«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της
Κισάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί
ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία
πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά
στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν
στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως
προχωρούσε και με προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο
της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του
στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη
υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση
σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών,
όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και
προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας
αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια».
Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από
το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε
συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο
σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε
στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες
και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον
άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον
ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη,
γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».
Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι
παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του
στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν
πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε
προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο
στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει
με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει
στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’ αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή
που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή.
Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» - ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με
τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και
αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε» δεν έφτασε
ποτέ στα δικά του χείλη.
Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε
αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής,
της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης
Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον,
την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως
κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως
καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου,
τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη
Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της
καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι
συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην
εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα:
«ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».
Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από την πανδημία του κορωνοϊού, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό: με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού.