«Είπε ο αββάς Αρσένιος: “Αν ζητήσουμε τον Θεό, θα μας
φανερωθεί. Και αν τον κρατήσουμε, θα παραμείνει σ’ εμάς”» (Από το
Γεροντικό).
Για τον όσιο μέγα Αρσένιο (8 Μαῒου) έχουμε σαραντατέσσερα
λόγια και περιστατικά στο Γεροντικό της Εκκλησίας. Θεωρείται από τους
μεγαλύτερους οσίους, οι οποίοι φανέρωσαν με ανάγλυφο τρόπο ότι όπου υπάρχει
πόθος και αγάπη για τον Θεό εκεί μπορεί να ξεπεραστεί οποιαδήποτε προσκόλληση
προς τον κόσμο, έστω κι αν ο κόσμος αυτός σου προσφέρεται με τον πιο προκλητικό
και απλόχερο τρόπο. Μη ξεχνάμε ότι ο άγιος αποφάσισε να αποτραβηχτεί από τον
κόσμο και να ασκητέψει ησυχαστικά, όταν ζούσε στα ανάκτορα του Βυζαντίου ως
παιδαγωγός των υιών του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου και οι τιμές προς το
πρόσωπό του βρίσκονταν στο απώγειό τους. Η καρδιά του όμως ήταν στραμμένη προς
τον Χριστό κι Εκείνος μόνο, έβλεπε ο Αρσένιος, ότι μπορούσε να τη γεμίσει. Πράγματι τη
βαθειά επιθυμία του ο Κύριος του την ικανοποίησε, προτρέποντάς τον μάλιστα,
εφόσον θέλει να σωθεί, «να φεύγει, να σιωπά, να ησυχάζει». Έκτοτε, μετά τη φυγή
του αγωνίστηκε ολοκληρωτικά στον ησυχαστικό βίο, ασκώντας μέχρι τέλους την εν
γνώσει σιωπή για να μπορεί να αδολεσχεί με τον Θεό και αποφεύγοντας έως θανάτου
κάθε ανθρώπινη δόξα και τιμή. Είναι περιττό έτσι να πούμε ότι ο Θεός τον
περιέλαμψε με το φως Του και τον κατέστησε οδοδείκτη για πάρα πολλούς
συνασκηστές του αλλά και για το ευρύ πλήρωμα της Εκκλησίας. Εφαρμόστηκε δηλαδή
και σ’ αυτόν το ευαγγελικό λόγιο, ότι όσο αποφεύγεις την ανθρώπινη δόξα τόσο σε
δοξάζει ο Θεός και σε καθιστά μαγνήτη για τις ανθρώπινες ψυχές.
Στο παραπάνω λόγιο του μεγάλου οσίου επισημαίνεται μία
σπουδαιότατη αλήθεια: δεν είναι το «πρόβλημα» ο Θεός που δεν εμφανίζεται και
δεν γίνεται «ορατός» στη ζωή μας – η αγάπη Του είναι τόσο μεγάλη που κάνει τα
πάντα για να μας τραβήξει κοντά Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του
ζωής. Το τονίζει με έμφαση ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στο Ευαγγέλιό του: «τόσο
αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε τον μονογενή Του Υιό, προκειμένου καθένας
που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει αιώνια ζωή». Και το ίδιο
ομολογεί και ο απόστολος Παύλος: «Ο Θεός που δεν φείστηκε τη ζωή του Υιού Του
και Τον παρέδωσε να θυσιαστεί για χάρη μας, πώς μαζί μ’ Αυτόν δεν θα μας
χαρίσει και τα πάντα;» Το είδαμε ολοφάνερα και στο περιστατικό με τον
θεωρούμενο άπιστο μαθητή του Κυρίου Θωμά. Συγκατανεύει στην αδυναμία του και
του εμφανίζεται με την προτροπή να τον ψηλαφήσει για να διαπιστώσει ιδίοις
όμμασι και χερσί την αλήθεια της Αναστάσεώς Του. Και γίνεται έτσι η πιστή
απιστία του Θωμά το μέσο να διαλαληθεί σε όλον τον κόσμο, και μέσω της
ψηλαφήσεως, η Ανάσταση του Κυρίου.
Λοιπόν, το πρόβλημα δεν είναι ο Θεός. Είμαστε εμείς οι
ίδιοι, που ενώ μπορεί να ομολογούμε την αγάπη και την πίστη μας στον Χριστό,
στην πραγματικότητα δεν Τον θέλουμε και πολύ στη ζωή μας. Γιατί, κατά τον όσιο αββά,
«δεν Τον ζητούμε και δεν θέλουμε να Τον κρατήσουμε». Φαίνεται παράδοξη η
διαπίστωση αυτή, αλλά είναι η αλήθεια. Διότι το να ζητά κανείς τον Θεό
αποτελεί... επικίνδυνη κατάσταση! Σημαίνει ότι βρίσκεται στη χαρισματική
κατάσταση να απεμπλακεί από τα πάθη του και να ακολουθήσει τη ζωή της
μετανοίας. Κανείς δεν στρέφεται προς τον Χριστό, αν δεν απελπιστεί και δεν
απογοητευτεί από τον κόσμο∙ αν η καρδιά του δεν θελήσει να συντονιστεί με τους
βαθύτερους και έσχατους κτύπους της που διψάνε Θεό. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει
εύκολα. Γιατί δυστυχώς είμαστε προσκολλημένοι στο φρόνημα του κόσμου, με την
«επιθυμίαν της σαρκός, την επιθυμίαν των οφθαλμών και την αλαζονείαν του βίου»
να έχουν το πάνω χέρι στη ζωή μας. Η σαρκολατρεία και η υπερηφάνεια μάς
σφραγίζουν και καθορίζουν τις επιλογές μας, αποδεικνύοντας έτσι ότι συχνά η
πίστη μας στον Χριστό είναι εντελώς επιφανειακή και θεός μας στην
πραγματικότητα είναι ο εμπαθής εαυτός μας, το αποθεωμένο εγώ μας.
Οπότε, η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μας για την ορφάνια μας και την απουσία του Πατέρα από τη ζωή μας. Αλλά αυτό είναι, από την άλλη, το θετικό και το παρήγορο: αν η εμφάνιση του Θεού εξαρτάται από εμένα, τότε εγώ πρέπει να κινηθώ με αποφασιστικό και πιστό τρόπο. Να θέσω σε ενέργεια δηλαδή εκείνη τη διαδικασία που μας έχει υποδείξει ο Ίδιος για να μπει στα όρια της ύπαρξής μας. Κι η ενέργεια αυτή είναι μία και απόλυτη: η τήρηση των αγίων Του εντολών. Αναζητώ τον Θεό σημαίνει ότι μπαίνω στην τροχιά των ιχνών Του μέσω των εντολών Του, σημαίνει συνεπώς ότι Τον βρίσκω – εντολές του Θεού και παρουσία Του είναι συγχρονισμένη διαδικασία. Και ο άγιος Αρσένιος συμπληρώνει: αυτό δεν είναι απόφαση μίας δεδομένης στιγμής, αλλά απόφαση όλης της ζωής. Τον αναζητώ, μου φανερώνεται∙ Τον κρατώ διά της υπομονής και της επιμονής στη σχέση μου μαζί Του, παραμένει σ’ εμένα. Από τη δική μου βούληση εξαρτάται η ομολογία «ζει Κύριος ο Θεός»!