Όταν και μέχρι τα νεώτερα χρόνια υπήρχε προβληματισμός σε
κάποιες κοινωνίες αν η γυναίκα εντάσσεται στο ανθρώπινο είδος∙ όταν και μέχρι
τα μέσα του εικοστού αιώνα η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα να ψηφίζει, γιατί ο «χώρος» της ήταν μόνο το σπιτικό και η οικογένειά της∙ όταν ακόμη
και σήμερα η επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση της γυναίκας για ορισμένους
θεωρείται «σκάνδαλο»∙ όταν μ’ ένα λόγο η σύγκριση της γυναίκας προς τον άνδρα
σε οικουμενική σχεδόν κλίμακα και διαχρονικά, από πλευράς κοινωνιολογικής,
πολιτικής, οικονομικής, αποβαίνει μονίμως εις βάρος της γυναίκας, τότε, ναι!
Μιλάμε για μία προβληματική κοινωνία, της οποίας το διαστροφικό στοιχείο την
έχει διαποτίσει τόσο, ώστε να μην μπορούμε να βρούμε κανένα ελαφρυντικό και
δικαιολογητικό στοιχείο υπέρ αυτής[1].
Και γιατί έπειτα να παραξενευόμαστε που μόλις τα
τελευταία χρόνια διεθνώς, ελάχιστο καιρό στα καθ’ ημάς, ήρθαν και έρχονται στο
φως περιπτώσεις που δείχνουν αυτήν τη μειονεκτική θέση της γυναίκας, η οποία
δέχεται προσβολές όλων των ειδών με αδυναμία αντίδρασής της και ευρέσεως του
δίκιου της; Πρέπει να επιστρατεύσει όντως όλα τα αποθέματα της ψυχικής της
δύναμης, να βρει στηρίγματα που ενώ υπάρχουν δύσκολα επισημαίνονται,
προκειμένου να βγάλει την καταπιεσμένη φωνή της κι απελπισμένα να κραυγάσει:
«Φτάνει! Μέχρις εδώ και μη παρέκει!»
Το πρόβλημα βεβαίως είχε επισημανθεί ήδη απαρχής του
χριστιανισμού – ο ίδιος ο Χριστός υπήρξε καταπέλτης στην υποβάθμιση της
γυναίκας, τονίζοντας ότι ο Θεός δεν δημιούργησε έτσι τα πράγματα[2]! Αλλά και μετέπειτα, παρόλη την επίδραση του
χριστιανισμού, δεν υπήρξε μία γενικευμένη και νομοθετημένη λύση του – οι εξαιρέσεις πάντοτε υπάρχουν. Ο μέγας Πατέρας και
Διδάσκαλος της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για παράδειγμα, και όχι
μόνον αυτός, διαπιστώνοντας στην εποχή του (4ος αι.) την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας που και νομικά
εθεωρείτο κατώτερη από τον άνδρα, αυτήν την απάντηση έδινε στο γιατί συμβαίνει
η συγκεκριμένη αμαρτία. «Άνδρες οι νομοθετούντες» έλεγε, δηλαδή αφού εκείνοι
που νομοθετούν είναι άνδρες, προς το συμφέρον τους όλα τα ρυθμίζουν[3].
Και βεβαίως ο άγιοι Πατέρες μας, κινούμενοι ευαγγελικά
και αποστολικά, προχωρούν βαθύτερα, εκεί που λειτουργεί η ανθρώπινη φύση με όλη
τη σκοτεινιά της. Η υποβάθμιση της γυναίκας υπάρχει, σημειώνουν, γιατί η
αμαρτία έχει διαβρώσει τον άνθρωπο και έχει αλλοιώσει όλες τις σχέσεις του,
(και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό), αλλά και τις σχέσεις του προς την
υπόλοιπη δημιουργία. Για να προχωρήσουν στην ψαύση της κεντρικής αιτίας: όλες οι σχέσεις χάλασαν, τα δύο φύλα εναντιώθηκαν
μεταξύ τους, γιατί χάλασε η πιο κεντρική και θεμελιακή σχέση, από την οποία
πηγάζει η ίδια η ύπαρξη: η σχέση με τον Θεό.
Όλα τα παραπάνω, όλες οι ασχήμιες για τις οποίες κανείς
εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί όχι να καυχηθεί αλλά ούτε και κατά
διάνοια να αποδεχτεί, οφείλονται στην επανάσταση του ανθρώπου κατά του
Δημιουργού και Πατέρα του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος»[4] σημειώνει η Γραφή, θεωρώντας ότι θάνατος δεν είναι μόνο η
βιολογική φθορά του ανθρώπου, αλλά πρωτίστως η απώλεια της σχέσης με τον Θεό
Ζωή, που φέρνει την απώλεια της ορθής σχέσης και με τον συνάνθρωπο, και μάλιστα
τον πρώτο συνάνθρωπο: τη γυναίκα για τον άνδρα και τον άνδρα για τη γυναίκα. Ο
ένας άνθρωπος («εποίησεν άνθρωπον ο Θεός, άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς»[5]) που κομματιάστηκε.
Κι ακριβώς. «Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας»,
εξαγγέλλει με κάθε τρόπο η Γραφή, αφότου ήρθε στον κόσμο ο ενανθρωπήσας Θεός, ο
Ιησούς Χριστός. Γιατί; Διότι «όλοι είστε ένα μπροστά στον Χριστό ενωμένοι μαζί
Του»[6]. Ο Χριστός ήλθε και στην σε δύο φύσεις μία θεϊκή Του
υπόσταση[7] αποκατέστησε τον άνθρωπο στην ενότητά του: άνδρες και γυναίκες
και κάθε θεωρούμενη διαφορά δεν κατανοούνται πια κατά ατομικό τρόπο. Οπότε το
μεγαλείο του ανθρώπου δεν έγκειται στην ανδρική ή τη γυναικεία φύση του, αλλά στο κατά πόσον
η θέλησή του λειτουργεί για την ενότητα, κλίνει δηλαδή εν αγάπη προς τον Θεό και
τον συνάνθρωπο. Η αγάπη κι η ενότητα είναι το προέχον[8], αυτή συνιστά την αγιότητα εν Χριστώ, γι’ αυτό και στη
χριστιανική πίστη ο σπουδαιότερος άνθρωπος, ο μεγαλειωδέστερος και στο απώγειό
του ευρισκόμενος είναι η Παναγία Θεοτόκος – η εικόνα της απόλυτης αγάπης ως Μάνας αγκαλιάς[9].
Μία γυναίκα δηλαδή είναι ό,τι σημαντικότερο και ανώτερο
υπάρχει στο ανθρώπινο γένος, γι’ αυτό και στο πρόσωπο Εκείνης, της Μοναδικής,
βλέπουμε την πληρέστερη καταξίωση και της συγκεκριμένης ημέρας. Όσο στην
Εκκλησία μας ακούγεται ο παιάνας γι’ Αυτήν «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε
την Θεοτόκον...», τόσο θα ξέρουμε τι τελικά γιορτάζουμε και προς τα πού ως
πολικό αστέρα πρέπει να προσβλέπουμε όλοι, κατεξοχήν δε η γυναίκα. Ένα τέτοιο
όραμα είναι ευνόητο ότι πλαταίνει τον άνδρα, πλαταίνει ιδίως τη γυναίκα, οδηγώντας
και τους δύο αφενός στην πραγματική έννοια της ισότητας ως εν Χριστώ ενότητάς τους, αφετέρου στη φανέρωση στον κόσμο τούτο των
ιδιαιτέρων χαρισμάτων τους που καθορίζει αλληλοσυμπληρωματικά το φύλο τους.
[1] «Παρ’
όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραµατικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους
τοµείς της ιδιωτικής και δηµόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, µία
τουλάχιστον κοινωνική σχέση παραµένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: η
σχέση ανισότητας ανάµεσα στα δύο φύλα... Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνηµα οργανώθηκε
µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο και την Παγκόσµια ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του
Ανθρώπου, οπότε και µια σειρά από διεθνείς συµβάσεις και πολιτικές του
Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών ανάγκασαν µεγάλους οργανισµούς και κυβερνήσεις κρατών
να προωθήσουν την ισότιµη συµµετοχή και αντιµετώπιση της γυναίκας στους
περισσότερους τοµείς. Συγκεκριµένα, το 1952 ψηφίστηκε η διεθνής σύµβαση του
Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώµατα των γυναικών και την ίση πρόσβαση σε όλα
τα δηµόσια λειτουργήµατα, µε την οποία αναγκάστηκε να συµµορφωθεί και η χώρα
µας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998). Ωστόσο, οι νοµοθετικές µεταρρυθµίσεις
προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν σηµαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας»
(Χριστίνα Αθανασιάδου, Νέες
γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της
δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής, Διδ. Διατρ.,
Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002).
[2] Ματθ. 19,
8: «ἀπ’ ἀρχῆς δέ οὐ γέγονεν οὕτω».
[3] «Για ποιο
λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα, ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα
προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο
τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με
άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την
κατάσταση. “Άνδρες οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία”»
(Λόγος λζ΄).
[4] Ρωμ. 5,
12.
[5] Γεν. 1,
27.
[6] Πρβλ.
Γαλ. 3, 23: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος
οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς
εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
[7] «Εἷς ἐστιν
Υἱός, διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν» (δογμ. Θεοτοκίο εσπ. Κυρ.
πλ. δ΄).
[8] Βλ.
Α΄Κορ. 13.
[9] «Ὦ πανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τῶν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον» (Δ΄στάση Χαιρετισμών Θεοτόκου).