«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι
δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. 17, 17-18)
Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το
κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε
αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε εποχής, αρρώστιας της
λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει
και να τους θεραπεύσει: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Και πράγματι, ο
Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως
τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση
από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη,
δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να
θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να
ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ
δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής
οὗτος;»
1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις
δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή
υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του
ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του
προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον
δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι
Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο,
να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον
Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από
τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’ Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ὅτι
ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». Η δοξολογία του
Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός
βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με
χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του οσίου Παϊσίου, γέρων
ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον,
εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος
ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.
2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή
προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο
Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και
ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Ὑπέστρεψε μετά φωνῆς
μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν, καί ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν
αὐτῷ». Το να
δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η
μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός
Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από
τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της
ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των
Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αὐτός διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος
πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του
Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία
δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη
που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε
τόν Πατέρα». Και «οὐδείς ἔρχεται πρόν τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ».
3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό
συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός
ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο
για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη
Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως
του ανθρώπου, ο
οποίος λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο
μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα -
εκείνη που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι
κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για
παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν
είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος,
συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την
Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το
οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «ἡ
κεφαλή τοῦ σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει
λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα
λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία,
δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα
μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα,
αποτελούν ευεργεσίες Του – «ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν
καί ἀφανῶν εὐργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της
Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι
απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «καί καταξίωσον ἡμᾶς,
Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαί Σέ τόν ἐπουράνιον
Θεόν Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν».
4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη
πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον
Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις
σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν
και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς:
θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («καί ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτούς ἐθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό
και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση
κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο
με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη
σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά
στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «ὁ ἀλλογενής»
Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής
και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη
λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε
ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν
κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό,
φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;