«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των αγίων Αποστόλων
και χρημάτισε επίσκοπος Αντιοχείας. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο, τον Πρόεδρο της
Εκκλησίας των Σμυρναίων, υπήρξε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου.
Οδηγήθηκε λοιπόν ενώπιον του βασιλιά Τραϊανού κι αφού υπέστη όλα τα είδη των
βασανιστηρίων, δεν κάμφθηκε, γι’ αυτό και εστάλη στη Ρώμη, προκειμένου να
ριχτεί στα θηρία. Όταν έγινε αυτό, κάποιοι άνδρες Χριστιανοί μάζεψαν και έφεραν
τα άγια λείψανά του από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και τα δώρισαν στους αδελφούς
Αντιοχείς που τα ήθελαν με μεγάλο πόθο. Αυτοί λοιπόν τα έβαλαν κάτω από τη γη με κάθε τιμή και σεβασμό. Χάριν τούτου η Εκκλησία
πανηγυρίζει εορτή χαρμόσυνη».
Τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο τον εορτάζει η Εκκλησία μας
κατεξοχήν την ημέρα του μαρτυρίου του, την 20ή Δεκεμβρίου. Και γίνεται αφορμή η
εορτή να τονίζονται αφενός το θεολογικό ύψος των επιστολών που μας άφησε –
σημαντική συμβολή πράγματι στην υπέρβαση εκκλησιαστικών διαστρεβλώσεων –
αφετέρου ο βαθύς έρωτας και η αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Κι είναι αυτή η αγάπη του που και σήμερα προβάλλουν οι
ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του. Δεν
είναι άλλωστε δυνατόν να μιλάει κανείς, με οποιαδήποτε αφορμή, για τον άγιο Ιγνάτιο και να μη συγκινείται με το καμίνι
της καρδιάς του - τον έρωτα που έτρεφε για τον Χριστό μέσα στο στήθος του!
Όπως το λέει ο άγιος υμνογράφος: «Θεοφόρε Ιγνάτιε, είχες στο στήθος σου τον
έρωτά σου, τον Χριστό» (δοξ. εσπ.). Κι αλλού: «Αξιομακάριστε Ιγνάτιε! Εσύ
λοιπόν έχοντας σταθερή την έφεσή σου προς τον αληθινό εραστή σου έλεγες: Δεν
υπάρχει μέσα μου φλόγα που να με σπρώχνει στα υλικά, αλλά μάλλον ζωντανό νερό
που μιλάει μέσα μου και μου λέει: Πήγαινε στον Πατέρα» (δοξ. εσπ). Και από τον
κανόνα του όρθρου: Αγάπησες την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού και Αυτόν
ανυποχώρητα επιθυμούσες»∙ «Ο
θειότατος έρωτας, μακάριε, κυριάρχησε στην ψυχή σου».
Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος σχετίζει την αγάπη του
αγίου προς τον Χριστό με το ίδιο το μαρτύριό του. Θεωρεί ότι η επιθυμία του για
το μαρτύριο ήταν ο μισθός που έλαβε από τον Θεό λόγω ακριβώς της αγάπης του
αυτής και της διακονίας του στην Εκκλησία να ιερουργεί το ευαγγέλιο Εκείνου.
«Έβαλες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό, και πήρες σαν μισθό της ιερουργίας
του Ευαγγελίου Του το να φτάσεις στην τελείωση με το μαρτύριο του αίματος». Με
άλλα λόγια το μαρτύριο – ό,τι χειρότερο για έναν άνθρωπο που κινείται με
κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια – είναι η χάρη που δίνει ο Θεός για να
ανέβει στην τελείωσή του ο άνθρωπος, όπως το διατυπώνει μάλιστα και ο απόστολος
Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ
Αυτού πάσχειν», δηλαδή, δόθηκε σε εμάς ως χάρη όχι μόνον να πιστεύουμε στον
Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει, διότι το μαρτύριο
στη ζωή αυτή – κι όχι μόνον του αίματος, αλλά και οι διάφορες θλίψεις και
δοκιμασίες που με πίστη αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό -αποτελεί συμμετοχή
στο μαρτύριο του πρώτου Μάρτυρα, του ίδιου του Κυρίου: Σταυρός η ζωή Εκείνου,
σταυρός και η ζωή του Χριστιανού, εφόσον «επακολουθεί τοις ίχνεσιν Αυτού».
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι «μιμητήν του πάθους του Χριστού» τον
χαρακτηρίζει η Εκκλησία μας.
Δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε και έναν παραλληλισμό που κάνει ο άγιος Θεοφάνης για τον ιερομάρτυρα του Χριστού. Τον παραλληλίζει, στον οίκο του κοντακίου, με τον προφήτη Ιερεμία, τον οποίο ο Θεός αγίασε εκ μήτρας, προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό Του στον κόσμο. Κι όταν ήλθε στον κόσμο βρήκε το βρέφος Ιγνάτιο άξιο της χάρης Του – και μάλλον εννοεί ο υμνογράφος αυτό που διασώζει η παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το νήπιο που κράτησε ο Κύριος στην αγκαλιά Του και είπε ότι σαν κι αυτό πρέπει να γίνουν οι άνθρωποι για να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος – προκειμένου να γίνει αργότερα ο κήρυκας του Ευαγγελίου Του. «Ο Θεός που αγίασε από την κοιλιά της μάνας του τον προφήτη Ιερεμία, και πριν ακόμη γεννηθεί σαν προγνώστης που είναι γνώριζε ότι αυτός θα είναι δοχείο του αγίου Πνεύματος, τον γεμίζει αμέσως με το Πνεύμα αυτό ήδη από νεαρή ηλικία, και τον στέλνει προφήτη και κήρυκά Του σε όλους, για να προαναγγείλει την αγία στη γη παρουσία Του. Όταν γεννήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός από την Παρθένο Μαρία και ήλθε στο κήρυγμα, βρήκε από τη βρεφική ηλικία άξιο κήρυκα της χάρης Του τον θεοφόρο και θείο Ιγνάτιο» Κι αλλού εμφανέστερα: «Έλκυσες το φως από την πηγή του φωτός, Ιγνάτιε. Διότι ο Χριστός αφού σε κράτησε στα άχραντα χέρια Του σε άγιασε» (ε΄ωδή).
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα πρόσωπα τέτοιων αγίων σαν τον άγιο Ιγνάτιο βλέπουμε τη συνέχεια των μεγάλων αναστημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών. Ό,τι διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτούς, για την πνευματοφορία και τη χάρη τους, το έχουμε άμεσα μπροστά μας με τους αγίους μας, ίσως δε και περισσότερο, αφού οι άγιοί μας ευτύχησαν να ζήσουν την οντολογική αμεσότητά τους με τον Χριστό, ως ηγιασμένα από Εκείνον μέλη Του.