Στη
Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την
οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και
Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις
του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.
1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην
πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος,
με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη
μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ∙ παραμένει πάντοτε ο
Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε,
αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος»για να το δουν και να το νιώσουν
οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα –
«μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.
2. Είδαν ό,τι
μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι
ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος,
όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει
και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα –
αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη,
δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι
ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να
δει τον Θεό και να ζήσει».
3. Γιατί συνέβη αυτό;
Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να
κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο - η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να
σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι
σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ
υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».
4. Στη μετοχή της
λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την
προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει
και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το
μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’ αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική
μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό
τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου
αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της
Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με
προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι
δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».
5. Έτσι ανακαινίζεται
και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή,
η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της
φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και
συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι
βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία
αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία
ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία
πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.
6. Τι σημαίνει όμως η
παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση; Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής
και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το
τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η
ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η
Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος
λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα
και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η
παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και
της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η
Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.
Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας».