«Παπά, σε θέλει ο Γέροντας, ο Ηγούμενος», είπε ο μοναχός
στον νεαρό ιερομόναχο Νικόδημο. «Θέλει κάτι να σου πει».
«Να ’ναι ευλογημένο», απάντησε ο Νικόδημος, κι αμέσως
άλλαξε πορεία από το προγραμματισμένο διακόνημά του.
Τέκνο υπακοής ο Νικόδημος, βρέθηκε από πολύ νεαρός -
μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο - σπρωγμένος από την αγάπη του προς τον Θεό,
Νικόλαος τότε, στο φιλόξενο μεγάλο μοναστήρι του Όρους. Είχε ακούσει για την
ευλογημένη αδελφότητα που ζούσε εκεί, κυρίως όμως για τον Γέροντα, τον σοφό
καθηγούμενο, ο οποίος με μεγάλη αγάπη και περίσσια διάκριση κατεύθυνε «εις
νομάς σωτηρίους» που λένε και τα κείμενα, τους καλογέρους του. Είχε διαβάσει
από παιδί ακόμη βίους αγίων, που έπαιρνε από το κονάκι της ευσεβούς γιαγιάς
του, είχε βρεθεί και ένας φίλος της οικογένειας, αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν
που σχετιζόταν με τον Γέροντα του Όρους, και δεν άργησε να γίνει… το «κακό»:
ένιωσε ότι η μόνη ζωή που του αξίζει είναι η καλογερική. Κι ήλθε η ευλογημένη
στιγμή, με την ευχή των γονιών του που έβλεπαν στο παιδί τους τη ροπή αυτή προς
τα θεία, να πάρει κι αυτός τον δρόμο προς το Περιβόλι της Παναγίας. Όχι ότι δεν
είχαν αντιδράσει. Προσπάθησαν να του δείξουν ότι ακόμη ήταν πολύ μικρός για μία
τέτοια μεγάλη απόφαση, ότι οι πειρασμοί είναι μεγάλοι σ’ αυτούς που
αφιερώνονται ως καλόγεροι στον Θεό, μα… του κάκου! Η ψυχή του μικρού Νικόλα
οριστικά είχε γείρει προς τα υψηλά. Στο Όρος το Άγιον, εκεί που είχαν ασκητέψει
και αγιάσει χιλιάδες άνθρωποι, πιστοί στον Θεό.
Κι έδειξε απαρχής ότι πράγματι η μοναχική ζωή είναι αυτό
που του ταιριάζει. Γιατί δεν υπήρχε ακολουθία, δεν υπήρχε διακόνημα, που
να μην έσπευδε πρώτος να παρευρεθεί.
Κουβέντα δυσανασχέτησης δεν βγήκε ποτέ από τα χείλη του. Μα και την κατάκριση
την απέφευγε σαν το φίδι. Ήταν από αυτά που είχε κατανοήσει πολύ καλά από τη
χριστιανική ζωή. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον
αδελφόν μου», επαναλάμβανε διαρκώς, από τη μικρή και τόσο περιεκτική ευχή του
οσίου Εφραίμ του Σύρου. Τα χρόνια της δοκιμασίας πέρασαν γρήγορα. Ήλθε η ώρα
της κουράς του, κι ύστερα η ώρα της χειροτονίας του σε διάκονο πρώτα, σε
πρεσβύτερο έπειτα. Ο ηγούμενος, οι προεστώτες, όλοι οι υπεύθυνοι, είδαν ότι στο
πρόσωπο του Νικόδημου υπήρχε πλούσια η χάρη του Θεού. Και την αξιοποίησαν. Και
του έδωσαν τη δυνατότητα να την αυξήσει, διακονώντας από μεγάλο πόστο πια τους
υπόλοιπους μοναχούς.
«Γέροντα, ευλογείτε. Με ζητήσατε», είπε με σεμνότητα και
συστολή ο Νικόδημος.
«Έλα, παιδί μου Νικόδημε». Έκανε νεύμα να περάσει στο
ηγουμενείο. «Πράγματι, σε ζήτησα, γιατί σκεφτήκαμε να εκπροσωπήσεις τη Μονή μας
στο πανηγύρι της παραδίπλα Σκήτης. Εορτάζει ο άγιος κι είναι ευκαιρία να
παρευρεθείς, αλλά με αξίωμα αυτή τη φορά. Τι θα έλεγες;»
«Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα. Θα ετοιμαστώ και θα πάω».
Σκίρτησε η καρδιά του ιερομονάχου, καθώς άκουσε την
απόφαση του ηγουμένου. Όχι μόνο γιατί οι μοναχοί της Σκήτης ήταν αγαπημένοι
αδελφοί – τους ήξερε καλά όλους τους -, αλλά γιατί κάποιος του «ψιθύρισε» ότι
θα λάβαινε μέρος και ο μεγάλος Γέροντας του Όρους, ο πολύς π. Εφραίμ ο
Κατουνακιώτης. Ήταν μεγάλο όνομα ο άγιος αυτός Γέροντας, στο όνομά του «όμνυαν»
οι πάντες, ενώ αυτός, ακριβώς επειδή υπήρχε αυτή η αίσθηση, και από τους
αγιορείτες, αλλά και από τους εκτός, αισθανόταν πάρα πολύ άβολα. Βασική αρχή
του ήταν το «λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά, γιατί ήξερε ότι η ταπείνωση είναι το
άλφα και το ωμέγα όχι μόνο της καλογερικής ζωής, αλλά και όλου του
χριστιανισμού. «Απούσης της ταπεινοφροσύνης πάντα τα ημέτερα έωλα», όπως λέει
και ο άγιος της Κλίμακος. Μετέωρα και ξεκρέμαστα όλα αν λείπει η ταπείνωση.
Βρέθηκε στην ευλογημένη και πανηγυρική ατμόσφαιρα της
Σκήτης. Τα πάντα έλαμπαν από φροντίδα και καθαριότητα. Κυρίως από τη χαρά των
καλογέρων, των εκπροσώπων των Μονών, των προσκυνητών. Οι καμπάνες χτυπούσαν
χαρμόσυνα. Κι όταν ήλθε ο μέγας Γέρων, ο π. Εφραίμ, εκεί η κινητικότητα έφτασε
στο απροχώρητο. Διαγκωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα τον φτάσει πρώτος, να τον
αγγίξει, να του φιλήσει το χέρι. Η ακτινοβολία του προσώπου του Γέροντα από την
άλλη επιβεβαίωνε τις τιμητικές εκδηλώσεις απέναντί του. Και μόνο το επιβλητικό
παρουσιαστικό του, οι ήρεμες και στοργικές προς όλους κινήσεις του, το γεμάτο
ιλαρότητα βλέμμα του, ο φιλάνθρωπος λόγος του που νόμιζες ότι λειτουργούσε σαν
μία αγκαλιά για τον καθένα που απευθυνόταν, σε καθήλωνε. Αυτό το βλέμμα του
μάλιστα… Η βαθιά ματιά του. Ήταν σαν να
αντιφέγγιζε ο ίδιος ο Ουρανός.
«Κύριε», έπιασε τον εαυτό του να λέει αυθόρμητα ο
παπα-Νικόδημος, ο εκπρόσωπος της μεγάλης Μονής. «Αν τέτοιο βλέμμα παραδείσιο
έχει ο άνθρωπός σου εδώ στη γη, ποιο είναι το βλέμμα των αγίων σου στη Βασιλεία
Σου, το βλέμμα της Μάνας Παναγίας, το βλέμμα το δικό Σου;». Τα δάκρυα άρχισαν
να τρέχουν ασυγκράτητα από τα μάτια του, κι έσπευσε γρήγορα να τα σκουπίσει,
πριν τον δουν. Θυμήθηκε τι είχε γράψει ο άλλος μέγας Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ,
στο εκπληκτικό και πολυδιαβασμένο από καλογέρους και κοσμικούς βιβλίο του για
τον όσιο Σιλουανό του Άθω. Όταν είδε τον Κύριο ο όσιος Σιλουανός, εκεί στο
τέμπλο της Μονής του αγίου Παντελεήμονα, δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεχάσει το
γεμάτο από ιλαρή αγάπη και υπερνοητή ειρήνη βλέμμα Του. Το βλέμμα εκείνο τον
καθήλωσε για όλη του τη ζωή.
Η ακολουθία άρχισε. Μπήκε το «ευλογητό», άρχισαν οι
ψαλμωδίες και τα αναγνώσματα. Όλα έμοιαζαν να στάζουν γλυκασμό. Όπως το έλεγε
και ο Γέρω-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Και οι τοίχοι στάζουν μέλι στις ακολουθίες
της Εκκλησίας». Κι ήλθε η ώρα της εισόδου. Άρχισαν όλοι να εισοδεύουν κατά την
τάξη και τα οφίκκια.
Ο ιερομόναχος Νικόδημος περίμενε τη σειρά του. Ήταν
συνεπαρμένος από την αγιασμένη ατμόσφαιρα. Ήταν απορροφημένος από τη
μεταρσιωμένη εικόνα του Γέροντα Εφραίμ, τον οποίο φρόντιζε να βλέπει διαρκώς.
Κι ήλθε το… σοκ. Κι ήλθε το ξάφνιασμα και το μούδιασμα. Κι αρνήθηκε. Και το
θεώρησε ιεροσυλία και βλασφημία.
«Πέρασε, πάτερ», του είπαν. «Μα, είναι ο Γέροντας εδώ»,
κι έδειξε τον π. Εφραίμ.
«Περάστε, πάτερ, είστε εκπρόσωπος Μεγάλης Μονής. Ο
Γέροντας θα έλθει μετά από σας».
Πήγε και πάλι να αντιδράσει, αλλά τον πρόλαβε ο Γέροντας.
«Πατέρα μου», του είπε μειδιώντας, κι έσκυψε λίγο δίπλα
του, να μιλήσει στο αυτί του. «Πατέρα μου, πρέπει να κρατήσουμε την τάξη. Όπως
λέει και ο απόστολος: «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω». Και να ξέρεις,
παπά μου. Αν δεν υπήρχε αυτή η τάξη, ακόμη κι εδώ στο Όρος, θα είχαμε φαγωθεί
μεταξύ μας σαν τα σκυλιά»!
Έσκυψε το κεφάλι ο Νικόδημος, πέρασε πρώτος από τον
μεγάλο Γέροντα, και κατάλαβε. Είχε να μάθει πολλά ακόμη από την καλογερική ζωή!
(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν" "Δι' εμού του αμαρτωλού", Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)