31 Αυγούστου 2024

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1ηΣεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» - που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι της ημέρας, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή σ’  ένα μεγάλο ποσοστό έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου με το κήρυγμά Του στη Ναζαρέτ για μία καινούργια εποχή δεκτή και ευάρεστη στον Θεό, μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του.

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον «βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Έχει κατά κόρον τονιστεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, και κάθε κρίση βεβαίως,  θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση οποιασδήποτε διάστασης είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.  

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο υιός του μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος, αφού πήρε την τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα, που φυλασσόταν εκεί μέχρι τότε μαζί με την τιμία εσθήτα από κάποια παρθένο γυναίκα, και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέθεσε σε λαμπρή θήκη, την οποία ονόμασε Αγία Σορό. Πέρασαν από τότε τριακόσια δέκα χρόνια και ο Λέων ο βασιλιάς άνοιξε την Αγία αυτή Σορό, για χάρη της συζύγου του Ζωής, που ενοχλείτο από ακάθαρτο πνεύμα και που είχε γίνει άξια θείας οπτασίας, ότι, αν βάλουν την τιμία Ζώνη πάνω της, θα θεραπευτεί. Βρέθηκε λοιπόν η τιμία Ζώνη να λάμπει, σαν να μόλις είχε υφανθεί, και να έχει σφραγίδα με χρυσή βούλα και κωδίκελλο (δηλαδή σύντομο υπόμνημα), που έλεγε με λεπτομέρεια τον χρόνο, την ινδικτιώνα και την ημέρα, κατά την οποία προσκομίσθηκε η αγία Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη, και πώς τοποθετήθηκε μέσα στη θήκη από τα χέρια του βασιλιά, η οποία σφραγίστηκε από αυτόν. Αυτήν (την τιμία Ζώνη) τότε ο βασιλιάς Λέων την ασπάστηκε και διά της χειρός του Πατριάρχη εκείνης της εποχής, την άπλωσε πάνω από τη βασίλισσα, οπότε και η Αγία Ζώνη την ελευθέρωσε από το νόσημά της. Τότε όλοι, αφού δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και απέδωσαν ευχαριστήριους ύμνους στην Πάναγνο Μητέρα Του, κατέθεσαν την αγία Ζώνη στην Αγία Σορό, στην οποία και προϋπήρχε».

Ο μήνας Αύγουστος είναι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όχι μόνον γιατί καταυγάζεται από την ένδοξη Κοίμηση και Μετάστασή Της στα χέρια του Κυρίου και Θεού της, αλλά και για την εορτή της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της. Οι δύο αυτές εορτές, οι οποίες σφραγίζουν τον μήνα, η μεν πρώτη το πρώτο ήμισυ (15 Αυγούστου), η δε δεύτερη το δεύτερο (31 Αυγούστου), δεν θεωρούνται ξεχωριστά από την Εκκλησία μας, αλλά συνάπτονται και συν- ορώνται ως κάτι το ενιαίο. Και διότι αναφέρονται και οι δύο στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου, και διότι η δεύτερη, μολονότι επιφανειακά είναι κάτι διαφορετικό από την Κοίμηση, αποτελεί επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας για τη συνεχή παρουσία της Παναγίας στον κόσμο μας, ως σκέπης, προστασίας και ασφάλειάς μας. Με άλλα λόγια, ό,τι εξαγγέλλει το απολυτίκιο της Κοιμήσεως: «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε», το βλέπουμε να πραγματοποιείται στη σημερινή εορτή: η Παναγία μας μάς άφησε τη Ζώνη της και την εσθήτα της, ως μία αδιάκοπη υπενθύμισή της,  αλλά και αισθητή παρουσία της μέσα από δικά της αντικείμενα.

Η παραπάνω εκτίμηση της συν-όρασης των δύο εορτών,  δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της υπόσχεσης και της υλοποίησης, δεν είναι αυθαίρετη ούτε καρπός ενός αφαιρετικού συλλογισμού. Συνιστά πεποίθηση της Εκκλησίας, η οποία το ζει και το υμνολογεί στην ακολουθία της ημέρας (ωδή δ΄): «Ήρθης προς φως άδυτον μεταχωρήσασα. Έλιπες δε τοις σε μακαρίζουσιν, αντί του σώματός σου Αγνή, την τιμίαν Ζώνην». Δηλαδή: Αναχώρησες από τον κόσμο αυτό και ανέβηκες (με την κοίμησή σου) στο παντοτινό φως (της Βασιλείας του Υιού σου), Αγνή, άφησες όμως σε μας που σε μακαρίζουμε, αντί του σώματός σου, την τιμία (σου) Ζώνη. Και αλλού (ωδή ζ΄ ): «Η πάντων βασίλισσα προς ουρανίους σκηνάς απαίρουσα, καταλέλοιπεν όλβον, τη βασιλίδι πασών των πόλεων, την ταύτης Ζώνην». Δηλαδή: Η βασίλισσα όλων (η Θεοτόκος), καθώς ανέρχεται στις ουράνιες σκηνές, άφησε θησαυρό στη βασίλισσα των πόλεων (την Κωνσταντινούπολη), τη Ζώνη της.

Ποια η αιτία της σχεδόν ταυτίσεως της Ζώνης (αλλά και της εσθήτος) της Παναγίας με την ίδια την Παναγία; Βεβαίως, κατά πρώτον, το γεγονός ότι την φορούσε Εκείνη, η οποία είχε τόση χάρη και περίσσια χάρης Θεού, ώστε μεταγγιζόταν η χάρη αυτή και στα ρούχα της και σε όλα τα αντικείμενά της. «Την τιμίαν σου Ζώνην, τιμητικώς άπαντες…περιπτυσσόμεθα, τιμήν υπάρχουσαν, πάντων πιστών, Θεοτόκε, ως τω υπερτίμω σου, ψαύσασα σώματι». Όλοι ανεξαιρέτως αγκαλιάζουμε με τιμή την τιμία σου Ζώνη, που είναι η τιμή όλων των πιστών, διότι άγγιξε το υπέρτιμο σώμα σου. «Τιμήσωμεν οι πιστοί, ως συναφείας προς Θεόν σύνδεσμον, την της Αγνής σήμερον Ζώνην, και πιστώς προσκυνήσωμεν». Ας τιμήσουμε σήμερα οι πιστοί τη Ζώνη της Αγνής (Θεοτόκου), ως σύνδεσμο σχέσεως προς τον Θεό, και ας την προσκυνήσουμε με πίστη.

Κι είναι γνωστή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας επ’  αυτού: τα υλικά πράγματα αγιάζονται από τον άγιο που τα έχει -  κάτι που δικαιολογεί τη γενική τιμή των αντικειμένων όλων των αγίων, πολύ περισσότερο των ιερών λειψάνων τους – όπως το επισημαίνουμε μεταξύ των άλλων και στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, κατά την οποία και τα ενδύματά Του έλαμψαν κι έγιναν πιο λευκά και από το χιόνι, αλλά και σε άλλα περιστατικά από την αγία ζωή Του, που και το άγγιγμα των ενδυμάτων Του έφερε ως αποτέλεσμα τη θεραπεία από όλες τις ασθένειες (π.χ. το περιστατικό με την αιμορροούσα γυναίκα). Κι είναι τούτο μία κραυγαλέα διακήρυξη του πόσο και η ύλη εξαγιάζεται με τον ερχομό του Χριστού, μετέχοντας και αυτή στη διαδικασία σωτηρίας του ανθρώπου. Πρόκειται για έναν υλισμό της Εκκλησίας, όπως έχει τονιστεί, που υπερβαίνει οποιοδήποτε δυαλισμό που δαιμονοποιεί την ύλη και καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί πνευματοκρατίας και ιδεολογίας της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστός σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, με την ψυχή και το σώμα του, και μαζί με αυτόν ολόκληρη τη δημιουργία.

Ο υμνογράφος όμως, ως στόμα της Εκκλησίας, φρίττοντας μπροστά στο μυστήριο που περικλείει, αναφέρει και άλλον λόγο για την τιμή της αγίας Ζώνης, πέραν της ψαύσεως του αγίου σώματος της Παναγίας: την ψαύση, κατά κάποιον τρόπο, και του σώματος του ίδιου του Χριστού. Πώς; Ζωσμένη η Παναγία την εν κυήσει κοιλιά της με τη ζώνη της, έζωνε κατ’  επέκταση και τον Υιό και Θεό της. «Η ση, άχραντε Δέσποινα, σεβασμία και τιμία σορός, Ζώνην κατέχει την αυτόν, τον νομοθέτην εν σοι, συγκατασχούσαν. Φρικτόν το μυστήριον!» Άχραντε Δέσποινα, η σεβάσμια και τίμια σορός σου κατέχει τη Ζώνη σου, η οποία συγκρατούσε τον ίδιο τον νομοθέτη (Θεό) μέσα στη μήτρα σου. Φρίττουμε για το μυστήριο! Γι’  αυτό και ο ποιητής λαμβάνει αφορμή, με την εορτή, για να εξαγγείλει όχι μόνον όλες τις χαρές που προχέονται από τα άγια αντικείμενα της Παναγίας, όπως συνέβη και με τη βασίλισσα Ζωή, αλλά και το ύψος της αγιότητας Εκείνης.

Ως καλός θεολόγος μάλιστα και γνώστης όλης της θείας οικονομίας βλέπει στο πρόσωπο της Θεοτόκου να πραγματοποιούνται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Ιησού Χριστού ως Λυτρωτή του κόσμου. Η Παναγία δηλαδή αποτελεί Εκείνην την οποία προτυπώνουν, για παράδειγμα, ο Παράδεισος της Εδέμ, η Θεία Νεφέλη που περιέσκεπε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η Κιβωτός της Διαθήκης με τις πλάκες του Νόμου, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η στάμνα με το μάννα. Αλλά και από την άλλη εξαγγέλλει ότι για να δει κανείς και πολύ περισσότερο να γευτεί τις χάρες και τα θαυμάσια που σαν ποταμοί ρέουν από τη Ζώνη της Θεοτόκου, απαιτείται η πίστη του ανθρώπου, ο ένθεος πόθος του για την Παναγία, η διάθεσή του για μετάνοια. «Πιστώς προσκυνήσωμεν» (ας προσκυνήσουμε με πίστη) είναι η διαρκής προτροπή του, «η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε, γέγονε μεγίστης εορτής, Θεοτόκε, τοις θερμώς σε ποθούσιν υπόθεσις» (η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε Θεοτόκε, έγινε υπόθεση μεγίστης εορτής γι’  αυτούς που σε ποθούν θερμά)  είναι η διαπίστωσή του, «φιλίας με  δολίας της των παθών, και εχθρού καθ’  εκάστην πειράζοντος…τω σω προσπεφευγότα ελέει διά τάχους, ως συμπαθής Αγνή απάλλαξον» (καθώς με πειράζει η δόλια φιλία των παθών μου και καθημερινά ο εχθρός διάβολος… απάλλαξέ με λόγω της αγάπης σου, Αγνή, γρήγορα, εμένα που προσφεύγω στο έλεός σου) είναι η σεμνή και ταπεινή προσευχή του.

27 Αυγούστου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΟΙΜΗΝ

 

«Ο όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Αναχώρησε μαζί με όλα τα αδέλφια του κι έγιναν όλοι μοναχοί. Η μητέρα τους, μετά από πολλούς χρόνους, επειδή τους επιθύμησε πολύ, πήγε να τους δει, αλλά αυτοί έκλεισαν τη θύρα και δεν της επέτρεψαν να συμβεί αυτό. Άρχισε τότε να κλαίει και φώναξε με πολύ πόνο. Πλησίασε τότε ο αββάς Ανούβ, ο μεγάλος της γιος, και της λέγει: Γιατί κλαις, γερόντισσα;  Αυτή όταν άκουσε τη φωνή του (γιατί δεν τον έβλεπε, μια και η θύρα ήταν κλεισμένη), είπε: Θέλω να σας δω, παιδί μου. Σε τι θα σας βλάψω, αν σας δω λίγο; Δεν είμαι η μάνα σας, δεν είμαι σε βαθιά γεράματα; Πήρε τον λόγο τότε ο όσιος Ποιμήν και της είπε: Θέλεις να μας δεις (για λίγο) σ᾽ αυτόν τον κόσμο ή (να μας βλέπεις διαρκώς) στον άλλον; Αυτή κατάλαβε τα λόγια του και έφυγε παρηγορημένη. Θέλησε κάποτε ο άρχων της πόλεως να δει τον αββά Ποιμένα. Συνέλαβε λοιπόν τον γιο της αδελφής του για κάποιο αδίκημα και τον έκλεισε στη φυλακή. Ο γέροντας όμως δεν θέλησε να δει τον άρχοντα. Ήλθε και η αδελφή του, αλλά και σ᾽αυτήν δεν έδωσε απόκριση. Αυτή τότε άρχισε να τον κατηγορεί και να του λέει: άσπλαχνε, ελέησέ με, γιατί τον έχω μοναχοπαίδι. Αυτός όμως της μηνύει με κάποιον: φύγε, αναχώρησε από εδώ. Ο Ποιμήν δεν γέννησε παιδιά. Και ο άρχων του στέλνει μήνυμα: Έναν λόγο πες μου, κι αμέσως θα τον ελευθερώσω. Απάντησε ο γέρων: Εξέτασέ τον κατά τους νόμους, και αν είναι άξιος θανάτου, ας πεθάνει. Διαφορετικά, κάνε όπως θέλεις. Θαύμασε πολύ ο άρχων με την απόκριση του γέροντα, και ελευθέρωσε το παιδί. Τον ρώτησε κάποτε κάποιος: Αν δω τον αδελφό μου να αμαρτάνει,  να τον σκεπάσω και να τον καλύψω; Λέγει ο γέρων: Την ώρα που θα καλύψουμε το σφάλμα του αδελφού, και ο Θεός θα καλύψει τα δικά μας σφάλματα. Αυτός ο μακάριος, αφού εξάσκησε κάθε αρετή, ώστε όλοι οι γέροντες στην Αίγυπτο και τη Θηβαΐδα να τον έχουν ως πατέρα και από αυτόν να καθοδηγούνται και να ρυθμίζουν τη ζωή τους, έφτασε στο τέλος του, σε βαθιά γηρατειά και πλήρης ημερών».

Όλοι γνωρίζουμε τη μεγάλη αγάπη του πιστού λαού μας προς τα διάφορα Γεροντικά, τα βιβλία δηλαδή που περιέχουν λόγια και περιστατικά από την ασκητική  ζωή αγίων αββάδων και αμμάδων. Και τούτο γιατί μέσα από αυτά ο λαός έρχεται σε άμεση επαφή με τον ίδιο τον λόγο του Θεού, τον οποίο βίωσαν στο ανώτερο δυνατό οι όσιοι αυτοί και τον πρόσφεραν στους ανθρώπους που τους πλησίαζαν στην εποχή τους άμεσα και ευκολοχώνευτα, αλλά συνεχίζουν να τον προσφέρουν με τον ίδιο τρόπο και μέσα από τα γραμμένα βιβλία γι᾽ αυτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Γεροντικά ῾βιωμένα ευαγγέλια᾽ τα έχουν χαρακτηρίσει, ενώ τα περισσότερα περιστατικά ξεκινούν από αυτήν την αίσθηση σωτηρίας που νιώθει ο πιστός, όταν προσεγγίζει τον ίδιο τον Θεό: «αββά, ειπέ λόγον, ίνα σωθώ»,  ή «είπε γέρων». Γι᾽ αυτό και η κατάνυξη και η δημιουργία συνθηκών μετανοίας είναι το σύνηθες που διαπιστώνει κανείς από τη μελέτη των Γεροντικών αυτών.

Αν λοιπόν συμβαίνει αυτό – και πράγματι συμβαίνει – τότε καταλαβαίνει κανείς πόση συγκίνηση και αγαλλίαση αισθάνεται ο πιστός, που σήμερα εορτάζει ένα από τα κυρίαρχα πρόσωπα του Γεροντικού, ο όσιος Ποιμήν. Ένα τεράστιο τμήμα των ασκητικών αυτών κειμένων αναφέρεται σε λόγια και περιστατικά εκείνου, φανερώνοντας και το μέγεθος της αγιότητάς του. Ήδη το παραπάνω σύντομο συναξάρι περιέχει κάποια από αυτά τα λόγια και τις πράξεις του, ενώ βεβαίως ο υμνογράφος της ακολουθίας του, έκθαμβος μπροστά στη λαμπρότητα της προσωπικότητάς του δεν ξέρει τι να πρωτοαναφέρει σαν χάρισμα και αρετή του: «Τι σε νυν Ποιμήν ονομάσωμεν;» «Τι σε νυν Ποιμήν προσφθεγξώμεθα;» Ο όσιος, πράγματι, εξήσκησε κάθε αρετή και «γέγονε φωστήρ τη οικουμένη λάμπων τοις θαύμασι», εκείνη όμως η αρετή που κυριολεκτικά τον χαρακτήριζε και τον διαπερνούσε, γι᾽ αυτό και επανειλημμένως έρχεται και επανέρχεται σ᾽ αυτήν ο ποιητής, ήταν η διάκριση. «Φωστήρ διακρίσεως ακοίμητος» είναι ο όσιος, «λύχνος διακρίσεως γέγονε, καταυγάζων τας ψυχάς των προσιόντων αυτώ πιστώς και την τρίβον της ζωής υποδεικνύς αυτοίς». Λυχνάρι διακρίσεως έγινε ο όσιος, καταυγάζοντας τις ψυχές αυτών που τον πλησιάζουν με πίστη, και υποδεικνύοντας σ᾽ αυτούς την αληθινή οδό της ζωής.

 Κι είναι γνωστό βεβαίως ότι μεγαλύτερη και σπουδαιότερη αρετή από τη διάκριση δεν υπάρχει. «Πασών αρετών μείζων η διάκρισις» κατά τους αγίους. Κι είναι ευνόητο: η διάκριση αποτελεί το επιστέγασμα όλων των αρετών και φανερώνει τον πλούτο της παρουσίας του αγίου Πνεύματος στην ψυχή του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, η διάκριση, ως φωτισμός καταρχάς για να ξέρει κανείς κάθε φορά το θέλημα του Θεού, και ως φωτισμός έπειτα για να διακρίνει τα διάφορα πνεύματα που προσεγγίζουν τον άνθρωπο, ακόμη δε περισσότερο ως φωτισμός που φτάνει στην προόραση και τη διόραση,  προϋποθέτει και την πίστη και την αγάπη και την ταπείνωση. Η διάκριση αποτελεί, θα έλεγε κανείς, το τελικό συμπέρασμα όλων των αρετών, την τελική σφραγίδα που θέτει το Πνεύμα του Θεού στον ενεργούμενο από Αυτό άνθρωπο.

Ας απολαύσουμε - αλλά και ας ελεγχθούμε για τη μικρότητα και  την αμαρτωλότητά μας -  μερικές  αναφορές για τον  γλυκύτατο αυτόν αββά και μεγάλο όσιο:

- Όταν κάποτε κάποιοι καλόγεροι τού παραπονέθηκαν για τις φωνές κάποιων μικρών παιδιών που έρχονταν στο μοναστήρι τους και τους ενοχλούσαν, εκείνος τους είπε: για τις φωνές των αγγέλων μού μιλάτε;

- Όταν πάλι σ᾽ ένα μοναστήρι παρουσιάστηκαν αδελφοί που τον ρώτησαν ενοχλημένοι τι να κάνουν με κάποιους συμμοναστές τους που κοιμώνται κατά την ώρα των αγρυπνιών, εκείνος τους ῾έλιωσε᾽ λέγοντας: εγώ στη θέση σας θα έφερνα και μαξιλάρι να τους βάλω, για να κοιμηθούν πιο άνετα.

- Σε ερώτηση αδελφού προς αυτόν σχετικά με το πώς θα πρέπει να χρησιμοποιεί τον λόγο, πότε δηλαδή να μιλάει και πότε να σιωπά, εκείνος διακριτικά του υπέδειξε: «μίλα διά τον Θεόν, σιώπα διά τον Θεόν».

«Ποιμήν, Πατέρων το καύχημα, ασκητών εγκαλλώπισμα, ικέτευε του σωθήναι τας ψυχάς ημών».

ΠΩΣ ΒΟΗΘΑΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ (26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)

 

Το άγιο ζεύγος Αδριανός και Ναταλία (26 Αυγούστου) προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως τύπος της αληθινής συζυγίας – στο πρόσωπό τους βλέπουμε την ιδανική θα λέγαμε σχέση! Γιατί; Διότι όχι μόνον υπήρχε μεταξύ τους ο ανθρώπινος έρωτας, αλλά τροφοδοτείτο αυτός και αυξανόταν, βρίσκοντας τον ορθό στόχο του, από τον θεϊκό έρωτα που κατέλαβε το ζευγάρι. Διότι η εμπειρία των ανθρωπίνων σχέσεων και μάλιστα όσον αφορά στη συζυγική σχέση επιβεβαιώνει ότι χωρίς την αναφορά προς τον Θεό, χωρίς την αγάπη Εκείνου, αν όχι καθόλου αλλά πολύ σπάνια μπορεί να κρατηθεί και να παραμείνει πολυετής και ισόβια. Και αυτό οφείλεται βεβαίως στο γεγονός ότι η ανθρώπινη αγάπη, στοιχείο της οποίας είναι και ο έρωτας, είναι σαν την μπαταρία: έχει όριο λήξεως – φθείρεται και αυτή όπως όλα τα ανθρώπινα. Λοιπόν, απαιτείται η ανατροφοδοσία της αγάπης και του έρωτα από εκείνην την πηγή που είναι αιώνια: την αγάπη και τον έρωτα του Θεού. Όπου υπάρχει η σύνδεση με τον Θεό εκεί ο άνθρωπος αδιάκοπα «καινουργείται», όπως άλλωστε το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «ιδού, καινά ποιώ πάντα!», όλα τα κάνω καινούργια.  

Κι ένας ύμνος από την ακολουθία των αγίων έρχεται και προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο στην ανατροφοδοσία αυτή και στη διακράτηση της ενότητας των συζύγων. «Πυρί αγάπης θεϊκής την ψυχήν φλεγομένη, του συζύγου εξήψας τον έρωτα εις Χριστόν, τον πόθον τον της σαρκός, Ναταλία, τέλεον μισήσασα» (ωδή γ΄). Τι λέει ο άγιος Θεοφάνης ο ποιητής εν προκειμένω; «Καθώς φλεγόσουν στην ψυχή από το πυρ της θεϊκής αγάπης, Ναταλία, άναψες τον έρωτα για τον Χριστό στον σύζυγό σου, αφού μίσησες εντελώς τον πόθο για τον κόσμο της αμαρτίας». Δεν ήταν στραμμένος προς τον Θεό όπως η γυναίκα του Ναταλία ο Αδριανός. Όμως όταν έρχεται σ’ επαφή πρώτον με αγίους μάρτυρες που φλέγονταν από τον θεϊκό έρωτα, κι έπειτα με την προτροπή της συζύγου του που εξίσου πυρπολείτο κι αυτή από τη θεία αγάπη, βλέπει να καταλαμβάνεται κι η δική του καρδιά από το ίδιο ένθεο πάθος, γεγονός που τον οδηγεί έπειτα και στο μαρτύριο!

Η αγία Ναταλία μετέδωσε στον σύζυγό της αυτό που είχε: την αγάπη προς τον Χριστό – άλλωστε «δεν θα πάρεις από αυτόν που δεν έχει», κατά την παροιμία. Που θα πει: έστω και το ένα μέλος της συζυγίας αν είναι του Θεού, τότε, εφόσον ασφαλώς υπάρχει καλή διάθεση, μπορεί να δώσει ο Θεός να «καεί» και το άλλο μέλος από την ίδια αγάπη. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος στις περιπτώσεις που ο ένας σύζυγος είναι χριστιανός και ο άλλος ειδωλολάτρης; Δεν λέει να χωρίσουν, γιατί η φλόγα της πίστεως μπορεί να μεταγγιστεί και στον άλλον. Κι ακόμη: ο αγιασμός του ενός μπορεί να γίνει αγιασμός λόγω της συζυγίας και για τον άλλον. Μόνον στην περίπτωση που υπάρχει παγιωμένη πονηρή κατάσταση αρνήσεως ισχύει το «χωριζέσθω». Λοιπόν, η επισήμανση του αγίου υμνογράφου με βάση τη ζωή των αγίων Αδριανού και Ναταλίας είναι πολύ παρήγορη. Ο κάθε σύζυγος αξίζει να αγωνίζεται για το άλλο μέλος της συζυγίας, γιατί η αγάπη προς τον Θεό μεταγγίζεται. Αρκεί όπως είπαμε να υπάρχει η αγάπη αυτή του ενός και να είναι δεκτικός με καλή διάθεση και ο άλλος.  

19 Αυγούστου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος  έζησε τον καιρό του ασεβεστάτου Μαξιμιανού κι υπήρξε στο στράτευμα της ανατολικής χώρας, υπό τις διαταγές του στρατηγού Αντιόχου. Όταν ο Αντίοχος έδωσε εντολή σ’ αυτόν και σε άλλους στρατιώτες να πολεμήσουν τους Πέρσες, γιατί αυτοί καταπάτησαν τα σύνορα των Ρωμαίων και κατέστρεφαν τη χώρα τους, ο άγιος Ανδρέας, πείθοντας και τους άλλους στρατιώτες να κάνουν το ίδιο, επικαλέστηκε τον Χριστό και με τη δύναμη Εκείνου έτρεψε τους Πέρσες σε φυγή και καταδιώκοντάς τους κατέστρεψε τη δύναμή τους. Μ’  αυτήν την ανέλπιστη νίκη που κατήγαγαν στο όνομα του Χριστού, έφερε στην πίστη σ’  Εκείνον όλους τους στρατιώτες. Κατηγορήθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες στον Αντίοχο, ο οποίος, αφού ο άγιος παραστάθηκε σ’  αυτόν ως κατάδικος, έδωσε έντολή ο μεν Ανδρέας να απλωθεί σε πυρακτωμένη σιδηρά κλίνη, οι δε στρατιώτες να δεθούν στα χέρια τους σε τετράγωνα ξύλα. Έπειτα πρόσταξε πάλι ο Αντίοχος να διωχτούν από τα όρια της χώρας, με τη βοήθεια χιλίων άλλων στρατιωτών, που και αυτούς όμως κατήχησε ο άγιος Ανδρέας και τους μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Το έμαθε και αυτό ο Αντίοχος, οπότε τους καταδίωξε όλους μαζί και πρόσταξε να φονευτούν διά ξίφους».

Ο υμνογράφος σήμερα επανειλημμένως τονίζει τη λαμπρότητα της ζωής, αλλά και του μαρτυρίου του αγίου Ανδρέα, και μαζί με αυτόν και των υπολοίπων χιλιάδων μαρτύρων, που εορτάζουν μαζί του. Δεν σταματά να προβάλλει τον άγιο ως κοσμούμενο «ευπρεπεί στεφάνω», καθώς παρίσταται ενώπιον του Χριστού, αλλά και να θεωρεί ότι η είσοδος του αγίου στη Βασιλεία του Θεού συνιστά πλουτισμό των προηγηθέντων από αυτόν μαρτύρων. «Μαρτύρων περιφανώς λαμπρότητα, μάκαρ, επλούτησας», όπως συγκεκριμένα αναφέρει.   Με άλλα λόγια ο άγιος Ανδρέας δεν «έπιασε απλώς τη βάση» για να σωθεί, όπως ταπεινόφρονα ευχόταν για τον εαυτό του και για εμάς ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Παΐσιος αγιορείτης, αλλά θα λέγαμε ότι μπήκε τροπαιοφόρος στον Παράδεισο, εντασσόμενος από τον Κύριο στην ομάδα των εκλεκτών μαρτύρων. «Συν εκλεκτοίς μάρτυσι, εν αγαλλιάσει τω Χριστώ παρίστασαι». Γι’  αυτό άλλωστε και μεγαλομάρτυς χαρακτηρίζεται.

Χρησιμοποιεί μάλιστα ο ποιητής και μία ωραία εικόνα, παρμένη από το σημαντικότερο γεγονός της Π. Διαθήκης, τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, προκειμένου να τονίσει το μεγαλείο του αγίου και τα μεγάλα και ποικίλα βάσανα τα οποία υπέστη από τους εχθρούς της πίστεως, όπως και το καθοδηγητικό ευαγγελιστικό έργο, το οποίο επιτελούσε. «Ιστίω τω του Σταυρού, των πειρασμών διεκπερών πέλαγος, τους δυσμενείς ένδοξε, ρείθροις των αιμάτων εβύθισας». Περνώντας το πέλαγος των πειρασμών, με το κατάρτι του Σταυρού, βύθισες τους εχθρούς, ένδοξε, στα ρείθρη των αιμάτων σου. Κι αλλού: «τω δυσμενεί συμπλεκόμενος, τούτον ώλεσας, Φαραώ ως άλλον, ρείθροις των αιμάτων σου, βυθίσας πανστρατί αξιάγαστε». Παλεύοντας με τον εχθρό, τον εξολόθρευσες, σαν άλλο Φαραώ, αξιοθαύμαστε, αφού τον βύθισες στα ρείθρα των αιμάτων σου, με όλο το στράτευμά του. Όπως δηλαδή ο Ισραήλ, καθοδηγούμενος από τον Μωυσή - που με εντολή του Θεού τον έβγαλε από τη δουλεία της Αιγύπτου -  πέρασε την Ερυθρά θάλασσα με θαυμαστό τρόπο και είδε να βυθίζεται το στράτευμα του Φαραώ που ακολουθούσε στα νερά που κλείστηκαν και πάλι, έτσι και με τον άγιο Ανδρέα τον στρατηλάτη: το αίμα του μαρτυρίου του ήταν εκείνο που αφενός έγινε η δίοδος για να περάσει αυτός και οι συν αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου έγινε ο καταποντισμός των εχθρών του, και των ειδωλολατρών και βεβαίως των πονηρών δυνάμεων.  Από την άποψη αυτή το μαρτύριο του αγίου υπήρξε η συμμετοχή του στο μαρτύριο του Πρώτου Μάρτυρα, του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: Ο Σταυρός Του και η με Αυτόν συνδεδεμένη Ανάστασή Του υπήρξε το Πάσχα ημών, το πέρασμά μας στη Βασιλεία του Θεού. Με τη Σταυρική θυσία του Χριστού σωθήκαμε. Κάθε άλλη θυσία, σαν του αγίου Ανδρέα, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, κατανοείται ως συμμετοχή σ’ αυτήν την πρώτη και άπαξ πραγματοποιηθείσα για τη σωτηρία μας θυσία.

Και το δικό μας αίμα πρέπει να χυθεί, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού. «Ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως», όπως σημειώνουν οι άγιοί μας. Αν, με άλλα λόγια, δεν θυσιαστούμε κι εμείς, δεν θα βρούμε το μονοπάτι συμμετοχής μας στον Δρόμο του Χριστού. Και βεβαίως δεν εννοούμε να μαρτυρήσουμε με το μαρτύριο του αίματος, σαν τους γνωστούς μάρτυρες τους οποίους τιμάμε ως αγίους. Κάτι τέτοιο συνιστά ιδιαίτερη χάρη, που επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες γι’ αυτό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Εννοούμε αυτό που σημειώνουν οι Πατέρες μας ως μαρτύριο και θυσία κάθε εποχής: το μαρτύριο της συνειδήσεως, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα». Το μαρτύριο αυτό είναι ο πνευματικός αγώνας του κάθε Χριστιανού, προκειμένου να κρατήσει στη ζωή του τις άγιες εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι η τήρηση των εντολών αυτών συνιστά όντως μαρτύριο, αφού καλείται κανείς να θυσιάζει καθημερινά τον εγωισμό του και τα όποια θελήματά του με τον αγώνα της εντολής της αγάπης. Προϋπόθεση γι’ αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι η ίδια η χάρη του Θεού βεβαίως, αλλά και η δική μας η συμμετοχή με ανδρεία της ψυχής. Κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερη συμβολή του αγίου Ανδρέα: όπως νίκησε αυτός τους εχθρούς με ανδρειωμένη καρδιά – «ανδρεία την ψυχήν, κραταιούμενος Μάρτυς, ηφάνισας εχθρού το ανίσχυρον θράσος» - έτσι κι εμείς: χωρίς ανδρειωμένο φρόνημα, χωρίς ζήλο Θεού δεν θα μπορέσουμε δυστυχώς να πετύχουμε τίποτε. Ο Θεός ενισχύει πάντοτε, αλλά όταν το «λέει» και η δική μας καρδιά.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΡΩ (18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)

«Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μέχρι το 1840. Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία. Όταν το 1861 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

 Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, (τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου), αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.

Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).

Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).

Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).

17 Αυγούστου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. 14, 16)

Στο γνωστό περιστατικό του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Κύριο, το οποίο επανελήφθη και άλλη φορά, μας μεταφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος, μόλις είχε ολοκληρώσει τη διδασκαλία Του στα πλήθη που Τον ακολουθούσαν και είχε θεραπεύσει όλους τους αρρώστους τους, και η ώρα ήταν περασμένη. Οι μαθητές του Κυρίου άρχισαν να αντιμετωπίζουν με αγωνία το πρόβλημα της σίτισης  τόσων ανθρώπων – πέντε χιλιάδες άνδρες χωρίς τα γυναικόπαιδα: «Απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας, αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα». Μα, ο Κύριος έχει τον σκοπό Του: είναι η ευκαιρία να φανερώσει για μία ακόμη φορά τη θεϊκή Του δόξα, καλύπτοντας με θαυματουργικό τρόπο την ανάγκη του φαγητού των ανθρώπων και προσανατολίζοντας τους μαθητές Του σε κάτι βαθύτερο: στην ανάγκη τροφής τους από τον αληθινό άρτο, που είναι ο ίδιος Του ο εαυτός. Η εντολή όμως που τους δίνει στο αδιέξοδο που διαφαινόταν, ήταν πέρα από τα δεδομένα της σκέψης τους: «δότε αυτοίς υμείς φαγείν». Δώστε τους εσείς να φάνε.

1. Ο Κύριος, πράγματι, φαίνεται να προκαλεί τη λογική των μαθητών Του: πώς να ταΐσουν τόσους ανθρώπους με ελάχιστα εφόδια – πέντε ψωμιά και δύο ψάρια; Η αντίδρασή τους είναι η ευγενική αντίδραση κάθε λογικού ανθρώπου: κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Οι μαθητές δηλαδή είναι εγκλωβισμένοι στα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας, που κινείται στα πλαίσια του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου: 1+1=2. Την ίδια στιγμή βεβαίως αποκαλύπτουν την απιστία τους απέναντι στον Χριστό. Διότι Τον αντιμετωπίζουν κι Εκείνον ως έναν από αυτούς, δηλαδή ως άνθρωπο που τα περιορισμένα πλαίσια της ζωής κανονίζουν τις ενέργειές του. Και δεν πρέπει τούτο να μας παραξενεύει. Οι μαθητές του Κυρίου, καλοπροαίρετοι άνθρωποι και με γνήσια αναζήτηση της αλήθειας – γι’  αυτό άλλωστε και κλήθηκαν από Εκείνον – ακολούθησαν τον Χριστό, απλώς υποψιαζόμενοι την ιδιαίτερη σχέση Του με τον Θεόν Πατέρα. Αδυνατούσαν όμως να φτάσουν στο χαρισματικό σημείο να Τον δουν ως τον Υιό του Θεού, τον ίδιο τον ενανθρωπήσαντα Θεό. Κι αυτή η αδυναμία τους διαπιστώνεται και στην Παναγία Μητέρα Του. Ακόμη κι Εκείνη ήταν επιφυλακτική, τουλάχιστον στην αρχή της δράσεώς Του, στις «προκλητικές» ενέργειες του Υιού της, ως μάρτυρα της θεϊκής παρουσίας.

2. Πότε έφτασαν στο σημείο αληθινής όρασής Του, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου; Πέρα από συγκεκριμένες ελάχιστες περιπτώσεις, που με φώτιση Θεού αναγνωρίζουν τη θεϊκή Του προέλευση – για παράδειγμα στην ομολογία της θεότητάς Του από τον απόστολο Πέτρο: «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος», ή στο γεγονός της Μεταμορφώσεώς Του – η πίστη τους ότι ο διδάσκαλός τους είναι ο Υιός του Θεού αποκτάται την ημέρα της Πεντηκοστής, τότε που το Πνεύμα το Άγιον κατήλθε εν είδει πυρίνων γλωσσών στις κεφαλές τους, οπότε και διανοίχθηκαν τα μάτια τους, για να δουν τον Χριστό, «καθώς εστι». Με άλλα λόγια, τον Χριστό μπορεί κανείς να Τον δει ορθά, όπως είναι, μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος: «ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν, ει μη εν Πνεύματι αγίω». Χωρίς το Πνεύμα αυτό του Θεού, ο Χριστός παραμένει για τους πολλούς ένας σπουδαίος ίσως άνθρωπος, ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας μεγάλος Δάσκαλος, όχι όμως Θεός. Δικαιολογημένα λοιπόν οι μαθητές του Κυρίου εκφράζουν την απορία τους στην εντολή Του να ταΐσουν αυτοί τον κόσμο. Ήταν πολύ νωρίς για να έχουν νιώσει ποιον είχαν δίπλα τους.

3. Παρ’ όλα αυτά όμως! Κάνουν υπακοή στον λόγο του Κυρίου και γίνονται μέτοχοι του θαυμαστού γεγονότος: τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια πολλαπλασιάζονται και καλύπτουν τις ανάγκες τροφής των χιλιάδων ανθρώπων, κι ακόμη περισσότερο: περισσεύουν και πάρα πολλά, για τα οποία τους δίνεται η εντολή να τα μαζέψουν. Έτσι ο Κύριος τούς δίνει ώθηση να προχωρήσουν πέρα από αυτό που επισημαίνουν οι αισθήσεις τους: στην παντοδύναμη ενέργεια του λόγου και της παρουσίας Του. Θα περάσει ακόμη κάποιος καιρός, είπαμε, μέχρι την Πεντηκοστή, αλλά, έστω και προσωρινά, συνειδητοποιούν – με πολύ εύθραυστο τρόπο είναι αλήθεια: τα γεγονότα του Πάθους θα το αποδείξουν – ότι η λογική υπερβαίνεται όπου υπάρχει Εκείνος. Τα δεδομένα από τις αισθήσεις δεν είναι ικανά να περιορίσουν τη χάρη της προσφοράς Του και την έκχυση της αγάπης Του. Έκτοτε η Εκκλησία μας, ζώντας μέσα στον πλούτο της χάριτος του Κυρίου, θα ψάλλει διαρκώς: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Η λύση στα θεωρούμενα αδιέξοδα είναι πάντοτε ο Κύριος: «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις».

4. Όμως ο Κύριος, ενώ καλύπτει τις συγκεκριμένες υλικές ανάγκες των ανθρώπων, δεν μένει σ’  αυτό. Δεν ήρθε για να γίνει η διέξοδος απλώς των υλικών προβλημάτων του ανθρώπου, σαν να πρότεινε τη λύση ενός κοινωνικού χαρακτήρα πολιτικού σχήματος. Μία τέτοια πρόταση την δέχτηκε ως πειρασμό από τον Πονηρό, στους γνωστούς τρεις πειρασμούς Του στην έρημο, και την απέρριψε. Ο Κύριος έρχεται να δώσει στον άνθρωπο, αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη: τον ίδιο τον Θεό, να είναι μέτοχος της αιώνιας ύπαρξής Του. Διότι γι’  αυτό δημιουργήθηκε. Θα αποκαλύψει λοιπόν στους μαθητές Του την απογοήτευσή Του από τον κόσμο που τράφηκε θαυματουργικά – «Με ακολουθούν όχι για τη διδασκαλία Μου, αλλά γιατί τους έθρεψα» - και θα τους προσανατολίσει ακριβώς στο βαθύτερο νόημα της ενέργειάς Του: στην αληθινή τροφή των ανθρώπων που είναι το σώμα Του και το αίμα Του. «Εγώ ειμι ο  άρτος ο αληθινός, ο καταβάς εκ του ουρανού. Εάν μη φάγητε τον άρτον τούτον, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Σ’  αυτήν την προσφορά Του η Εκκλησία μας είδε έκτοτε το κέντρο και τον πυρήνα της ζωής της. Στη Θεία Ευχαριστία δηλαδή, στην οποία προσφέρεται ο Κύριος, υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, εκεί βιώνεται και το αληθινό νόημα του πολλαπλασιασμού των άρτων, με την προϋπόθεση βεβαίως πάντοτε ότι ο άνθρωπος θέλει κι αυτός την προσφορά αυτή. Κι η θέλησή του αυτή φανερώνεται με την τήρηση των αγίων Του εντολών, οι οποίες δημιουργούν το πλαίσιο, ώστε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να λειτουργούν  με «συμβατό» τρόπο στον άνθρωπο, δηλαδή να μη γίνονται «εις κρίμα ή εις κατάκριμά» του, αλλά «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ματθ. ιδ΄ 14-22)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκεῖνο τον καιρό, ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολύν κόσμο καί τούς σπλαχνίστηκε, καί γιάτρεψε τούς ἀρρώστους τών. Ὅταν ἔπεσε τό δειλινό, τόν πλησίασαν οἱ μαθητές του καί τοῦ εἶπαν: «Ὁ τόπος εἶναι ἐρημικός, καί ἡ ὥρα πιά περασμένη. Διῶξε τόν κόσμο νά πᾶνε στά χωριά γιά ν΄ ἀγοράσουν φαγητά νά φᾶνε». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: «Δέν ὑπάρχει λόγος νά φύγουν, δῶστε τούς ἐσεῖς νά φᾶνε». «Δέν ἔχουμε ἐδῶ παρά πέντε ψωμιά καί δύο ψάρια», τοῦ ἀπαντοῦν. «Φέρτε μοῦ τά ἐδῶ», τούς λέει. Κι ἀφοῦ πρόσταξε τόν κόσμο νά καθίσει γιά φαγητό πάνω στό χορτάρι, πῆρε τά πέντε ψωμιά καί τά δύο ψάρια, ἔστρεψε τό βλέμμα του στόν οὐρανό, τά εὐλόγησε, ἔκοψε τά ψωμιά σέ κομμάτια καί τά ἔδωσε στούς μαθητές, καί οἱ μαθητές στό πλῆθος. Ἔφαγαν ὅλοι καί χόρτασαν. Καί μάζεψαν τά περισσεύματα ἀπό τά κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αὐτοί πού ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρίς τίς γυναῖκες καί τά παιδιά. Ἀμέσως ὕστερα ὁ Ἰησοῦς ὑποχρέωσε τούς μαθητές του νά μποῦν στό καΐκι καί νά πᾶνε νά τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτός διαλύσει τά πλήθη.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Α΄ Κορ. α΄ 10-17)

Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. Ἐδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· Ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; Ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ' εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

δερφοί, σᾶς ζητῶ, στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καί νά μήν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις, ἀλλά νά εἶστε ἑνωμένοι, μέ μία σκέψη καί μέ ἕνα φρόνημα. Αὐτό τό γράφω, ἀδερφοί μου, γιατί μέ πληροφόρησαν γιά σᾶς ἄνθρωποι τῆς Χλόης ὅτι ἔρχεστε σέ προστριβές μεταξύ σας. Θέλω νά πῶ ὅτι ὁ καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. Ὁ ἕνας λέει: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», ἕνας ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καί κάποιος ἄλλος: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Διαμοι-ράστηκε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μήπως εἶναι ὁ Παῦλος ποῦ πέθανε πάνω στό σταυρό γιά νά σᾶς σώσει; Ἤ μήπως στό ὄνομα τοῦ Παύλου ἔχετε βαφτιστεῖ; Εὐχαριστῶ τό Θεό πού δέ βάφτισα κανένα σας ἐκτός ἀπό τόν Κρίσπο καί τό Γάιο. Ἔτσι δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς πώς βαφτιστήκατε στό δικό μου ὄνομα. Ναί, βέβαια, βάφτισα καί τήν οἰκογένεια τοῦ Στεφανά. Ἐκτός ἀπ΄ αὐτούς, ὅμως, δέ θυμᾶμαι νά βάφτισα κανέναν ἄλλο. Ἡ ἀποστολή πού μοῦ ὅρισε ὁ Χριστός δέν ἦταν νά βαφτίζω, ἀλλά νά κηρύττω τό εὐαγγέλιο, χωρίς σοφά καί περίτεχνα λόγια, ὥστε ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στό σταυρό νά μή χάσει τό περιεχόμενό του.

ΣΚΟΠΟΣ ΜΑΣ Η ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ!

 «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί»  (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης).

Πόσο μεγάλος αποκαλύπτεται για μία ακόμη φορά ο σύγχρονος όσιός μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης ή Αθηναίος κατ’ άλλους! Κι όχι λόγω των θαυμαστών χαρισμάτων του που πλούσια τού δώρισε ο Κύριος, της διόρασης και της προόρασης και της θαυματουργίας, αλλά κυρίως λόγω της ορθοτόμησης της αλήθειας, της φανέρωσης σε κάθε περίπτωση της «Οδού» που ισορροπεί τον άνθρωπο και που δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό! Αυτό δεν ζητάμε και στη Θεία Λειτουργία για τον διάδοχο των Αποστόλων, τον Επίσκοπο της περιοχής που τελούμε τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας; Όχι να του δώσει ο Θεός χάρισμα θαυματουργίας και διόρασης και προόρασης, αλλά να υγιαίνει προκειμένου με φώτιση Θεού να ορθοτομεί τον λόγο της αλήθειας Εκείνου! Διότι αυτό είναι το πιο κύριο και καίριο, το πιο σοβαρό, από το οποίο εξαρτάται η κατά Χριστόν πνευματική ζωή μας. Λοιπόν, και στα παραπάνω λόγια του μεγάλου οσίου διαπιστώνουμε αυτήν την πραγματικότητα, την επισήμανση του σκοπού του ανθρώπου, τη διάνοιξη των οφθαλμών μας για να γνωρίζουμε πού πρέπει να «πατάμε» επί της γης.

Και τι λέει ο άγιος; «Σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε»! Πρόκειται για μία παγίδα του πονηρού, στην οποία ανεπίγνωστα πολλές φορές πέφτουμε μέσα. Διότι βλέπουμε το κακό, αντιδρούμε, αισθανόμαστε συχνά ως «απολογητές» και «δικηγόροι» του Χριστού και της Εκκλησίας, οπότε θεωρούμε ότι είναι η «κλήση» μας να το κατακεραυνώσουμε, να το εξαλείψουμε, να φύγει από τη μέση, να γίνουμε «θεραπευτές» των ανθρώπων! Ίσως να νιώθουμε και λίγο… προφήτες σαν τους μεγάλους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι στέλλονταν από τον Θεό για να ελέγξουν την όποια αμαρτία και την όποια αδικία και πονηρία. Και δεν καταλαβαίνουμε βεβαίως ότι επισημαίνοντας το κακό και την πονηρία δείχνουμε ότι έχουμε τις ρίζες αυτών μέσα και στη δική μας ύπαρξη, αφού γενικώς «βλέπει» κανείς στον κόσμο ό,τι και ο ίδιος έχει. Που σημαίνει ότι η καταδίκη του κακού πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση: αντί να στρέφεται κανείς κατά των άλλων να στρέφεται κατά του εαυτού του που φέρει το ίδιο κακό!

Καταλαβαίνουμε έτσι καθαρά το νόημα του λόγου του αγίου Πορφυρίου: αν σκοπό μας θέτουμε απλώς την καταδίκη του κακού που διαπιστώνουμε στους άλλους και στον κόσμο, βρισκόμαστε εκτός της αληθείας, γιατί λειτουργούμε με αρνητικό τρόπο που εκφράζει τη δική μας σκληρότητα. Θα μας έλεγαν ίσως οι άγιοι Πατέρες μας, αλλά και πολλοί σύγχρονοι ψυχολόγοι ότι μία τέτοια μονομερής κίνησή μας αποκαλύπτει τη δική μας εμπλοκή, τη δική μας έλλειψη αυτογνωσίας, την ασχήμια της ψυχής μας που δεν ξέρουμε πώς να τη διαχειριστούμε και την αντιμετωπίσουμε, γι’ αυτό και με τυφλό τον νου κτυπάμε το κακό αυτομαστιγωνόμενοι! Είναι μάλλον απόλυτα βέβαιο ότι η επιθετικότητά μας αυτή αποτελεί το κατεξοχήν σημάδι της έλλειψης της μετανοίας στη ζωή μας, την έλλειψη δηλαδή της αγάπης και της όποιας χάρης του Θεού μας. «Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί» σημειώνει ο μέγας όσιος. Καταδικάζεις δηλαδή το κακό και στην πραγματικότητα αυτός που χάνεται είναι εσύ ο ίδιος!  

Και λοιπόν; Δεν θα καταδικάσουμε το κακό;  Δώσαμε την απάντηση και παραπάνω και τη λέει ο άγιος: Βεβαίως και θα το καταδικάσουμε, αλλά στρεφόμενοι πρώτιστα κατά της κακίας και της πονηρίας του ίδιου του εαυτού μας. Κι η καταδίκη αυτή έχει το όνομα «διόρθωση». Αν εμείς αρχίζουμε να διορθώνουμε τον εαυτό μας, δηλαδή αν προσπαθούμε κάθε ώρα και στιγμή να βρισκόμαστε εν μετανοία ως αδιάκοπη επιστροφή στον Θεό μας, που θα πει ως αδιάκοπη πορεία μας πάνω στις άγιες εντολές του Χριστού, τότε ναι, το κακό το κτυπάμε στη ρίζα του. Διορθώνουμε ένα κομμάτι της Εκκλησίας, τον εαυτό μας ως μέλος Χριστού με τη χάρη Εκείνου, οπότε συντελούμε και στη διόρθωση και των άλλων λόγω της χαρισματικής ενότητας όλων εν Χριστώ. «Αν αγιάζεται ένα μέλος, αγιάζονται όλα τα μέλη» σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Το ίδιο δεν πρότεινε και ο άλλος μέγας όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης σε κάποιον χριστιανό που ήθελε να κινείται ως «εισαγγελέας» για τα κακώς κείμενα της Εκκλησίας αποσκοπώντας στην κατ’ αυτόν «κάθαρσή» της; «Εσύ καθάρισε τον εαυτό σου και διόρθωσέ τον, οπότε ήδη διορθώνεις ένα κομμάτι της Εκκλησίας».

 Κι είναι ευνόητο ότι μία τέτοια στάση διόρθωσης που δείχνει την αληθινή μετάνοια έχει ως χαρακτηριστικό την αγάπη προς τον συνάνθρωπο που αμαρτάνει ίσως και ανεπίγνωστα, την αγάπη που κατανοεί και συμπάσχει και γι’ αυτό μπορεί να οδηγήσει και τον άλλον σε μετάνοια και σε αλλαγή πορείας. «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει» θα τονίσει αλλού και πάλι ο απόστολος Παύλος, ακριβώς για να δείξει ότι αν θέλουμε να βοηθούμε τον συνάνθρωπό μας δεν μπορούμε να αφιστάμεθα από την αγάπη Εκείνου, ο Οποίος σταυρώθηκε και θυσιάστηκε για τον άνθρωπο, «αίρων την αμαρτίαν» του και όχι καταδικάζοντάς τον εξαιτίας αυτής. Άλλωστε αυτό δεν είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Οπότε, κατά το πρότυπο του Κυρίου και εν Αυτώ ευρισκόμενοι, καλούμαστε να «αίρουμε» και εμείς την αμαρτία των άλλων, «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες», και όχι μένοντας στην καταστροφική απλή καταδίκη τους που συνιστά όπως είπαμε τη δική μας στην πραγματικότητα καταδίκη.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαΐας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με εποπτικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

16 Αυγούστου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».