Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

18 Απριλίου 2024

Ο ΜΕΓΑΣ Κ Α Ν Ω Ν

 

«Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο».

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον»: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα». Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.

ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῷ ἀκοιμήτῳ ὄμματι ἐπιβλέψας με οἴκτειρον, τῷ τῆς ραθυμίας νυσταγμῷ κρατούμενον καί ὕπνῳ δουλεύοντα τῶν ἡδονῶν ἐν κλίνῃ παθῶν, ὁ ἐπί Σταυροῦ τήν κεφαλήν σου προσκλίνας, καί θέλων ἀφυπνώσας καί τήν νύκτα μειώσας, Χριστέ τῆς ἁμαρτίας, φῶς ὤν δικαιοσύνης» (ωδή η΄ κανόνος Τριωδίου).

(Αφού με κοιτάξεις προσεκτικά με το ακοίμητο βλέμμα Σου, εμένα που είμαι  παραδομένος στον νυσταγμό της ραθυμίας και σαν δούλος κοιμάμαι πάνω στην κλίνη των παθών των ηδονών, σπλαχνίσου με, Χριστέ, Συ που είσαι το φως της δικαιοσύνης και πάνω στον Σταυρό έγειρες την κεφαλή Σου και θέλοντας με ξύπνησες και εξαφάνισες τη νύκτα της αμαρτίας).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επιμένει να μας προσφέρει το γεγονός της σωτηρίας με τον δικό του παρακλητικό και κατανυκτικό τρόπο. Διότι όχι μόνο παραθέτει το δογματικό στοιχείο: ο Εσταυρωμένος Κύριος δεν είναι κάποιος ιδεολόγος ήρωας που βασανίστηκε και πέθανε για τις ιδέες του, αλλά ο Ίδιος ο εν σαρκί Θεός, το φως της δικαιοσύνης, που ήλθε να καταργήσει το σώμα της αμαρτίας του ανθρωπίνου γένους «αἴρων τήν ἁμαρτίαν» αυτού, και μάλιστα όχι πιεζόμενος από κάποιον ή κάτι παρά μόνον από την άπειρη ελεύθερη («θέλων»)  αγάπη Του˙ λοιπόν όχι μόνο παραθέτει το δόγμα του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά με διακριτικές «πινελιές» εκφράζει την προσωπική για τον καθένα αγάπη του Δημιουργού Χριστού, ο Οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τον κάθε άνθρωπο γεμάτος στοργή σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Και προκαλεί πράγματι κατάνυξη η εικόνα του Χριστού που συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσέχει ακόμη και την ώρα της πτώσεως στην αμαρτία, την ώρα που η ακηδία και η ραθυμία μάς έχουν εκτρέψει από τη θέα του προσώπου Του, την ώρα που έχουμε ενεργοποιήσει την αμαρτία, δουλεύοντας πάνω στα πάθη μας, συνεπώς έχοντας γίνει έρμαια του Πονηρού. Η ώρα της αμαρτίας βεβαίως για τον υμνογράφο και όλη την Παράδοση της Εκκλησίας είναι ώρα νύχτας και νυσταγμού – την ώρα που αμαρτάνουμε μπορεί να βρισκόμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, μα εγρήγορσης για τα πονηρά˙ από πλευράς πνευματικής κοιμόμαστε, δεν κινούμαστε με επίγνωση και συνείδηση, είμαστε σαν χαμένοι και νεκροί. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θέλει να χαρακτηρίσει την ώρα της αμαρτίας τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «νύξ». «Ἦν δέ νύξ» λέει για παράδειγμα τη στιγμή που ο προδότης μαθητής Ιούδας έχει αποφασίσει την προδοσία του Χριστού και φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο. Και το πιο συγκλονιστικό: Την ώρα αυτή ο διάβολος, λέει, μπήκε μέσα στην καρδιά του Ιούδα.

Όμως, ενώ η κατάσταση αυτή που ο άνθρωπος υπνώττει και κείται σαν νεκρός είναι τραγική για τον ίδιο, την ίδια ώρα άλλος γρηγορεί για χάρη Του. Και δεν εννοούμε βεβαίως τον κατεξοχήν υπνώττοντα και νεκρό Πονηρό, αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό Κύριο: μας κοιτάει γεμάτος αγάπη ευρισκόμενους στην πτώση μας και την εναντίωσή μας απέναντί Του! Περισσότερη και από τη μάνα που βλέπει το βλαστάρι της να ταλαιπωρείται και να καταστρέφεται, Εκείνος ψάχνει τρόπους νύξεως της καρδιάς μας. Ήδη μας έχει συγχωρήσει για τις όποιες αμαρτίες μας – εκεί έγκειται το μυστήριο του Σταυρού: να έχει σηκώσει πάνω Του ο Κύριος τις αμαρτίες όλου του κόσμου, συνεπώς και τις δικές μας – και η «αγωνία» Του είναι η αγάπη Του να γίνει αποδεκτή από το αγαπημένο πλάσμα Του, ώστε να μπορέσει αυτό λίγο να χαρεί ξυπνητό και να ηρεμήσει. Και το γεγονός αυτό συνιστά την όλη πάλη του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον Θεό: να ξυπνήσει ο άνθρωπος, να «παλέψει» με τον Θεό Πατέρα και να αφήσει ο Πατέρας να «ηττηθεί» από το παιδί Του.

Η χαρά της Εσταυρωμένης αγάπης: ο τραυματισμένος άνθρωπος να θεραπευθεί. Δεν πρέπει εδώ να μας διαφεύγει ούτε στιγμή το παράδειγμα ιδίως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μία στιγμή χρειάστηκε να ξυπνήσει και να νιώσει την αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου, για να «λιώσει» και να μετανοήσει, για να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη ουράνια!

16 Απριλίου 2024

ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι, Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).

(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).

Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» - βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος) Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του – προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.

Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.

Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.

Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία, από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον λόγο του υμνογράφου μας.

15 Απριλίου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και ευχόμενοι να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρομίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, («σπουδάσωμεν»), εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρώτιστα, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

13 Απριλίου 2024

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.

12 Απριλίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος μολονότι πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

11 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἡ χάρις σου, καί τῷ τύπῳ σου φοιτᾷ ἐλαύνουσα τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν, Σταυρέ Χριστοῦ, ὅπλον ἀπροσμάχητον» (ωδή δ΄ Τριωδίου).

(Η χάρη σου, Σταυρέ του Χριστού, που είσαι ανίκητο και ακαταμάχητο όπλο, επέρχεται και μόνο με τον τύπο και το σχήμα σου, αποδιώκοντας τη σκοτεινιά και την ταραχή των δαιμόνων).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, κινούμενος μέσα στην ατμόσφαιρα της προβολής του Σταυρού του Κυρίου και λόγω εν γένει της Σαρακοστής, αλλά κυρίως λόγω της εορτής της Σταυροπροσκυνήσεως, στο σύντομο τροπάριο τονίζει τη δύναμη που έχει ο Σταυρός. Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι η δύναμή Του οφείλεται στον επ’ αυτού αναρτηθέντα Κύριο και όχι στο ίδιο το ξύλο, όπως η Εκκλησία μας το ψάλλει διαρκώς: «Σταυρός ἐπάγη ἐπὶ γῆς, καὶ ἥψατο τῶν οὐρανῶν, οὐχ ὡς τοῦ ξύλου φθάσαντος τὸ ὕψος, ἀλλὰ σοῦ τοῦ ἐν αὐτῷ πληροῦντος τὰ σύμπαντα, Κύριε δόξα σοι» (Ο Σταυρός μπήχθηκε στη γη κι ακούμπησε τους ουρανούς, όχι επειδή το ξύλο καθεαυτό έφθασε το ουράνιο ύψος, αλλά επειδή Συ Κύριε, σταυρωμένος πάνω σ’ αυτό, γεμίζεις τα σύμπαντα. Δόξα Σοι).

Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου, που μετά τη θυσία Του πάνω στο ξύλο του σταυρού καταστάθηκε το κατεξοχήν σύμβολο του χριστιανισμού και συνυπάρχει πάντοτε με Εκείνον, έχει τεράστια δύναμη. Είναι για τον χριστιανό το όπλο με το οποίο πορεύεται στον κόσμο τούτο, όπλο μάλιστα ακαταμάχητο απέναντι στον Πονηρό διάβολο και την ταραχή που θέλει πάντοτε να δημιουργεί στον άνθρωπο, απέναντι στα στοιχεία του κόσμου τούτου, απέναντι στα ίδια τα πάθη του. «Σταυρός ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης, Σταυρός ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας, Σταυρός βασιλέων τό κραταίωμα, Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα, Σταυρός Ἀγγέλων ἡ δόξα καί τῶν δαιμόνων τό τραῦμα», μάς καθοδηγεί μέσα στην «απειρία» των ύμνων της η Εκκλησία. Όχι μόνο στα συναξάρια των αγίων μας, αλλά και στου κάθε χριστιανού την καθημερινότητα μπορεί  να δει κανείς την επέμβαση του Σταυρού, δηλαδή της θυσιαστικής αγάπης του Δημιουργού μας απέναντί μας. Ποιος χριστιανός σε δυσκολία ευρισκόμενος και επικαλούμενος τον Κύριο, προσβλέποντας μάλιστα στον Σταυρό Του, δεν πήρε δύναμη και κουράγιο; Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός θεωρείται το όπλο με το οποίο κατεξοχήν κατακαίεται ο διάβολος και κάθε πονηρή του ενέργεια.

Και ο υμνογράφος μας βεβαίως σημειώνει αυτό που κάνουμε όλοι οι χριστιανοί: όχι μόνο να βλέπουμε το βάθος του Σταυρού του Κυρίου, δηλαδή την άρση της αμαρτίας μας και τη διάνοιξη του Παραδείσου, αλλά και τον ίδιο τον τύπο και το σχήμα του. Και μόνο δηλαδή σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού πάνω στο σώμα μας (πόση προσοχή χρειάζεται εδώ για να κάνουμε σωστά το σημείο του Σταυρού και όχι μία «παράδοξη» και ακατανόητη κίνηση!), και μόνο κρατώντας έναν Σταυρό στο χέρι μας, και μόνον στήνοντας έναν Σταυρό σε οποιοδήποτε σημείο είτε στο σπίτι μας είτε στην εργασία μας είτε οπουδήποτε αλλού, επέρχεται αμέσως η χάρη του Εσταυρωμένου Κυρίου. Κι όπου υπάρχει η χάρη του Κυρίου, εκεί βεβαίως δεν έχει χώρο ύπαρξης ο Πονηρός και κάθε ενέργειά του. Αρκεί βεβαίως ο τύπος και ο σχηματισμός Του να γίνεται με πίστη, δηλαδή με έμπρακτη προσπάθεια να ζούμε σταυρικά: ταπεινά και με αγάπη. Διαφορετικά, η χρήση του Σταυρού λειτουργώντας ως ένα «μαγικό» δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. Μη ξεχνάμε ότι η πίστη μας είναι λογική λατρεία, της λογικής νοουμένης ως επίκλησης και ενέργειας του Λόγου του Θεού, του Χριστού.

10 Απριλίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πυρί με καθάρισον τῶν ἐντολῶν σου, φιλάνθρωπε, και σοῦ τά σωτήρια δίδου Παθήματα νῦν θεάσασθαι, καί πόθῳ προσκυνῆσαι, Σταυρῷ τειχιζόμενον καί συντηρούμενον» (ωδή α΄Τριωδίου).

(Φιλάνθρωπε Κύριε, καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών σου, και δώσε μου να δω τώρα τα Παθήματά Σου που έσωσαν το ανθρώπινο γένος, και να τα προσκυνήσω με πόθο, καθώς ο Σταυρός είναι ο φρουρός και ο φύλακάς μου).

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης σε λίγες λέξεις περικλείει όλο το βάθος θα λέγαμε της θεολογίας του Σταυρού. Τι επισημαίνει;

Πρώτον, ότι ο Σταυρός για τον πιστό, τον ίδιο και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, συνιστά το τείχος του, τον φύλακα και τον φρουρό του. Διότι ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας, είναι ενδεδυμένος Εκείνον – «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - συνεπώς τον  Σταυρό έχει εγκολπωθεί, που θα πει ότι η ζωή του στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανός έχει χαρακτήρα σταυρικό. Ο ίδιος ο Κύριος δεν το απεκάλυψε; «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Κι ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας το εσωτερικό του βίωμα σημείωνε: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι˙ ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Συνεπώς, ο Σταυρός του Κυρίου δεν τελειώνει σ’ Εκείνον μόνον. Γίνεται «ζυγός», «χρηστός» όμως, για κάθε χριστιανό - Χριστός και πιστός συνθεωρούνται πάντοτε και συνορώνται.

Δεύτερον, παρ’ όλη τη συγκλονιστική αυτή θεώρηση του χριστιανού ως συνέχειας του Χριστού, απαιτείται διαρκώς η συνέργειά του για να ενεργοποιείται η δοσμένη σ’ αυτόν χάρη. Μπορεί δηλαδή ο Θεός να μας τα έχει δώσει όλα, αν όμως δεν βρίσκεται και η δική μας θέληση στην ίδια πορεία θελήσεως Εκείνου, τότε  όλα «ακυρώνονται», με την έννοια ότι ενώ υπάρχουν, παραμένουν ανενέργητα και λειτουργούν δυστυχώς προς «κρίμα και κατάκριμα» του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο άγιος Θεοφάνης ενώ αναγνωρίζει ως πιστός ότι ο Χριστός με τη Σταυρική Του θυσία κυρίως έσωσε τον άνθρωπο: μπορεί και πάλι να έχει ζωντανή συνειδητή σχέση με τον Δημιουργό του, όμως ζητά από τον Κύριο να του δώσει τη δωρεά να δει, να μετάσχει δηλαδή, στα Παθήματά Του, με τον τρόπο που αναφέραμε παραπάνω: να ζει κι ο ίδιος σταυρικά τη ζωή του, με θυσιαστική αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, γεγονός που ισοδυναμεί με την αληθινή και με πόθο  προσκύνηση του Σταυρού.

Και τρίτον, η θέα του Σταυρού του Χριστού ως αληθινή προσκύνησή Του με την έννοια της συσταύρωσης του πιστού με τον Χριστό – και πάλι το τονίζουμε: βλέπει και προσκυνά τον Σταυρό μόνον εκείνος που αγωνίζεται να ζει την αγάπη του Εσταυρωμένου Χριστού – απαιτεί την κάθαρση της καρδιάς από ό,τι εμπαθές ταλαιπωρεί αυτήν στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. «Καθάρισέ με με τη φωτιά των εντολών Σου», είναι η προϋπόθεση για όλες τις χαρισματικές μεγάλες δωρεές του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο. Κι αυτό διότι ο απόλυτα καθαρός από αμαρτία Θεός μπορεί να προσεγγιστεί μόνον από εκείνον που αγωνίζεται να καθαρίσει με τη δύναμη του Θεού την καρδιά του. Ο λόγος του υμνογράφου αγίου Θεοφάνους έχει την ίδια σημασία μ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε ήδη από τον πρώτο μακαρισμό του στην επί του Όρους ομιλία Του: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Θα δει τον Θεό, θα δει συνεπώς το μυστήριο και το βάθος του Σταυρού ως σωτηρίας του κόσμου, μόνον εκείνος που έχει καθαρή την καρδιά. (Θυμόμαστε εν προκειμένω την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον όταν μετανόησε και άρχισε να καθαρίζεται η καρδιά της μπόρεσε να προσεγγίσει τον Σταυρό!)

Και η συμβολή εν προκειμένω του αγίου υμνογράφου είναι η συγκεκριμενοποίηση του τρόπου καθάρσεως της καρδιάς: διά των εντολών του Χριστού, που λειτουργούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ως φλόγα, ως πυρ. Κι αξίζει την εικόνα αυτή, εικόνα πάλι της αγίας Γραφής, να την έχουμε συχνά πυκνά μπροστά στα μάτια μας: οι εντολές του Χριστού όταν τίθενται σε εφαρμογή από τον χριστιανό, έχουν τη δύναμη του πυρός, που οδηγεί σε διπλό αποτέλεσμα: κατακαίει όλα τα αγκάθια των παθών και της αμαρτίας, φωτίζει την ψυχή του ανθρώπου. Όπου είναι ο Χριστός δηλαδή: μέσα στις εντολές Του, στο σώμα και το αίμα Του, στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, εκεί έχουμε την παρουσία της καθαρτικής και φωτιστικής φωτιάς. Άλλωστε ο Ίδιος το είπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν επί τῆς γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη». Φωτιά ήλθε να βάλει με το Πνεύμα Του και η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή!

Λοιπόν: η αγία Σαρακοστή ως η κατεξοχήν περίοδος προβολής και θέασης του Σταυρού του Κυρίου (και της ακολουθούσης βεβαίως Ανάστασής Του) είναι σαν καμίνι. Πρέπει να είμαστε φωτιά κι εμείς για να μπορούμε να πούμε ότι σωστά την «περπατάμε». Να πορευόμαστε δηλαδή στον δρόμο των αγίων εντολών του Κυρίου! 

09 Απριλίου 2024

ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Η ΠΑΡΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

«Τίς μή θρηνήσει σε; τίς μή πενθήσει σε, ψυχή, ποθοῦσαν τά πονηρά, οὐκ ἐκζητοῦσαν πόθῳ τά ἀγαθά, δικαίου Κριτοῦ δέ καταφρονοῦσαν ἀεί, μακροθυμοῦντος ἐπί σοί;» (ωδή β΄ Τριωδίου).

(Ποιος δεν θα σε θρηνήσει; Ποιος δεν θα σε πενθήσει, ψυχή μου, που ποθείς τα πονηρά, δεν εκζητείς με πόθο τα αγαθά, κι από την άλλη καταφρονείς πάντοτε τον δίκαιο Κριτή που μακροθυμεί για σένα;)

Πλήρης κατανύξεως ο ύμνος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου, ο οποίος διεκτραγωδεί την κατάσταση όχι κάποιου άλλου αμαρτωλού, αλλά του ίδιου του εαυτού του! Γιατί το σημείο του ορθοφρονούντος πιστού αυτό είναι: να κατακρίνει πρώτιστα τον εαυτό του και μόνον αυτόν, καθώς ο Θεός τού ανοίγει τα μάτια για να βλέπει την έσχατη κατάπτωσή του. Είναι καίρια αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι όσο κανείς προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και διανοίγονται οι πνευματικοί οφθαλμοί του για να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του. Διαρκώς η Εκκλησία μας, ιδίως την περίοδο της Σαρακοστής, μάς το υπενθυμίζει: «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και πώς να είναι αλλιώς τα πράγματα, όταν ο ίδιος ο Κύριος, μέσα στο πλαίσιο της άπειρης φιλανθρωπίας Του, μάς έχει πει ποιοι τελικώς είμαστε, μετά την πτώση μας στην αμαρτία; Τι είμαστε οι άνθρωποι; Επιλέγουμε τα λόγια του Κυρίου: «ἄπιστοι», «ὀλιγόπιστοι», «το τίποτε», «πονηροί», «διεστραμμένοι», «σατανάδες», «ἀχρεῖοι»! Κι όμως εμάς μάς κατέστησε η αγάπη Του ίδιους με Εκείνον! Μας ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του και μας έδωσε και μας δίνει τις δυνάμεις Του και τα χαρίσματά Του! Και μας υποσχέθηκε την Ουράνια Βασιλεία Του και τα αγαθά Της, γιατί Εκείνος έγινε «ὁ πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»! Όπως το σημειώνει μεταξύ άλλων και ο απόστολος Παύλος: «Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ὁ Θεός ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν

Κι όμως! Παρ’ όλες τις δωρεές και τα χαρίσματα, παρ’ όλη την απειρία της προσφοράς του Θεού μας, εξακολουθούμε συχνά να διαγράφουμε τον Θεό μας, έστω και κατά διάνοια, και να επιλέγουμε ό,τι συνιστά καταστροφή μας – η έσχατη αφροσύνη και παράνοια! Όπως το σημειώνει το Γεροντικό της Εκκλησίας μας μέσα από τον προβληματισμό ενός παιδιού: Υπάρχει κάποιος πλούσιος που με αγαπά, αλλά εγώ δεν τον θέλω και αγαπώ έναν φτωχό που με μισεί. Αυτό δεν κάνουμε οι θεωρούμενοι πιστοί του Χριστού; Δεν επιλέγουμε όχι μία ή δύο, αλλά πολλές φορές στη ζωή μας αυτό που αποτελεί δόλωμα του Πονηρού, κάνοντας πέρα τα πλούσια αγαθά του Κυρίου μας;

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος, διαπιστώνοντας την τραγωδία της ύπαρξής του: να συνεχίζει να ποθεί τα πονηρά και όχι τα αγαθά, να καταφρονεί και να περιφρονεί τον Κύριο που τον αγαπά σε απόλυτο βαθμό, πιάνει το πένθος και τους θρήνους. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, με τέτοια παραφροσύνη, μόνον αυτό ταιριάζει. Κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, ο οποίος και αυτός, έχοντας την ίδια χάρη αυτογνωσίας, στον Μεγάλο Κανόνα του έτσι ξεκινάει: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις; Ποίαν ἀπαρχήν ἐπιθήσω, Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ;» Η παράνοια και η ανοησία φτάνει στο απώγειο, όταν επισημαίνει ο υμνογράφος: ο Κύριος που με αγαπά υπέρμετρα, είναι και ο Κριτής μου. Και η κρίση Του, επειδή είναι Δίκαιος, θα είναι δίκαια και απέναντί μου. «Ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Κυρίῳ». Ο καθένας ανάλογα με τις πράξεις, τις διαθέσεις του, τους λόγους του, τις σκέψεις και τους λογισμούς του, θα κριθεί. Τα δάκρυα έτσι πολλαπλασιάζονται!

04 Απριλίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Ὀλισθαίνων τοῖς χείροσι προσεπεκτείνομαι καί τῷ μώλωπι τραῦμα προσεπιτίθημι˙ ἴασαι, Χριστέ, τήν λιθώδη μου πώρωσιν, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, Οἰκτίρμον, ἱκεσίαις» (ωδή η΄).

(Την ώρα που γλιστράω στην αμαρτία, επεκτείνομαι ακόμη περισσότερο στα χειρότερα, όπως και στους μώλωπες που μου προξενούν οι αμαρτίες εγώ προσθέτω κι άλλο τραύμα. Γιάτρεψε, Χριστέ, την πώρωσή μου που ’ναι σκληρή σαν λίθος, με τις ικεσίες των Αποστόλων Σου).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει στον ύμνο την τραγωδία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, δηλαδή ο καθένας μας, όταν αμαρτάνει και δεν μετανοεί όπως πρέπει. Όπως είναι γνωστό, η αμαρτία δεν είναι μία επιλογή του ανθρώπου χωρίς επιπτώσεις στη ζωή του. Δυστυχώς τα αποτελέσματά της είναι ο ίδιος ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός – «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» κατά τον Απόστολο – που σημαίνει ότι η αμαρτία όχι μόνο έχει αντίκτυπο στην υγεία του σώματος, αλλά πρώτιστα της ίδιας της ψυχής: ο αμαρτάνων αλλοιώνεται ψυχολογικά, συναισθηματικά, βουλητικά, με άμεση επίπτωση και στις σκέψεις του.  Το συνολικό αποτέλεσμα, κατά τον υμνογράφο μας, είναι ότι σκληραίνει την ψυχή μας, την κάνει σαν πέτρα, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει τις απαρχές της κόλασης. Κόλαση δεν είναι «καζάνια που βράζουν» ή φωτιές αναμμένες, αλλά η ανυπαρξία «σάρκινης καρδιάς», η έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε αγάπης και ορθής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Μακάριο, που το πνεύμα ενός ιερέα των ειδώλων μίλησε στον άγιο, καθώς τον κίνησε η αγιότητα του Μακαρίου όταν συνάντησε το κρανίο του, για να του πει ότι κόλαση είναι ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων – είμαστε πλάτη με πλάτη, είπε – και παρηγοριά προσωρινή υπάρχει όταν κάποιος άγιος προσεύχεται για εμάς και γυρίζουμε και βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, κινούμενος αγιογραφικά αλλά και εμπειρικά, επισημαίνει όχι μόνο τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς που φέρνει η αμαρτία αλλά και τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο αμαρτάνων και μη σπεύδων να μετανοήσει αμαρτάνει διαρκώς αυξητικά! Βλέπει το κακό που του κάνει η αμαρτία και η αντίδρασή του είναι να… προσθέτει και άλλη αμαρτία. Αμαρτία στην αμαρτία, το ένα κακό πάνω στο άλλο. Η Αγία Γραφή, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το επισημαίνει: «ο ρυπαρός ας γίνεται πιο ρυπαρός ακόμη, και ο κακός ακόμη χειρότερος»! Και πάλι θυμίζει η περίπτωση το άλλο περιστατικό του Γεροντικού, όπου ένας όσιος ασκητής κατάλαβε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, όταν είδε κάποιον να μην μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξύλα. Και τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Αντί να ελαφρύνει το φορτίο, έκοβε κι άλλα ξύλα και τα πρόσθετε στο ήδη μεγάλο δεμάτι. Η πληροφορία που έλαβε από τον Θεό ο όσιος στην απορία του ήταν ακριβώς αυτή: οι άνθρωποι έτσι δυστυχώς συμπεριφέρονται. Αμαρτάνουν και αντί να μετανοούν προσθέτουν και άλλες αμαρτίες στην ήδη βαριά καρδιά τους.

Η θεραπεία είναι μονόδρομος για τον άγιο και κάθε χριστιανό: να στραφεί ο άνθρωπος εν μετανοία στον μόνο Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί είναι ο Μόνος ως ο ενανθρωπήσας Θεός που ήλθε ακριβώς για την ίαση του ανθρώπου. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν καί περισσόν ζωῆς ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι». Και στη μετάνοια αυτή μεγάλη βοήθεια, υπενθυμίζει ο άγιος, προσφέρουν οι άγιοι Απόστολοι. Γιατί είμαστε όλοι μέλη Χριστού, συνεπώς ο καθένας, και μάλιστα τα εξαίρετα μέλη όπως η Παναγία μας και οι Απόστολοι, μπορούν να βοηθήσουν τα υπόλοιπα ασθενικά μέλη σαν κι εμάς. Όπως το ψάλλουμε  διαρκώς και στην περίοδο της Σαρακοστής: «Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Πάντες, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων. Ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα».  

03 Απριλίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἐν τιμῇ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ‘λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).    

02 Απριλίου 2024

ΤΡΙΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Ἥμαρτον ὁμολογῶ σοι Κύριε, ὁ ἄσωτος ἐγώ˙ οὐ τολμῶ ἀτενίσαι εις Οὐρανόν τό ὄμμα˙ ἐκεῖθεν γάρ ἐκπεσών, ἐγενόμην ἄθλιος. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ἐμαυτόν ἀποκηρύττω, οὐ χρήζω κατηγόρων, οὐδέ πάλιν μαρτύρων˙ ἔχω θριαμβεύουσάν μου τήν ἀσωτίαν˙ ἔχω στηλιτεύουσαν τήν φαύλην πολιτείαν˙ ἔχω καταισχύνουσαν τήν παροῦσάν μου γύμνωσιν, πρός ἐντροπήν δέ τά ράκη, ἅ περιβέβλημαι. Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ μονογενές, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μετανοοῦντά με δέξαι, καί ἐλέησόν με» (απόστιχα Αίνων, ήχος βαρύς).

(Αμάρτησα, Σου το ομολογώ, Κύριε, εγώ ο άσωτος. Δεν τολμώ να ατενίσω το βλέμμα στον Ουρανό. Γιατί από κει ξέπεσα κι έγινα άθλιος. Αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ υιό Σου. Αποκηρύσσω τον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι κατηγόρους κι ούτε πάλι μάρτυρες. Έχω την αμαρτία μου να το διακηρύσσει. Έχω τον πονηρό τρόπο ζωής μου να με στηλιτεύει. Έχω την τωρινή μου γύμνωση να με ντροπιάζει, κι είναι πράγματι για ντροπή μου τα ράκη που είμαι ντυμένος. Εύσπλαχνε Πατέρα, Υιέ μονογενή Χριστέ, Πνεύμα άγιον, δέξου με μετανοημένο και ελέησέ με).

Συγκλονιστικό το τροπάριο του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, ο οποίος συνέδεσε προκειμένου να περιγράψει τον μετανοημένο άνθρωπο τις παραβολές και του ασώτου υιού και του τελώνου και φαρισαίου. Ο τελώνης δεν ήταν εκείνος που έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον Ουρανό; – έβλεπε ένδακρυς μόνο τη γη, γιατί χώμα είχε κάνει με τις αμαρτίες του τη ζωή του. Και το μόνο που κατόρθωνε να ψελλίζει ήταν «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Το ίδιο συνέβη και με τον άσωτο της άλλης πιο γνωστής και μεγάλης παραβολής του Κυρίου: κι εκείνος φτάνει η ώρα που νιώθει την κατάντια του. Και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για να συρθεί ενώπιον του Πατέρα του. Κι εδώ αρχίζει το έργο του αγίου υμνογράφου: με μετοχή καρδιάς προβαίνει στην περιγραφή της όλης εσωτερικής διεργασίας που διαδραματίζεται στην καρδιά και των δύο, δηλαδή στην καρδιά του κάθε πιστού που έχει επίγνωση όντως και της δικής του τραγικότητας. Γιατί στο πρόσωπο ασφαλώς και του τελώνη και του ασώτου καλεί η Εκκλησία μας διά του αγίου ποιητή να δει ο καθένας τον εαυτό του. Η περιγραφή είναι ανθρώπου που «ζωγραφίζει». Η κάθε λέξη του Ιωσήφ είναι πινελιά στον πίνακα της ψυχής του και της δικής μας.

 Παρακολουθούμε βήμα-βήμα τα στάδια της αληθινής μετανοίας: την ομολογία ενώπιον του Θεού της αμαρτίας που συνιστά την ασωτία˙ την ταπείνωση που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον ξεπεσμό και την αθλιότητά του˙ την επίγνωση ότι δεν μπορεί πια να χαρακτηρίζεται υιός Θεού -  τον κατηγορεί η ίδια η συνείδησή του, που δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο πιο «βίαιο» κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στο Μεγάλο Κανόνα του˙ την πονηρή διαγωγή  που συνιστά κυριολεκτικά μαστίγωμα της συνείδησης - η κουρελιασμένη ψυχή βοά για την κατάντια! Αλλά υπάρχει η μετάνοια, σημειώνει ο υμνογράφος ακολουθώντας το Ευαγγέλιο. Η μετάνοια που ναι μεν διαπιστώνει την ασωτία και την αμαρτία, αλλά προχωράει με πόδια τρεμάμενα εκεί που υπάρχει η λύτρωση και ο καθαρμός: το έλεος του Θεού, η αγάπη του Θεού Πατέρα και όλης της αγίας Τριάδος. Κι αυτή η αγάπη του Θεού είναι αυτή που υπέρκειται της κάθε αμαρτίας. «Όλη την αμαρτία του κόσμου αν μαζέψουμε από τη μια, όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, είναι σαν ένας κόκκος άμμου ή σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τι μπορεί να κάνει ένας κόκκος άμμου ή μία σπίθα; Τίποτε απολύτως. Αυτό κι ακόμη περισσότερο συμβαίνει με την αμαρτία όταν παραβληθεί με την αγάπη του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

Η ποιητική ζωγραφική δύναμη του αγίου υμνογράφου είναι πολύ μεγάλη. Η προβολή της μετανοίας ως της μόνης σώζουσας δύναμης του ανθρώπου είναι φοβερή. Το τροπάριο θα έπρεπε να το αντιγράψουμε και να το κορνιζώσουμε, για να το βλέπουμε καθημερινά. Θα λειτουργεί καθημερινά ως καθρέπτης της χριστιανικής ή μη πορείας μας.    

01 Απριλίου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

Από την πλούσια πνευματική τράπεζα που μας παραθέτει η Εκκλησία μας και τη σημερινή ημέρα, πρώτη της τρίτης εβδομάδας των Νηστειών, επιλέγουμε ορισμένα εδέσματα.

- «Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

- «Ἐν φαιδροτάτῃ νηστείᾳ, φωταυγείᾳ τῶν προσευχῶν λαμπρυθέντες  χρηματίσωμεν, ὅπως τῆς ἁμαρτίας τό σκότος ἐκφύγωμεν» (ωδή η΄).

(Μέσα στο πλαίσιο της φαιδρότατης νηστείας, ας γίνουμε λαμπροί από το ισχυρό φως των προσευχών, προκειμένου να ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας).

Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που συνιστά το κατεξοχήν παγιωμένο σχήμα στην πνευματική ζωή: η αμαρτία δεν είναι παιχνίδι ή κατάσταση που πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει με ελαφριά καρδιά. Αυτό που έφερε και φέρνει απαρχής και εφεξής είναι το σκοτάδι του θανάτου. Πνευματικού πρωτίστως ως απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό, συνεπώς της έλλειψης και κάθε νοήματος για τον άνθρωπο, αλλά και σωματικού στη συνέχεια με όλα τα παρεπόμενα της οποιασδήποτε φθοράς, της αρρώστιας και του πόνου. Ενόψει λοιπόν μίας τέτοιας τραγικής και δύστυχης καταστάσεως που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο, υπάρχει το αντίδοτο που έφερε ο Λυτρωτής και Σωτήρας Χριστός και που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η σχέση αυτή καθορίζεται πια από τη διαρκή αναφορά του πιστού προς τον Θεό Πατέρα, την αέναη και καθαρή δηλαδή προσευχή του. Προσευχή που δεν βάζει τον άνθρωπο να στέκει κάπου και να ψάχνει τον Θεό, αλλά να είναι μέσα σ’ Αυτόν, ενσωματωμένος στον Χριστό, οπότε να προσεύχεται έχοντας Εκείνον εν Πνεύματι  να «λέει» τις προσευχές – ο πιστός εν Χριστώ γίνεται ο ίδιος προσευχή. Αποτέλεσμα που το βλέπουμε σε όλους τους αληθινούς πιστούς, τους αγίους μας: να ζουν μέσα στο πλούσιο φως του Θεού, ντυμένοι Εκείνον που είναι το Φως! Κατεξοχήν όργανο βοηθητικό στην πνευματική αυτή πορεία είναι η νηστεία της Εκκλησίας μας, που έτσι αποκτάει χαρακτήρα χαρμόσυνο.

- «Νήστευσον ψυχή μου, κακίας και πονηρίας, κράτησον ὀργῆς, καί θυμοῦ καί πάσης ἁμαρτίας. Ἰησοῦς γάρ τοιαύτην θέλει νηστείαν, ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἡμῶν» (ωδή θ΄).

(Νήστεψε, ψυχή μου, από την κακία και την πονηρία, κυριάρχησε στην οργή και στον θυμό και σε κάθε άλλη αμαρτία. Διότι ο Ιησούς που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας, τέτοια νηστεία θέλει).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει καθημερινά να υπενθυμίζει ό,τι σημείωνε απαρχής της νηστείας: νηστεία αληθινή δεν είναι κυρίως η αποχή από το φαγητό ή ο περιορισμός απλώς των τροφών. Πρώτιστα είναι η αποχή και η πλήρης απομάκρυνση από κάθε αμαρτία, από κάθε κακία και πονηρία, είτε αυτή λέγεται οργή είτε θυμός είτε οτιδήποτε άλλο – μη ξεχνάμε ότι ο Πονηρός διάβολος ουδέποτε σιτίζεται, αλλά είναι διάβολος! Μία τέτοια νηστεία χαρακτηρίζεται αληθινή και αυτήν αποδέχεται ο Ιησούς Χριστός που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας. Γιατί; Διότι αυτή καθαρίζει το «έδαφος» της καρδιάς μας και μας καθιστά ικανούς να δεξιωθούμε μέσα της τον Ίδιο τον Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Η έγνοια του αγίου υμνογράφου να μη χάσουμε τον στόχο μας την περίοδο αυτή είναι συγκινητική. Κι αυτό γιατί είναι πολύ εύκολο να μείνουμε δυστυχώς στην επιφάνεια της σωματικής νηστείας, της εύκολης νηστείας, και να ξεχάσουμε το βάθος της. Το πρόβλημα πάντοτε είναι η «ποιότητα» της καρδιάς μας.

29 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

ΤΗΝ ΑΓΝΗΝ ΑΓΝΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ

«Τήν Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ˙ καλλονήν τήν τοῦ Ἰακώβ τοῖς ἐνθέοις πράξεσι καλλυνόμενοι, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Θεοτοκίον ε΄ ωδής Τριωδίου).

(Την Αγνή Παρθένο Μαριάμ ας την τιμήσουμε με αγνό νου. Αυτήν που είναι η καλλονή του Ιακώβ ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς με τις ένθεες πράξεις μας ως Μητέρα του Θεού μας). 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί στο Θεοτοκίο για τη στάση μας έναντι της Παναγίας. Να την τιμήσουμε και να την υμνολογήσουμε, λέει, όχι όμως με τα λόγια μας πρώτιστα – κι αυτά βεβαίως είναι απαραίτητα: άλλωστε με λόγια προτρέπει τους πιστούς – αλλά κυρίως με όλη τη ζωή μας. Την αγνότητα του νου μας δηλαδή και τις ένθεες πράξεις μας. Έτσι μόνο Την αναγνωρίζουμε ορθά ως Μητέρα του Θεού μας, που σημαίνει ότι έτσι αντιστοίχως αναγνωρίζουμε και ως Κύριο Θεό μας τον Ιησού Χριστό – είναι γνωστό ότι η ορθή στάση έναντι της Παναγίας φανερώνει την ορθή στάση και έναντι του Ιησού Χριστού. Και τι σημαίνει αγνός νους και ένθεες πράξεις; Ασφαλώς καθαρή καρδιά και ζωή σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Κυρίου. Η καρδιά ή ο νους αλλιώς, κατά την  Παράδοση της Εκκλησίας, συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, συνεπώς η ποιότητα του κέντρου αυτού καθορίζει και αν ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως μέσα σ’ αυτό ή όχι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» είπε ο Κύριος. Η δε καρδιά καθαρίζεται κατ’ αναλογία της τηρήσεως και εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Χριστιανός που χάριτι Θεού βρίσκεται αδιάκοπα στην πορεία της Οδού του Κυρίου, εκεί δηλαδή που παραπέμπουν πάντοτε οι εντολές Του, διαπιστώνει εμπειρικά την καθαρότητα που επέρχεται στην καρδιά του από το φως του Θεού που αρχίζει και λάμπει σ’ αυτήν, γεγονός που σιγά σιγά αντανακλάται και στο ίδιο το σώμα του.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο: Την Παναγία Μητέρα, η Οποία ήταν η κατεξοχήν Αγνή και Καθαρή και ζούσε με απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού, μπορεί να την τιμήσει και να την υμνήσει μόνον εκείνος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη αντίστοιχη μ’ Αυτήν πορεία ζωής, ο αγωνιζόμενος  για την κάθαρση της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει ο πνευματικός αυτός αγώνας, τότε τα όποια λόγια και οι όποιοι ύμνοι προς την Παναγία δεν γίνονται αποδεκτά από Αυτήν, συνεπώς και από τον Υιό και Θεό της, και μάλλον αμαυρώνουν τον άνθρωπο που τα εκφράζει, όπως το λέει και ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, μέσα από το στόμα του οποίου ομιλεί ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Δεν θέλω τις προσευχές και τις θυσίες σας. Όταν τις προσφέρετε αποστρέφω το πρόσωπό Μου. Γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας. Μετανοήστε και καθαρίστε τις καρδιές σας από τις πονηρίες σας και τότε ελάτε να συνομιλήσουμε!»

Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας αλλά και πολλούς συνανθρώπους μας, οι οποίοι καπηλεύονται το όνομα του Κυρίου αλλά και της Παναγίας μας. Πολλοί βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι τους ομιλεί ο Κύριος και η Θεοτόκος, οπότε απαιτούν την υπακοή στον λόγο τους. Αλλά ο  δ ι κ ό ς  τους λόγος προβάλλεται και όχι του Θεού και της Παναγίας. Το παράδειγμα που μας υπενθυμίζει ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης από τη ζωή του Γέροντά του μεγάλου οσίου Σιλουανού του εν Άθω είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το καταγράφουμε όπως ο ίδιος το είπε:

«Ένας μοναχός που ζούσε περίπου σαράντα χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έρχεται στον Σιλουανό και του διηγείται ότι είχε μία ευλογημένη επίσκεψη από την Παναγία. Ο Γέροντας του είπε:

- Πάτερ μου, αυτό είναι αδύνατον.

- Γιατί;

- Διότι η Παναγία ήταν πολύ υπάκουη στη θέληση του Θεού, ενώ εσείς δεν κάνετε υπακοή. Αφού υπάρχει αυτή η διαφορά, δεν είναι δυνατόν να έχετε δει την Αγία Παρθένο» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 242).