε και τις προϋποθέσεις να είναι κανείς χριστιανός. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώνει καθημερινά τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Κι αλλού ο όρος που έθεσε για την εν αγάπη σχέση του ακολούθου Του με Εκείνον ήταν η τήρηση των αγίων Του εντολών. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου», και μάλιστα την εντολή της αγάπης που φανερώνει τη χριστιανικότητά της όχι βεβαίως απέναντι στον καλοπροαίρετα ιστάμενο απέναντί μας, αλλά στον εχθρό και τον αντίπαλό μας – κάτι που ούτε κατά διάνοια γίνεται αποδεκτό από τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο άγιος Σωφρόνιος ήταν από εκείνους τους εν επιγνώσει πιστούς που είχε κατανοήσει ότι «ο κόσμος όλος κείται εν τω πονηρώ», γι’ αυτό η χριστιανική πορεία συνιστά «βίαν φύσεως διηνεκή».

Οπότε, και «δεν ταξίδευε», σημειώνει ο Γέρων Ζαχαρίας. Όχι με την έννοια ότι δεν μετακινείτο στη ζωή του – ο άγιος έφυγε από τη Ρωσία μετά τις σπουδές του, πήγε στη Γαλλία, βρέθηκε στο άγιον Όρος, μετακινήθηκε μέσα σ’ Αυτό, κατέφυγε και πάλι στη Γαλλία, για να καταλήξει οριστικά στην Αγγλία – αλλά με την έννοια ότι η κάθε μετακίνησή του είχε χαρακτήρα πνευματικό, δηλαδή αναζητούσε τον τόπο όπου οι όροι της συνάντησής του με τον Κύριο θα είναι οι προσφορότεροι για τον ίδιο. Κι όταν εύρισκε αυτό που ποθούσε η καρδιά του, εκεί και παρέμενε, με αποκορύφωση τον εγκλεισμό του στο κελί του μοναστηριού του στο Έσσεξ της Αγγλίας. Κι είναι ευνόητο ότι οι μετακινήσεις του αυτές δεν ήταν «ταξίδια», όπως τα χαρακτηρίζουμε σήμερα, γιατί τέτοια ταξίδια κάνει κανείς προς αναψυχή του, προς διασκέδασή του, προς ανακάλυψη νέων τόπων και άλλων μορφών ζωής, προς υπέρβαση ίσως, όταν μπορεί, της ακηδίας του και της βαριεστημάρας της ζωής του.  

Το ίδιο, και ο εγκλεισμός του οσίου στο κελί του, μέχρι και την οσιακή κοίμησή του: ερμηνεύεται από ό,τι είχε γράψει στη θύρα του: «Αίθουσα αναμονής». Παρέμενε δηλαδή έγκλειστος, γιατί περίμενε. Και τι περίμενε; Την ημέρα της συναντήσεώς του με τον Κύριο. Και μας αφήνει να καταλάβουμε η στάση του αυτή το ποια ένταση πνευματική κυριαρχούσε στην ύπαρξή του. Εκείνος που τόνιζε ευκαίρως ακαίρως την ένταση του πνευματικού αγώνα που πρέπει να υφίσταται σε κάθε χριστιανό, ιδίως τον καλόγερο, ο ίδιος τη ζούσε στο ανώτερο δυνατό. Πού να βρει κανείς στον όσιο το όποιο σημάδι της ακηδίας και της ανίας; Η καρδιά του ήταν φλογισμένη από τον μεγάλο έρωτα προς τον Κύριό του Ιησού Χριστό, Εκείνον διαρκώς ανέμενε προσδοκώντας Τον είτε με τον θάνατό του είτε με τη Δευτέρα Του Παρουσία, γι’ αυτό και το βαθύ αίσθημα της μετανοίας τον διακατείχε έως εσχάτου της καρδιάς του, παίρνοντας τη μορφή και των δακρύων αλλά και της έμπονης προσευχής για όλους τους συνανθρώπους του και για όλη την κτίση – μία συνέχεια του μεγάλου οσίου Γέροντά του Σιλουανού. Ό,τι σημειώνει ο απόστολος Πέτρος (Β΄ καθ. Επιστολή)  ότι ο Κύριος παρατείνει κάθε ημέρα τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, γιατί «δεν θέλει να χαθούν έστω και κάποιοι από τους ανθρώπους, αλλά να έχουν όλοι ακόμη ένα περιθώριο μετανοίας» - που σημαίνει ότι η κάθε ημέρα αποτελεί και μία «παράταση» ως παραχώρηση επιπλέον χρόνου για απόκτηση και βίωση της μετανοίας – αυτό και ζούσε ο μέγας Σωφρόνιος. Την κάθε ημέρα του τη ζούσε ως την τελευταία του, θυμίζοντας τον μεγάλο επίσης άγιο της Εκκλησίας Αντώνιο, ο οποίος ακριβώς στοιχώντας κι αυτός στον ευαγγελικό λόγο έλεγε ότι «αν δεν θεωρήσουμε την κάθε ημέρα ως την τελευταία μας δεν μπορούμε να φτάσουμε στην αγιότητα».

Από την άποψη αυτή ο όσιος Σωφρόνιος συνιστά και έναν μεγάλο προφήτη της εποχής μας. Αυτό που χαρακτηρίζει διαχρονικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, να προεκτείνει δηλαδή εν τω χρόνω τον αρχηγό της Ιησού Χριστό  «σημαίνοντάς Τον με τα μυστήρια» και κηρύσσοντάς Τον «εσταυρωμένον και αναστάντα» - αυτή είναι η προφητική παρουσία της Εκκλησίας σε κάθε τόπο και χρόνο – αυτό ακριβώς ζούσε και κήρυσσε και ο άγιος. Η ασκητική του διαγωγή σε όλα τα χρόνια της ζωής του, η εγρήγορσή του ως επιβεβαίωση της εντολής του Κυρίου «γίνεσθε έτοιμοι γιατί δεν ξέρετε την ώρα που ο Υιός του ανθρώπου έρχεται», η αέναη προσευχή του τον προβάλλουν ως υπόδειγμα πίστεως και τον καθιστούν παράκλητο για όλους εμάς τους περιλειπομένους. Ίσως αυτό που εκείνος έγραψε στη θύρα του δωματίου του «Αίθουσα αναμονής», θα πρέπει να μας συνοδεύει στις περισσότερες εκδηλώσεις της καθημερινότητάς μας, αφού και ο κόσμος που βρισκόμαστε «αίθουσα αναμονής» είναι στην πραγματικότητα. Διότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου» και «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».

30 Ιανουαρίου 2024

ΠΟΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΜΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ;

«Τίς ἀμοιβή; Τίς ἀνταπόδοσις πρέπουσα τοῖς ἡμετέροις, ἄνθρωποι, προσενεχθήσεται παρ’ ἡμῶν εὐεργέταις; Δι’ ὧν πρός τό εὖ εἶναι χειραγωγούμεθα» (ωδή α΄ τριών ιεραρχών).

(Άνθρωποι, ποια αμοιβή ή ποια ανταπόδοση που τους πρέπει θα προσφερθεῖ από εμάς στους ευεργέτες μας (τρεις ιεράρχες); Διότι αυτοί κρατώντας μας το χέρι μάς οδηγούν στη μακάρια και ευλογημένη ζωή).

Ο άγιος μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης επίσκοπος Ευχαΐτων, μπροστά στα γιγαντιαία αναστήματα των τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (των οποίων το πνευματικό ύψος και την κοινή χάρη και δόξα που απολαμβάνουν ευλογήθηκε χαρισματικά να γνωρίσει – είναι αυτός που του φανερώθηκε, όταν είχαν διχαστεί οι χριστιανοί του 11ου αι. για το ποιος από τους τρεις είναι μεγαλύτερος και σπουδαιότερος, ότι και οι τρεις είναι το ίδιο και χαρά του καθενός είναι να τιμώνται οι άλλοι),  νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεῖ σε κάθε άνθρωπο όπου γης και χρόνου, προκειμένου να μας παρακινήσει στην αρμόζουσα ευχαριστία απέναντί τους. Κι αυτό διότι οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι είναι ευεργέτες μας, καθώς σημειώνει, αφού μας διδάσκουν και μας καθοδηγούν σε μία ζωή που ο μόνος χαρακτηρισμός είναι ευλογημένη και μακαρία ζωή. Μας πιάνουν από το χέρι εμάς τους αρχάριους και σκοτισμένους για να μας πάνε προς το ευ είναι.

Το ευ είναι προϋποθέτει το είναι, αλλά και το αντίθετό του, το φευ είναι – μία ορολογία που χρησιμοποίησαν προγενέστεροι από τον άγιο υμνογράφο Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα και όχι μόνο. Και τι σημαίνουν οι όροι; Όπως ο καθένας μπορεί να κατανοήσει: το είναι αποτελεί τη ζωή που μας έδωσε ως δωρεά ο Δημιουργός Θεός μας, ο Οποίος είναι η πηγή της, η πηγή του είναι και κάθε είναι. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» ακούγεται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, κάτι που συνεχίζεται και αποκορυφώνεται με τον ερχομό του σαρκωθέντος Θεού μας εν προσώπω Ιησού Χριστού. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν (οἱ ἄνθρωποι) καί περισσόν ἔχωσιν» - μας φέρνει ο Κύριος την περίσσια της ζωής. Τίποτε δεν υφίσταται, ορατό και αόρατο, μεγάλο ή μικρό και εντελώς μηδαμινό, έξω από την πανσθενή ενέργεια Εκείνου. «Πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». Ο Τριαδικός Θεός μας είναι η υπόθεση του κόσμου και κάθε κόσμου – το πρόσωπο του Θεού Πατέρα βλέπει ο πιστός που έχει έστω και λίγο ανοικτούς τους πνευματικούς οφθαλμούς του σε όλη τη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος το πρώτο που θέλησε να πει στους Αθηναίους ακροατές του, όταν βρέθηκε στη γη τους, με τις έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις τους ήταν ακριβώς αυτό: «Αὐτός (ὁ Θεός ἐστιν) ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν».

Το είναι λοιπόν συνιστά τη δωρεά του Θεού για κάθε ον που υπάρχει στον κόσμο, κατεξοχήν όμως για τον άνθρωπο τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένο. Και για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχει η διπλή δυνατότητα: ή να ακολουθήσει την προτροπή του Δημιουργού του να ζει μαζί με Εκείνον που είναι ο Πατέρας του και τον αγαπά, τηρώντας τις άγιες εντολές Του, ώστε να φθάσει στο απώγειο της ύπαρξής του: να γίνει ένα με τον Δημιουργό, ή να Τον διαγράψει μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας που του χάρισε, γευόμενος όμως ό,τι του είχε επισημάνει: την έκπτωσή του στη φθορά και τον θάνατο, την εξορία του στην κατάσταση της θλίψης, των οδυρμών και της κόλασης. Η πρώτη επιλογή είναι η φυσιολογική πορεία του και χαρακτηρίζεται ως ευ είναι∙ η δεύτερη είναι η παρά φύσιν πορεία που χαρακτηρίζεται ως φευ είναι.

 Κι έκτοτε αυτή πράγματι είναι η πορεία του κάθε ανθρώπου: ανάλογα με το πού θα κλίνει η θέλησή του, ανάλογα δηλαδή με τον «έρωτα» που θα κυριαρχήσει στη ζωή του, είτε προς το θέλημα του Θεού είτε προς το αμαρτωλό θέλημα το δικό του, η ζωή του θα είναι είτε ευλογημένη είτε δυστυχισμένη. Είτε ευ είναι είτε φευ είναι. Κι έρχεται ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος για να μας θυμίσει σήμερα: οι τρεις μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Οικουμένης είναι οι ευεργέτες μας, διότι με τη ζωή τους πρώτα και με τον λόγο τους έπειτα μάς καθοδηγούν και μας φωτίζουν τη ζωή, ώστε να μην πλανηθούμε και βρεθούμε στη δυστυχία και την κόλαση του φευ! Μας χειραγωγούν δηλαδή δραστικά ώστε μπροστά μας να βλέπουμε έντονα ζωγραφισμένο το πρόσωπο του Χριστού, χωρίς αλλοιώσεις και σκιάσεις – μας φέρνουν πάνω στα χνάρια του Ίδιου για να νιώθουμε την ευεργετική δική Του παρουσία και χάρη. Διότι αυτό ήταν το έργο τους και το κήρυγμα και η βαθιά επιθυμία τους: πώς να προβάλουν «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα». Οπότε είναι ευεργέτες μας, γιατί μας συνδέουν με τον Πρώτο και Μοναδικό και Απόλυτο Ευεργέτη του ανθρωπίνου γένους, τον Δημιουργό Θεό μας Ιησού Χριστό. Δέχτηκαν με άλλα λόγια την ευεργεσία Εκείνου οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες μας, γι’ αυτό και ευεργετημένοι θέλουν να μοιράζονται την αγία εμπειρία τους και με κάθε άλλον συνάνθρωπό τους – κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του τη δωρεά του Θεού ή αλλιώς, όπως έχει ειπωθεί, το δώρο του Θεού μόνον ως αντίδωρο μπορεί να διακρατηθεί και να κατανοηθεί. Η ευγνωμοσύνη μας απέναντί τους έτσι είναι δεδομένη και αιώνια.   

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΣΩΣΜΕΝΟΙ!

«Σήμερον τῷ οἴκῳ τούτῳ περιφανής σωτηρία˙ δύο γάρ καί τρεῖς συνηγμένους, Χριστός εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ τιμῶν, μέσος πάρεσι τούτων» (ωδή ς΄ α΄ κανόνα τριών Ιεραρχών).

(Σήμερα στον οίκο αυτό, στην κοινή δηλαδή εορτή των τριών ιεραρχών, κηρύσσεται ένδοξα η σωτηρία. Διότι ο Χριστός τιμώντας δύο και τρεις που είναι μαζεμένοι στο όνομά Του, βρίσκεται ανάμεσά τους).

Ο άγιος Ιωάννης των Ευχαΐτων, ο άγιος που ευλογήθηκε από τον Κύριο να δεχτεί την επέμβαση (11ος αι.), από κοινού και μεμονωμένα, των τριών ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, προκειμένου να διαλυθεί η δαιμονική ενέργεια της διαιρέσεως και της διασπάσεως των πιστών της εποχής του – διότι ο Πονηρός στο όνομα τάχα των τριών αυτών αγίων κατάφερε να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες, τους Βασιλίτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες: η κάθε ομάδα απολυτοποιούσε ως τάχα μεγαλύτερο τον «δικό» της άγιο – ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος λοιπόν δεν παύει να τονίζει στους ύμνους του και για τους τρεις Πατέρες αφενός το σπουδαίο θεολογικό έργο τους με το οποίο οχυρώθηκε η Εκκλησία απέναντι στους διαφόρους αιρετικούς, αφετέρου τη μεγάλη αγιότητά τους, η οποία κατεξοχήν φάνηκε και στην εποχή που ζούσαν αλλά και στην εποχή του ίδιου του αγίου υμνογράφου.

Και τι βεβαίωσε την αγιότητά τους αυτή κυρίως κατά τον ενδέκατο αιώνα, τον αιώνα που ζούσε όπως είπαμε ο άγιος Ευχαΐτων; Η ενότητά τους, όπως φανέρωσαν οι άγιοι με το όραμα στον άγιο Ιωάννη. Διότι τι του είπαν μέσα στο περιβάλλον το διχαστικό που ζούσε; Ότι και οι τρεις τους είναι ένα και η τιμή του καθενός αντανακλά στον άλλον – «Δεν υπάρχει δεύτερη θέση μεταξύ των τριών. Διότι ο καθένας  φέρει τα πρεσβεία» (ωδή θ΄). Κι αυτό γιατί αποτελούν μέλη του ίδιου Σώματος, του Σώματος του Χριστού. Μέσα στον Χριστό ευρισκόμενοι, και όσο ζούσαν, πολύ περισσότερο μετά την έξοδό τους από τη ζωή αυτή, πώς ήταν δυνατόν να θεωρούνται ξεχωριστά; Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε, και μάλιστα εκφράζοντας τον βαθύ πόθο Του και το σπουδαιότερο όραμά Του για την τραυματισμένη και διχασμένη ανθρωπότητα, ότι θέλει όλοι να είναι ένα; Κατά το πρότυπο μάλιστα της αγίας Τριάδος που η κάθε υπόστασή Της φέρει όλο το κοινό της μίας θεϊκής φύσεως και ουσίας, «μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν μονάδι». «Ίνα πάντες εν ώσιν, καθώ συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν Σοι».

Κι είναι πολύ θλιβερή η αυτονόητη αναγωγή: απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν τέτοια διχαστικά και διασπαστικά φαινόμενα, κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίζουν να υφίστανται άχρι του τέλους των αιώνων μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – το σχίσμα του Δυτικού χριστιανισμού και οι σημερινές σχισματικές τάσεις και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Το μυαλό όλων μας πηγαίνει στον μερισμό που έζησε η Κόρινθος την εποχή των αγίων αποστόλων. Μας το λέει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: Χωρισμένοι οι Κορίνθιοι σε ομάδες, που η καθεμία απολυτοποιούσε είτε τον Παύλο είτε τον Πέτρο είτε τον Απολλώ. Κι ο απόστολος λειτούργησε ως «καταπέλτης»: Ο Χριστός κομματιάστηκε; Μήπως ο Παύλος ή ο Πέτρος σταυρώθηκαν για σας; Μήπως στο όνομα του Παύλου ή κάποιου άλλου βαπτιστήκατε; Για τον άγιο Παύλο δηλαδή ο μερισμός και διχασμός αυτός ήταν σχέδιο του Πονηρού που καλυμμένος κάτω από τον μανδύα του ονόματος κάποιου αποστόλου ήθελε να απομακρύνει τους πιστούς από τη ζωντανή σχέση τους με τον αρχηγό της πίστεως τον Ιησού Χριστό.

 Κι είναι μία πνευματική πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε οι χριστιανοί: ο διάβολος δεν μας πολεμά τόσο με την ίδια την απροκάλυπτη κακία, όσο με την καμουφλαρισμένη μορφή της – τα λεγόμενα εκ δεξιών όπλα του Πονηρού. Οπότε ο αρχάριος χριστιανός, ο μη δοκιμασμένος και άπειρος εύκολα πέφτει στην παγίδα: νομίζει ότι αγωνίζεται για θέματα πίστεως λατρεύοντας τον Πονηρό! Η αξιωματική πνευματική αρχή είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη: όπου υπάρχει διχασμός και διαίρεση εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πονηρού˙ όπου υπάρχει η εν ταπεινώσει και αγάπη ενότητα εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πνεύματος του Θεού. Η μόνη πολεμική και ο μόνος διχασμός που επιτρέπεται για τον χριστιανό είναι προς την αμαρτία. Διότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος και το Πνεύμα κατά της σαρκός». Εκεί όντως ο διχασμός είναι απαραίτητος που υπηρετεί την αληθινή ενότητα.

Οπότε, ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, και με τον παραπάνω ύμνο του μεταξύ πολλών άλλων, αυτό ακριβώς διατρανώνει: στους αγίους τρεις Ιεράρχες ο μόνος που κυριαρχούσε ήταν ο ίδιος ο Κύριος. Κάθε σκέψη και λογισμός του καθενός, κάθε επιθυμία του, κάθε αίσθημά του ήταν προσανατολισμένα στον Κύριο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αλήθεια αυτή δύο Καινοδιαθηκικά στοιχεία: πρώτον, τον λόγο του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομά μου εκεί είμαι ανάμεσά τους»˙ δεύτερον, τον λόγο πάλι του Ίδιου που αξιολογεί την πίστη του Ζακχαίου απέναντί Του όταν βρέθηκε στο σπίτι του και δέχτηκε τη μετάνοιά του: «σήμερα σωτηρία έγινε στο σπίτι αυτό».

Λοιπόν, η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών με τη θέληση του Κυρίου και των αγίων «παιανίζει» με τον πιο δυνατό τρόπο, πέραν άλλων, τα δύο αυτά: την εν πίστει και αγάπη ενότητα των πιστών και το τι σημαίνει τελικώς σωτηρία του ανθρώπου. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ενότητα εκεί δεν υφίσταται σχέση με τον Σωτήρα Χριστό, έστω κι αν υπάρχει η εν αμαρτίαις πρόφαση της επίκλησης σ’ Εκείνον ή στους αγίους Του!