Ο άγιος Κωνσταντίνος
αποτελεί για πολλούς σκάνδαλο ως προς την αγιότητά του. Πώς είναι δυνατόν,
ισχυρίζονται, ένας βασιλιάς που κατ᾽ ανάγκην έκανε πολέμους, έδινε διαταγές για
εξολοθρεύσεις αντιπάλων του, ακόμη και δικών του ανθρώπων όταν νόμιζε ότι του
εναντιώνονται, να γίνει τελικώς άγιος και να τιμάται ως άγιος από το πλήρωμα
της Εκκλησίας; Το ερώτημα όμως πρέπει να επεκταθεί: πώς είναι δυνατόν ο
απόστολος Παύλος να είναι άγιος και να θεωρείται ο μέγιστος των αποστόλων, όταν
στη ζωή του και αυτός προέβη σε πολλές πράξεις βίας, τόσο που και μόνο το όνομά
του λειτουργούσε για τους πρώτους χριστιανούς ως συνώνυμο της απειλής και του
φόνου; Κι όχι μόνο ο Παύλος, αλλά και πολλοί άλλοι από τους αγίους της πίστεώς
μας. Τι αγνοούν ή δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους όσοι επιφυλάσσονται για την
αγιότητα του μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά και των υπολοίπων που χρησιμοποίησαν
βία; Τη δύναμη της μετανοίας, πολύ περισσότερο όμως τη θέληση του ίδιου του
Θεού. Διότι - για να επικεντρώσουμε στον ισαπόστολο άγιο - ο
Κωνσταντίνος ό,τι επιτέλεσε ως πράξη βίας το επιτέλεσε όσο δεν ήταν χριστιανός,
ή, μετά τη μεταστροφή του και ασφαλώς πριν από την οριστική ένταξή του στην
πίστη διά του αγίου βαπτίσματος, μέσα στην άγνοιά του, ενώ ο ίδιος ο Θεός έδωσε
πλούσια σημάδια της θέλησής Του για να είναι ο Κωνσταντίνος κοντά Του.
Η Εκκλησία μας δεν
προβληματίστηκε καθόλου: με τα πνευματικά της κριτήρια, με τη διάκρισή της να
βλέπει τι είναι εκ Θεού και τι όχι, όχι μόνο δέχτηκε ως γνήσια τη μεταστροφή
του πρώτου στην αυτοκρατορία, αλλά τον χαρακτήρισε άγιο και ισαπόστολο, και
αυτόν και τη μητέρα του Ελένη. Η υμνολογία μάλιστα της εορτής του αδιάκοπα
τονίζει τα θεϊκά σημάδια της ξεχωριστής από τον Θεό κλήσης του. Και εν πρώτοις:
την ιδιαίτερη δωρεά να δει τον τίμιο Σταυρό με το «τούτω νίκα», πριν από
την κρίσιμη μάχη με τον καίσαρα Μαξέντιο. «Τύπον Σταυρού εν ουρανώ
κατοπτεύσας, ήκουσας εκείθεν: ῾Εν τούτω νίκα᾽ τους εχθρούς σου» (δοξαστικό
εσπερινού). Το γεγονός αυτό ο υμνογράφος το θεωρεί ως κλήση από τον Θεό να
γίνει χριστιανός ο Κωνσταντίνος και το παραλληλίζει με την κλήση του αποστόλου
Παύλου, ο οποίος κλήθηκε από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο, όταν πορευόταν στη
Δαμασκό να συλλάβει χριστιανούς. «Είδε τον τύπο του Σταυρού σου στον ουρανό
και, όπως ο Παύλος, δέχτηκε την κλήση όχι από ανθρώπους ο μεταξύ των βασιλέων
απόστολός σου, Κύριε» (απολυτίκιο). «Έλαβες την κλήση όχι από ανθρώπους
αλλά όπως ο θεσπέσιος Παύλος απέκτησες αυτήν, ένδοξε Κωνσταντίνε ισαπόστολε,
από τον Ουρανό, από τον Χριστό τον Θεό» (λιτή). Επειδή όμως ο Παύλος δεν
υπήρξε βασιλιάς, οι ύμνοι της Εκκλησίας κάνουν και άλλον παραλληλισμό:
συγκρίνουν τον Κωνσταντίνο με τον βασιλιά Δαυίδ, με την έννοια ότι όπως εκείνος
χρίστηκε με λάδι βασιλιάς ως εκλεκτός του Θεού από τον προφήτη Σαμουήλ, έτσι
και ο Κωνσταντίνος: «Έγινες νέος Δαυίδ στην πράξη, καθώς δέχτηκες από τον Θεό
το λάδι της χρίσης ως σύμβολο εξουσίας της βασιλείας στο κεφάλι σου. Διότι ο
υπερούσιος Λόγος και Κύριος σε έχρισε με το Πνεύμα Του» (κάθισμα
όρθρου).
Ο άγιος υμνογράφος
προσπαθεί να ερμηνεύσει την κλήση αυτή, η οποία συνιστά παραδοξότητα, κυρίως
από το γεγονός ότι για πρώτη φορά βασιλιάς με τέτοια εξουσία στρέφεται υπέρ του
χριστιανισμού: «Κωνσταντίνε, έλαβες το σκήπτρο από τον Θεό πρώτος εσύ ως
βασιλιάς των Χριστιανών» (απόστιχα εσπερινού). Τι εξήγηση λοιπόν προσάγει
για τη μεταστροφή του έχοντος την κοσμική εξουσία; Πρώτον, το
γεγονός ότι η μητέρα του υπήρξε μία αγία. Από μία αγία βγήκε ένας άγιος.
«Πράγματι, μακάρια η γαστέρα και αγιασμένη η κοιλία που σε βάστασε» (απόστιχα
εσπερινού). Δεύτερο και κύριο όμως, το γεγονός ότι ο ίδιος ο
παντοδύναμος Θεός προείδε την καλή προαίρεση της καρδιάς του, την
υπακοή που θα έδειχνε στην κλήση Του. «Ο βασιλιάς της δημιουργίας, προβλέποντας
την ευπείθεια της καρδιάς σου, πάνσοφε, σε κυνηγάει να σε πιάσει με λογικό
τρόπο, εσένα που κυριαρχείσο από την αλογία» (αίνοι).
Οι ύμνοι της Εκκλησίας
μας αναφέρονται βεβαίως και στο γεγονός ότι ο άγιος Κωνσταντίνος βοήθησε την
Εκκλησία στη στερέωση της ορθόδοξης πίστης της, όταν παρουσιάστηκαν ο αιρετικός
Άρειος με τους ομόφρονές του και δημιούργησαν τεράστιο πρόβλημα. Ο Κωνσταντίνος
έδωσε τη δυνατότητα να συγκληθεί η Α´ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος (325), η
οποία και απεφάνθη οριστικά και αμετάκλητα ως προς τη σχέση του Ιησού Χριστού
με τον Θεό Πατέρα Του, δογματίζοντας το «ομοούσιον» Αυτού με Εκείνον.
«Συνάθροισες, χωρίς να το περιμένει κανείς, τον μακάριο χορό των θεοφόρων
Πατέρων, και μέσω αυτών, Κωνσταντίνε, στήριξες τις καρδιές όλων των πιστών που
ταλαντεύονταν, ώστε να δοξολογούν τον Λόγο Χριστό ως ομότιμο και σύνθρονο με
τον Πατέρα» (ωδή ς´).
Η υμνολογία της
Εκκλησίας βεβαίως δεν προβάλλει μόνον τον άγιο Κωνσταντίνο. Εξίσου προβάλλει
και την αγία μητέρα του Ελένη, σημειώνοντας γι᾽ αυτήν, εκτός από την αγιότητά
της, αφενός τη σχέση της με τον τίμιο Σταυρό, αφετέρου τη διάθεσή
της να κτίζει άγιους ναούς, κατεξοχήν στους αγίους τόπους. «Και στους τρόπους
φιλόθεη και στις θείες πράξεις αξιοθαύμαστη υπήρξες, μακάρια» (ωδή δ´).
«Φόρεσες σαν πορφύρα την αγάπη και την τέλεια συμπάθεια, γι᾽ αυτό και τώρα
κατοικείς στα άνω βασίλεια» (ωδή ε´). Η αγάπη της για τον Χριστό την
έκανε να συνδεθεί ιδιαιτέρως με τον Σταυρό Εκείνου. Η αγία Ελένη, ως γνωστόν,
υπήρξε εκείνη η οποία αποδύθηκε στον αγώνα ευρέσεως του Σταυρού. Και όντως, με
ανθρώπινες ενέργειες και θεία υπόδειξη Τον βρήκε. «Κατεπείγετο από πόθο και
αγάπη του Χριστού η μητέρα του γλυκυτάτου βλαστού, του Κωνσταντίνου, και με
σπουδή έφθασε στην αγία Σιών, στον τόπο τον άγιο, στον οποίο σταυρώθηκε με τη
θέλησή Του ο Σωτήρας μας, για τη σωτηρία μας. Εκεί, σήκωσε τον Σταυρό και με
χαρά κραύγαζε: Δόξα σ᾽Αυτόν που μου δώρισε Αυτόν που είχα ελπίδα» (απόστιχα
εσπερινού). Στην ιστορία βεβαίως έμεινε η αγία Ελένη και για την
οικοδόμηση πολλών ναών, ιδίως όπως είπαμε στους αγίους Τόπους. Ο άγιος
υμνογράφος όχι μόνον σημειώνει την ξεχωριστή αγάπη της για τους αγίους αυτούς
Τόπους, αλλά δίνει και τη φωτισμένη ερμηνεία του για τη δραστηριότητά της στην
οικοδόμηση των ναών: η αγία δεν μπορούσε να μην αγαπά τους τόπους που περπάτησε
και έπαθε ο Χριστός, αφού όλη την αγάπη και την ελπίδα της την είχε σ᾽ Εκείνον,
οικοδομούσε δε ναούς, διότι η ίδια είχε κάνει την καρδιά της ναό του Θεού.
«Κόλλησες από αγάπη στον Χριστό κι έθεσες όλην την ελπίδα σου σ᾽ Εκείνον,
πάνσεμνε, γι᾽ αυτό και πήγες στους ιερούς τόπους Του, στους οποίους αφού σαρκώθηκε
υπέμεινε ο υπεράγαθος τα άχραντα Πάθη» (ωδή γ´). «Με θείες πράξεις
οικοδόμησες την καρδιά σου σε ναό του Θεού, Ελένη. Και ανοικοδομούσες γι᾽ Αυτόν
ιερούς ναούς, όπου ως άνθρωπος υπέστη για χάρη μας τα άχραντα Πάθη» (ωδή
ζ´).
Αν οι αρνητές του αγίου Κωνσταντίνου δεν πείθονται από όλες τις παραπάνω θεοσημείες: την θεόθεν κλήση του, την αγία σαν τον Δαυίδ και τον Σολομώντα βιοτή του, την αγωνία του για την ορθόδοξη πίστη – έστω κι αν κατά καιρούς παρασυρόταν λόγω άγνοιας από ορισμένους επιτήδειους - τουλάχιστον ας πεισθούν από τις θεοσημείες μετά τον θάνατό του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας επισημαίνουν και τη διάσταση αυτή: ο τάφος του Κωνσταντίνου, όπως και της αγίας μητέρας του βεβαίως, αναβλύζει θείες ακτίνες ιαμάτων παντοειδών και ενισχύει την πίστη των ανθρώπων. Πολλά τα θαύματα με άλλα λόγια που έγιναν, γίνονται και θα γίνονται σε όλους εκείνους που με πίστη επικαλούνται τα άγια ονόματα των θεοστέπτων αυτών και ισαποστόλων βασιλέων. «Ο τάφος όπου κείται το ιερό και τίμιο σώμα σου, Κωνσταντίνε, αναβλύζει θείες λάμψεις και φωτολαμπείς ακτίνες διαφόρων ιαμάτων πάντοτε σ᾽ αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτό, διώχνοντας το σκοτάδι και φωταγωγώντας με ανέσπερο φως αυτούς που σε δοξολογούν» (ωδή θ´). «Πέρασες άγια τη ζωή σου και κατασκήνωσες τώρα μαζί με τους αγίους, γεμάτη από αγιασμό και φωτισμό. Γι᾽ αυτό πάντοτε αναβλύζεις τους ποταμούς των ιαμάτων και εξαφανίζεις τα πάθη, μακάρια Ελένη, και ποτίζεις τις ψυχές μας» (ωδή θ´).