«Ὁ ἔνδοξος νεομάρτυς
τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος, υἱός εὐσεβῶν καί ἐναρέτων γονέων, τοῦ Κωνσταντίνου καί τῆς
Βασίλως, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό τῶν Γρεβενῶν πού ὀνομαζόταν Τσούρχλι (τώρα Ἅγιος
Γεώργιος). Λόγω τῆς φτώχειας τῶν γεωργῶν γονέων του δέν μπόρεσε νά μάθει
γράμματα κι ὅταν ἔμεινε ὀρφανός σέ νεαρή ἡλικία ἔμεινε γιά μικρό διάστημα μαζί
μέ τά ἀδέλφια του. Ἔφυγε ἀργότερα γιά τά Ἰωάννινα, ὅπου ἔκανε κάποιες μικρές
δουλειές γιά νά τρέφεται, ὄντας ἁπλός, σεμνός καί πρᾶος, ἐνῶ δέν παρέλειπε ὅταν
τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά βρίσκεται στόν Ναό τοῦ Κυρίου. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 ἦταν
ἱπποκόμος σέ κάποιον Ὀθωμανό, ἀξιωματοῦχο τοῦ διοικητῆ τῶν Ἰωαννίνων. Κάποιοι
τότε Ὀθωμανοί, κατώτερης κοινωνικῆς τάξης, κινούμενοι ἀπό φθόνο καί ἐμπάθεια
τόν συκοφάντησαν ὅτι τάχα εἶχε ἐξομόσει πρίν ἀπό καιρό καί ἔπειτα ξανάγινε
χριστιανός. Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν Τοῦρκο δικαστή, ὁ ὁποῖος τόν ἀνέκρινε καί
διεπίστωσε, μετά καί τήν ἄρνηση του Γεωργίου ὅτι συνέβη κάτι παρόμοιο, ὅτι
πρόκειται περί συκοφαντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἀφήσει ἐλεύθερο.
Συνεχίζοντας
λοιπόν τή ζωή του κοντά στόν ἀξιωματοῦχο Ὀθωμανό στά Ἰωάννινα, συζεύχθηκε μέ τή
γυναίκα του, ὀνόματι Ἑλένη, τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837. Τόν μήνα αὐτόν, ἦλθε
ἕνας ἡγεμόνας τοῦ Μουσταφᾶ πασᾶ στά Ἰωάννινα, κι ἔτυχε τότε νά προσληφθεῖ ὁ ἅγιος
ἀπό τόν νεοδιορισμένο Μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε ἐκεῖ.
Μετά ἀπό λίγο ὅμως ἐπέστρεψε ὁ Μουσελίμης γιά ὑποθέσεις του στά Ἰωάννινα κι ἦλθε
καί ὁ Γεώργιος ὡς ἱπποκόμος του, ὁπότε μέ τό πέρας τῶν ὑποθέσεων καθώς ξεκίνησε
καί πάλι ὁ Μουσελίμης γιά τίς Φιλιάτες, ὁ Γεώργιος τόν παρεκάλεσε νά παραμείνει
γιά λίγες ἡμέρες ἀκόμη στά Ἰωάννινα, γιατί εἶχε γεννήσει ἡ γυναίκα του υἱό καί ἤθελε
νά παρευρίσκεται στή βάπτισή του. 12 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Τετάρτη, πρωϊνή ὥρα,
κάποιος Ὀθωμανός τόν συνάντησε στόν δρόμο, τόν ἅρπαξε βίαια καί τοῦ εἶπε: Ἐσύ ἔγινες
Τοῦρκος καί πῶς τώρα ζεῖς ὡς χριστιανός; Αὐτός ἀπάντησε: οὔτε Τοῦρκος ἔγινα
ποτέ οὔτε τόν Χριστό μου ἀρνήθηκα ποτέ. Χριστιανός καί ἤμουνα καί πάντοτε θά εἶμαι.
Ἐπειδή μαζεύτηκαν καί ἄλλοι Ὀθωμανοί ἀπό ὅσους ἦταν στόν δρόμο καί μαρτυροῦσαν
κι αὐτοί τά ἴδια μ’ ἐκεῖνον πού τόν εἶχε ἁρπάξει, λόγω τοῦ θορύβου πού
δημιουργήθηκε, ἔφτασε ὁ Διοικητής Καβάζπασης, ὁ ὁποῖος ρώτησε νά μάθει γιά τήν
αἰτία τοῦ θορύβου καί ἄκουσε ἀπό τούς Ὀθωμανούς τήν κατηγορία κατά τοῦ
Γεωργίου: εἶχε τουρκέψει καί τώρα ζεῖ καί πάλι ὡς χριστιανός. Ὁ Γεώργιος στό
μεταξύ συνεχῶς ἔκραζε δυνατά, Χριστιανός καί ἤμουν πάντοτε, καί εἶμαι, καί ποτέ
δέν ἔγινα Τοῦρκος. Τόν συνέλαβε ὁ Καβάζπασης, τόν φυλάκισε καί περί τό δειλινό
τόν ὁδήγησαν στόν δικαστή, ὅπου τόν ἐξέτασαν, τόν πίεσαν ποικιλοτρόπως γιά νά ἐξομόσει,
ἀλλά αὐτός παρέμεινε ἀκράδαντος στήν ὁμολογία τῆς ἀμώμητης πίστεώς μας. Τόν ἔκλεισαν
καί πάλι στή φυλακή. Τότε ὁ ἁρχιερατεύων στά Ἰωάννινα Ἰωακείμ ὁ ἀπό
Δρυϊνουπόλεως (κατόπιν Πατριάρχης), πῆγε στόν δικαστή καί μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα
ἀναίρεσε ὅλες τίς κατηγορίες κατά τοῦ Γεωργίου – κάτι πού ἔκανε στή συνέχεια
καί ἐνώπιον τοῦ Διοικητῆ - ἀλλά τελικῶς δέν κατάφερε τίποτε.
Τήν ἴδια
νύχτα ὁ Γεώργιος βασανίστηκε μέ πολλούς τρόπους στή φυλακή γιά νά ἀρνηθεῖ τήν
πίστη του στόν Χριστό, ἀλλά μένοντας σταθερός καί ἀμετακίνητος ὁδηγήθηκε ἐκ
νέου στόν δικαστή τήν Πέμπτη τό πρωί. Ἐκεῖ στήν ἀρχή προσπάθησαν νά τόν
μεταπείσουν μέ κολακεῖες κι ὕστερα μέ ἀπειλές, ἀλλά καί πάλι δέν ἐνέδωσε
καθόλου. Τόν ἔφτυναν, τόν μαστίγωναν, ἀλλά αὐτός τό μόνο πού ἔλεγε ἦταν:
Χριστιανός εἶμαι. Πάλι τόν ἔριξαν στή φυλακή καί τόν βασάνισαν ὅλη τή νύκτα.
Ξημερώματα Παρασκευῆς, τοῦ ἔμπηξαν ἀκίδες κάτω ἀπό νύχια του, τοῦ ἔβαλαν
μεγάλες πέτρες πάνω στό στῆθος του, ἀλλά αὐτός μέ γενναῖο τρόπο ἐξακολουθοῦσε
νά ἀναφωνεῖ: Χριστιανός εἶμαι. Σάββατο πρωί τόν ἔσυραν γιά μία ἀκόμη φορά ἐνώπιον
τοῦ δικαστῆ, ὅπου εἶχαν μαζευτεῖ καί πολλοί Ὀθωμανοί, ὁπότε τοῦ εἶπαν νά ἐκλέξει
ἕνα ἀπό τά δύο: ἤ νά λάβει πολλές ἀμοιβές ἄν ἐξομόσει ἀπό τήν πάτρια πίστη του ἤ
νά λάβει θάνατο σκληρό ἄν ἐπιμείνει σ’ αὐτήν. Ὁ μακάριος ὅμως μέ ἀνδρεία ψυχή
καί θαρραλέο στόμα εὐθαρσῶς καί πάλι ὁμολόγησε μέ δυνατή φωνή μπροστά σέ ὅλους
τούς ἀσεβεῖς: «Χριστιανός καί ἤμουν ἀπαρχῆς, Χριστιανός εἶμαι καί θά εἶμαι
μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς». Τρεῖς φορές τόν ἔφεραν ἐνώπιον τοῦ κριτῆ καί
τρεῖς φορές τόν ἔβγαλαν, χωρίς νά τοῦ ἀλλάξουν τήν εὐσεβή ὁμολογία. Τότε δόθηκε
ἡ τελευταία ἀπόφαση, γραμμένη μέ τό χέρι τοῦ δικαστῆ, νά παραδοθεῖ σέ θάνατο.
Τόν ὁδήγησαν λοιπόν στόν ἀνθύπατο (Κεχαγιάμπεη), ὅπου παρά τίς νέες ἀπειλές δέν
ἐνέδωσε. Τόν ἔφεραν ἀπό ἐκεῖ καί στόν διοικητή Μουσταφᾶ πασᾶ, μπροστά στόν ὁποῖο
χωρίς κανένα φόβο ὁμολόγησε ἐκ νέου τόν Σωτήρα καί Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁπότε
ρίχτηκε στή φυλακή γιά μία ἀκόμη φορά. Τή Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου, 12 τό
μεσημέρι, ἀπαγχονίστηκε στήν ἀγορά τοῦ χάνδακα τοῦ μεγάλου φρουρίου, συνεχῶς
φωνάζοντας δυνατά: «Χριστιανός εἶμαι, κάντε μου ὅ,τι φοβερό καί κακό
γνωρίζετε». Ἔμεινε τό σῶμα τοῦ μακάριου Γεωργίου κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη,
19 Ἰανουαρίου, ὁπότε κατ’ αὐτήν δωρήθηκε τό μαρτυρικό σῶμα ἀπό τόν διοικητή
Μουσταφᾶ Πασᾶ Βεζύρη στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τό ἔφερε στόν
ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, ὅπου καί
τάφηκε ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα, στό ἀριστερό μέρος, μέ μεγάλη συνδρομή τῶν εὐσεβῶν
Χριστιανῶν, μέ μεγάλη εὐλάβεια καί κατάνυξη, καί μέ τήν ἱερή παράταξη ὅλου τοῦ ἱερατικοῦ
κλήρου. Καί τί συνέβη; Ἐνῶ ἦταν κρεμασμένο τό μαρτυρικό σῶμα, κατερχόταν ἀπό
τόν οὐρανό ἄπλετο φῶς τίς νύχτες καί τό κατακάλυπτε, πρός ἔκπληξη καί μεγάλο
θαυμασμό ὅλων αὐτῶν πού τό ἔβλεπαν. Κι αὐτό τό φῶς φαινόταν λαμπρότατο ὄχι
μόνον στούς κοντινούς, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού ἦταν πολύ μακριά. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου
ἐπιτελεῖ πάρα πολλές πραγματικές θεραπεῖες σέ ὅσους προσέρχονται μέ πίστη, ἐνῶ
χῶμα καί λάδι πού μεταφέρονται σέ ἄλλα μέρη ἀπό τό μνῆμα του καί τή φωταγωγία
του ἀπό πιστούς καί εὐλαβεῖς χριστιανούς, ἀπάλλαξαν ὅσους τά ἔλαβαν μέ θερμή
πίστη ἀπό δεινά πάθη καί ἀπό ἀνίατες νόσους».
Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου
νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις προκαλεῖ θαυμασμό καί κατάπληξη, ὅπως
βεβαίως συμβαίνει καί σέ παρόμοιες ἄλλες περιπτώσεις ἁγίων. Γιατί; Διότι ἡ εἰκόνα
πού παρουσιάζει πρίν ἀπό τό μαρτύριό του εἶναι ἡ εἰκόνα ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου, ἀγραμμάτου,
μέ μία «κατώτερη» ἐργασία – φροντιστής ἀλόγων ἤτανε – μέ μία ἁπλή γυναίκα
νυμφευμένος, πού μόλις μάλιστα εἶχε γεννηθεῖ τό παιδί τους, χωρίς καμία ἰδιαίτερη
ἀπαίτηση ἀπό τή ζωή, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ζωή ἦταν περιχαρακωμένη ἀπό τήν
κυριαρχία καί τή δυναστεία τῶν Ὀθωμανῶν - ἡ περιοχή τῆς Ἠπείρου καί τῶν Ἰωαννίνων
δέν εἶχε ἀκόμη ἀπελευθερωθεῖ. Ἕνας πολύ ἥσυχος ἄνθρωπος δηλαδή μέ μία πολύ ἁπλή
καί ἥσυχη ζωή. Καί τό παράδοξο καί τό καταπληκτικό εἶναι ὅτι μόλις δίνεται ἡ ἀφορμή,
ἀφορμή ὡς πρός τήν πίστη πού προκαλεῖ τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἥσυχος
αὐτός ἄνθρωπος πού κανείς ἴσως νά μήν τοῦ ἔδινε σημασία σέ ἄλλη περίσταση, ἀποκαλύπτεται
κυριολεκτικά λιοντάρι στήν ψυχή, μέ μία καρδιά πού κόχλαζε ἀπό τή φλόγα καί τή
θερμότητα τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό.
Ὁ ἅγιος Γέροντας ὑμνογράφος
μακαριστός π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης ἐπανειλημμένως προσανατολίζει τή σκέψη
μας, προκειμένου νά προβάλει τό μεγαλεῖο τοῦ νεομάρτυρα, ἀκριβῶς σ’
αὐτήν τήν «παραδοξότητα»: τήν ἁπλότητα καί τήν πραότητά του, πού ὅμως ἔκρυβαν
τόν πάντιμο θησαυρό τῆς χριστιανικῆς πίστεώς του. «Τί παράδοξο θαῦμα! Αὐτός πού
ἦταν ἁπλός κατά τόν τρόπο τῆς ζωῆς του... ντρόπιασε τό πονηρό φίδι...».
«Πράγματι, νά, ὁ ἰδιώτης καί ἀκαλλιέργητος ὡς πρός τόν λόγο, ὁ λαμπρός
Γεώργιος, κυριάρχησε μέ τή στέρεα γνώμη του ἀπέναντι στή φοβερή καί τρομερή
δύναμη τῶν ἐχθρῶν» (στιχ. ἑσπερ.). Καί θυμᾶται ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἔτσι, αὐτό
πού σημειώνει στούς Κορινθίους ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προβαίνει σέ ἀποτίμηση
τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ σ’ αὐτόν τόν κοσμο: ὁ Χριστός ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια
τοῦ Θεοῦ ὄχι στούς σοφούς καί τούς θεωρουμένους μεγάλους καί ἰσχυρούς τοῦ
κόσμου τούτου, ἀλλά στούς μικρούς καί ἄσημους, τούς περιθωριακούς, οἱ ὁποῖοι ὅμως
εἶχαν «καρδιά» γιά νά γευτοῦν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους. «Βλέπετε
ποιοί ἔχετε κληθεῖ στήν πίστη, ἀδελφοί. Δέν εἶστε πολλοί σοφοί κατά κόσμον, δέν
εἶστε πολλοί δυνατοί, δέν εἶστε πολλοί εὐγενεῖς. Γιατί ὁ Θεός διάλεξε τούς
θεωρούμενους ἀνόητους τοῦ κόσμου, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς, καί τούς ἀδύναμους
διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς ἰχυρούς». Τό ἴδιο λοιπόν λέει καί ὁ
Γέροντας Γεράσιμος: «Σύ, Χριστέ, διάλεξες τούς μικρούς καί ἀδύναμους τοῦ κόσμου
καί ντρόπιασες μέσω αὐτῶν αὐτούς πού ἦταν περήφανοι μέ ἐπηρμένο νοῦ» (στιχ. ἑσπερ.).
Ὁ ἅγιος Γεώργιος
μέ ἄλλα λόγια ἔχει, γιά τόν ἐκκλησιαστικό μας ποιητή, τό βασικότερο καί οὐσιαστικότερο
στοιχεῖο γιά νά ὑπάρχει καί νά ἀναπτύσσεται ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ∙ τήν ἁγία
ταπείνωση. Ὄχι βεβαίως ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ταπείνωση καί ἡ πίστη σ’ ἕναν
ἄνθρωπο πού «διαπρέπει» στόν κόσμο αὐτόν∙ ἕναν μορφωμένο ἐπιστήμονα γιά
παράδειγμα. Ἀλλά θέλει νά πεῖ ὅτι εἶναι ἴσως πιό εὔκολο σέ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο νά
πιστέψει στόν Χριστό, καί τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία γιά νά τό τονίσει μέ τόν ἅγιο
Γεώργιο.
Κι ἴσως, πρίν δοῦμε ἄλλες
«ματιές» τοῦ Γέροντος ὑμνογράφου γιά τόν ἅγιο, νά σταθοῦμε σ’ αὐτήν τήν ἐξωτερική
εἰκόνα πού εἶχε στόν κόσμο, τοῦ ἁπλοῦ ὅπως εἴπαμε καί ἥσυχου καί ταπεινοῦ ἀνθρώπου.
Γιατί; Διότι προκαλούμαστε νά προβληματιστοῦμε πάνω γενικά στήν εἰκόνα τοῦ
χριστιανοῦ στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς. Ὁ χριστιανός δηλαδή δέν «ἀκούγεται» συνήθως,
δέν φωνασκεῖ, δέν δηλώνει τήν παρουσία του σ’ ἕναν κόσμο χαλασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία
μέ «πυροτεχνήματα» καί ἐκδηλώσεις πού τραβοῦν τήν προσοχή. Κάτι τέτοιο συνήθως
φανερώνει μία κενότητα καί μία ἀπουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ χριστιανός ζεῖ τόν
Θεό μέσα στήν καρδιά του (μέ τίς ἐξωτερικές ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις ἐννοεῖται
τῆς ζωῆς αὐτῆς ἐν κατακοσμίῳ ἤθει), ἀγωνίζεται ἀδιάκοπα νά βρίσκεται στό διαρκῶς
ζητούμενο, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ - βάση μας εἶναι τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» τῆς
Κυριακῆς προσευχῆς - ὁ ἐναγώνιος προσανατολισμός του εἶναι οἱ ἐντολές τοῦ
Κυρίου, ἰδίως τό ὑψηλό τῆς ἀγάπης καί πρός τόν ἐχθρό, πράγματα
δηλαδή πού τόν κάνουν ἐξωτερικά μέν νά περνάει ἀπαρατήρητος, ἐσωτερικά ὅμως νά
τόν τραντάζουν συθέμελα καί νά τόν θέτουν στήν ἔνταση, κατά τόν λόγο τοῦ ὁσίου
Σωφρονίου, τῆς τεταμένης χορδῆς. Αὐτό δέν εἶναι καί τό ἦθος τοῦ ἴδιου τοῦ
Κυρίου μας, ὁ Ὁποῖος Θεός ὤν ἦρθε σέ ἕναν κόσμο μέ τόν ἁπλούστερο καί
ταπεινότερο τρόπο, χωρίς κανείς νά Τόν πάρει «εἴδηση»; Κι ἄρχισε τή φανέρωσή
Του ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς λυτρωτικῆς δράσεώς Του μέ ἀποκορύφωμα τόν Σταυρό. Σάν
τόν ἅγιο Γεώργιο ἐν προκειμένω, πού κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τόν ἐσωτερικό
του ἀγώνα, ἀλλά μόλις προκλήθηκε ὡς πρός τήν πίστη του ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πιά
κατ’ ἀνάγκην φανέρωσε τό μεγαλεῖο τῆς ὀδυνωμένης καρδιᾶς του ἀπό τόν ἐσωτερικό
του πνευματικό ἀγώνα.
Διότι βεβαίως αὐτό ἀποκαλύπτει
τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου: Ὅτι ἀγωνιζόταν διαρκῶς νά ζεῖ μέ τήν ἑτοιμότητα πού
ζητάει ὁ Κύριος. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται». Ἡ ἀντίδρασή
του στούς ἐχθρούς Ὀθωμανούς πού θέλησαν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν, αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει τή διάθεση νά θυσιαστεῖ γιά τήν πίστη του, ἄν δέν τήν
καλλιεργεῖ διαρκῶς μέσα του καί δέν τήν ἔχει ὡς προτεραιότητα τῆς ζωῆς του. Καί
νά, ἡ ἀπόδειξη: νιόπαντρος ὅπως εἴπαμε, μ’ ἕνα μικρό παιδί στά χέρια πού μόλις
εἶχε βαπτιστεῖ, οὔτε στιγμή δέν προβληματίζεται. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ φιλῶν
πατέρα ἤ μητέρα, γυναῖκα ἤ τέκνα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» εἶναι ἐκεῖνο πού
τόν συνέχει. Κι ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί τό ἐπιβεβαιώνει: κανείς δέν ὁδηγεῖται
στό μαρτύριο γιά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἄν δέν ἔχει ξεχωριστή καί ἰδιαίτερη
χάρη ἀπό Ἐκεῖνον. Ὅπως ἀκριβῶς τό διατυπώνει: «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν
(τόν Χριστόν) πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν». Ὁ ἅγιος Γεώργιος
λοιπόν ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη σπουδαῖο παράδειγμα ἀπό τό νέφος τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας
μας γιά τήν ἀλήθεια αὐτή. Κι αὐτό σημειώνει βεβαίως καί ὁ ἅγιος ποιητής, κι ὄχι
μόνον μία φορά. «Στερεωμένος στό θεμέλιο τῆς πίστεως, τρισμακάριε Γεώργιε,
φάνηκες ἀκλόνητος ἀπέναντι στήν ἀλαζονεία τῶν ἐχθρῶν... Καί προτίμησες εὐχαρίστως
τήν ἀγχόνη γιατί ἀγαποῦσες τόν Κύριο» (Δοξαστικό μ. ἑσπερ.). Κι ἀλλοῦ ἐνδεικτικά:
«Κράτησες ἄσυλο τόν θησαυρό τῆς πίστεως, γιατί ἀκολουθοῦσες ἐπακριβῶς τή θεία ἀγάπη.
Κι ἔκανες πέρα τόν πόθο τῶν οἰκείων σου, γιατί πρόκρινες χάριτι Θεοῦ νά
πεθάνεις ὑπέρ Χριστοῦ » (λιτή).
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι
ἐντελῶς λογικό γιά τόν Γέροντα Γεράσιμο νά συγκρίνει τόν ἅγιο Γεώργιο τόν
νεομάρτυρα μέ τούς παλαιούς μεγάλους ἁγίους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν ἅγιο
Δημήτριο, τόν συνονόματό του ἅγιο Γεώργιο καί τούς λοιπούς. Γιατί; Διότι καί ἐκεῖνοι
ὡς ποιητικό αἴτιο τῆς ζωῆς καί τοῦ μαρτυρίου τους εἶχαν τή θερμή ἀγάπη καί τόν ἔρωτα
πρός τόν Χριστό. Ὅπως πολλάκις ἔχει σημειωθεῖ: βγάλε τήν ἀγάπη αὐτή ἀπό τούς ἁγίους
καί ὅλη ἡ ζωή τους, πολύ περισσότερο τό μαρτύριό τους εἶναι ἀκατανόητα - ὅ,τι ἐπισημαίνει
καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά μάρτυρες πού τό μαρτύριό τους λόγω ἐλλείψεως τῆς
ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἦταν μάταιο: «εἰκῇ καί ἐμαρτύρησαν».
«Φάνηκες, Γεώργιε, νά ἔχεις τόν ἴδιο ζῆλο μέ τούς παλαιούς μάρτυρες» (ἀπόστ.
(μ.) ἑσπερ.). «Ὄλη ἡ Ἤπειρος μέ χαρά μεγάλη ὑμνεῖ μέ ἄσματα τούς λαμπρούς ἀγῶνες
τῆς ἔνδοξης ἄθλησής σου, ἅγιε, μέ τούς ὁποίους ἀγῶνες ἀναδείχτηκες ἰσοστάσιος τῶν
λαμπρῶν μεγάλων μαρτύρων» (στιχ. ἑσπ.). Ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος «τή λαμπρή προσθήκη τῶν
ἀθλοφόρων τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἦταν κατά πάντα ὁμότροπός τους» (ἀπόστ. ἑσπ.).
Γιά νά προχωρήσει
βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν ἀποτίμηση τοῦ μαρτυρίου κάθε ἐποχῆς, ὅταν
γίνεται γιά τόν Χριστό: ἀποτελεῖ συμμετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.
«Βαστάζεις κι ἐσύ στό σῶμα σου τά στίγματα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ).
Μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα∙ τήν κατατρόπωση τοῦ διαβόλου. Δηλαδή ὅπως ὁ Κύριος πάνω
στόν Σταυρό κατάργησε τόν διάβολο καί καταπάτησε τόν θάνατο, ἔτσι καί ὁ ἅγιος
μάρτυρας ἐν προκειμένῳ: μέ τή θυσία τῆς ἀγάπης του γιά τόν Χριστό διά τῆς ἀγχόνης,
ἀπαγχόνισε τόν διάβολο. «Μέ θάρρος ὁμολόγησε τό σωτήριο τοῦ Χριστοῦ ὄνομα, καί
μέ τόν θάνατο τῆς ἀγχόνης ἀπαγχόνισε τόν ἀρχέκακο ἐχθρό» (Δοξαστικό ἑσπ.).
Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ἕνας τέτοιος χαρισματικός θάνατος, μέσω τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται κανείς θριαμβευτικά στήν ὄντως ζωή, γίνεται ἀφενός ἀφορμή γιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἀφετέρου εὐκαιρία νά ὑπάρξει ἕνας ἀκόμη ἰσχυρός πρεσβευτής τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Κι ἰδιαιτέρως μέ τά λείψανα τά ὁποῖα μένουν στά χέρια τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων, διά τῶν ὁποίων ἐπιτελοῦνται πλεῖστα θαύματα. Ὁ ἅγιος ποιητής δέν παύει νά τονίζει καί τίς δύο αὐτές πραγματικότητες, ἐπισημαίνοντας βεβαίως καί τήν ξεχωριστή χάρη πού εἰσπράττουν ἀπό τόν ἅγιο ἡ Ἤπειρος γενικά καί πιό συγκεκριμένα ἡ πόλη τῶν Ἰωαννίνων. «Ἀγωνίστηκες μαρτυρικά μέ ἀκλόνητη καρδιά καί δόξασες τόν Χριστό μέ τή γενναία σου ἄθληση, Γεώργιε νεομάρτυς» (ἐξαπ. ὄρθρου). «Χαῖρε, Γεώργιε, ὁ πυρσός τῆς Ἠπείρου και ὁ θερμότατος βοηθός τῶν Ἰωαννίνων... Καί τώρα παρακάλει Χριστόν τόν Θεό χωρίς διακοπή γιά ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε δυνατά τήν ἱερή καί χαρμόσυνη μνήμη σου» (Δοξ. ἑσπ.). «Ὁ Κύριος τῆς δόξας, ἐπειδή δοξάστηκε ἀπό τήν ἄθλησή σου, σέ δοξάζει λαμπρά, γι’ αὐτό καί ἀνέδειξε τή σορό τῶν λειψάνων σου ὡς κρήνη ἰαμάτων» (λιτή).