«Τῇ μαρτυρικῇ σου πρός Θεόν παρρησίᾳ Θεόδωρε, τό τοῦ ἀποστάτου,
κατά τῆς Χριστοῦ πίστεως μηχάνημα, μάταιον ἀπετέλεσας· ὑπέρμαχος τῷ εὐσεβοῦντι
χρηματίσας λαῷ, δι’ ἐπιστασίας φρικτῆς, τῶν μεμολυσμένων βρωμάτων θυσίαις εἰδωλικαῖς
αὐτούς λυτρωσάμενος· ὅθεν σε καί εἰδώλων καθαιρέτην καί ὡς τῆς ποίμνης Χριστοῦ
σωτῆρα καί φύλακα, καί προστάτην ἡμῶν εὐεπήκοον, τιμῶντες, δεόμεθα ἐν ᾅσμασιν, ἱλασμόν
καί φωτισμόν, διά σοῦ δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» (Ἀπόστιχα αἴνων, ἰδιόμελον
εἰς ἦχον γ΄).
(Μέ τήν παρρησία πού ἔχεις πρός τόν Θεό ὡς μάρτυς,
Θεόδωρε, ὁδήγησες στό κενό τό σχέδιο τοῦ ἀποστάτη βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ κατά τῆς
χριστιανικῆς πίστεως. Διότι ὡς ὑπερασπιστής τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ λύτρωσες, μέ τή
φοβερή ἐμφάνισή σου, τούς πιστούς ἀπό τά μολυσμένα φαγητά λόγω τῶν εἰδωλολατρικῶν
θυσιῶν. Γι’ αὐτό, τιμώντας σε καί ὡς καταστροφέα τῶν εἰδώλων καί ὡς σωτήρα καί
φύλακα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὡς γρήγορο προστάτη μας, σέ παρακαλοῦμε
μέ τούς ὕμνους μας νά δωρίσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες σου στίς ψυχές μας τό ἔλεος
καί τόν φωτισμό Του).
Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό Σάββατο τῆς
πρώτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν δέν εἶναι ψυχοσάββατο κατά τόν τύπο τοῦ Σαββάτου
τῆς παραμονῆς τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἅγιο
μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν Τήρωνα, λόγω μίας θαυμαστῆς ἐπέμβασής του, μέ τήν ὁποία
ἔσωσε τόν πιστό λαό τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό μολυσμένα εἰδωλολατρικά φαγητά. Ὅπως
σημειώνει τό σύντομο συναξάρι τῆς ἡμέρας «ὁ (αὐτοκράτορας) Ἰουλιανός ὁ
παραβάτης, γνωρίζοντας ὅτι οἱ χριστιανοί κατεξοχήν καθαρίζουν τίς ψυχές τους μέ
νηστεία τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί μεῖς οἱ
πιστοί γιά τόν λόγο αὐτόν τήν ὀνομάζουμε καθαρά ἑβδομάδα, σκέφτηκε τότε κυρίως
νά τούς μολύνει. Γι’ αὐτό καί πρόσταξε κρυφά, νά βάλουν στήν ἀγορά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες
τρόφιμα πού εἶχαν μιανθεῖ ἀπό τά αἵματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Μέ θεϊκή ἐπίνευση
ὅμως φάνηκε ὁ μάρτυς Θεόδωρος στόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο
τήν ὥρα πού κοιμόταν καί τοῦ φανέρωσε τό σχέδιο, ἐνῶ τοῦ παράγγειλε νά
συγκαλέσει τούς πιστούς ἀμέσως τό πρωί τῆς Δευτέρας καί νά τούς ἐμποδίσει νά
χρησιμοποιήσουν ἐκεῖνα τά τρόφιμα· τήν ἔλλειψη δέ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς νά τήν ἀναπληρώσουν
πρόχειρα μέ κόλλυβα πού θά φτιάξουν, δίνοντας ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνεία ὅτι κόλλυβα ὀνομάζουμε
ἐμεῖς στά Εὐχάϊτα τό βρασμένο σιτάρι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ματαιώθηκε ὁ σκοπός τοῦ
παραβάτη αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὁ εὐσεβής λαός πού διαφυλάχθηκε ἀμόλυντος καθόλη τήν
καθάρσιμη ἑβδομάδα, ἀπέδωσε στόν μάρτυρα τήν εὐχαριστία κατά τό Σάββατο αὐτό,
τελώντας τή μνήμη του μέ κόλλυβα. Κι αὐτά μέν συνέβησαν περί τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα,
ἡ δέ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ κάθε χρόνο τήν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πρός δόξα Θεοῦ καί
τιμή τοῦ μάρτυρα».