«Ο άγιος Φιλάρετος
ζούσε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, καταγόμενος από τη χώρα των
Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης, οι οποίοι τον νύμφευσαν με μία σεμνή
γυναίκα. Ασχολείτο με τη γεωργία και από εκεί ζούσε πολύ καλά, ενώ
ήταν και πάρα πολύ ελεήμων. Όμως από κάποιες συγκυρίες τα πράγματα
άλλαξαν και κατάντησε σε τόση φτώχεια, ώστε να στερείται και από την αναγκαία
τροφή. Ο Θεός όμως βλέποντας την υπομονή και την πίστη του
σ’ Εκείνον, δεν τον άφησε να ταλαιπωρείται μέχρι τέλους από τη
φτώχεια. Διότι οικονόμησε και ο υιός της βασίλισσας Κωνσταντίνος πήρε ως
γυναίκα του την εγγονή του Φιλαρέτου Μαρία, η οποία ήταν πολύ όμορφη και
ευπρεπής, ενώ τον ίδιο τον Φιλάρετο τον τίμησε με το αξίωμα του Υπάτου, οπότε
απέκτησε και πάλι πολλά χρήματα και περιουσία, τα οποία όμως
συνέχισε να τα προσφέρει άφθονα στους φτωχούς. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να
φύγει από τον κόσμο αυτό και ο Θεός του έδωσε την πληροφορία της αναχωρήσεώς
του, συγκάλεσε όλους τους συγγενείς του, τους προείπε όσα επρόκειτο να συμβούν
σ’ αυτούς και πρόσθεσε τα παρακάτω: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε τη φιλοξενία, να
επισκέπτεσθε τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, να προστατεύετε τις χήρες
και τα ορφανά. Ξένα πράγματα ποτέ μην επιθυμήσετε, μην απομακρύνεστε από τις
εκκλησιαστικές συνάξεις, και μ’ έναν λόγο: όπως είδατε εμένα να
πράττω, έτσι και εσείς μη παύετε να πράττετε. Κι αφού είπε αυτά, αναπαύτηκε εν
ειρήνη».
Ο στίχος του συναξαρίου
του αγίου Φιλαρέτου δίνει το στίγμα της κατά Χριστόν βιοτής του, παίρνοντας
αφορμή από το όνομά του και την προσωνυμία του: φιλάρετος και ελεήμων. «Πεθαίνει
αυτός που αγάπησε κάθε αρετή, όπως λέει και το όνομά του, περισσότερο όμως από
όλα, την αγάπη». Κι αυτό σημαίνει ότι ο Φιλάρετος έγινε κατεξοχήν θεοφιλής,
αφού δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή, στην οποία να αναπαύεται ο Θεός, από αυτήν
που συνιστά και του Ίδιου την ύπαρξη. «Ο Θεός γαρ αγάπη εστί». Έτσι ο
άγιος Φιλάρετος, γενόμενος «κατοικητήριο του φιλευσπλάγχνου Θεού»
φανέρωνε καθημερινώς, έστω και στις στιγμές της απόλυτης ένδειάς του, του
Χριστού την ύπαρξη και ζωή, με αποτέλεσμα και χωρίς να ομιλεί, να
δακτυλοδεικτεί τον Ουρανό. Ο άγιος θα μπορούσε να πει σαν τον απόστολο Παύλο: «μιμηταί
μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και πράγματι, όπως σημειώνει και το
συναξάρι του, τα τελευταία λόγια του, η τελευταία παρακαταθήκη του ήταν αυτή: «ως
εμέ είδετε ποιούντα, και υμείς ποιούντες μη παύσησθε» (όπως είδατε να κάνω
εγώ μη πάψετε να κάνετε κι εσείς).
Η αγάπη αυτή του αγίου
Φιλαρέτου, που έπαιρνε αδιάκοπα τη μορφή της προσφοράς και της
ελεημοσύνης προς τους αναγκεμένους συνανθρώπους του δεν ήταν καρπός απλώς της
από τη φύση του ευαίσθητης καρδιάς του. Μπορεί να είχε ως χαρακτήρας μία φυσική
συμπάθεια προς τους συνανθρώπους του, όμως την ευσπλαχνία του την απέκτησε με τους
πνευματικούς αγώνες του, προκειμένου τα εμπαθή στοιχεία που ταλαιπωρούσαν και
αυτόν να τα μεταστρέψει στο ένθεο πάθος της αγάπης. «Σκόρπισες στους πτωχούς
τον υλικό πλούτο που είχες, Φιλάρετε, ορμώμενος από την πίστη σου στον Θεό» σημειώνει
ο σχετικός ύμνος της ακολουθίας του. Η πίστη του λοιπόν στον Θεό ήταν εκείνη
που τον έκανε να στραφεί με αγάπη προς τον συνάνθρωπο, επιβεβαιώνοντας ότι η
αγάπη αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστεως. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη»
που λέει και ο απόστολος Παύλος.
Γι’ αυτό και ο άγιος Φιλάρετος παραπέμπει στη ζωή των αγίων αποστόλων, αλλά και στη ζωή του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, του έχοντος την ίδια με αυτόν προσωνυμία. Κι επειδή στην περίοδο της μεγάλης ανέχειάς του δεν γόγγυσε, δεν στράφηκε κατά του Θεού κι ούτε έχασε την πίστη του, μπορούσε να λέει σαν τον δίκαιο Ιώβ «ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» - η πιστότητά του στον Θεό με υπομονή τον άγιασε και τον ανέβασε σε τόσο μεγάλα πνευματικά μέτρα. Και το τελευταίο αυτό συνιστά και την πνευματική παρακαταθήκη του σε όλους τους πιστούς κάθε εποχής: μπορεί να αντιμετωπίζουμε το οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά η λύση και η διέξοδος είναι να μένουμε στην «οδόν» του Κυρίου, δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του.