Σ’ έκλεισε στην αγκάλη
Του
κι είπε στους μαθητές
Του:
«Ίδιοι μ’ αυτό να
γίνετε,
να δείτε τον Θεό σας»!
Στάξαν τα μάτια Του βροχή
και χάρηκ’ η καρδιά Του.
Σ’ έβλεπε πάντα ως Θεός
σ’ είδε Αδάμ πια τώρα.
Σου χάιδεψε τους βόστρυχους
και το φιλί Του πάνω
άφησε ’ν’ άστρο φωτεινό.
Μια… χρυσοκόκκινη σκιά
πόνεσε τη μορφή Του.
Νύχια που μπήχτηκαν
βαθιά
στο γέρικο το σώμα
- ίδια μια μάνα σε
κρατεί.
Στο 'κανε το χατίρι κι
άφησε
- πώς ν’ αρνηθεί τον
πόθο σου; -
τον βασιλιά που 'μέρεψες
στα δόντια να σ’ αλέσει.
Γλυκό ψωμί Τού ’γίνηκες
και λάμπεις σαν τον ήλιο.
Είσαι φωτιά που σου
'δωσε
η φλόγα η δικιά Του.
Στη ζωντανή τη μνήμη σου
ζητώ
να βρω κι εγώ μια ζέστα
απ’ την πυρφόρα σου
καρδιά
που λιώνει κάθε πάγο.