22 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (6)

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός

Ἡ προτροπή τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου ἔχει διπλή διάσταση: πρῶτον, νοερῶς νά μεταφερθοῦμε στά γεγονότα πού περιγράφονται ἀπό τά Εὐαγγέλια: τήν πορεία τῆς ἁγίας οἰκογένειας πρός τή Βηθλεέμ, τή γέννηση στό σπήλαιο, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων, τόν ἀστέρα, τούς δοξολογοῦντας ἁγίους ἀγγέλους - ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς φαντασίας λειτουργεῖ μέ θετικό τρόπο καί γιά προαγωγή μας -,  μολονότι ὑπῆρξαν ἅγιοι, σάν τόν ὅσιο Πορφύριο γιά παράδειγμα, πού «εἶδαν» τά γεγονότα αὐτά, ὅπως καί τά ἄλλα ἀπό τή ζωή τοῦ Κυρίου, ἐν Πνεύματι, «εἴτε ἐντός τοῦ σώματος εἴτε ἐκτός, οὐδείς οἶδε», καί ὄχι μέ τήν ἁπλή φαντασία· δεύτερον, νά σπεύσουμε νά «δοῦμε» τή Γέννα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖ πού ἀενάως γεννιέται, στά διαρκῆ Χριστούγεννα πού λένε οἱ θεολόγοι, δηλαδή στίς καρδιές τῶν πιστῶν χριστιανῶν.

Καί τό μέν πρῶτο εἶναι σχετικά εὔκολο – μᾶς βοηθοῦν πάρα πολύ καί οἱ εἰκόνες στήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά καί ἡ τεχνολογική πρόοδος, ἡ ὁποία ἀναπαράγει ἐποπτικά τό ὁποιοδήποτε γεγονός καί τήν ὁποιαδήποτε ἐποχή.  Τό δεύτερο ὅμως; Πῶς νά «δοῦμε» τίς καρδιές; Μέ τί μάτια μποροῦμε νά διεισδύσουμε σ’ αὐτό πού μόνον ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γνωρίζει; Ἄν βεβαίως ἀποδυθοῦμε στόν ἀγώνα «ὅρασης» τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν συνανθρώπων μας, ἄν δηλαδή ἀρχίζουμε νά… ξενοκοιτᾶμε, μᾶλλον θά ἀπογοητευτοῦμε: μόνον οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τους μπορεῖ νά φανερώσουν τόν ἐσωτερικό τους κόσμο – χωρίς νά λαμβάνουμε ὑπόψιν καί τήν ὑποκρισία. Καί τί ἀποκαλύπτουν σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστό οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις τους, εἴτε ὡς συμπεριφορά εἴτε ὡς λόγος εἴτε καί ὡς στάση ἀκόμη σωματική; «Αἰσχρόν ἐστι καί λέγειν»! Ἀδικίες, ἐχθρότητες, μίση, ἐπιθετικές συμπεριφορές, ὕβρεις… Πολλά τά κακά, λίγα τά καλά.

 Ἀλλ’ εὐτυχῶς ὁ Κύριος μᾶς ἔχει… ἀπαγορεύσει μιά τέτοια δραστηριότητα. «Μή κρίνετε», εἶναι ἡ ἀδιάκοπη προτροπή καί ἐντολή Του. «Σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» θά πεῖ ἀκολουθώντας τόν Κύριο κι ὁ ἀπόστολός Του Παῦλος. Λοιπόν, ἕνα εἶναι τό ἐπιτρεπόμενο «ἀντικείμενο» τῆς «ὅρασής» μου: μόνον ὁ ἑαυτός μου. «Ἐγώ νά μπορῶ νά "δῶ" τόν Γεννημένο Χριστό στήν καρδιά μου, νά αἰσθανθῶ δηλαδή τά "σκιρτήματα" ἀπό τό βρεφικό σωματάκι Του καί νά ἀκούσω τούς "κλαυθμηρισμούς" τῆς φωνῆς Του… Ἄν αὐτά δέν τά δῶ, τότε δέν εἶμαι ἀπό αὐτούς στούς ὁποίους γεννήθηκε ὁ Χριστός. Τόν βλέπω πολύ ἐξωτερικά καί ἐπιφανειακά, ὁπότε ἡ μόνη λύση εἶναι ἡ μετάνοιά μου καί τό πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μου…» (άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος).

 Ἄν κινηθῶ ὅμως ἔτσι, ἐν μετανοίᾳ, αὐτό θά εἶναι καί τό μεγαλύτερο «δῶρο» πού θά Τοῦ ἔχω προσφέρει γιά τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο. Ὁ Ἴδιος τό ἀπεκάλυψε στόν ἅγιο Ἱερώνυμο, ὅταν ἐκεῖνος, προσευχόμενος στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ κάποια Χριστούγεννα, παρεκάλεσε τόν Κύριο μέ δάκρυα νά τοῦ πεῖ τί δῶρο θά ‘θελε νά Τοῦ κάνει στή μεγάλη αὐτή ἑορτή Του: «Θέλω τίς ἁμαρτίες σου, Ἱερώνυμε, τίς ἁμαρτίες σου…», τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός. «Καί τίς θέλω γιά νά τίς ξεπλύνω».