«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη
που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε
επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη,
θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά
του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά
Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την
ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους
με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι
του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον
Κύριο. Παρ’ όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον
βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να
την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την
συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη
δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του
αγίου».
Ο άγιος ανήκει σ’ ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα
ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά
και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν
Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το
βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που
εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων.
Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους
τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως
και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι
μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του
έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να
καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’ αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η
χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών
ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος».
Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι,
αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.
Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του
αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους,
το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι
τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς
να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο
ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες
ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον
σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος,
εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την
αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των
ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς
διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι
μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον
κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου
ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις»,
η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’ αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα
έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη».
Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται
περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη
Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται,
για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που
καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών
έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο
σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’ αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη
ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους
αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια
«νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια
της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό
του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται
μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι
δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός
αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του
αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».