11 Ιανουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρώτιστα με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωής σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχύονταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως».