«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του
ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την
φύλασσε σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι
ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της.
Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ
αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν
τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός
και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος,
αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε
όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως
ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε
στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’ αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα
είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν
οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την
περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους
τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται
ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και
ξεψύχησε».
Με την αγία Βαρβάρα - μάλλον και με αυτήν - πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω
όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα,
για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την
αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και
μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς
τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα
λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο
τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα
καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή
μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα
της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Θεόν» αγάπη της, από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς
εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα
του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Πληγωμένη
από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα,
βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της».
Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της
δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται
έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού»
και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί
εναντίον του πατέρα» - «Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία
σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του» - αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από
ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά
περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Η Βαρβάρα
ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη
ρίζα».
Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική
δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου
υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η
θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της
παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ούτε η
ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές
της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό,
καλλιπάρθενε». «Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η
ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας». Η αγία Βαρβάρα
αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν
κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους.
Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η
δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα»,
όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον
Χριστό.
Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν
μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που
συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως
πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που
βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε
με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη, εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί
με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε
έκσταση θείας αλλοίωσης». Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ
δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την
έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή
συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε
αμαρτωλό πάθος της.
Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της, την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.