«Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας.
Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε
στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με
βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του
άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο
άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι
προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος - δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη
δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και
έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά,
έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά
η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον
μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με
εγκώμια».
Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον
άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της
Εκκλησίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι
απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και
Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου
Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος
που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες
σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να
προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια
στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον
άγιο υμνογράφο, «πιο στέρεος και από ανδριάντα και πιο δυνατός από χαλκό και
πιο ισχυρός από σίδερο». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας
του υπήρξε «στέρεο και δυνατό και ανυποχώρητο». Ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο
Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή,
νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Ό,τι συνέδεε τη σάρκα και η αρμονία των
μελών διαλυόταν. Αλλά η δύναμη της ψυχής σου διατηρείτο σταθερή».
Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου
βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι
έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο! Ο άγιος
Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν
ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη, το υπέστη σε ηλικία που άλλοι
τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος»,
με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να
πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και
επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και
αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε
καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Κρατώντας
τη φωτιά μαζί με το λιβάνι, Βαρλαάμ, φάνηκες ευωδιαστό λιβάνι για τον Κύριο».
Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους,
τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην
αίματι μαρτυρικώ».
Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη. «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι, οι αγιογράφοι, να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη της εικόνας, πιστεύοντας βαθιά ότι ο εγχαρασσόμενος τελικώς είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο αγωνοθέτης! «Σηκωθείτε τώρα οι καλοί ζωγράφοι του μάρτυρα, κάντε λαμπρή την εικόνα του με την τέχνη σας, γιατί προφανώς εγχαράζετε σ’ αυτόν τον αγωνοθέτη Κύριο». Στο πρόσωπο του κάθε μάρτυρα όπως και του κάθε αγίου η Εκκλησία μας τελικώς δεν βλέπει τον ίδιο τον Κύριο; Ο άγιος δεν είναι Εκείνος «εν ετέρα μορφή»; Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.