«Οὐκ ἀπαιτῶ
σε, Βαπτιστά, τούς ὅρους ὑπερβῆναι· οὐ λέγω σοι, Εἰπέ μοι, ἅ λέγεις τοῖς ἀνόμοις,
καί παραινεῖς ἁμαρτωλοῖς· μόνον βάπτισόν με σιωπῶν, καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ
Βαπτίσματος· ἕξεις γάρ διά τούτων ἀξίωμα, ὅπερ οὐχ ὑπῆρξε τοῖς Ἀγγέλοις· καί
γάρ πάντων τῶν Προφητῶν μείζονά σε ποιήσω· ἐκείνων μέν οὐδείς σαφῶς με κατεῖδεν,
ἀλλ’ ἐν τύποις καί ἐν σκιαῖς καί ἐνυπνίοις· σύ δέ, ἐπί σοῦ ἱστάμενον κατά
γνώμην· σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».
(Δέν σοῦ ἀπαιτῶ,
Βαπτιστά, νά ξεπεράσεις τά ὅρια. Δέν σοῦ λέω, Πές μου ὅσα λές στούς ἄνομους καί
συμβουλεύεις τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο βάπτισέ με σιωπηλός καί περιμένοντας τά δῶρα
πού προέρχονται ἀπό τό Βάπτισμα. Διότι μέ αὐτά θά ἔχεις ἀξίωμα πού δέν ὑπῆρξε
στούς ἀγγέλους· κι ἀκόμη θά σέ κάνω μεγαλύτερο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες: ἀπό ἐκείνους
κανείς δέν μέ εἶδε μέ καθαρότητα, ἀλλά μέσα ἀπό τύπους καί σκιές καί ὄνειρα· ἐσύ
ὅμως μέ βλέπεις νά στέκομαι μπροστά σου ἐπειδή τό θέλω. Γιατί ἦλθα νά σώσω τόν
πρωτόπλαστο Ἀδάμ).
Στόν οἶκο τοῦ κοντακίου τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ὁ ὑμνογράφος προεκτείνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅταν ζητεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη νά Τόν βαπτίσει κι ἐκεῖνος δειλιάζοντας ἐκφράζει τήν ἐπιφύλαξή του: «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό σένα κι ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;» Ὁ Κύριος κατανοώντας τή δύσκολη θέση τοῦ προφήτη Του καί τή δειλία πού τόν διακατέχει – εἶναι μεγαλειώδη τά τροπάρια πού ἔχουν ἀκριβῶς ὡς περιεχόμενο αὐτήν τή δειλία καί τό δέος τοῦ Προδρόμου – τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὅ,τι τῶν ὑπολοίπων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄλλοι ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους· Ἐκεῖνος ἔρχεται γιά νά βαπτιστεῖ, χωρίς ἀνάγκη ὅμως ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἦταν ὁ μόνος «χωρίς ἁμαρτίας» ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ποιός τότε ὁ σκοπός τῆς Βαπτίσεώς Του; Ὅπως τό δηλώνει ὁ Κύριος διά στόματος ὑμνογράφου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πού ἦταν καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους ὡς ὄργανά Του, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἰωάννης, ὅπως κατεξοχήν ἦταν καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀπό τό ὑπουργικό αὐτό διακόνημά του ὁ Ἰωάννης στό σωτήριο ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, στό ὁποῖο βεβαίως ἀνταποκρίθηκε ἐλεύθερα, ἀναδεικνύεται σέ τέτοιο ὕψος πού ὑπερβαίνει καί τούς Ἀγγέλους, ὅπως καί ὅλους τούς προγενέστερους Προφῆτες. Γιατί καταξιώθηκε νά δεῖ αὐτό πού οἱ ἄλλοι Προφῆτες ἁπλῶς ὁραματίστηκαν ἤ καί τό ὀνειρεύτηκαν: τόν Ἴδιο τόν Παντοκράτορα Κύριο ὡς ἁπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο, καί μάλιστα νά Τοῦ ἀγγίζει καί τό κεφάλι καί νά Τόν βαπτίζει. Ταυτοχρόνως ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο πού πρέπει κανείς νά στέκει ἀπέναντί Του σέ κάθε ἐνέργειά Του: τή σιωπή καί τήν προσδοκία τῶν δωρεῶν Του. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, μέ ἄλλα λόγια, ἀργεῖ μπροστά στόν Κύριο καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό μόνο ἀποδεκτό εἶναι ἡ σιωπή καί τό δοξολογικό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς· γιά νά τή γεμίσει βεβαίως ὁ Κύριος μέ τήν παρουσία Του καί τίς χάρες Του.