«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου» (Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την
αρρώστια σου) (ο Κύριος).
Είχε απευθυνθεί παντού
– δεν υπήρχε γιατρός της εποχής, που να μην πήγε και να μην τον χρυσοπλήρωσε∙
δεν υπήρχε πόρτα που να μην είχε κτυπήσει, πιστεύοντας ότι κάποιο φάρμακο θα
της δώσουν: βότανα, ματζούνια, ξόρκια ίσως∙ δεν υπήρχε προσευχή που να μην είχε
κάνει – αλλ’ όλα εις μάτην. Το χώμα, τα σανδάλια των άλλων, το κράσπεδο των
ιματίων τους ήταν ο μόνιμος ορίζοντάς της! Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια σκυμμένη
κάτω, γιατί δεν μπορούσε καθόλου να σηκωθεί - εντελώς, «εις το παντελές». Κι
έρχεται για μία ακόμη φορά στον τόπο της προσευχής – εκεί που κάθε απελπισμένος
λαχταράει να βρει τη λύση και τη διέξοδο, εκεί που η καρδιά, η κουρασμένη και
απαυδισμένη, διψάει να βρει τ’ αποκούμπι της! Εκεί που μπορεί ίσως να
προκαλέσει την επέμβαση του απόλυτου Άλλου, αλλά και μόνου απολύτως γνωστού:
του Θεού Πατέρα!
Σήμερα μάλιστα είχε θεριέψει
η ελπίδα της. Είχε ακούσει ότι ο Δάσκαλος, ο Ιησούς, ο θεραπευτής θα είναι και
πάλι εκεί. Στη Συναγωγή. Στον τόπο που συνήθιζε να πηγαίνει – έψαχνε ανθρώπους
απελπισμένους που κραυγάζουν τη βοήθεια του Θεού, έτσι της είπανε. Και Τον
είδε. Και τον άκουσε. Και η καρδιά της παρηγορήθηκε. Γιατί ένιωσε πως Αυτός
έχει εξουσία στην καρδιά της – γι’ αυτήν μίλησε: για τους ασθενείς και τους
ταλαιπωρημένους ανθρώπους, για τους απελπισμένους που δεν έχουν κανένα
πραγματικό αποκούμπι στη ζωή. «Ελάτε κοντά μου όλοι οι κουρασμένοι και οι φορτωμένοι
της ζωής και εγώ θα σας αναπαύσω»!
«Θεέ μου, Κύριέ μου,
την ανάπαυση κι εγώ ζητάω. Να μπορώ να περπατάω σαν άνθρωπος και όχι σαν ζώο.
Να βλέπω τους ανθρώπους στο πρόσωπο, εκεί που στα μάτια τους βλέπεις την ίδια
την ψυχή τους. Να βλέπω τον ουρανό και τις εναλλαγές του, να χαίρομαι τη
δημιουργία Σου – ό,τι πιο «απλό» και «δεδομένο». Πόσο τα απλά και δεδομένα της
ζωής γίνονται κάποια στιγμή τα πιο δύσκολα! Νιώθει να μουσκεύει το έδαφος που
πατάει – ευτυχώς, έτσι σκυμμένη δεν την βλέπουν οι άλλοι, δεν θέλει να τη
λυπούνται.
Μα, τι συμβαίνει; Γιατί
αισθάνεται χωρίς να το βλέπει ότι όλοι έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω της; Γιατί ακούγεται
το σούρσιμο των ποδιών σαν να μαζεύονται για να περάσει κάποιος; Είναι Εκείνος
μπροστά της! Βλέπει τα πόδια Του και... τρέμοντας νιώθει τα χέρια Του ν’
ακουμπούν την πλάτη και το κεφάλι της – αδυνατεί να το πιστέψει. Κι αμέσως σαν
να τη διαπερνά δύναμη και μία περίεργη αλλά τόσο ευχάριστη δροσιά στην ψυχή και
στο σώμα της. Ακούει πια τη φωνή Του, σ’
αυτήν απευθύνεται: «Γυναίκα, πάει η αρρώστια σου, έφυγε. Θεραπεύτηκες». Κάνει
την αυτονόητη για όλους κίνηση, την απαγορευμένη όμως τόσα χρόνια σ’ εκείνην:
να ανασηκωθεί, να σταθεί όρθια. Όχι, δεν διστάζει: το είπε Εκείνος! Το κορμί
της ισιώνει. Μπορεί να σταθεί όρθια – σαν να σβήστηκαν όλα τα χρόνια τα σκυφτά.
Κι αντικρύζει το βλέμμα
Του, το βλέμμα που δεν θα ξεχάσει ποτέ πια μέχρι τα στερνά της: γεμάτο αγάπη,
γεμάτο πραότητα και γαλήνη, γεμάτο πατρική και μητρική στοργή. Σαν αστραπή ο
νους της πέταξε στην παιδική της ηλικία, τότε που οι γονείς της την έπαιρναν
στην αγκαλιά τους, την φιλούσαν, την κανάκευαν – πώς τα μάτια του Ιησού της
θύμισαν τα μάτια του πατέρα της που της είχε τέτοια αδυναμία που τον
παρατηρούσε κι η ίδια η μάνα της. Μα τούτο το βλέμμα Αυτού του Δασκάλου είχε
κάτι ακόμη πιο βαθύ και πιο γνώριμο κι απ’ του πατέρα της, κάτι που χάιδευε την
καρδιά της χωρίς να μπορεί να το προσδιορίσει.
Μα, τι κάνει; Δεν
πρέπει τώρα που σηκώθηκε και πάλι να ξαναπέσει. Το κάνει όμως! Τα γόνατά της
δεν αντέχουν από τη χαρά και τη συγκίνηση – γονατίζει από το θάμβος μέσα στο οποίο
βρίσκεται, από το θαύμα που ζει! Ξεσπάει σε λυγμούς, ευχαριστεί Εκείνον που της
δώρισε και πάλι ανθρώπινη ζωή, δοξολογεί τον Θεό. Και μαζί της βλέπει πια να
ξεσπούν σε δάκρυα και όλοι οι συγκεντρωμένοι – το βλέμμα όλων πηγαίνει μια σ’
εκείνην και μια στον Ιησού, τον Πατέρα, την ελπίδα τους. Γιατί όλοι ξέρουν ότι
το ίδιο θα έκανε και για τον καθένα ξεχωριστά. Γιατί καταλαβαίνουν ότι ο
καθένας τους είναι ξεχωριστός για Εκείνον. «Για σένα ήλθα!» ακούνε όλοι στην
καρδιά τους τον γλυκό ψίθυρο της φωνής Του!