«Ἐννοῶ τήν ἡμέραν ἐκείνην καί τήν ὥραν, ὅταν μέλλωμεν
πάντες, γυμνοί καί ὡς κατάκριτοι, τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι· τότε σάλπιγξ ἠχήσει
μέγα, καί τά θεμέλια τῆς γῆς σεισθήσονται, καί οἱ νεκροί ἐκ τῶν μνημάτων ἐξαναστήσονται,
καί ἡλικία μία πάντες γενήσονται· καί πάντων τά κρυπτά φανερά παρίστανται ἐνώπιόν
σου· καί κόψονται, καί κλαύσονται, καί εἰς τό πῦρ τό ἐξώτερον ἀπελεύσονται, οἱ
μηδέποτε μετανοήσαντες· καί ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, ὁ τῶν Δικαίων κλῆρος, εἰσελεύσεται
εἰς παστάδα οὐράνιον».
(Φέρνω στον νου μου την ημέρα και την ώρα εκείνη της
κρίσεως, όταν πρόκειται όλοι να παρασταθούμε γυμνοί και σαν καταδικασμένοι
μπροστά στον αδέκαστο Κριτή. Τότε θα ηχήσει δυνατά σάλπιγγα και θα σεισθούν τα
θεμέλια της γης και θα αναστηθούν οι νεκροί από τα μνήματα και θα γίνουν όλοι
μιας ηλικίας. Ό,τι είναι κρυφό σε όλους τους ανθρώπους θα είναι φανερό ενώπιον
σου, Κύριε. Και θα θρηνήσουν και θα κλάψουν και θα οδηγηθούν στο πυρ το εξώτερο
αυτοί που ποτέ δεν μετάνιωσαν. Ενώ οι Δίκαιοι με χαρά και με αγαλλίαση θα
εισέλθουν στην ουράνια βασιλεία).
Το τροπάριο από τους Αίνους της Κυριακής των Απόκρεω, σε
ήχο πλ. του β΄, μας μεταφέρει στη συγκλονιστική στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας
του Κυρίου. Η Δευτέρα Παρουσία, για την οποία επανειλημμένως μίλησε ο Κύριος,
όπως στην παραβολή της κρίσεως της σημερινής ημέρας, αποτελεί το τελικό όριο,
κατά το οποίο οι πάντες, οι άνθρωποι όλων των εποχών, και οι ζώντες τότε, αλλά και οι κεκοιμημένοι που θ’ αναστηθούν σωματικά
προκειμένου να ενωθεί το σώμα τους με την ψυχή τους, θα σταθούμε προς κρίση
ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Η ώρα που θα πραγματοποιηθεί η Παρουσία αυτή είναι
άγνωστη: ο Κύριος είπε ότι τον καιρό τον γνωρίζει μόνον ο Θεός γι’ αυτό κι
Εκείνος θα έλθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί»˙ κι ακόμη: όλοι θα γίνουν τότε μίας ηλικίας,
(της ηλικίας του Χριστού κατά κάποιους Πατέρες), που θα πει ότι θα ζούμε μία
υπερφυσική πραγματικότητα πέρα από τόπο και χρόνο με τα σημάδια της φθοράς.
Το σημαντικότερο όμως. Ο Ίδιος μάς απεκάλυψε το κριτήριο
βάσει του οποίου θα γίνει η κρίση για τον καθένα: το πώς στάθηκε έναντι του
κάθε συνανθρώπου του στη ζωή που του δόθηκε, αν έδειξε δηλαδή έμπρακτα την αγάπη του ή όχι απέναντί του, (η αγάπη συνιστά
και τον αγώνα της μετανοίας που δικαιώνει τον άνθρωπο), και με δεδομένο ότι η
στάση του αυτή στην πραγματικότητα αποτελεί τη στάση έναντι του Ίδιου του
Κυρίου: «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε».
Θα έλεγε κανείς ότι η πρόσωπον προς πρόσωπον θέα του Χριστού εκείνη την ημέρα
και την ώρα θα βεβαιώνει ή όχι τον αδιάκοπο πνευματικό αγώνα του χριστιανού να
Τον βλέπει συνεσκιασμένα και θολά στα πρόσωπα των συνανθρώπων του στη ζωή του
κόσμου τούτου.
Ο Κύριος φανέρωσε και το αποτέλεσμα: Οδύνη και οδυρμός για
τους αμετανόητους, δηλαδή τους άπιστους και ανελεήμονες, αιώνια ζωή και
αγαλλίαση για τους εν μετανοία αγωνισθέντες στον δρόμο όπως είπαμε της αγάπης.