«Ευλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος και ευσεβής ο
Αγγελής, εξασκούσε το λειτούργημα του ιατρού στο Άργος. Σε κάποια θρησκευτική
συζήτηση με έναν Γάλλο, υπεραμύνθηκε της χριστιανικής πίστεως και δέχτηκε να
μονομαχήσει χωρίς όπλο με τον Γάλλο, που ήταν οπλισμένος. Ο Γάλλος μπροστά στην
πίστη του Αγγελή δείλιασε και ο Αγγελής αναδείχτηκε και επίσημα νικητής. Μετά
τη νίκη αυτή ο Αγγελής αποφάσισε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εγκατέλειψε
λοιπόν την ιατριή και κλείστηκε στο υπερώο του σπιτιού του. Ξαφνικά όμως, άγνωστο
για ποιο λόγο, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., αρνήθηκε τον Χριστό
και έγινε Μουσουλμάνος. Επειδή δημιούργησε επεισόδιο σε καφενείο του Ναυπλίου,
ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, οι αρχές τον εξόρισαν στη Χίο. Εκεί
μετανοημένος, έβρεχε κάθε μέρα με δάκρυα μετανοίας τους ναούς και προσευχόταν.
Επίσης έδινε αφορμές στους Τούρκους, επιζητώντας το μαρτύριο. Κάποτε μπήκε σε
κάποιο τελωνείο και ομολόγησε ότι ήταν Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον έδειραν
ανελέητα και τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στη φυλακή του Κάστρου της Χίου. Αλλά
επειδή παρέμεινε σταθερός στη χριστιανική ομολογία του, αποκεφαλίστηκε στις 3
Δεκεμβρίου 1813».
Ο άγιος Αγγελής ανήκει στη χορεία των λεγομένων
νεομαρτύρων, εκείνων δηλαδή των μαρτύρων που έφυγαν από τη ζωή αυτή με
μαρτυρικό τρόπο κατά την περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας. Και πρόκειται για
μάρτυρες ισοστάσιους με τους παλαιούς τόσο που λέμε ότι οι νέοι φέρνουν και
πάλι στην επιφάνεια τον ενθουσιασμό και τη δόξα των πρώτων μαρτύρων, σαν να
έχουμε δηλαδή μία δυναμική επάνοδο της πίστης τους, κάτω από άλλο απλώς πρόσωπο
αλλά με ίδιο σχεδόν όνομα. Την ίδια εκτίμηση έχει και ο υμνογράφος του αγίου
Αγγελή, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «η χορεία των μαρτύρων, Αγγελή, σε
δέχτηκε στον ουρανό με χαρά, σαν ιερά προσθήκη του».
Εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να τονιστεί από το μαρτύριο
του αγίου Αγγελή είναι το εθελούσιο αυτού - ο άγιος επεζήτησε μόνος του το
μαρτύριο. Κατά την έκφραση του υμνογράφου: «Φέρνοντας τον εαυτό σου με τη
θέλησή σου τον παρέδωσες στην ωμότητα και την επιθετικότητα των τυράννων». Δεν
πρέπει να μας παραξενέψει το γεγονός. Πέραν του ότι το συναντάμε επανειλημμένως
και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στην Τουρκοκρατία ήταν σχεδόν
παγιωμένη κατάσταση για εκείνους που είχαν αρνηθεί τον Χριστό σε κάποια φάση
της ζωής τους και είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, τους αρνησιχρίστους. Σ’ αυτούς
θεωρείτο δεδομένο το εθελούσιο μαρτύριο, προκειμένου να ξεπλύνουν την άρνησή τους,
κάτι που βεβαίωνε και ο Κύριος με τη χάρη που τους έδινε. Όπως συνέβη και με
τον άγιο Αγγελή. «Έλαβες από τον Χριστό το στεφάνι της αφθαρσίας, μάρτυς
Αγγελή, αφού αποκόπηκε με ξίφος το κεφάλι σου για χάρη Του».
Ανεξάρτητα πάντως από το δοξασμένο μαρτυρικό τέλος του αγίου Αγγελή και των ομοίων του αρνησιχρίστων μαρτύρων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η στιγμή της αδυναμίας του: ευρισκόμενος ο άγιος σε πνευματική έξαρση -απομονωμένος, κατά το συναξάρι του, στο υπερώο του σπιτιού του και αφιερωμένος σε προσευχή, με ετοιμότητα για μαρτύριο – κάτι γίνεται, προφανώς κάποια αποδοχή υπερήφανου λογισμού, και ξεπέφτει πνευματικά. Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του, όσο βρίσκεται στον κόσμο τούτο. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (όποιος νομίζει ότι στέκεται στην πίστη του ας προσέχει μη πέσει), σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι Πατέρες μας χαρακτήρισαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως το «αεί σχοινοβατείν». Σχοινοβατούμε καθημερινά, που σημαίνει ότι αν δεν προσέξουμε, αν έστω και επ’ ελάχιστον υπερηφανευτούμε και χαλαρώσουμε, μπορούμε να εκπέσουμε από την πίστη μας. Γι’ αυτό και το μόνο στέρεο και άπτωτο έδαφος στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όταν κανείς ομολογεί ενσυνείδητα «εγώ ειμι γη και σποδός», τότε, και μόνον τότε, δεν υπάρχει περιθώριο πτώσης στην απιστία και στην αμαρτία.