25 Μαρτίου 2021

Σπουδή στον Ακάθιστο Ύμνο (Α΄ Στάση)

 

5. Α΄ Στάση Χαιρετισμών.



 
      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δομή του Κοντακίου

Οι 24 «οίκοι» σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα και έχουν εφύμνιο οι μεν περιττοί «Χαίρε, Νύμφη, ανύμφευτε», οι δε άρτιοι «Αλληλούια». Από αυτούς οι 12 αναφέρονται στον Κύριο και τελειώνουν με το «Αλληλούια» = Αινείτε τον Θεό. Οι άλλοι 12 οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο και τελειώνουν με το «Χαρε, Νμφη νμφευτε». «Εφύμνιο» λέγεται η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός.

Μέσα στους 72 στίχους συναντούμε 144 χαιρετισμούς στη Θεοτόκο: «Χαίρε, της εκκλησίας ο ασάλευτος Πύργος, Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος, Χαίρε δι’ ης εγείρονται τρόπαια, Χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι…». Από τη λέξη ΧΑΙΡΕ ονομάστηκαν και Χαιρετισμοί.

Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες:

Α) Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, σύλληψη Χριστού από την Παναγία, επίσκεψη της Θεοτόκου στην Ελισάβετ, ανησυχία Ιωσήφ, επίσκεψη ποιμένων και μάγων στο νεογέννητο Χριστό, επιστροφή Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο, Υπαπαντή), και

Β) Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα (άσπορος σύλληψη, θεότητα και ανθρωπότητα του Χριστού, σωτηρία του ανθρώπινου γένους με τη θυσία του Ιησού, θέωση των ανθρώπων, θεομητορικής αξίας της Θεοτόκου κ.ά.) χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

γγελος πρωτοστάτης, ορανόθεν πέμφθη, επεν τ Θεοτόκ τό, Χαρε. κα σν τ σωμάτ φων, σωματούμενόν σε θεωρν Κύριε, ξίστατο, κα στατο κραυγάζων πρς ατν τοιατα·

Χαρε, δι᾿ ς χαρ κλάμψει· χαρε, δι᾿ ς ρ κλείψει.

Χαρε, το πεσόντος δμ νάκλησις· χαρε, τν δακρύων τς Εας λύτρωσις.

Χαρε, ψος δυσανάβατον νθρωπίνοις λογισμος· χαρε, βάθος δυσθεώρητον, κα γγέλων φθαλμος.

Χαρε, τι πάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαρε, τι βαστάζεις τν βαστάζοντα πάντα.

Χαρε, στήρ μφαίνων τν λιον· χαρε, γαστρ νθέου σαρκώσεως.

Χαρε, δι᾿ ς νεουργεται κτίσις· χαρε, δι᾿ ς βρεφουργεται Κτίστης.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.

 

γγελος πο ταν πρτος μεταξ τν γγέλων, στάλθηκε π τν οραν ν πε στ Θεοτόκο τ χαρε. κα μ τν σώματή του φωνή, βλέποντάς σε Κύριε ν παίρνεις σμα (ν γίνεσαι νθρωπος), κπλησσόταν κα στεκόταν φωνάζοντας πρς ατν ατ τ λόγια·

Χαρε σ π᾿ τν ποία θ λάμψει χαρά· χαρε σ πο γι χάρη σου θ σβήσει κατάρα.

Χαρε σ πο κανες ν σηκωθε πεσμένος δάμ· χαρε σ πο γινες λύτρωση τν δακρύων τς Εας.

Χαρε ψος στ ποο δύσκολα μπορον ν φθάσουν ο νθρώπινοι λογισμοί· χαρε βάθος πο δυνατον ν κατοπτεύσουν κα γγέλων φθαλμοί.

Χαρε σ πο γινες θρόνος το Βασιλι (Χριστο)· χαρε γιατ βαστάζεις (στν γκάλη σου) κενον πο βαστάζει τ πάντα.

Χαρε στέρι πο προμηνύεις τν λιο, χαρε κοιλία τς θεϊκς (το Λόγου) σαρκώσεως.

Χαρε σ μ τν ποία γίνεται καινούργια κτίση· χαρε σ μ τν ποία γίνεται βρέφος Κτίστης.

Χαρε Νύμφη νύμφευτε.

ΛΞ: πρωτοστάτης: πρώτος σε τάξη, επέμφθη: στάλθηκε, εξίστατο: έμενε εκστατικός, εκλάμψει: θα λάμψει, αρά: κατάρα, εκλείψει: θα σβήσει, ανάκλησις: ανόρθωση, δυσανάβατον: που δύσκολα το φθάνει, εμφαίνων: προμηνύει, νεουργείται: ανακαινίζεται.

  


Βλέπουσα γία, αυτν ν γνεί, φησ τ Γαβριλ θαρσαλέως· Τ παράδοξόν σου τς φωνς, δυσπαράδεκτόν μου τ ψυχ φαίνεται· σπόρου γρ συλλήψεως τν κύησιν πς λέγεις; κράζων· λληλούϊα.

Γνωρίζοντας τν γνότητά της Παναγία λέγει στν Γαβριλ μ θάρρος· σα παράδοξα κούω π τ φωνή σου, εναι δύσκολο ν τ δεχτ στν ψυχ μου· πς μο ναγγέλλεις κύηση, φο δν προηγήθηκε σύλληψη π νθρώπινη σπορά; Κι μως σ τ λέγεις κα φωνάζεις δυνατά, λληλούϊα (ανετε τν Θεό).

ΛΞ: φησί: λέει, θαρσαλέως: με θάρρος, δυσπαράδεκτόν μου: με δυσκολία γίνεται δεκτό

 

 


Γνσιν γνωστον γνναι, Παρθένος ζητοσα, βόησε πρς τν λειτουργοντα· κ λαγόνων γνν Υόν, πς στι τεχθναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρς ν κενος φησεν ν φόβ, πλν κραυγάζων οτω·

Χαρε, βουλς ποῤῥήτου μύστις· χαρε, σιγς δεομένων πίστις.

Χαρε, τν θαυμάτων Χριστο τ προοίμιον· χαρε, τν δογμάτων ατο τ κεφάλαιον.

Χαρε, κλμαξ πουράνιε, δι᾿ ς κατέβη Θεός· χαρε, γέφυρα μετάγουσα τος κ γς πρς Ορανόν.

Χαρε, τ τν γγέλων πολυθρύλητον θαμα· χαρε, τ τν δαιμόνων πολυθρήνητον τραμα.

Χαρε, τ Φς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαρε, τ πς, μηδένα διδάξασα.

Χαρε, σοφν περβαίνουσα γνσιν· χαρε, πιστν καταυγάζουσα φρένας.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.

 

Θέλοντας Παρθένος ν γνωρίσει τ γνωστο ατ μυστήριο, επε δυνατ πρς τν λειτουργ γγελο· πές μου, π σμα γν (παρθενικ) πς εναι δυνατν ν γεννηθε γιός; Κι κενος τότε επε πρς ατ μ φόβο, φωνάζοντας ατ τ λόγια·

Χαρε σ πο γνωρίζεις τν πόρρητη βουλ το Θεοῦ· χαρε σ πο εσαι πίστη κείνων πο προσεγγίζονται μ τ σιγή.

Χαρε σύ, ρχ τν θαυμάτων το Χριστο. Χαρε σ πο ποτελες τ κεφάλαιο στ ποο στηρίζονται τ δόγματά Του.

Χαρε σκάλα πουράνια μ τν ποία κατέβηκε Θεός· χαρε γέφυρα πο μεταφέρεις ατος πο ᾿ναι στ γ, στν ορανό.

Χαρε, τ πολυθρύλητο θαμα τν γγέλων, χαρε τ πολυθρήνητο τραμα τν δαιμόνων.

Χαρε σ πο γέννησες μ τρόπο νέκφραστο τ φς· χαρε σ πο σ κανέναν δν δίδαξες τ πς.

Χαρε σ πο ξεπερνς τ γνώση τν σοφν· χαρε σ πο διαφωτίζεις τ διάνοια τν πιστν.

Χαρε Νύμφη νύμφευτε.

ΛΞ: γνώναι: να γνωρίσει, λαγόνων: σπλάχνων, τεχθήναι: να γεννηθεί, έφησεν: είπε, βουλής: θέλησης, απορρήτου: μυστικής, μύστης: μυημένη, μετάγουσα: που μεταφέρεις, αρρήτως: ανέκφραστα, καταυγάζουσα: φωτίζεις, φρένας: το νου.



Δύναμις το ψίστου, πεσκίασε τότε, πρς σύλληψιν τ πειρογάμῳ· κα τν εκαρπον ταύτης νηδύν, ς γρν πέδειξεν δν πασι, τος θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ν τ ψάλλειν οτως· λληλούϊα.

Δύναμη το ψίστου τότε πισκίασε κείνη πο δ γνώρισε γάμο, στε ν συλλάβει· κα τν εκαρπή της κοιλι τν κατέστησε χωράφι εχάριστο γι σους θέλουν ν θερίσουν (ν βρον) τ σωτηρία τους κα ο ποοι ψάλλουν ατ τ λόγια, λληλούϊα.

ΛΞ: νηδύν: κοιλιά, ως αγρόν: σαν αγρός, ηδύν: γλυκύ, υπέδειξεν: έδειξε, άπασι: σε όλους γενικά.

χουσα θεοδόχον, Παρθένος τν μήτραν, νέδραμε πρς τν λισάβετ· τ δ βρέφος κείνης εθύς, πιγνν τν ταύτης σπασμόν, χαιρε! κα λμασιν ς σμασιν, βόα πρς τν Θεοτόκον·

Χαρε, βλαστο μαράντου κλμα· χαρε, καρπο κηράτου κτμα.

Χαρε, γεωργν γεωργοσα φιλάνθρωπον· χαρε, φυτουργν τς ζως μν φύουσα.

Χαρε, ρουρα βλαστάνουσα εφορίαν οκτιρμν· χαρε, τράπεζα βαστάζουσα εθηνίαν λασμν.

Χαρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαρε, παντς το κόσμου ξίλασμα.

Χαρε, Θεο πρς θνητος εδοκία· χαρε, θνητν πρς Θεν παῤῥησία.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.


χουσα Παρθένος μς στ μήτρα της τν Θεό, τρεξε πρς τν λισάβετ. Τ βρέφος κείνης ( ωάννης) μόλις κατάλαβε τν χαιρετισμό της σκίρτησε π χαρά· κα μ σκιρτήματα ντ γι μνους, φώναζε δυνατ πρς τ Θεοτόκο·

Χαρε κλμα πο πρόβαλες τν μάραντο βλαστό· χαρε κτμα πο πρόσφερες τν φθαρτο καρπό.

Χαρε σ πο γεώργησες τν φιλάνθρωπο γεωργό· χαρε σ πο φύτρωσες τν φυτουργ τς ζως (τ Χριστό).

Χαρε γ πο βλαστάνεις φθονη εσπλαγχνία· χαρε τραπέζι πο βαστάζεις πλούσιο τ λεος.

Χαρε γιατ κάνεις ν νθίσει λιβάδι πνευματικς πόλαυσης· χαρε γιατ τοιμάζεις λιμάνι (σωτηρίας) γι τς ψυχές.

Χαρε, σ πο εσαι θυμίαμα μεσιτείας δεκτ π τν Θεό, χαρε, σ το κόσμου λου ξιλασμός.

Χαρε, σ πο εσαι γαθ εδοκία (ενοια) το Θεο πρς τος νθρώπους, χαρε σ παρρησία τν νθρώπων πρς τν Θεό.

Χαρε Νύμφη νύμφευτε.

ΛΞ: θεοδόχον: δέχτηκε τον Θεό, ανέδραμε: έσπευσε, επιγνόν: όταν κατάλαβε, άλμασι: με σκιρτήματα, ακηράτου: αφθάρτου, άρουρα: γη, ευθηνίαν: πλούσιο, ιλασμόν: έλεος, αναθάλλεις: ανθίζεις, λειμώνα: λιβάδι, τρυφής: ευφροσύνης, εξίλασμα: εξιλέωση, ευδοκία: εύνοια.



Ζάλην νδοθεν χων, λογισμν μφιβόλων, σώφρων ωσφ ταράχθη, πρς τν γαμόν σε θεωρν, κα κλεψίγαμον πονον μεμπτε· μαθν δέ σου τν σύλληψιν κ Πνεύματος γίου, φη· λληλούϊα.

χοντας μέσα του ζάλη π λογισμος μφιβολίας, δίκαιος ωσφ ταράχτηκε, κι ν σ θεωροσε γαμη (Παρθένο), τώρα σ ποπτευόταν γι παράνομες σχέσεις, μεμπτε· Σν πληροφορήθηκε μως τι σύλληψη προερχόταν π τ γιο Πνεμα, φώναξε λληλούϊα.

ΛΞ: κλεψίγαμον: μοιχό

                                                                                        π. Ε. Κ.