«μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» (Ιωάν.
5, 14)
Ο παράλυτος του σημερινού αναγνώσματος τριάντα οκτώ έτη ανέμενε την
ίασή του με τον θαυματουργικό τρόπο δι᾽ αγγέλου που πρόσφερε η προβατική
κολυμβήθρα. Και τελικώς γι᾽ αυτόν η ίαση έρχεται από εκεί που δεν το περιμένει: από τον Ιησού Χριστό. Το παράπονο που τον κατέτρωγε: «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», υπερβαίνεται, καθώς δέχεται
την επίσκεψη του ενανθρωπήσαντος Θεού, του τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, ο
Οποίος θα τον θεραπεύσει όχι μόνον από τη σωματική του παραλυσία, αλλά και από
το αίτιο αυτής, την αμαρτία, που συνιστά την πνευματική παραλυσία του ανθρώπου.
Η προτροπή του Κυρίου στον Ναό προς τον θεραπευμένο παραλυτικό αυτό ακριβώς
υπονοεί: ῾μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται᾽.
Μην αμαρτάνεις πια, για να μη σου συμβεί κάτι χειρότερο.
1. Η προτροπή αυτή του Κυρίου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η αντίληψη περί
αμαρτίας στους πολλούς, δυστυχώς και χριστιανούς, κυμαίνεται σε επίπεδα πλάνης: είτε θεωρείται ως μία απλή παράβαση ενός κανόνα ή ενός
καθήκοντος, συνεπώς ως κάτι που δεν έχει ιδιαίτερο αρνητικό αποτέλεσμα για τους
ίδιους, είτε εκλαμβάνεται ως μία πρόκληση για εμπειρία που εμπλουτίζει τον
άνθρωπο, συνεπώς ως κάτι θετικό γι᾽ αυτόν, είτε φτάνει κυριολεκτικά και σε
δαιμονικό επίπεδο, δηλαδή να θεωρείται ως αυτό και μόνο που φέρνει την ευτυχία
στον άνθρωπο. Στην τελευταία περίπτωση εντάσσονται όλοι εκείνοι που εν συγχύσει
καρδιακή και διανοητική διατείνονται ότι το ενδιαφέρον ακόμη και για τη μετά
θάνατον ζωή – εφόσον κατ᾽ αυτούς υπάρχει – βρίσκεται στην κόλαση και όχι στην ῾πλήξη᾽
του Παραδείσου.
2. Ο Κύριος, και στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιαθέντος
παραλύτου, τονίζει την τραγικότητα της αμαρτίας. Η αμαρτία, για την οποία έπαθε
και σταυρώθηκε – ο Κύριος είναι «ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» - αλλοιώνει την ψυχή αλλά και το σώμα του ανθρώπου. Αν ο
παράλυτος υπήρξε παράλυτος, δεν ήταν γιατί γεννήθηκε έτσι – υπάρχουν και
τέτοιες περιπτώσεις βεβαίως -, δεν ήταν γιατί κάποιο ατύχημα τον έφερε στην
τραγική αυτή θέση, δεν ήταν γιατί κάποια αρρώστια τον προσέβαλε με αποτέλεσμα
να μείνει παράλυτος. Έγινε παράλυτος, γιατί κάποια ή κάποιες αμαρτίες τον
οδήγησαν στη δεινή αυτή κατάσταση. Τα λόγια του Κυρίου αυτό ακριβώς υπονοούν: μην αμαρτάνεις από δω και πέρα, για να μη σου συμβεί κάτι
χειρότερο. Η πνευματική και ηθική παραλυσία της αμαρτίας δηλαδή οδηγεί πολλές
φορές και στη σωματική παραλυσία. Ο άνθρωπος εισπράττει πολύ άμεσα και ορατά το
τίμημα της αμαρτίας του. Και ποιο το χειρότερο για το οποίο κάνει λόγο ο Κύριος;
Ίσως και ο ίδιος ο θάνατος. Ίσως, ακόμη χειρότερα, μία κατάσταση από την οποία
να ελλείπει παντελώς και το στοιχείο της ελπίδας: μία ῾βουτιά᾽ στην άβυσσο της
απόγνωσης, η οποία συνιστά μία πρόγευση της κόλασης, αν όχι την ίδια την
κόλαση.
3. Τι οδηγεί στην τραγικότητα της αμαρτίας; Τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να εκπίπτει από
ό,τι φαίνεται να διψά στο βάθος της καρδιάς του: τον ίδιο τον Δημιουργό του;
Όχι άλλο από την παρακοή και ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού. Όπως φαίνεται και από την Αγία Γραφή στην περιγραφή της
ζωής των πρωτοπλάστων, η άρνησή τους κάποια στιγμή να υπακούσουν στην εντολή
του Θεού, η επιθυμία τους να κινηθούν με βάση το ίδιο θέλημα, με την προτροπή
ασφαλώς και του Πονηρού διαβόλου, ήταν εκείνο που έφερε όλα τα δεινά στη ζωή αυτών
και της λοιπής δημιουργίας, ήταν το αίτιο του ίδιου του θανάτου, πνευματικού
και σωματικού. «Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Κι αυτό σημαίνει έκτοτε ότι όσο ο άνθρωπος δεν βρίσκεται
στον δρόμο του Θεού, όσο τον κατευθύνει το «έτσι μ᾽ αρέσει» και όχι το «γενηθήτω
το θέλημά Σου, Κύριε», τόσο απομακρύνεται από την ίδια τη ζωή, τόσο φεύγει
από το φως, τόσο χάνεται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας χωρίς νόημα και σκοπό. Η
αποτίμηση του ίδιου του Θεού Πατέρα στην παραβολή του ασώτου είναι απόλυτη: «ὁ
υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν...καί ἀπολωλώς᾽.
4. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι η θεραπεία του
ανθρώπου. Ευθύς ως ο άνθρωπος στραφεί προς τον Θεό και αρχίζει να συντονίζεται
με το άγιο θέλημά Του, αρχίζει και η διαδικασία υπέρβασης της πνευματικής
παραλυσίας, ίσως δε αν επιτρέψει ο Θεός, και της σωματικής παραλυσίας. Και το
μόνιμο και αδιάκοπο θέλημα του Θεού είναι ό,τι Εκείνος ζει ως ζωή και είχε
δώσει απαρχής της αποκάλυψής Του ως εντολή στον άνθρωπο: η αγάπη. Η αγάπη που
αναφέρεται στον ίδιο τον Θεό και στον κατ᾽ εικόνα Αυτού άνθρωπο. «Ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, ἐξ ὅλης τῆς
διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Όσο ο άνθρωπος θα πορεύεται με τον τρόπο της αγάπης, τόσο και θα υγιαίνει
πνευματικά νιώθοντας τη ροή της ενέργειας και της χάρης του Θεού στην
ψυχοσωματική του υπόσταση. Γι᾽ αυτό και η Εκκλησία μας πάντοτε εξαγγέλλει ότι
αμαρτία υφίσταται εκεί απ’ όπου ελλείπει η αγάπη. Κι επειδή αγάπη και πίστη
συμβαδίζουν, γι᾽ αυτό και «πᾶν ὅ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστί». Είναι
ευνόητο λοιπόν γιατί η αμαρτία, όπως είπαμε, δεν κατανοείται ως παράβαση ενός
νόμου ή ενός κανόνα. Γιατί εκφεύγει από τα εξωτερικά τυπικά σχήματα και γίνεται
το αδιάκοπο αγώνισμα της καρδιάς. Στην καρδιά ριζώνει η αγάπη, εκεί αναπέμπει
τις δοξολογικές κραυγές της, γι᾽ αυτό και εκεί, δηλαδή όπου δεν φτάνει ανθρώπου
μάτι, όταν δεν υφίσταται, ήδη λειτουργεί το μυστήριο της ανομίας και της
αμαρτίας. Από την άποψη αυτή αφενός έχουμε διαβάθμιση στην αμαρτία, ανάλογα με το
ποσοστό της αγάπης που υπάρχει, αφετέρου κανείς δεν μπορεί εύκολα να κρίνει τον
συνάνθρωπό του, αφού κάποιος μπορεί να φαίνεται άψογος εξωτερικά, ενώ μέσα του
να μαίνεται ο πόλεμος των κακών λογισμών του και του μίσους του προς τον
συνάνθρωπο. «Ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ – λοιπόν – ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Η αγάπη αποτελεί το μόνιμο και μοναδικό απόλυτο
κριτήριο για να γνωρίζει κάποιος την αμαρτωλότητα ή την αναμαρτησία του.
5. Κι ασφαλώς δεν υπάρχει αναμαρτησία ανθρωπίνως. Μόνον ο
Κύριος ως Θεός και άνθρωπος έζησε απολύτως αναμάρτητα. Όλοι οι άνθρωποι λίγο ή
πολύ αμαρτάνουμε, γιατί έστω στο βάθος της ψυχής μας κάποια στιγμή μπορεί να
ξεφύγουμε από την αγάπη. Γι᾽ αυτό και η αγιότητα για τον άνθρωπο βρίσκεται στον
αγώνα πια της μετανοίας του. Όταν ο πιστός νιώσει ότι εξέπεσε από την αγάπη,
αρχίζει τον εσωτερικό αγώνα των δακρύων προκειμένου να επανέλθει στην εντολή
του Θεού. Κι έτσι η μετάνοια είναι ο δρόμος της πνευματικής ζωής. Πνευματικός
και άγιος για την πίστη μας είναι ο μετανοών άνθρωπος, αυτός που οι στεναγμοί
της καρδίας του δεν τον εγκαταλείπουν ποτέ, καθώς μάλιστα ενισχύεται διαρκώς
και από την κοινή εν Εκκλησία προσευχή και τα μυστήρια της πίστεως, ιδίως της
θείας Ευχαριστίας. Κι έτσι μάλλον πρέπει να ερμηνεύσουμε και την προτροπή του
Κυρίου «μηκέτι ἁμάρτανε» στον πρώην παραλυτικό. Όχι με την έννοια να μην
υποπέσει ποτέ στην αμαρτία – αυτό θα ήταν η ευχή για όλους μας – αλλά με την
έννοια να πορεύεται πάντοτε εν μετανοία, κάτι που φαίνεται να συνηγορεί υπέρ
αυτού η ενεστωτική προστακτική «μηκέτι ἁμάρτανε», δηλαδή μη παραμένεις
στην αμαρτία, όταν αυτή κάνει την εμφάνισή της.
Το «μηκέτι ἁμάρτανε» του Κυρίου η Εκκλησία μάς το υπενθυμίζει διαρκώς το πρωί, το εσπέρας, το βράδυ. «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἐν τῇ ἑσπέρᾳ, ἐν τῇ νυκτί ταύτῃ, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς». Η σχετική αναμαρτησία στην οποία καλούμαστε είναι ο δρόμος της μετανοίας, είναι ο δρόμος της αγιότητας, είναι ο δρόμος της πνευματικής υγείας, γιατί είναι ακριβώς ο δρόμος της αγάπης. Η αγάπη είναι το μοναδικό αποτελεσματικό φάρμακο εναντίον της όποιας παραλυσίας απειλεί την ύπαρξή μας.