«Αύτη η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη, εγεννήθη εις την
πόλιν Έφεσον` επειδή δε απέθανεν ο πατήρ της, και την άφησεν ανήλικον, ανετράφη
από μόνην την μητέρα της, και βαπτισθείσα όταν ήλθεν εις ηλικίαν [κατά την τότε
συνήθειαν] εσύχναζε και επαράμενεν εις το μνήμα της Αγίας Ερμιόνης, η οποία
ήτον μία από τας θυγατέρας του Αποστόλου Φιλίππου` και συνάγουσα το μύρον όπου
ανέβλυζεν από το ιερόν μνήμα εκείνο, το είχεν έτοιμον, και το έδιδε εις τους
χριστιανούς όπου το εζήτουν πλουσιοπάροχα` όθεν και διά την διάδοσιν του μύρου,
ονομάσθη Μυρόπη. Επειδή δε ο βασιλεύς Δέκιος εκίνησε διωγμόν κατά των
Χριστιανών, και εθανάτωνεν ανηλεώς όσους δεν εθυσίαζον εις τα είδωλα, διά τούτο
φοβηθείσα η μήτηρ της, την επήρεν από την Έφεσον, και την έφερεν εις την νήσον
Χίον, από την οποίαν κατήγετο το γένος της, και γονικήν κληρονομίαν είχεν εις
αυτήν.
Ευρίσκοντο λοιπόν αντάμα και οι δύο εις μίαν οικίαν,
σχολάζουσαι εις την θείαν λατρείαν, και προσευχόμεναι να παύση ο κατά των
χριστιανών διωγμός. Κατ` εκείνον δε τον καιρόν ήλθεν εις την Χίον και ο Μάρτυς
του Χριστού Ισίδωρος, [χριστιανός ευλαβής και θαυμάσιος], με καράβια πολεμικά,
και εις τα οποία ήτο ναύαρχος και εξουσιαστής ο Νουμέριος. Μαθών δε ο Νουμέριος
ότι ήτο χριστιανός ο Ισίδωρος, εδοκίμασε με πάντα τρόπον να τον κάμη να αρνηθή
τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα είδωλα` και επειδή τέλος πάντων δεν εδυνήθη
να τον καταπείση, ύστερα από πολλάς τιμωρίας τον αποκεφάλισε, και έρριψε το
άγιον του λείψανον εις εν λαγκάδι, διά να το φάγουν τα ορνεα` πλην διά να μην
τύχη και το κλέψουν την νύχτα οι χριστιανοί, έβαλεν ανθρώπους εδικούς του, και
το εφύλαττον. Αλλά η Αγία Μυρόπη θείω ζήλω και αγάπη τη προς τον Άγιον
τρωθείσα, επήγε με τας θεραπαινίδας της την νύκτα, με σκοπόν αν ημπορέση να το
πάρη, και ευρούσα τους φύλακας κοιμωμένους, Θεού συνεργούντος, το επήρεν από το
μέσον των και δεν την εκατάλαβαν` έπειτα αλείψασα αυτό με μύρα, το ενταφίασεν
εντίμως εις τόπον επίσημον. Αλλά τι το ακόλουθον; Μαθών ο άρχων ότι εκλέφθη το
λείψανον, έδεσε τους φύλακας με σίδηρα, και τους επρόσταξεν ούτως
σιδηροδεσμίους να γυρίζουν και να ερευνούν να το εύρουν, και ανίσως και δεν το
εύρουν εις τόσας ημέρας, έκαμε απόφασιν να τους αποκεφαλίση. Τότε, βλέπουσα η
Αγία τους στρατιώτας να ταλαιπωρούνται και να κακοπαθώσι και να γυρίζουν
βεβαρυμένοι με τα σίδηρα διά να εύρουν το λείψανον, εσπλαγχνίσθη και επόνεσεν η
καρδία της, και εσυλλογίζετο μοναχή της, εάν αυτοί θανατωθούν όταν δεν το
εύρουν, εξ άπαντος εγώ θέλω αμαρτήσει, ως αιτίαν του θανάτου των, και αλλίμονον
εις εμέ, ποίαν απολογίαν έχω να δώσω όταν μέλλω να κριθώ. Αυτά συλλογισθείσα,
και πάντα φόβον απορρίψασα, ευγήκεν έμπροσθεν εις τους στρατιώτας, και λέγει
αυτοίς, ω φίλοι, το λείψανον όπου ζητείτε εγώ το επήρα εις καιρόν όπου
εκοιμάσθε. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι, ευθύς την ήρπασαν και την έφεραν εις τον
άρχοντα, λέγοντές του, αυθέντα, αύτη η γύνη είναι όπου έκλεψε τον κακοθάνατον
εκείνον γέροντα.. ο δε άρχων ηρώτησε την Αγίαν, λέγων, αληθινά είναι αυτά όπου
λέγονται δι` εσέ; Εσύ είσαι όπου έκλεψας το λείψανον; Ναι, του απεκρίθη η Αγία,
αληθινά είναι, εγώ το έκλεψα` και πάλιν ο τύραννος την ερωτά, και πως ετόλμησας
επικατάρατον γύναιον να κάμης τοιαύτα πράγματα; Ετόλμησα, του απεκρίθη η Αγία,
επειδή καταφρονώ και καταπτύω την εδικήν σουν ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα
τα τολμηρά και άφοβα και καταφρονητικά λόγια ακούσας ο υπερήφανος εκείνος
τύραννος, έξω φρενών έγινεν και ήναψεν από τον θυμόν, και παρευθύς προσέταξε να
την δέρνουν με ραβδία χοντρά άσπλαγχνα και αλύπητα, έπειτα αφ` ου τόσο σκληρά
και κακά την έδειραν, προσέταξεν ο θηριόγνωμος, να την σύρουν από τας πλεξούδας
της κεφαλής, και να την τριγυρίζουν σε όλην την πόλιν, και άλλοι πάλιν να την
δέρνουν εις όλον το σώμα, και τόσον την έδειραν, όπου έμεινε μισαποθαμένη` όθεν
μη δυνάμενοι να την βασανίσουν περισσότερον, την έρριψαν εις την φυλακήν, και
άνθρωποι διορίσθησαν να την φυλάττουν` αλλά περί το μεσονύκτιον εις καιρόν όπου
η Αγία προσηύχετο, φως μέγα περιέλαμψε και εγέμισεν όλην την φυλακήν, και ομού
με το φως εκείνο, χορός Αγίων Αγγέλων ήλθε, και εις το μέσον των ήτον ο μάρτυς
Ισίδωρος, και οι μέν Άγγελοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, ο δε Άγιος Ισίδωρος,
έστησε τους οφθαλμούς του εις την μάρτυρα Μυρόπην και λέγει της` ας έλθει
ειρήνη εις εσένα, μη φοβήσαι πλέον, διότι έφθασεν η δέησις σου προς τον Θεόν,
και να τώρα παρευθύς έρχεσαι μαζί μας, δια να λάβης το στέφανον του Μαρτυρίου
όπου σου έχει ητοιμασμένον ο στεφοδότης Χριστός` και ομού με τον λόγον τούτον,
παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και εγεμίσθη η φυλακή από
άρρητον ευωδία, και οι φύλακες βλέποντες τα παράδοξα ταύτα ετρόμαξαν και
εξέστησαν. Αυτήν τη θαυμαστήν θεωρίαν, είδε, και τα λόγια ήκουσε και την
ευωδίαν οσφράνθη ο δεσμοφύλαξ, ήγουν εκείνος όπου εφύλαττε την Αγίαν εις την
φυλακήν, και τα εδιηγήθη, και διά τούτο επίστευσε και εβαπτίσθη και εμαρτύρησεν
υπέρ Χριστού, και έλαβε παρ` Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε Άγιον
λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, διά προστάγματος του Άρχοντος Νουμερίου,
το έλαβον οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν εντίμως κοντά εις τον ιερόν τάφον του
Αγίου Ισιδώρου καθώς ακόμη και την σήμερον φαίνονται οι δύο μαρτυρικοί τάφοι
του Αγίου Ισιδώρου και της Αγίας Μυρόπης` ων ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός
ελεήσαι και σώσον ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος».
Με την αγία παρθενομάρτυρα Μυρόπη επιβεβαιώνεται για μία
ακόμη φορά ο λόγος του αποστόλου Παύλου ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν
καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν «ισοφαρίζουν»
τα δεινά της παρούσης ζωής τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί στη
μέλλουσα ζωή. Πράγματι, συγκρίνοντας τα μαρτύρια που πέρασε η αγία με τη δόξα
που τώρα κατέχει ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, θα έλεγε κανείς ότι είναι τα
ελάχιστα μπροστά στα μέγιστα. Ο υμνογράφος της αγίας, εκφράζοντας τη
συγκεκριμένη πίστη επ’ αυτού της Εκκλησίας μας, την παρουσιάζει με τρόπο
εκθαμβωτικό: «Καλλιμάρτυς Μυρόπη και άφθορη νύμφη του Χριστού, τώρα που
στέκεσαι ενώπιόν Του γεμάτη ωραιότητα και ομορφιά, έχοντας πάνω στη σάρκα σου τα
στίγματα του μαρτυρίου σου σαν λαμπρούς και διαυγείς πολύτιμους λίθους και
φορώντας σαν βασίλισσα την πορφύρα από το χρώμα των αιμάτων σου». Βασίλισσα
λοιπόν που «συμβασιλεύει Αυτώ» η αγία Μυρόπη, με την πολύτιμη πορφύρα των βασιλιάδων και
τα λαμπρά πετράδια: να η εικόνα της στη Βασιλεία του Θεού.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας έχοντας ως «εργαλείο» το όνομά
της δίνουν μία συνολική ερμηνεία της κατά Χριστόν ζωής της, και ενόσω ζούσε και
μετά το μαρτυρικό τέλος της. Ενώ ξεκινούν από το συγκεκριμένο γεγονός με το
οποίο ονομάστηκε «Μυρόπη», δηλαδή τη λήψη του αγίου μύρου από τον τάφο της
αγίας Ερμιόνης και την προσφορά του στους πιστούς («Παίρνοντας με ευλάβεια το
μύρο από το θείο μνήμα της Ερμιόνης το χορηγούσες άφθονα στους πιστούς,
πάνσεμνε, γι’ αυτό και κλήθηκες από το γεγονός τούτο Μυρόπη»), ανάγουν το μύρο
αυτό σε πνευματικό επίπεδο, ότι δηλαδή η αγία πια με την κατά Χριστόν πολιτεία
της και το θαυμαστό μαρτύριό της έγινε και η ίδια μύρο, που προσφέρεται στον
Χριστό («Ζώντας με τρόπο θεϊκό, πάνσεμνε Μυρόπη, πρόσφερες ως μύρα στον Χριστό
την άσπιλη παρθενία σου και τους ιδρώτες των ασκητικών κόπων σου, τέλος δε και
το αίμα σου κι ολόκληρο τον εαυτό σου ως ολοκάρπωμα και θύμα καθαρό»), για να
το προεκτείνουν έπειτα και στη μυροβολία της ίδιας από τον τάφο της, με την
οποία αγιάζει έκτοτε τους πιστούς των μετέπειτα εποχών. «Όπως το λέει και το
όνομά σου, αθληφόρε Μυρόπη, δίνεις και μοιράζεις άφθονα μύρα, δηλαδή τις χάρες
των θαυμάτων σου, σε όλους που έχουν ανάγκη και τις ζητούν και προσέρχονται με
πίστη και ευλάβεια στην πάνσεπτη σορό σου, η οποία κατέχει τη δική σου σκόνη των
λειψάνων».
Ο υμνογράφος δεν αναφέρεται μόνον μ’ ένα γενικό τρόπο στο ότι έγινε και η ίδια η Μυρόπη
πνευματικό μύρο με την αγία ζωή της. Ως καλός γνώστης της πνευματικής ζωής
εμβαθύνει και μας αποκαλύπτει με θείο φωτισμό τον εσωτερικό αγώνα της αγίας,
προκειμένου να εξαλείψει ό,τι εμπαθές και βρώμικο δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα
και να φανερωθεί στην ύπαρξή της η χάρη του Θεού. «Τρέχοντας, Χριστέ, η
πανθαύμαστη Μυρόπη, για να οσμιστεί τα μύρα σου, απονέκρωσε τα βρώμικα πάθη του
αμαρτωλού φρονήματος, καθαρίζοντας την ψυχή της με εγκράτεια, με νήψη και
προσευχή, και με έμπονα δάκρυα». Κι είναι αυτή η πνευματική πραγματικότητα που
δεν κουράζεται να σημειώνει διαρκώς η Εκκλησία μας: κανείς δεν μπορεί να γευτεί
τον Χριστό, να Τον νιώσει στην ύπαρξή του, αν δεν αγωνιστεί «νομίμως»,
δηλαδή με την άσκηση της εγκρατείας και της τηρήσεως των εντολών Του. Είναι
τούτο η προϋπόθεση, προκειμένου κανείς να είναι έτοιμος και για το μαρτύριο,
σαν την αγία Μυρόπη. Έτσι καταλαβαίνουμε αυτό που αδιάκοπα φωνάζει η Εκκλησία
μας, ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, αρκεί
βεβαίως να μην εγκαταλείπουμε τον πνευματικό αγώνα.
Δεν θέλουμε να μη φέρουμε σε φως όμως και μία εικόνα
εξαίσιας έμπνευσης του υμνογράφου μας, ο οποίος σχετίζει την εορτή της αγίας με
το υπερφυές γεγονός των Χριστουγέννων που προσδοκούμε να εορτάσουμε λαμπρώς σε
μερικές ημέρες. «Χριστέ Θεέ μας, ο αστέρας αφού οδήγησε τους μάγους που
έφερναν τα δώρα σε Σένα τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, που έγινες νήπιο για
χάρη μας, τους
έφερε ενώπιόν Σου. Το φως δε του θείου νόμου, αφού καθοδήγησε την καλλιπάρθενη
Μυρόπη, την ανέβασε σε Σένα, που κάθεσαι στα δεξιά του Πατέρα,
φέρνοντας μαζί της ως δώρα, αντί για χρυσάφι τη λαμπρότητα της παρθενίας της,
αντί για λιβάνι, όπως το λέει το όνομά της, τα μύρα των αρετών της, και αντί
για σμύρνα τον για Σένα εκούσιο θάνατό της».
Η δωροφορία αυτή της αγίας Μυρόπης στον ενανθρωπήσαντα Θεό μας είναι και η μόνη που πρέπει και εμείς να έχουμε υπόψη μας, ενόψει των Χριστουγέννων. Ο Χριστός δεν θέλει τίποτε άλλο από εμάς ως δώρο για την εορτή Του πλην των αρετών μας. Κι αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα την προσφορά της μετανοίας μας, την κατάθεση σ’ Αυτόν των αμαρτιών μας, για να τις καθαρίσει. Ό,τι ζήτησε ο Ίδιος και από τον άγιο Ιερώνυμο στον ανάλογο δικό του προβληματισμό περί του τι να Του προσφέρει ως δώρο Χριστουγέννων: «τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε, για να τις καθαρίσω».