Ο τριαντάχρονος περίπου
νέος ήλθε κατευθείαν πάνω στον ιερέα.
«Πάτερ, θέλω να
εξομολογηθώ. Μπορείτε;»
«Βεβαίως, παιδί μου.
Ορίστε, πέρασε στο εξομολογητάρι».
Ο ιερέας φόρεσε το
πετραχήλι και έκανε μία σύντομη ακολουθία, επικαλούμενος το έλεος του Κυρίου
επί τον εξομολογούμενο. Κάθισαν.
«Τι σε απασχολεί, παιδί
μου; Τι είναι εκείνο που βαραίνει την ψυχή σου, ώστε να θέλεις τόσο άμεσα
εξομολόγηση; Πριν πεις όμως οτιδήποτε, θα μου επιτρέψεις να σου
υπενθυμίσω ότι η εξομολόγηση γίνεται όχι στον ιερέα, αλλά στον ίδιο τον Κύριο.
Σ’ Εκείνον απευθυνόμαστε, γιατί Εκείνος είναι ο αρχηγός της πίστης μας και ο
Σωτήρας της ζωής μας. Έχει προηγηθεί βεβαίως η μετάνοια του πιστού για όποιες
αμαρτίες έχει επισημάνει στον εαυτό του, έχει πάρει την απόφαση για αλλαγή του,
και έρχεται στη συνέχεια στον ιερέα, προκειμένου να βοηθηθεί στη γνησιότητα της
μετανοίας του και να πάρει την άφεση των αμαρτιών του. Η εξομολόγηση δηλαδή
στον ιερέα είναι η κατάληξη θα λέγαμε της πρώτης και σημαντικότερης
εξομολόγησης που γίνεται στον ίδιο τον Κύριο, μέσα στην καρδιά του πιστού. Με
τον τρόπο αυτόν, ετοιμασμένος, δοκιμασμένος, όπως λέει ο απόστολος, ιδίως
εκείνος που έχει καιρό να κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μπορεί να
προσέλθει στη Θεία Κοινωνία αυτήν, όπου κατεξοχήν εκεί το αίμα του Κυρίου μάς
καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Λοιπόν, τι θα ήθελες να εξομολογηθείς;»
Ο νέος δεν μίλησε
αμέσως. Φαινόταν σαν να στοχαζόταν τα λόγια του πνευματικού. Αλλά η συνέχεια
αποκάλυψε πως μάλλον δεν συνέβαινε αυτό.
«Πάτερ», είπε ξαφνικά
και με ένα είδος οργής ο νεαρός άνδρας. «Θέλω τρία πράγματα να σου ζητήσω».
«Τι πράγματα;» είπε ο
ιερέας ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του και βλέποντας το πρόσωπο του νέου, που
είχε ελαφρώς κοκκινίσει από μία παράξενη έξαψη.
«Πρώτον, θέλω να μου
βρεις γυναίκα». Σταμάτησε για λίγο, για να συνεχίσει, κτυπώντας
μάλιστα αυτήν τη φορά και το χέρι του πάνω στο μικρό τραπεζάκι με τον
Εσταυρωμένο και το καντηλάκι που έκαιγε μπροστά Του. «Δεύτερον, θέλω
να μου βρεις δουλειά. Και τρίτον, επειδή ασχολούμαι με το θέατρο, θέλω να μου
βρεις μία θεατρική σκηνή για να μπορώ να παίζω εκεί».
Ο ιερέας δεν έσπευσε να
απαντήσει. Ένιωσε μόνο ένα πικρό δάκρυ να παλεύει να βγει από το κέντρο της
καρδιάς του.
Σηκώθηκε, έβγαλε το
πετραχήλι του και ξανακάθισε.
Κοίταξε ίσια στα μάτια
τον νεαρό άνδρα που απορημένος τον κοιτούσε, και του είπε ήρεμα:
«Ας συζητήσουμε λοιπόν
τι μπορώ να κάνω εγώ σ’ αυτά που μου ζητάς…».
(Από το βιβλίο των εκδ.
«ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού,
Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι).