«Ως ευσεβής κλάδος ευγενούς ρίζας βγήκε η Ευγενία, η δόξα
του γένους της. Γεννήθηκε στην παλαιά πόλη της Ρώμης και ο πατέρας της έλαβε
την τιμή από τον βασιλιά να γίνει έπαρχος της Αλεξανδρείας, οπότε πήγε εκεί
μαζί με την Ευγενία και τη σύζυγό του. Η Ευγενία κάποια στιγμή έφυγε κρυφά
νύκτα μαζί με δύο υπηρέτες και πήγε σε κάποιον από τους επισκόπους, με εμφάνιση
άνδρα, κι αφού βαπτίστηκε και έγινε χριστιανή, κάρηκε μοναχή, παίρνοντας το
όνομα Ευγένιος. Πήγε λοιπόν γρήγορα το πρωί σε μοναστήρι και εξάσκησε εκεί κάθε
αρετή με ασκητικούς κόπους και αγώνες και με αγρυπνίες. Τόσο πολύ έλαμψε στη
Μονή, σαν μεγάλος ήλιος, ώστε όταν ο προεστώς της Μονής έφυγε από τη ζωή αυτή,
οι αδελφοί τον παρακαλούσαν να αναλάβει αυτός την ευθύνη και την προστασία της.
Η αγία, που φαινόταν ως μοναχός Ευγένιος, συμφώνησε, χωρίς να το θέλει, από τη
βία του πόθου και των παρακλήσεων των μοναχών, και έτσι ο Ευγένιος αναδείχτηκε
σε όλους λαμπρότατος και μέγας στην πράξη και όχι στα λόγια. Η ασκητική αυτή
πράξη του, που είναι ο δρόμος για τη μοναδική θεωρία του Θεού, τράβηξε όλους
κατά παράδοξο τρόπο, όπως τραβάει ο μαγνήτης το σίδερο, ώστε όλοι να
απολαμβάνουν στο πρόσωπό του την ιδέα του καλού. Μία μοναχή όμως, Μελανθία στο
όνομα και στην ψυχή, που ζούσε με κοσμικό φρόνημα – αλλοίμονο για την ακαθαρσία
της ψυχής – καθώς είδε τον Ευγένιο όμορφο από φυσικού του, καταλήφθηκε από
φοβερό σαρκικό έρωτα γι’ αυτόν, και τον πίεζε, με πονηρή πρόφαση μία τάχα
ανίατη αρρώστια που είχε, να του μιλήσει κρυφά και κατά μόνας, διότι
διαφορετικά δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την αρρώστια. Ο Ευγένιος, με
συντριμμένη την καρδιά και απονήρευτη διάθεση, υποχώρησε, όπως αγαπά ο Θεός,
στα απατηλά λόγια της Μελανθίας, αγνοώντας τον δόλο της. Όταν λοιπόν ο
ακόλαστος οίστρος της Μελανθίας της άναψε σαν φωτιά τον έρωτα της καρδιάς,
τυφλωμένη και καιομένη από το πάθος της, επεχείρησε να του επιτεθεί αμαρτωλά. Ο
Ευγένιος αμέσως αντέδρασε και την έκανε πέρα, χωρίς έτσι αυτή να πετύχει τους
σκοπούς της. Οπότε αυτή συκοφάντησε τον θεωρούμενο Ευγένιο. Ότι δηλαδή ο θείος
προστάτης της τάδε Μονής, θρασύς πόρνος στην πραγματικότητα, απατώντας με δόλια
λόγια αγνές γυναίκες, ήλθε και σε εμένα. Ο έπαρχος λοιπόν και πατέρας της κόρης
Ευγενίας, όταν άκουσε τις κατηγορίες, εξοργίστηκε και κάλεσε, ως
κατηγορούμενους και δέσμιους, τον ηγούμενο Ευγένιο και τους μοναχούς της Μονής
– ψευδολάτρες ή καλύτερα κακεργάτες κατ’ αυτόν – να παρουσιαστούν γρήγορα ενώπιόν του και να απολογηθούν. Καθώς λοιπόν
παρέστησαν τα δύο μέρη στη δίκη, άρχισε αμέσως να ομιλεί η Μελανθία, υβρίζοντας
τον θείο προστάτη της Μονής, κοροϊδεύοντας και διακωμωδώντας τον Ευγένιο και
τους μοναχούς του με σκληρά λόγια, δείχνοντας και στους φίλους ότι είναι
εργάτης της αμαρτίας. Με μεγάλη φωνή μάλιστα έλεγε περίπου τα εξής: Ακούστε με
όλοι, λέω την αλήθεια – ω, για την ανοχή σου, Δέσποτα παντοκράτορ! Τότε ο
Ευγένιος σηκώθηκε και έσκισε τον χιτώνα του και αμέσως έδειξε ότι ήταν γυναίκα
– θαύμα φρικτό και παράξενο! Και μίλησε με θάρρος στους παρευρισκομένους:
«Έπρεπε να ευχαριστούμε τον Θεό και να υποφέρουμε τις ύβρεις, τις κοροϊδίες και
τα κτυπήματα των σωμάτων. Αλλά για να μη γίνεται αντικείμενο γέλωτος το σχήμα
του μοναχού, εγώ είμαι γυναίκα κατά τη φύση, είμαι θυγατέρα του δικαστή πατέρα
μου και κριτή δικού μου. Έχω δε μητέρα τη σύζυγό του που με γέννησε. Όλοι αυτοί
δε που κατηγορούνται είναι αδελφοί και δεν τους ονομάζω δούλους». Ενώ έλεγε
αυτά η καλή Ευγενία, όλοι έπεσαν σε έκπληξη, ενώ η θεία δίκη τιμώρησε τη Μελανθία, με τρόπο που αν το ακούσει κανείς, θα θαυμάσει. Ο πατέρας της λοιπόν, που ήταν ειδωλολάτρης, αμέσως
δέχεται τη χάρη του Θεού και αναγεννάται πνευματικά, εγκαταλείποντας την ανθρώπινη
δόξα, τον πλούτο και τον φαντασμένο τρόπο ζωής. Γίνεται δε πιστός ποιμένας των
ανθρώπων της πόλεως, γεγονός που έκανε τους ειδωλολάτρες να αντιδράσουν και να
τον οδηγήσουν σε μαρτύριο, οπότε από τα σκληρά κτυπήματά τους απήλθε στις
ουράνιες μονές. Η μητέρα όμως της Ευγενίας, μαζί με αυτήν, εγκατέλειψαν γρήγορα
την Αλεξάνδρεια και κατέφυγαν πάλι στην αγαπημένη τους πόλη, τη Ρώμη. Κι όταν
βγήκε διαταγή του βασιλιά οι χριστιανοί να θυσιάζουν στα είδωλα,
διαφορετικά θα πεθαίνουν με πολύ κακό τρόπο, έλαμψε σε όλους η πίστη της
Ευγενίας. Διότι από τον πόθο του Χριστού ομολόγησε την πίστη της, γι’ αυτό και
προσδέθηκε σε πολύ βαρύ λίθο και ρίχτηκε στο νερό. Κι επειδή κατά παράδοξο
τρόπο δεν έπαθε τίποτε, της απέκοψαν το κεφάλι, οπότε με χαρά πορεύτηκε στον αγαπημένο
της Νυμφίο Χριστό».
Η αγία Ευγενία υπήρξε όχι μόνον ευγενής ως προς την
καταγωγή της, αλλά ευγενής και από χαρακτήρος. Αυτήν τη φυσική της ευγένεια
προβάλλει καταρχάς μεταξύ άλλων και ο υμνογράφος της, άγιος Θεοφάνης, ο οποίος
όμως σχετίζει αυτήν με τον πόθο και την αγάπη του Χριστού, προκειμένου να
παραμείνει η ευγένειά της σταθερή και ολόκληρη. «Απέφυγες την πρόσκαιρη κοσμική
δόξα, Ευγενία πανεύφημε, γι’ αυτό και πόθησες τον Χριστό, κρατώντας έτσι χωρίς
πληγές την ευγένεια της ψυχής σου». Κι ακόμη: όχι μόνο να παραμείνει η ευγένεια
αυτή σταθερή, αλλά να προχωρήσει στην υψηλή της κατάσταση. «Άκουσες θεϊκή
υμνωδία, νύμφη του Χριστού, κι απέκτησες φτερά για την υψηλή ευγένεια». Ο υμνογράφος με απέριττο και σαφή λόγο εκφράζει μία από
τις μεγαλύτερες αλήθειες: η πίστη και η αγάπη του Χριστού, η στροφή προς
Εκείνον κάνει τον άνθρωπο να οδηγείται στην αληθινή ευγένεια, δηλαδή να ζει με
υγεία ψυχής. Και αντιθέτως: όταν ο άνθρωπος στρέφεται εμπαθώς προς τον κόσμο,
εκζητώντας τη δόξα του κόσμου, τότε δυστυχώς πληγώνεται στην ψυχή, χάνεται η
ομορφιά αυτής και ο άνθρωπος γίνεται δύσμορφος. Αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι
ότι η σχέση με τον Θεό, τον αληθινό εν Χριστώ Θεό, συνιστά τη φυσιολογία του
ανθρώπου. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό για να ζει με τον Θεό και να
κατατείνει προς Εκείνον. «Ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα», που σημειώνει και ο απόστολος Παύλος. Η ευγενής αγία
Ευγενία λοιπόν προβάλλεται καταρχάς ως τύπος του αληθινού και φυσιολογικού
ανθρώπου.
Η διαφύλαξη της ευγένειάς της με τον θερμό πόθο που είχε
για τον Χριστό ήταν ευνόητο ότι πέρασε και από πειρασμούς. Δεν είναι δυνατόν ο
άνθρωπος του Θεού να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού, χωρίς να υφίσταται
δαιμονικές επιθέσεις. Αν ο ίδιος ο Κύριος δέχτηκε την επήρεια των πειρασμών,
πολύ περισσότερο ο κάθε άνθρωπος, μάλιστα ο πιστός. Κι ένας από τους πειρασμούς
της αγίας ήταν βεβαίως ο αναφερόμενος στο συναξάρι με την ταλαίπωρη Μελανθία. Ο
άγιος υμνογράφος μάλιστα θεωρεί τη Μελανθία ως όργανο του διαβόλου. Εκείνος ως
ο αρχαίος όφις κρυβόταν πίσω από τις κακές ενέργειές της. «Ο καταστροφέας των
ψυχών, ο όφις διάβολος, βλέποντας τον δρόμο της ζωής σου να βρίσκεται στην
κατεύθυνση της σωτηρίας, σου δημιουργεί ποικίλους πειρασμούς, προσπαθώντας να
χαλαρώσει τη δύναμη της ψυχής σου. Αυτόν όμως, θεόφρον αγνή, τον κατεπάτησες».
Ο διάβολος λοιπόν κάνει τη «δουλειά» του: να γίνεται εμπόδιο στην πορεία μας
προς τον Θεό. Μπορούμε όμως και τον καταπατάμε, σαν την αγία, αν μένουμε
σταθεροί στο θέλημα Εκείνου. Στη σταθερότητα αυτή διαπιστώνουμε την αδυναμία
τελικώς του διαβόλου.
Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει πολύ βεβαίως στην ομορφιά και
την ωραιότητα του βίου της αγίας, καθώς διαπιστώνει τη σκληρή πνευματική της
άσκηση, η οποία επιστεγάστηκε και με τη δοξασμένη άθλησή της («Λάμπρυνες τον
βίο σου με κόσμιο και ωραίο τρόπο, αφού μάρανες τα αμαρτωλά πάθη προηγουμένως
με την άσκησή σου, κι ύστερα έλαμψες με τη δοξασμένη άθλησή σου, Ευγενία»). Αναφέρεται όμως
και στην αρχή της μεταστροφής της στον Θεό, τότε που κινούμενη από τη χάρη του
Θεού εγκατέλειψε τα εγκόσμια, για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον. Και
κάνει εντύπωση η επισήμανσή του ότι η μεταστροφή της αυτή – πέραν της μελέτης
των θεοπνεύστων επιστολών του αποστόλου Παύλου, οι οποίες την σαγήνευσαν –
σχετίστηκε με την υμνολογία της Εκκλησίας μας, το θεολογικό περιεχόμενό της. «Η θεϊκή
υμνωδία που άκουσες, νύμφη του Χριστού, σου έδωσε φτερά για να ανέβεις στην
υψηλή ευγένεια. Διότι σαν φως άστραψε στην καρδιά σου η θεολογία των ασμάτων
του Πνεύματος, διώχνοντας έτσι κάθε αθεότητα».
Το τροπάριο αυτό του αγίου Θεοφάνους συνιστά ύμνο κυριολεκτικά στην υμνολογία. Διότι αφενός τονίζει ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας περιέχουν όλη τη θεολογία της, κατ’ έμπνευση του αγίου Πνεύματος, αφετέρου η ίδια η υμνωδία, ως τρόπος ασματικός, γίνεται όργανο αναγωγής προς τον Θεό, κατανύξεως της καρδίας. Πόση μεγάλη είναι η ευθύνη των ψαλτών της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έχουν τον κλήρο και το χάρισμα να μεταφέρουν με ασματικό τρόπο την πίστη της Εκκλησίας. Γίνονται πραγματικά τα όργανα του Θεού για να ανεβάζουν τις ανθρώπινες ψυχές, να δημιουργούν κατάνυξη με τη σωστή εκφορά των ύμνων και με την προσευχητική διάθεσή τους. Μακάρι όλοι οι ψάλτες μας να είχαν την επίγνωση και τη συναίσθηση αυτή.