«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἔζησε κατά τόν 15ο αἰ.
καί ἀπό νεαρή ἡλικία, ἤδη ἀπό δεκατεσσάρων ἐτῶν, ἀφιερώθηκε στόν Κύριο,
σηκώνοντας στούς ὤμους τόν Σταυρό του. Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο μόνασε στήν ἱερά
Μονή τοῦ ὄρους τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς, ὅπως ὀνομάζεται, κι ἀκολούθησε τούς ἀσκητικούς
ἀγῶνες μέ μεγάλη ἐγκράτεια. Καθάρισε τόν ἑαυτό του μέ τίς κατά Χριστόν ἀρετές
κι ἔγινε μίμημα Χριστοῦ. Ὁ μισόκαλος ὅμως ἐχθρός διάβολος, πού πάντοτε θέλει ἀπό
φθόνο νά χαλάει ὅλα τά καλά, παρακίνησε ἕνα στίφος ἀλλόφυλων Ἀγαρηνῶν βαρβάρων,
ὥστε νά ἐπιτεθεῖ μέσω θαλάσσης κατά τῆς Μονῆς, καταστρέφοντας, καίγοντας καί
λεηλατώντας τά πάντα σ’ αὐτήν καί γύρω ἀπό αὐτήν. Τότε λοιπόν συνέλαβαν καί τόν
μακάριο Ἐφραίμ, καί μέ πολλή μανία τόν ὑπέβαλαν σέ φρικιαστικά βασανιστήρια καί
τιμωρίες, κυριολεκτικά κατασπαράσσοντάς τον, μέχρις ὅτου μέ βίαιο θάνατο
παρέδωσε τήν ψυχή του τήν 5η Μαῒου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1426, ἡμέρα
Τρίτη καί περί ὥρα 3η ἀπογευματινή, στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τά παραπάνω παρέμεναν ἄγνωστα καί ἀφανέρωτα γιά πολλά
χρόνια, καλυμμένα ἀπό τόν βυθό τῆς σιωπῆς καί τῆς λήθης. Ἀπό θεῖο φωτισμό καί
ροπή ὅμως κινούμενη, τό ἔτος 1950, ἡ ἡγουμένη τῆς Μονῆς Μακαρία στό ὄνομα, ἔκανε
ἀνασκαφές στήν αὐλή τοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου τήν 3η Ἰανουαρίου ἀνεκάλυψε
μέ πολλή ἔκπληξη καί ἱερό θάμβος λείψανα ἑνός ὁσίου ἀνδρός, πού ἐξέπεμπαν οὐράνια
εὐωδία καί ὀσμή. Εὑρισκόμενη σέ ἀπορία καί κάνοντας προσευχή νά φανερώσει ὁ
Θεός τίνος ἄραγε νά εἶναι αὐτά, τῆς φανερώθηκε ἕνας θαυμαστός καί ἱεροπρεπής
μοναχός, ὁ ὁποῖος τῆς ἀπεκάλυψε τά πάντα: τό ὄνομά του, τή βαρβαρική ἐπιδρομή,
τό μαρτυρικό τέλος του, ἀκόμη δέ ὅτι τά ὀστᾶ πού βρέθηκαν ἀνήκουν στόν ἴδιο, ὅπως
ἐκτενῶς γίνεται ἡ ἀφήγηση κατά τήν 3η Ἰανουαρίου, ἡμέρα πού
τελεῖται καί ἑορτάζεται ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ ὁσιομάρτυρα.
Ὁ θεῖος αὐτός ὁσιομάρτυς, ἀφοῦ δοξάστηκε ἀπό τόν Κύριο, ἐνεργεῖ
πλεῖστα θαύματα σ’ αὐτούς πού τόν ἐπικαλοῦνται, καί θεραπεύει ὅσους
προσέρχονται στά ἱερά του λείψανα πού ἀπόκεινται στήν παρά τή Νέα Μάκρη ἁγία
του Μονή, ἐνῶ πολλές φορές ἐμφανίζεται σέ ὄνειρα καί βοηθεῖ καί ἐνισχύει μέ τή
δοσμένη σ’ αὐτόν χάρη ἀπό τόν Κύριο ὅλους τούς ἀναγκεμένους.
Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Ἀμήν».
Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων ὑμνογράφος π. Γεράσιμος
Μικραγιαννανίτης δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ὑπ’ ὄψιν του ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσιομάρτυρα
Ἐφραίμ γιά νά τά προβάλει καί νά τά ἑρμηνεύσει μέ τρόπο πνευματικό καί
θεολογικό. Διότι αὐτό εἶναι τό ἔργο ἑνός ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας μας: νά
στηρίζεται μέν στήν ἐπί γῆς πορεία ἑνός ἁγίου, ἀλλά νά βλέπει τό βάθος τῆς ζωῆς
του, τήν κατά Χριστόν δηλαδή πολιτεία του πού δίνει τόν τόνο καί τό ἄρωμα τῆς
χάρης Ἐκείνου, ἰδίως ἐπικεντρώνοντας στό ὁσιακό ἤ μαρτυρικό τέλος του. Ἔτσι
γίνεται ἄλλωστε ὁ ἅγιος πρότυπο γιά τούς πιστούς καί πραγματοποιεῖται τό «τιμή
μάρτυρος μίμησις μάρτυρος». Ὁ Γέρων ὑμνογράφος λοιπόν ἐν
προκειμένῳ δέν ἔχει πολλά στοιχεῖα ἀπό τόν ἅγιο Ἐφραίμ. Ἀλλά τά λίγα στά χέρια
του, ἀπό τήν ἐκ Θεοῦ ἔμπνευσή του καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία
του πολλαπλασιάζονται, φτάνοντας στό σημεῖο νά μᾶς προσφέρει πλοῦτο
πνευματικῶν ἀνθέων ἀπό τόν νεοφανέντα ὁσιομάρτυρα.
Τί τοῦ δίνει ἀφορμή γιά νά ὑμνολογήσει τόν ἅγιο καί δι’ αὐτοῦ
βεβαίως τόν ἴδιο τόν Κύριο; Τό γεγονός ὅτι ἐκ παιδός ἀφιερώθηκε στόν Θεό ὡς
καλόγερος∙ ὅτι ἔζησε συνεπή ἀσκητική ζωή ὅσο ἔζησε στό μοναστήρι∙ ὅτι ἐπιβεβαίωσε
τήν καλή ἄσκησή του μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματός του ὅταν τό μοναστήρι δέχτηκε
τήν ἐπίθεση τῶν Ἀγαρηνῶν∙ ὅτι τά λείψανά του μέ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ ἀνακαλύπτονται
εὐωδιάζοντα – δείγμα τῆς ἁγιότητάς του∙ τέλος ὅτι ἐπιτελεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ
πλεῖστα θαύματα καί μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του ἀλλά καί μέ τήν προσκύνηση
τῶν λειψάνων του.
Πέραν τοῦ σύντομου συναξαριοῦ του ἡ συνοπτική αὐτή
παρουσίαση τοῦ ὁσίου γίνεται ἰδιαιτέρως στόν Οἶκο τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου: «Ἀπό
τή νεότητά σου, Πάτερ, ἀκολούθησες τόν Χριστό, γι’ αὐτό καί ἀρνήθηκες ἐντελῶς
τή στροφή πρός τόν κόσμο καί τίς ἡδονές τῆς σάρκας. Κι ἀφοῦ μεταρσιώθηκες ἀπό
τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔλαμψες σάν ἄστρο στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ζώντας ὡς ἄγγελος. Ἔγινες
ἔτσι κατοικητήριο τῆς θείας ἐνέργειας μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες,
δείχνοντας πόσο καθαρίστηκε ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ἀπό τά ψυχοφθόρα πάθη. Κι ὅταν
ἔπεσες στά φονικά χέρια τῶν ἀλλόφυλων ἐπιδρομέων ἐπέδειξες μαρτυρική
σταθερότητα στά ποικίλα βάσανα καί τίς πληγές πού ὑπέστης, δεχόμενος βίαιο
θάνατο γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό ὁ ζωοδότης Κύριος, σέ ἔστεψε μέ διπλούς στεφάνους,
ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ, ἐσένα πού παρακαλεῖς τόν Κύριο ἐκτενῶς γιά νά ἐλεηθοῦν αὐτοί
πού σέ ὑμνολογοῦν»[1].
Τά βασικά αὐτά στοιχεῖα ἀνακυκλώνονται ἀπό τόν ἅγιο
Γέροντα ὑμνογράφο, ἀλλά ἡ κάθε ἀνακύκλωση μᾶς δίνει καί μία ἰδιαίτερη ματιά πιό
βαθειά, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν καρδιά τοῦ ὁσίου καί στήν ψαύση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πού ἀναπαύονταν σ’ αὐτήν. Ἐπιλέγουμε τίς πιό χαρακτηριστικές
ἐπισημάνσεις του.
- Ἡ στροφή τοῦ ἁγίου παιδιόθεν πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ
φανέρωση τοῦ ἔρωτα πρός Αὐτόν πού διακατεῖχε τήν ψυχή του - ὅ,τι ἑρμηνεύει τήν ἁγία
βιοτή του: «Ὅταν ἀπαρνήθηκες τόν ἑαυτό σου ἐκ νεότητος, γιατί πληγώθηκες ἀπό
τόν ἅγιο ἔρωτα, τότε σήκωσες, ὅσιε, τόν Σταυρό τοῦ Σωτήρα» (στιχ. μ. ἑσπ.)[2]. Ἡ θερμή αὐτή ἀγάπη
πρός τόν Χριστό δέν ἔχει χαρακτήρα ἀόριστο. Γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς ἁγίους
μας ἐκφράζεται ὡς στροφή πρός τίς ἐντολές Ἐκείνου, μέσα στίς ὁποῖες βεβαίως
«περικλείεται» ὁ Ἴδιος κατά τή διαβεβαίωση τῶν λόγων Του[3]. «Ἀπό παιδί
κατεύθυνες τόν νοῦ σου στά προστάγματα τοῦ Κυρίου, ὅσιε, γιά τήν ἀνώτερη ζωή»[4] (ὠδή α΄).
Κι αὐτό θά πεῖ: ἀγαπᾶ κανείς τόν Χριστό, ὅταν βρίσκεται στήν διαρκή καί ἐναγώνια
θά λέγαμε ἀναζήτηση τηρήσεως τοῦ θελήματός Του – βρίσκει κανείς τόν Χριστό τήν ὥρα
πού Τόν ἀναζητεῖ. Κι ἐπειδή οἱ ἐντολές Του συγκεφαλαιώνονται στήν ἀγάπη πρός
τόν συνάνθρωπο, βρίσκει κανείς τόν Χριστό ὅταν «βρίσκει» τόν συνάνθρωπο. «Ἀπό
τόν πλησίον ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» (Γεροντικό).
- Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες στό μοναστήρι: οἱ νηστεῖες, τά
διακονήματα, ὁ σωματικός κόπος, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ ἐξαντλητικές προσευχές κατανοοῦνται
ἀκριβῶς μέ βάση τήν παραπάνω ἀλήθεια∙ ὡς ἔκφραση καθημερινή τῆς ἀγάπης πρός τόν
Θεό. Βλέπουμε ἕναν καλόγερο καί ἐκ πρώτης ὄψεως δέν μᾶς κινεῖ ἴσως τό ἐνδιαφέρον.
Μά ἡ ἐσωτερική του ζωή πάλλει ἀπό τήν ἔνταση τοῦ ἀγώνα τῆς ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ.
Πρόκειται γιά τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως»[5] ὅπως
χαρακτηρίζεται, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρξει
σέ δεδομένη στιγμή καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Μέ ἄλλα λόγια κανείς δέν μπορεῖ
χωρίς ἑτοιμασία νά γίνει μάρτυρας Κυρίου – μία ἀλήθεια πού ἐπανειλημμένως
τονίζεται στά κείμενα καί τά γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στόν ὑμνογράφο
μας σέ σχέση μέ τόν ἅγιο Ἐφραίμ. «Ὁ Κύριος τῆς δόξας δέχτηκε τήν ἀσκητική σου
ζωή, πάτερ ὅσιε Ἐφραίμ, γι’ αὐτό καί σέ ἀξίωσε τῆς ἀθλητικῆς δόξας» (δοξαστικό ἑσπ.)[6].
Ἐν προκειμένῳ ὁ μακαριστός Γέρων ὑμνογράφος προχωράει καί
λίγο παραπάνω, δίνοντας μία θέαση «πρωτότυπη» τῆς προετοιμασίας
κάποιου γιά τό μαρτύριο. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Εἶναι γνωστό ὅτι καί
στούς παλαιούς μάρτυρες, ἰδίως δέ στούς νέους, γιά νά παραμείνει κανείς πιστός
στό μαρτύριο, ἄν μάλιστα εἶχε ἐξωμόσει, δηλαδή ἄν εἶχε γίνει ἀρνησίχριστος,
χρειαζόταν ἀπαραίτητα ἕναν προγυμναστή, ἕναν προπονητή, «ἀλείπτη», γιά νά τόν
καθοδηγήσει καί νά τόν ἑτοιμάσει γιά τό μαρτύριο. Κι αὐτό γιατί οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε
ἀδύνατοι καί εὔκολα μπροστά στίς δυσκολίες μπορεῖ νά ἐκκλίνουμε καί νά γίνουμε ἀρνητές
Κυρίου - ἄς θυμηθοῦμε καί τόν μέγα ἀπόστολο Πέτρο[7]. Λοιπόν, ὁ ὑμνογράφος
μιλώντας γιά τόν ὅσιο Ἐφραίμ θεωρεῖ ὅτι στόν τόπο τοῦ ἀλείπτη καί τοῦ καθοδηγητῆ
του γιά τό μαρτύριο βρισκόταν ἡ ἁγία ἀσκητική του ζωή. «Ὕψωσες τόν νοῦ σου πρός
τόν Θεό μέ τίς θεῖες ἀναβάσεις, κι ἀπονέκρωσες τό σαρκικό ἁμαρτωλό φρόνημα. Γι’
αὐτό φάνηκες κειμήλιο τῆς ἀπάθειας, παμμακάριστε Ἐφραίμ, προγυμνάζοντας τόν ἑαυτό
σου γιά τήν ἄθληση τοῦ μαρτυρίου μέ τούς κόπους τῆς ἀσκήσεως»[8] (ὠδή γ΄).
Οἱ ἀσκητικοί κόποι πού ἐπέχουν τή θέση τοῦ ἀλείπτη!
- Ὁ π. Γεράσιμος κινεῖται ἐπίσης μέ τρόπο ἐξαιρετικά ἐμπνευσμένο:
γιά νά τονίσει ἀπό μία ἄλλη πλευρά τό ἀσκητικό φρόνημα τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ πού τόν
ἔκανε δεκτικό τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Πνεύματος, ἀξιοποιεῖ διπλά τήν ὀνομασία τοῦ
τόπου πού βρίσκεται τό μοναστήρι. Ὄρος τῶν Ἀμώμων: δηλαδή καταρχάς ὄρος πού
παραλληλίζεται μέ τό ὅρος τοῦ Θεοῦ κατά Δαβίδ[9], γιά
πνευματικές ἀναβάσεις. Ἀνέβηκε ὁ Ἐφραίμ στό ὄρος, συνεπῶς κινεῖται παρομοίως
καί ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς: μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα ἀνεβαίνει στό ὄρος τοῦ
Θεοῦ. «Ἀνεβαίνοντας στό ὄρος τῶν Ἀμώμων ἀνύψωσες τόν νοῦ σου, σύμφωνα μέ τόν
Δαβίδ, πρός τά αἰώνια ὄρη, (τόν Θεό)»[10] (κάθισμα
ὄρθρου)∙ κι ἔπειτα: ὄρος πού ἡ ὀνομασία του γίνεται σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ προσανατολισμοῦ
τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ: νά καταστεῖ ἡ καρδιά του ἄμωμη καί καθαρή ἀπό κάθε ἁμάρτημα
πού τήν βρωμίζει. «Κάνοντας ἔργο τήν ὀνομασία τοῦ τόπου τῆς Μονῆς, φάνηκες ἄμωμος
καί ἄμεπτος ὡς πρός τά δικαιώματα τοῦ Κυρίου, καθαρίζοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό
κάθε ἐμπάθεια πρός τήν ὕλη» (δοξαστικό ἑσπ.)[11].
Καί: «Ἐργάστηκες τήν ἀρετή στό ὄρος τῶν Ἀμώμων, ὅπως στό ὄρος Κυρίου, καί
φάνηκες ἀθῶος ἀπό ἀδικίες καί καθαρός στήν καρδιά, γιατί ντύθηκες τή
δικαιοσύνη»[12] (λιτή).
- Τό γεγονός ὅτι ὁ ὅσιος ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καί μαρτύρησε
θεοπρεπῶς ὁδηγεῖ τόν ἅγιο ὑμνογράφο στήν ἐπισήμανση πού γίνεται συνήθως σέ
παρόμοιες περιπτώσεις ὁσιομαρτύρων: ὅτι στεφανώθηκε διπλά ἀπό τόν Κύριο∙ καί
γιά τήν ἄσκησή του καί γιά τό μαρτύριό του. Κι ἐπίσης: ὅτι ἀκριβῶς εὑρισκόμενος
στόν ἴδιο δρόμο τῶν παλαιῶν ὁσιομαρτύρων ἀντιπαραβάλλεται μέ αὐτούς - ἰσοστάσιος
τῶν ὁσίων, ἰσοστάσιος τῶν μαρτύρων. Ὁ ὑμνογράφος μᾶς ἀνοίγει κι ἐδῶ τά μάτια: «ὁ
ὅσιος ἔζησε ἐνάρετο βίο ἐδῶ στό Μοναστήρι του, ἀλλά καί πορεύτηκε τούς ἀγῶνες τῶν
μαρτύρων, γι’ αὐτό καί καταξιώθηκε ἀπό τόν Σωτήρα ἄξια διπλῶν στεφάνων»[13] (στιχ.
μ. ἑσπ.). «Ὠς ὅσιος μεταξύ τῶν ἀσκητῶν καί μάρτυρας μεταξύ τῶν ὁσίων, ἔτυχες
διπλά στεφάνια ἀπό τόν Κύριο, κι ἔλαβες τή χάρη τῶν θαυμάτων, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ»[14] (δοξαστικό
ἀποστ. ἑσπ.).
Καί παίρνοντας ἀφορμή ὁ Γέρων ὑμνογράφος ἀπό τό διπλό
στεφάνωμα τοῦ ὁσίου «βλέπει» καί τή διπλή χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Μοναστηριοῦ. Κάθε
τόπος βεβαίως ὡς συγκρατούμενος ἀπό τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ Κυρίου εἶναι τόπος
Κυρίου – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς»[15].
Οἱ χριστιανοί δέν πορευόμαστε στόν κόσμο κατά μανιχαϊστικό τρόπο[16],
ἐπιλέγοντας τόπους «ἁγίους» καί διαγράφοντας τόπους «ἁμαρτωλούς». Τό ἅγιο καί
τό ἁμαρτωλό βρίσκεται στίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι στά ἐξωτερικά πράγματα.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως, ἕνας τόπος πού λόγω τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Κυρίου εἶναι
ἀπό μόνος του ἱερός, πολλαπλασιάζει τήν ἱερότητά του, ὅταν ἔχει καθαγιαστεῖ ἀπό
τήν καλή ἀσκητική πολιτεία ἑνός ἁγίου, πολύ περισσότερο δέ ἀπό τό ἁγιασμένο
λόγω μαρτυρίου αἷμα του. Ἀκριβῶς τοῦτο θίγει καί ὁ ὑμνογράφος μας: τό Μοναστήρι
τοῦ ὁσίου στή Νέα Μάκρη, πέραν ἀπό τόν ὅποιο ἁγιασμό πού ἔχει, κατεξοχήν ἔγινε
τόπος χάριτος, γιατί ἐκεῖ, στήν αὐλή του, ἔζησε ἁγιασμένα ἀλλά καί μαρτύρησε
δι’ αἵματος ὁ ὅσιος νεοφανής ἅγιος. Μᾶς τό λέει ἐξαιρετικά: «Τό ὄρος τῶν Ἀμώμων
πραγματικά ἀρδεύτηκε, ὅσιε, μέ τούς ἀσκητικούς σου ἱδρῶτες, καί ἁγιάστηκε ἀπό
τά ρεῖθρα τῶν αἱμάτων σου»[17] (στιχ.
μ. ἑσπ.).
- Τέλος, ὁ χαρισματοῦχος ὑμνογράφος, πέραν βεβαίως τοῦ
τονισμοῦ γιά τό θαυματουργικό χάρισμα τοῦ ὁσίου, μέ τό ὁποῖο διαρκῶς καί «γρήγορα»
δίνει λύσεις καί ἰάσεις σέ κάθε πρόβλημα[18],
δίνει καί τήν ἀπάντηση τοῦ γιατί νά ἀνευρεθοῦν τά λείψανα τή νεώτερη αὐτή ἐποχή
τοῦ ὁσίου. Ἐπιλέγει δύο λόγους. Πρῶτον, ὅτι ὁ Κύριος εὐδόκησε νά γίνει ὁ ἅγιος
τό μέσον πού θά προσφέρει ἀκριβῶς τόν πλοῦτο Του στούς πιστούς μέ τά θαύματα
πού θά ἐπιτρέπει νά ἐπιτελεῖ. «Ἐνῶ ἤσουν ἄγνωστος στά προηγούμενα χρόνια, ἤδη
τώρα μᾶς ἔγινες γνωστός, Ἐφραίμ, καί μᾶς ἔδωσες ὡς πλοῦτο τήν εὐαγή σορό τῶν
λειψάνων σου»[19] (ἀπόστ.
μ. ἑσπ.)
Καί δεύτερον, καί σημαντικότερο: ὁ Κύριος θέλησε ὁ
δοξασμός τοῦ ἁγίου πού φανερώθηκε κατά τά ὕστερα αὐτά χρόνια νά ἀποκαλύπτει καί
τόν δοξασμό τοῦ κάθε χριστιανοῦ, ὅταν ζεῖ μέ πιστότητα τό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως
τό λέει ὁ Ἴδιος, ὅτι οἱ ἅγιοι στή βασιλεία Του θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο[20].
Ὁ Κύριος δηλαδή ἀποκάλυψε γιά μία ἀκόμη φορά τήν ἀγάπη Του, προσανατολίζοντας
τούς πιστούς στίς μελλοντικές δωρεές πού τούς ἐπιφυλάσσει, προφανῶς γιά νά
κατανοήσουν καί τό νόημα τῶν θλίψεων καί τῶν ὀδυνῶν τῆς ἐδῶ ζωῆς – οἱ θλίψεις
λειτουργοῦν ὡς «ὄχημα» γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἀποκάλυψη πού ἔκανε
ὁ Ἴδιος στόν ἀπόστολό Του Παῦλο: «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[21].
«Πάτερ Ἐφραίμ, κρυβόσουνα στό παρελθόν γιά πολλά χρόνια, ἀλλά μέ θεία εὐδοκία μᾶς
φανερώθηκες, ἀποκαλύπτοντας ἔμμεσα τή μέλλουσα δόξα καί τή λαμπρότητα πού
λαμπρά θά ἀξιωθοῦν ὅσοι ὑπάκουσαν στό θέλημα τοῦ Κυρίου ἄμεμπτα»[22] (στιχ.
ἑσπ.).
[1] «Ἀπὸ νεότητος Χριστῷ ἀκολουθήσας Πάτερ, τὴν κοσμικὴν ἐπιφοράν, καὶ τῆς σαρκὸς τάς ἡδονάς, ἠρνήσω ὁλοτρόπως· καὶ τῇ θείᾳ μεταρσιούμενος ἀγαπήσει, ἐν ὄρει τῶν Ἀμώμων ἀγγελικῇ πολιτείᾳ διέλαμψας, καὶ τῆς θείας ἐνεργείας κατοικητήριον πέφηνας, ἱδρῶσιν ἀσκητικοῖς, σῶμα καὶ ψυχὴν ἐκκαθαρθείς, τῆς τῶν παθῶν ψυχοφθόρου συνοχῆς· καὶ χερσὶ μιαιφόνοις ἐπιδρομέων ἀλλοφύλων συσχεθείς, μαρτυρικὴν ἐπεδείξω στεῤῥότητα, ποικιλοτρόπως αἰκισθείς, καὶ στρεβλώσεις ὑποστάς, καὶ βιαίως διὰ Χριστὸν θανατωθείς· ὅθεν ὁ ζωοδότης, διπλοῖς στεφάνοις σε ἔστεψεν, ὁσιομάρτυς Ἐφραὶμ, ἐκτενῶς ἐκδυσωποῦντα, ἐλεηθῆναι τοὺς σὲ γεραίροντας».
[2]«Ὅτε ἀπηρνήσω σεαυτόν, ἔρωτι τρωθεὶς τῷ ἁγίῳ, ἀπὸ νεότητος, τότε ἦρας Ὅσιε τὸν τοῦ Σωτῆρος Σταυρόν».
[3] Ἰωάν. 14,
3: «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ Πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν
καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν».
[4]«Ἴθυνας τὸν νοῦν σου ἐκ παιδός, τοῖς τοῦ Κυρίου προστάγμασιν Ὅσιε, πρὸς ζωὴν τὴν κρείττονα».
[5] καί
ἦν ἐκεῖ καθ’ ἡμέραν (ὁ ὅσιος Ἀντώνιος) μ α ρ τ υ ρ ῶ
ν τῇ σ υ ν ε ι δ ή σ ε ι, καί ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς
πίστεως ἄθλοις» (ΒΕΠΕΣ, 33 (1963), σελ. 35).
[6] «Τὴν
ἐν ἀσκήσει ζωήν σου, ὁ τῆς δόξης προσηκάμενος Κύριος, ἀθλητικῆς εὐκλείας σε ἠξίωσεν, Ἐφραὶμ πάτερ
Ὅσιε».
[7] Βλ. Ματθ.
26, 69-75.
[8] «Ὑψώσας
τὸν νοῦν σου πρὸς Θεόν, ταῖς θείαις ἀναβάσεσι, σαρκὸς τὸ φρόνημα ἀπενέκρωσας,
καὶ ἀπαθείας ὤφθης κειμήλιον, πόνοις τῆς ἀσκήσεως, Ἐφραὶμ παμμακάριστε,
προγυμνάζων σεαυτὸν πρὸς τὴν ἄθλησιν».
[9] Ψαλμ. 23,
3.
[10] «Ἐν
τῷ ὄρει Ἀμώμων ἀναδραμών, πρὸς αἰώνια ὄρη κατὰ Δαβίδ, τὸν νοῦν σου ἀνύψωσας».
[11] «τὴν
γὰρ κλῆσιν εἰς ἔργον ἄγων, ἄμωμος καὶ ἄμεμπτος, ἐν τοῖς δικαιώμασι Κυρίου ὤφθης,
ἀνακαθάρας σεαυτόν, πάσης ὑλικῆς προσπαθείας».
[12] «ἐν
ὄρει γὰρ Ἀμώμων, τὴν ἀρετὴν ἐργασάμενος, ὡς ἐν ὄρει Κυρίου, ἀθῶος ὤφθης ταῖς
χερσί, καὶ καθαρὸς τῇ καρδίᾳ, δικαιοσύνην ἐνδυσάμενος».
[13] «οὗτος
γὰρ ἐνταῦθα, βίον τὸν ἐνάρετον, πολιτευσάμενος, ἤνυσε Μαρτύρων ἀγῶνας, καὶ διπλῶν
στεφάνων ἀξίως, παρὰ τοῦ Σωτῆρος κατηξίωται».
[14] «Ἀλλ'
ὡς Ὅσιος ἐν ἀσκηταῖς, καὶ Μάρτυς ἐν ὁσίοις, διπλῶν στεφάνων ἔτυχες παρὰ Κυρίου,
καὶ θαυμάτων χάριν ἐκομίσω, ὁσιομάρτυς Ἐφραίμ».Καί: «Χαίροις ὁσιομάρτυς
Ἐφραὶμ, ὁ τῶν ὁσίων κοινωνὸς καὶ ὁμότροπος, Μαρτύρων ἐν πᾶσιν ἴσος, ὡς τὴν ἀνδρείαν
αὐτῶν, καρτεροῖς ἀγῶσιν ἐνδειξάμενος» (ἀπόστ.ἑσπ.).
[15] Ψαλμ. 23,
1.
[16] Τό βασικό
δόγμα μανιχαϊσμοῦ εἶναι ἡ ὕπαρξη δύο ἀπόλυτων ἀρχῶν. Ἀπό τή μία εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ
φωτός, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ θεοῦ. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἀρχή τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ, τῆς ὕλης.
[17]«Ὄρος τῶν
Ἀμώμων ἀληθῶς, τοῖς ἀσκητικοῖς σου ἱδρῶσιν, ἠρδεύθη Ὅσιε, καὶ τοῖς τῶν αἱμάτων
σου ῥείθροις ἡγίασται».
[18] «ὅθεν
καλούμενος, πανταχοῦ προφθάνεις, καὶ παρέχεις ἅπασι, τὴν χάριν ἀληθῶς τὴν
σωτήριον καὶ ἐν ὀνείρασι, καὶ καθ’ ὄναρ ὀπτανόμενος, πᾶσι δίδως, ταχεῖαν
βοήθειαν» (στιχ. ἑσπερινοῦ).
[19] «Ἄγνωστος πρὶν τελῶν, ἤδη ἡμῖν ἐγνώσθης, Ἐφραὶμ καὶ τῶν λειψάνων, τὴν εὐαγῆ σορόν σου, ὡς πλοῦτον ἡμῖν δέδωκας».
[20] Ματθ. 13, 43: «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν».
[21] Β΄Κορ. 12, 9.
[22] «Πάτερ Ἐφραὶμ χρόνοις πολλοῖς, πρότερον κρυπτόμενος... εὐδοκίᾳ θείᾳ, ἡμῖν πεφανέρωσαι, τὴν δόξαν ὑπεμφαίνων τὴν μέλλουσαν, καὶ τὴν λαμπρότητα, ἧς λαμπρῶς ἀξιωθήσονται, οἱ Κυρίῳ, ἀμέμπτως δουλεύσαντες».