«Ο όσιος Χαρίτων έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού
και καταγόταν από το Ικόνιο της Λυκαονίας. Λόγω της πίστεώς του στον Χριστό,
οδηγήθηκε στον άρχοντα Υπατικό, κι επειδή ομολόγησε με παρρησία τον Χριστό ως
Θεό, τον κτύπησαν και τον κατάφλεξαν με λαμπάδες φωτιάς. Μετά την πτώση του
Αυρηλιανού, ελευθερώθηκε, και πήγε σε έρημο τόπο, όπου έπεσε σε ληστές που τον
αιχμαλώτισαν. Ελευθερώθηκε όμως και πάλι αλλά με τον εξής τρόπο: Στην κανάτα
που είχαν οι ληστές το κρασί τους, πήγε μία έχιδνα που έχυσε το δηλητήριό της,
οπότε πίνοντας οι ληστές πέθαναν όλοι. Ο όσιος, βλέποντας το σπήλαιο ταιριαστό
για τόπο ασκήσεώς του, το έκανε εκκλησία, κι επειδή άρχισαν να προσέρχονται
πολλοί για να ασκηθούν κοντά του, το μετέτρεψε τελικώς σε μοναστήρι. Λόγω των
περισπασμών, αποσύρθηκε αλλού, αλλά και εκεί τον περίμενε η ίδια «τύχη», μέχρι
ότου βρήκε την άκρη ενός βράχου, για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή
και τον Θεό. Την έλλειψη ύδατος την ξεπέρασε με τη χάρη του Θεού. Παρακάλεσε
τον Κύριο, και από το βράχο βγήκε κρυστάλλινο νερό. Εκεί στον βράχο αυτό έζησε
μέχρι βαθύτατο γήρας, επιτελώντας και πλήθη θαυμάτων».
Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, καλός γνώστης της Παλαιάς
και της Καινής Διαθήκης, των Πατερικών και νηπτικών κειμένων, «ζωγραφίζει» το πνευματικό πορτραίτο του οσίου Χαρίτωνα,
χρησιμοποιώντας εικόνες από τα παραπάνω έργα. Το πρώτο στο οποίο εμμένει ο
εκκλησιαστικός ποιητής είναι το χάρισμα του οσίου να καθοδηγεί άλλους προς
εύρεση της Βασιλείας του Θεού, το χάρισμα δηλαδή του Γέροντα. Βασιζόμενος στο
γεγονός ότι ο όσιος είχε ιδρύσει τρία μοναστήρια, παρ’ όλη την τάση του να ζήσει ως ερημίτης, τον βλέπει ως νέο
Μωϋσή, ο οποίος, σαν τον παλαιό που καθοδήγησε τους Ισραηλίτες στη γη της
επαγγελίας, και μάλιστα περνώντας τους θαυματουργικά, δηλαδή με τη χάρη του
Θεού, από την Ερυθρά θάλασσα, καθοδήγησε και αυτός τους μοναχούς του, ανοίγοντας με το
όπλο του Σταυρού το πέλαγος της αθλητικής θάλασσας, καταβυθίζοντας έτσι τον
νοητό Φαραώ, τον διάβολο. «Θαλάσσης αθλητικής το πέλαγος διανηξάμενος, τω
ζωηφόρω όπλω του Σταυρού, Φαραώ τον αλάστορα τον νοητόν, Μακάριε, θεία δυνάμει
κατεπόντισας». Κι είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή μας να έχουμε βρει και εμείς
τον σωστό πνευματικό καθοδηγητή, προκειμένου, αντιστοίχως με τους μοναχούς του
οσίου Χαρίτωνα, να καθοδηγούμαστε στην εύρεση του Χριστού. Διότι βεβαίως αυτός
είναι όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής και της πνευματικής καθοδήγησης: να
συνδεθούμε με τον Χριστό, δηλαδή να ζούμε έτσι, ώστε να ενεργοποιείται το
χάρισμα του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος.
Δεν είναι δυνατόν όμως ο Θεός να έχει χαριτώσει κάποιον
με το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης, χωρίς αυτός να έχει διαφύγει τη
θάλασσα των παθών, χωρίς να έχει υπερβεί τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, κι
αυτό με τη χάρη του Θεού. Ο όσιος Χαρίτων ήταν αληθινός καθοδηγητής, γιατί
ακριβώς ενισχυόμενος από το Πνεύμα του Θεού νίκησε τον νοητό Γολιάθ, τις
πονηρές δυνάμεις. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια θέλοντας να τονίσει τους
σπουδαίους ασκητικούς αγώνες του οσίου τον παραλληλίζει με τον Δαυίδ. Κι όπως
εκείνος, σε νεαρή ηλικία, αλλά με τεράστιο θάρρος και με δύναμη Θεού νίκησε τον
γιγάντιο Γολιάθ, έτσι και ο όσιος Χαρίτων: παρ’ όλη τη θεωρούμενη τεράστια δύναμη του διαβόλου, τον
νίκησε, γιατί αφενός είχε την προαίρεση για κάτι τέτοιο, αφετέρου ενισχυόταν
από τον παντοδύναμο και παντοκράτορα Κύριο. «Καθείλες δαυιτικώς του
αλλοφύλου Γολιάθ, όσιε, την νοητήν δύναμιν, εν τη παντευχία του Πνεύματος».
Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, σαν τον όσιο Χαρίτωνα, γνήσιος δούλος του Θεού, με ασκητικό φρόνημα και αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όντως χαριτώνεται από τον Θεό – «εστεφάνωσαν αι χάριτες σε Χαρίτων, αθλητικώ στεφάνω, της Χριστού βασιλείας» (σε στεφάνωσαν, Χαρίτων, οι χάρες της βασιλείας του Χριστού με αθλητικό στεφάνι) - και λειτουργεί για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους κυριολεκτικά ως «μαγνήτης», που τους τραβάει κοντά του. Δεν είναι τα ανθρώπινα προσόντα του, οι γνώσεις του, η πιθανή ευγένειά του, οι καλοί τρόποι του. Είναι η χάρη του Θεού που ελκύει τους ανθρώπους. Κι αυτό θα πει ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν έναν τέτοιο άνθρωπο, με τη βεβαιότητα ότι προσεγγίζουν τον Θεό. Αν δεν υπάρχει αυτή η βεβαιότητα, αν οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον Γέροντα για να μείνουν μόνον σ’ εκείνον, χωρίς να περνάνε δι’ αυτού στον Σωτήρα Χριστό, τότε αφενός οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πλευράς ψυχικής – διότι Θεός τους γίνεται ο «Γέροντάς» τους - αφετέρου ο Γέροντας αυτός, σε περίπτωση που δεν αρνηθεί το «φωτοστέφανο» που του βάζουν οι άνθρωποι, δεν είναι γνήσιος Γέροντας, ανήκει στους «ψευδογέροντες», που συνιστούν μία από τις μάστιγες της Εκκλησίας. Ο όσιος Χαρίτων γίνεται ο οδηγός μας. Ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, γι’ αυτό και διάφανος γενόμενος Εκείνον αποκλειστικά φανέρωνε. «Συ, όσιε, φωτός ακηλίδωτον έσοπτρον της άνωθεν φρυκτωρίας τηλαυγώς ανεδείχθης, Χαρίτων παμμακάριστε» (Χαρίτων όσιε, παμμακάριστε, αναδείχτηκες πολύ καθαρά ακηλίδωτος καθρέπτης που αντανακλά το θεϊκό φως). Τέτοιους Γεροντάδες, διάφανους προς τον Θεό και τον άνθρωπο, που και η εποχή μας γνώρισε, αληθινούς αγίους (π.χ. τους οσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Εφραίμ, Σωφρόνιο κ.ά.), ας παρακαλούμε τον Θεό να αναδεικνύει πάντοτε. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προσπαθούμε όλοι μας να γινόμαστε με τον τρόπο του οσίου Χαρίτωνα μικροί Γεροντάδες. Δηλαδή να ζούμε έτσι τον Θεό, ώστε ο Θεός να φανερώνεται μέσω ημών. Διαφορετικά, θα εμπαιζόμαστε όλοι από τις μηχανές του Πονηρού.