04 Νοεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο μακάριος Ιωαννίκιος γεννήθηκε κατά το εικοστό τέταρτο έτος της τυραννίας του θηριωνύμου Λέοντος, στη χώρα των Βιθυνών. Ο πατέρας του λεγόταν Μυριτρικής και η μητέρα του Αναστασού. Σε ηλικία σαράντα ετών εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά κατά των Βουλγάρων και έδειξε τέτοια ανδρειοσύνη, ώστε μπροστά στα μάτια του βασιλιά κατέκοψε πολλούς Βουλγάρους, σώζοντας τους ομοφύλους του. Θέλοντας να αποφύγει τη μελετώμενη από τον βασιλιά απέναντί του τιμή και δόξα, έρχεται στο όρος  του Ολύμπου, όπου άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά  θεϊκή φωνή να του λέει να ανέβει υψηλότερα. Εκεί συνάντησε δύο μοναχούς, που  δεν τους είχε δει ποτέ κανένας, οι οποίοι φορούσαν τρίχινα ρούχα και τρέφονταν με άγρια βότανα. Αυτοί του μίλησαν για όσα είχε ως σκοπό να κάνει, ενώ έλαβε από αυτούς ως περιβολή τη χάρη της προσευχής. Αφού έφυγε από εκεί, πήγε πρώτα στο όρος του Τριχάλικος, έπειτα στη Μονή των Αυγάρων και τέλος στα όρη της Κοντουρίας. Έμαθε τριάντα ψαλμούς, τους οποίους έψαλλε μαζί με κάποιο τροπάριο που ο ίδιος σύνθεσε: Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Αυτός ο μακάριος αφού πέρασε από πολλά μέρη και έκανε μεγάλα θαύματα και προφήτευσε  για τα μέλλοντα, ήλθε και προς τη Μονή του Αντιδίου, οπότε πλήρης ημερών αναπαύτηκε εν Κυρίω, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών».

  Ο όσιος Ιωαννίκιος είναι γνωστός καταρχάς σε όλο το πιστό πλήρωμα της Εκκλησίας από το συντεθειμένο από αυτόν τροπάριο που καθημερινώς λέγεται κατά την ακολουθία του Αποδείπνου (μικρού και μεγάλου): «η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς αγία, δόξα Σοι». Η έξοδός του από τον κόσμο, όπως είδαμε στο συναξάρι του, ήταν αποτέλεσμα  της αποφυγής της ανθρώπινης δόξας, δείγμα της ταπείνωσης που τον διακατείχε, συνεπώς της παρουσίας της δόξας του Θεού μέσα στην καρδιά του, η οποία έγινε και ο καθοδηγητής του για τον πνευματικό δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.  Κατά τον υμνογράφο «υψούσαν ταπείνωσιν έσχηκας», και γι’  αυτό «περπάτησες την οδό που εισάγει, χωρίς επιστροφή, στην ουράνια πόλη. Διότι το άγιον Πνεύμα, που είχε αναπαυτεί στην καρδιά σου, ήταν ο οδηγός σου».  Κι αυτό συνιστά μία παραδοξότητα: πώς ένας στρατιώτης, που πολεμούσε με τόση γενναιότητα και σκότωσε στον πόλεμο τόσους εχθρούς,  μπορούσε να έχει στην καρδιά του τέτοια χάρη Θεού;

Πέρα από το γεγονός βεβαίως ότι το παράδειγμα του οσίου Ιωαννικίου μας υπενθυνμίζει πως δεν πρέπει να σπεύδουμε να κρίνουμε επιφανειακά τους συνανθρώπους μας – «μη κρίνετε κατ’  όψιν» είπε ο ίδιος ο Κύριος -   η εξήγηση ίσως να βρίσκεται σε μια επισήμανση του υμνογράφου που λέει: «ρεόντων τα μένοντα ηλλάξω, εμφρόνως τον σον αναλαβών σταυρόν Ιωαννίκιε, και έν αβάτοις όρεσιν, ως ο Ηλιού ο μέγιστος, υποχωρών διετέλεσας». Δηλαδή: Με φρόνηση, Ιωαννίκιε, αντάλλαξες τα ρέοντα της ζωής αυτής με τα μένοντα και αιώνια της βασιλείας του Θεού, αναλαμβάνοντας τον σταυρό της ακολουθίας του Κυρίου, και σε απάτητα όρη, σαν τον μέγιστο Ηλία, υποχωρούσες διαρκώς. Έχουμε την εντύπωση ότι η μελετώμενη από τον βασιλιά τιμή και δόξα του οσίου ως στρατιώτη τότε, λειτούργησε ως απλή αφορμή, προκειμένου  αυτός να οδηγηθεί σε οριστική απόφαση απομάκρυνσής του  από τη γοητεία και τις παγίδες του κόσμου τούτου. Ήδη πρέπει να βρισκόταν σε προβληματισμό  και αναταραχή περί του πρακτέου της ζωής του, γι’  αυτό και όταν βρέθηκε στο οριακό σημείο αποδοχής ή όχι της ανθρώπινης δόξας, η θέλησή του έκλινε εκεί που κτυπούσε  η καρδιά του: να ακολουθήσει με ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού του τον Χριστό∙ να ανταλλάξει τα ρέοντα με τα μένοντα.  Ίσως μας παραπέμπει τούτο στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ναι μεν προ της μεταστροφής του στη χριστιανική πίστη δίωκε τους χριστιανούς, όμως δεν πρέπει να αισθανόταν καλά με αυτό που έκανε. Και προφανώς γι’ αυτό ο Κύριος, βλέποντας το βάθος της καρδιάς Του, τον κάλεσε με έναν εξαιρετικό τρόπο να γίνει απόστολός Του.

Ο υμνογράφος από εκεί και πέρα αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του οσίου, η οποία τον οδήγησε σε τέτοια πλάτυνση του εσωτερικού του κόσμου, ώστε εκτός από θαυματουργός να είναι και προορατικός: «Ιωαννίκιε, με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, αφού καθάρισες το όμμα της διάνοιάς σου, σου δόθηκε η χάρη της προφητείας, ώστε να μιλάς για τα μέλλοντα ως παρόντα, και να βλέπεις τα μακρινά ως κοντινά». Εκεί όμως που πρέπει, νομίζουμε,  ιδιαιτέρως να σταθούμε είναι σ’  έναν ύμνο από την ογδόη ωδή. Ο υμνογράφος βλέπει τον όσιο να στέκεται πάνω σε ψηλό όρος, όπως ένα λυχνάρι πάνω στη λυχνία – κατά τον λόγο του Κυρίου βεβαίως «ουδείς λύχνον άψας τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’  επί την λυχνίαν» - και από εκεί να  καταφωτίζει με την πίστη τα νοήματα των ανθρώπων, διότι τους υποδεικνύει με άριστο τρόπο τον αληθινό δρόμο της ζωής και τους ανεβάζει έτσι με τον θείο λόγο του στο ύψος της εν Χριστώ απάθειας. «Ιστάμενος άνω προς το όρος, ως επί λυχνίας, όσιε, πάντων τα νοήματα πίστει κατεφώτιζες, υποδεικνύων άριστα Ιωαννίκιε, την τρίβον της ζωής και ανάγων τούτους θείω λόγω, προς ύψος απαθείας».

Γιατί  ο τονισμός του συγκεκριμένου ύμνου; Διότι σε ημέρες κρίσιμες σαν αυτές που διερχόμαστε, ο όσιος, όπως λέει ο ύμνος, που λειτουργούσε θεραπευτικά για τους ανθρώπους, με την έννοια ότι διόρθωνε λογισμούς, μπορεί να μας βοηθήσει κατά αντίστοιχο τρόπο. Δηλαδή, να μάθουμε κι εμείς ακούγοντάς τον να μη μείνουμε δεμένοι σε ό,τι προκαλεί ταραχή και φόβο – τα ρέοντα της ζωής αυτής – αλλά με φωτισμένο νου να επιμένουμε στην αληθινή οδό, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του Χριστού, και να προσβλέπουμε στο ύψος της υπέρβασης των ανθρωπίνων παθών και καταστάσεων. Κι είναι εύλογο: η ζωή αυτή μονίμως έχει το χαρακτηριστικό της ταραχής, διότι δεν είναι μόνιμη κατάσταση. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Μη κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτά που διερχόμαστε ως κοινωνία και έθνος και παγκόσμια είναι αιώνια. Αυτά έρχονται και παρέρχονται. Τα αιώνια όμως που είναι ο Χριστός και ο άγιος λόγος Του δεν παρέρχονται ποτέ: «οι λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν».

02 Νοεμβρίου 2022

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΕΝ ΛΥΔΔΗ, ΗΤΟΙ Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος, Καππαδόκης από πατέρα και Παλαιστίνιος από μητέρα, με ευσεβή ανατροφή και αγαθή φύση, από νεαρός διακρίθηκε στους πολέμους και γι’  αυτό έλαβε μεγάλα αξιώματα στον στρατό. Όταν πέθαναν οι γονείς του και ήλθε σ’  αυτόν μία μεγάλη περιουσία, θέλησε να πάει στη Ρώμη, στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, προκειμένου να ανέβει σε ακόμη υψηλότερα αξιώματα. Διεπίστωσε όμως την εχθρική στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους χριστιανούς, τους οποίους ήθελε να εξολοθρεύσει, γι’  αυτό και αντέδρασε, ερχόμενος «αυτόκλητος» στη Βουλή  και δηλώνοντας με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα, αφού προηγουμένως μοίρασε στους πτωχούς όλη την περιουσία του. Τα μαρτύρια που υπέστη λόγω της ομολογίας του και της σταθερής εμμονής του στην πίστη του Χριστού ήταν πάμπολλα και φοβερά, τα οποία  οδήγησαν πολλούς στον Χριστό, ενώ ο Ίδιος του φανερώθηκε σε όνειρο, βεβαιώνοντάς τον για τα αγαθά που τον περιμένουν. Τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος. Το άγιο σκήνος του, σύμφωνα με υπόδειξη του αγίου προ της τελευτής του, διακοσμίσθηκε στην Παλαιστίνη και ετάφη εκεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε και έγινε αυτοκράτορας ο μέγας και ισαπόστολος Κωνσταντίνος. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία οι εραστές της ευσέβειας και του αγίου μάρτυρα και του ανήγειραν στη Λύδδα ωραιότατο ναό, στον οποίο μετέφεραν τα λείψανά του από τον αφανή τόπο που βρίσκονταν. Η κατάθεση των λειψάνων έγινε στις 3 Νοεμβρίου και έκτοτε, αφού κρουνοί θαυμάτων καθημερινώς παρέχονται στους πιστούς που προσέρχονται στον άγιο ναό του, εορτάζεται η ημέρα αυτή ως εορτή της ανακομιδής του Μάρτυρα, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού του αληθινού Θεού ημών και του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι μολονότι η σημερινή εορτή είναι για τα εγκαίνια του ναού του αγίου Γεωργίου στην πόλη της Λύδδας, η ακολουθία  είναι ένα εξαίσιο εγκώμιο για τον μεγαλομάρτυρα, χωρίς καμία απολύτως αναφορά στο γεγονός της ημέρας. Χαρακτηρίζουμε εξαίσιο το εγκώμιο, διότι πράγματι ο υμνογράφος, κινούμενος διθυραμβικά απέναντι στον άγιο, νιώθει ίλιγγο και φόβο, απορία και έκσταση, προκειμένου, έστω και ελάχιστα, να ψαύσει τα προτερήματά του. «Ιλιγγιώ γαρ και δέδοικα και απορώ και εξίσταμαι, ψαύσαί σου καν γουν ποσώς, Αθλοφόρε, τοις προτερήμασι». Και ευλόγως: πώς ο πεζός λόγος ή έστω ο τυπικά επαινετικός θα μπορούσε να περιγράψει «το νοερό διαμάντι της υπομονής», εκείνον που πολιτεύτηκε «αξίως του ονόματος» γενόμενος «γεώργιον του Χριστού», που «οπλισμένος με το σημείο του Σταυρού, σαν ξίφος και λόγχη, κατέβαλε όλη την ισχύ των τυράννων και όλη την αθεΐα», που περιτρέχει όλη την υφήλιο, για να προστατεύει τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους, που ενισχύει τους πιστούς στην υπέρβαση των παθών τους, κι όλα αυτά από τον θερμό έρωτα που τον διακατείχε προς τον Θεό; «Ω, του θερμού σου προς Θεόν έρωτος, παμμάκαρ!»

Το πρώτο σημείο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος, ήδη στην αρχή του εσπερινού, είναι το «αυτόκλητον» της παρουσίας του στη Βουλή του αυτοκράτορα. Χωρίς να τον οδηγήσουν εκεί, ο ίδιος παρουσιάζεται προκειμένου με χαρά και ανδρεία να δηλώσει ότι είναι χριστιανός. «Χαίρων αυτοκινήτοις ορμαίς προς τους αγώνας ανδρικώς προσεχώρησας».  Κι είναι ένα σημείο που χρήζει απαντήσεως, δεδομένου ότι η Εκκλησία μας γενικώς δεν δέχεται την «εισπήδησιν», δηλαδή την με πρωτοβουλία του πιστού αναζήτηση του μαρτυρίου. Το βλέπουμε όμως αυτό στον άγιο Γεώργιο, όπως και σε άλλους μεγάλους μάρτυρες. Τι εξήγηση δίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής μέσα από την εν γένει ακολουθία; Η απάντηση είναι πράγματι εκπληκτική: ο ποιητής παρομοιάζει τον άγιο Γεώργιο – κάτι που δεν το συναντάμε συχνά στους ύμνους για άλλους μάρτυρες – με τον προφήτη Ηλία. Χωρίς να αναφέρει ρητά το όνομα του ζηλωτή προφήτη παραπέμπει σ’ αυτόν, προκειμένου να ερμηνεύσει τον τρόπο δράσεως του Γεωργίου. «Επιπαφλάζον πυρ το της απάτης ου φέρων βλέπειν, Άγιε, ως ο πυρίπνους και ζηλωτής, ανομούντας διελέγχων∙ Ουκ έστιν άλλος, έλεγες, Θεός ως ο Κύριος». Δηλαδή: Άγιε Γεώργιε, επειδή δεν άντεχες να βλέπεις να κυριαρχεί η φωτιά της απάτης, έλεγες σαν τον πύρινο και ζηλωτή προφήτη που έλεγχε τους άνομους: Δεν υπάρχει άλλος Θεός όπως ο Κύριος.  Ο ζήλος λοιπόν για την πίστη του Χριστού και η αγανάκτηση του αγίου μπροστά στο φαινόμενο της κυριαρχίας της απάτης ήταν το ποιητικό αίτιο της αυτόκλητης παρουσίας του στη Βουλή, συνεπώς και του μαρτυρίου του.

Ο υμνογράφος όμως επιμένει: συνδέει τον φλογερό ζήλο του αγίου Γεωργίου με την φλόγα της πίστεως που έφερε ο Χριστός. Αν δηλαδή ο αθλοφόρος Γεώργιος είχε τέτοια θέρμη στην ψυχή του, ώστε μόνος του να οδηγηθεί στα μαρτύρια, ήταν γιατί ο ίδιος ο Χριστός άναψε τη φλόγα της πίστεως μέσα του. «Πυρ το του Λόγου όπερ ήλθε Μάκαρ, βαλείν εις κόσμον άπαντα, σου καθαψάμενος της ψυχής, στέγειν όλως ουκ εία, αλλά θερμώς ανέκραζες∙ Χριστός μοι στερέωμα». Δηλαδή: Μακάριε, η φωτιά του Λόγου του Θεού, που ήλθε να βάλει σε όλον τον κόσμο, άγγιξε την ψυχή σου και δεν σε άφηνε  να την κρατάς μέσα σου, αλλά με θέρμη φώναζες δυνατά: ο Χριστός για μένα είναι το στήριγμα. Είναι περιττό βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο ύμνος στηρίζεται όχι σε μια έμπνευση του υμνογράφου, αλλά στον λόγο του ίδιου του Κυρίου, που είχε πει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην  και τι θέλω ει ήδη ανήφθη». Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω, αν ήδη έχει ανάψει! Είθε η φωτιά αυτής της πίστης να αγγίξει και τη δική μας ψυχή, με τις πρεσβείες του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, ιδίως όταν η νύκτα των πειρασμών μάς σπρώχνει από παντού προς τη χάρυβδη των παθών. Εκείνος πράγματι έχει τη δύναμη, με την παρρησία του προς τον Κύριο, να μας σώζει. «Νυξ με πάντοθεν πειρασμών επιπολάζει και ανενδότως συνωθεί με προς την χάρυβδιν των παθών, Γεώργιε, αλλά προφθάσας διάσωσον».

ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΓΙΑ…ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ, ΤΗ ΖΩΗ Κ.ΛΠ.

«Πονηρός σημαίνει, άνθρωπος που κάνει ψευδείς προβλέψεις και που φαντάζεται ότι αντιλαμβάνεται τους λογισμούς των άλλων από τα λόγια τους, και τα μυστικά των καρδιών τους από τις εξωτερικές κινήσεις» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 9).

Δεν αναφέρεται προφανώς ο όσιος σ’ εκείνον που βλέποντας κάποια γεγονότα μπορεί να προβλέψει την επόμενη κίνηση: τον οδηγό για παράδειγμα που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και προβλέπει ότι με τον τρόπο αυτόν οδεύει με μαθηματικό τρόπο σε σύγκρουση. Ούτε σ’ αυτόν που καταλαβαίνει τι γίνεται γιατί τα λόγια ενός συνανθρώπου του φανερώνουν εξόφθαλμα τη σκέψη του, ή οι βίαιες ενέργειές του δείχνουν το εσωτερικό της καρδιάς του: τον έξω φρενών για παράδειγμα άνθρωπο που οι ύβρεις που εκτοξεύει ή οι σπασμωδικές κινήσεις του δείχνουν ανάγλυφα το μίσος και την έχθρα που κυριαρχούν στη σκέψη του και στην καρδιά του. Αυτό συμβαίνει κατά αυτόματο τρόπο σχεδόν σε όλους.

Αναφέρεται στον άνθρωπο που έχει κάνει στάση ζωής την τάχα πρόβλεψη μελλοντικών γεγονότων, διαρκώς η φαντασία του καλπάζει για να διεισδύει από τα λόγια του άλλου τα οποία «ψειρίζει»,  στους υποτιθέμενους λογισμούς του, όπως και συνεχώς παρατηρεί τις σωματικές κινήσεις των συνανθρώπων του για να υποθέτει το τι μυστικά καρδιάς κρύβουν αυτές. Μ’ ένα λόγο περιγράφει τον εκτός εαυτού, κι έτσι και εκτός Θεού, άνθρωπο, που κύριο γνώρισμά του έχει την πνευματική τύφλωση. Τύφλωση μάλιστα τέτοια που να πιστεύει ακράδαντα ότι είναι ο κατεξοχήν… ανοικτομάτης!

Είναι ο ορισμός του πονηρού ανθρώπου, αποφαίνεται αξιωματικά ο όσιος. Γιατί πονηρός; Διότι και ο Πονηρός, ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο κινείται και φανερώνεται. Κι αυτός - μολονότι ως πνεύμα με «πολυχρόνια» πείρα είναι πιο… μέσα στις διαπιστώσεις του - αναγγέλλει πολλές φορές στα δικά του ως επί το πλείστον όργανα τα μελλούμενα, υποθέτει τους λογισμούς των ανθρώπων από τα λόγια τους, φαντάζεται τα μυστικά της καρδιάς τους από τις εξωτερικές κινήσεις τους. Διότι μη ξεχνάμε: ο διάβολος δεν γνωρίζει το μέλλον ούτε και τον εσωτερικό μας κόσμο! Ο μόνος γνώστης ως παντογνώστης και καρδιογνώστης είναι ο Θεός, «ο Πατήρ του μέλλοντος αιώνος», στον Οποίο «τα πάντα είναι γυμνά και φανερά ενώπιόν Του»! Κάθε απόπειρα λοιπόν να μας πείσουν οι αστρολόγοι, οι χειρομάντεις, οι καφετζούδες και όλοι οι σχετικοί, ότι μπορούν να γνωρίσουν το μέλλον και να αποκαλύψουν τα κρυπτά των ανθρώπων, είναι εκ του Πονηρού και ψεύτικα.

Κι αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ των αγίων και των πονηρών: οι πρώτοι έχοντας το Πνεύμα του Θεού γνωρίζουν τα μυστικά και τα κρύφια και τα μελλοντικά, για να βοηθήσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε μετάνοια και εύρεση του Θεού· οι δεύτεροι, καθοδηγούμενοι από τον πατέρα τους διάβολο δεν γνωρίζουν, αλλά υποθέτουν ψευδώς τα παραπάνω, κι αυτό για να πλανέψουν τον άνθρωπο και να τον κάνουν υποχείριο του δικού τους πατέρα – πάντοτε εννοείται με το… αζημίωτο!

Ας προσέξουμε μόνο μη πέσουμε κι εμείς στην παγίδα και γίνουμε πονηροί!

01 Νοεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

«Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνο της Μοναχικής Πολιτείας.

Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!

Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…

 Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!

 Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ!

Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..

 Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.

Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!!

 Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο -ακόμα και σήμερα - εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε τότε, σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.

Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός

 Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα 'ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.

Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.

Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:

«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».

 Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!

Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ' ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!

 Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.

Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!

Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!» 

(Από το ιστολόγιο «Ο.Ο.Δ.Ε.» - Ορθόδοξη ομάδα Δογματικής έρευνας).

«Σφραγισμένος» από τον Θεό εκ βρέφους ο όσιος Δαυίδ ακολουθεί μία πορεία θαυμαστή που παραπέμπει στην κατά Χριστόν πολιτεία όλων των μεγάλων αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος μακαριστός Γέρων π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, επανειλημμένως τονίζει την αλήθεια αυτή και μάλιστα εν σμικρώ χαράζει την οσιακή πορεία του. «Πάτερ Δαβὶδ παμμακάριστε, αφού ανέθεσες τον εαυτό σου από παιδί στον Θεό, με τρόπο που θέλει ο Θεός απέρριψες κάθε εμπαθή προσκόλληση προς τα κοσμικά πράγματα. Κι αφού σήκωσες τον σταυρό σου, φάνηκες με τον τρόπο της ζωής σου ίδιος με τους αγγέλους» (αίνοι). «Φάνηκε (ο Δαυίδ) ομόζηλος των παλαιών οσίων και ίδιος στον τρόπο της ζωής τους και συμμέτοχος στην άσκησή τους και έχοντας ίση δόξα μ’ αυτούς καθώς κοινώνησε τη δόξα και τις χάρες τους» (οίκος συναξαρίου).

Αξίζει να τονίσει κανείς αυτό που επισημαίνει πολλαπλώς ο άγιος Γέρων υμνογράφος για τον όσιο: την ξεχωριστή επίβλεψη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ενόσω ακόμη ήταν παιδί και τη γι’ αυτόν τον λόγο ολοκληρωτική στη συνέχεια αφιέρωσή του στον Κύριο, εν αγνοία μάλιστα των γονέων του. «Όταν ο Βαπτιστής του Κυρίου σού φανερώθηκε με καθαρότητα καλώντας σε στον ένθεο βίο, τότε με χαρά πήρες τον δρόμο αυτόν. Και διαμένοντας με θερμότητα ψυχής στον ναό εκείνου προτύπωσες σε όλους τη λαμπρότητά σου» (στιχ. εσπ.). Και τι συνέβη; Ο πατέρας του άρχισε να τον αναζητά, οπότε και τον βρήκε μέσα στον ναό του Προδρόμου, γονατισμένο μπρος στην αγία εικόνα του. Αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτε, γιατί έμεινε έκθαμβος μπρος στο θέαμα που αντίκρυσε: έλαμπε ο γιος του από το φως του Θεού! «Ο πατέρας σου σε βρήκε, αλλά έμεινε κατάπληκτος από τη φανερή ενέργεια της ουράνιας κλήσης» (στιχ. εσπ.), «όταν σε είδε μέσα στον άγιο ναό να εξαστράπτεις ολόκληρος μπροστά στην εικόνα του μεγάλου Ιωάννου. Τότε άνοιξαν τα μάτια του από το άγιον Πνεύμα για να κατανοήσει τη μελλοντική δόξα σου» (ωδή α΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο, παρακολουθώντας και τα σημεία της ασκητικής διαγωγής του οσίου Δαυίδ, ότι ο όσιος προσπάθησε να ζήσει γνήσια τη ζωή του Χριστού με το να μιμηθεί τη ζωή του μεγάλου Προφήτη και Βαπτιστού. «Αφιερώθηκες από παιδί στον Σωτήρα Χριστό και με την άσκησή σου Αυτόν ακολούθησες, Δαυίδ θεόσοφε. Διότι αφού αξώθηκες να δεις τη θεία όψη του Προδρόμου της χάριτος, ζήλεψες τον βίο του, φτερωμένος από τη θεία αγάπη και στολισμένος από τον πλούτο της φρόνησης» (λιτή).

Ο όσιος Δαυίδ με τους πνευματικούς του αγώνες αύξησε στο έπακρο την αρχική χάρη με την οποία κλήθηκε από τον Θεό -  «την κλήση που σου δόθηκε την έδειξες λαμπρότερη με τα έργα σου» (δόξα εσπ.) – αλλ’ όμως την αύξηση αυτή την επέτυχε γιατί αθλήθηκε νόμιμα. Και νόμιμη άθληση είναι αυτή που ακολουθεί τα χνάρια της πατερικής παραδόσεως, μακριά από κάθε μονομέρεια και «θεληματάρικη» διάθεση. Τι εννοούμε; Ενώ η κλήση του ήταν θαυμαστή μέσω του αγίου Προδρόμου κι η κλήση της καρδιάς του προς τον Θεό εξίσου θαυμαστότερη, όμως δεν εμπιστεύτηκε τον εαυτό του. Αποδεικνύοντας τη γνησιότητα της θεϊκής ενέργειας, υποτάσσεται σε διακριτικό γέροντα, τον Ακάκιο, κάνοντάς του αδιάκριτη υπακοή, που θα πει αγωνιζόμενος να αποκτήσει τη μεγαλύτερη εξ όλων των αρετών, την ταπείνωση. Κι ακόμη: ρίχνεται στη μελέτη των αγίων κειμένων της Εκκλησίας, όπως και στη μίμηση και κάθε άλλου αγωνιστή της ευσέβειας προκειμένου να εμπλουτίσει την ύπαρξή του.

Οι επισημάνσεις του μακαριστού Γέροντος Γερασίμου είναι σαφέστατες: «Ακολουθώντας ολοπρόθυμα, όσιε, την ουράνια θεϊκή κλήση, βρήκες τον σοφό Ακάκιο, με την πρόνοια του Θεού, να σε κατευθύνει σωστά προς τον δρόμο της ουράνιας πορείας» (ωδή γ΄). Κι επίσης: «Κατεχόμενος από θείο πόθο, με χαρά υποτάχτηκες, Δαβίδ μακάριε, στον θεόφρονα Ακάκιο, διακρινόμενος για την ταπεινοφροσύνη σου» (ωδή γ΄). Και ποια ήταν η αίσθηση του Δαβίδ που υπήκουε στον γέροντά του; Ότι υπακούει στο θείο θέλημα! «Σε όλα φάνηκες υπόδειγμα ενάρετης ζωής, γιατί υπήκουες στον διδάσκαλό σου ολοκληρωτικά ως υπήκοος θείου θελήματος» (ωδή ε΄). Αλλά εξίσου, όπως είπαμε: πότιζε καθημερινά την ψυχή του από τα θεϊκά λόγια, της Γραφής και των αγίων Πατέρων, έστω και πολύ νέος – αυτή ήταν η κατεξοχήν τροφή του! – όπως και προσέβλεπε στο παράδειγμα εναρέτων πάντοτε ανδρών. «Ποτιζόσουν από τα ρείθρα των Γραφών, όσιε, και τρεφόσουν από τα θεόπνευστα λόγια πάντοτε ενώ ήσουν νέος, γι’ αυτό και το φρόνημά σου ήταν θεϊκό, γεμάτο, άγιε, από πολλή σύνεση» (ωδή γ΄). «Ως μοναχός με έμπνευση Θεού, Πάτερ, πήγες στο Άγιον Όρος για να μαζέψεις κι από κει από τον θείο σου έρωτα ό,τι πέτυχαν οι εκεί όσιοι» (ωδή δ΄).

Δεν παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι ένας τέτοιος άγιος, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, γίνεται ιερέας που λειτουργεί μέσα στο άκτιστο φως (ωδή ε΄), ιδρύει κατά προτροπή θεία ιερό μοναστήρι για να καθοδηγούνται προς τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που διψούν για Θεό (ωδή στ΄) – στο μοναστήρι αυτό πολύ αργότερα βεβαίως ασκήθηκε με πόθο Θεού ακολουθώντας τα παλαίσματα του οσίου και ο μεγάλος σύγχρονος εξίσου όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης) -, αφήνει τα άγια λείψανά του στο μοναστήρι, και μάλιστα την αγία κάρα του, ώστε να ενισχύονται και να χαριτώνονται ανά τους αιώνες όλοι οι πιστοί που προστρέχουν σ’ αυτόν (ωδή θ΄).

Είναι μεγάλη ευλογία και για εμάς να ξέρουμε ότι έχουμε έναν τέτοιο συμπαραστάτη και πρεσβευτή ενώπιον του Κυρίου με τέτοια δύναμη προσευχής. Όπως το σημειώνουν και οι στίχοι του συναξαρίου του: «Δαβίδ κατέβαλε τω λίθω˙ Δαβίδ προσευχή κατέβαλε τα πάθη» - ο (προφητάναξ) Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ με τον λίθο, ενώ ο όσιος Δαυίδ νίκησε τα πάθη με την προσευχή του! 

"ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ!"

«Ο όσιος Παΐσιος επέμενε πολύ οι αγιογράφοι να κάνουν καλές εικόνες, γιατί θεωρούσε ότι “μια εικόνα είναι αιώνιο κήρυγμα, ενώ το κήρυγμα του ιεροκήρυκα διαρκεί λίγο. Βλέπουμε λ.χ. μια εικόνα της Παναγίας και παρηγορούμαστε. Βεβαίως, αν η εικόνα δεν είναι καλή, αν έχη άγριο πρόσωπο, μάτια κ.λπ. κάνει αρνητικό κήρυγμα. Μου έλεγε κάποιος: “Πάω κάτω από την εικόνα του Χριστού και θέλω ν’ ανοίξω την καρδιά μου, αλλά βλέπω τον Χριστό σαν Γερμανό στρατιώτη να με αγριοκοιτάζη και σφίγγομαι”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 455).

Ποιος δεν θα προσυπέγραφε τα λόγια αυτά του οσίου Παϊσίου; Κι όχι μόνο χριστιανός, αλλά και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης. Η εικόνα ενός αγίου είναι η εικόνα του ίδιου του Χριστού «εν ετέρα μορφή». Αυτό δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας; Ένα «μίμημα Χριστού» για να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Ένας άνθρωπος δηλαδή ερχόμενος κατ’ ευδοκία Θεού στον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο, αλλά που από νωρίς ή όχι αποδέχτηκε στη ζωή του τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου εν προσώπω Ιησού Χριστού, εντάχτηκε στο σώμα Του διά του αγίου βαπτίσματος, έλαβε τα χαρίσματα του Πνεύματός Του διά του αγίου χρίσματος, τα επιβεβαίωσε έως τέλους της ζωής του αγωνιζόμενος στον αγώνα της μετανοίας, που θα πει στον αγώνα της τηρήσεως των αγίων εντολών Του. Οπότε έχοντας πλούσια τη χάρη του Θεού αυτήν και προσφέρει μέσω της αισθητής αποτύπωσής του, (πέρα βεβαίως των θαυμάτων που επιτελεί από την επίκλησή του ή από τα άγια λείψανά του) – πόσοι άνθρωποι πράγματι βρήκαν τον Χριστό στη ζωή τους και μόνον βλέποντας είτε την εικόνα Εκείνου είτε της Παναγίας Μητέρας Του είτε και κάποιου γνησίου φίλου Του, δηλαδή ενός αγίου; 

Η Εκκλησία μας την πραγματικότητα αυτή την εξέφρασε και συνοδικά με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), όταν παρουσιάστηκαν αιρετικοί άνθρωποι που αμφισβήτησαν τη δυνατότητα εξεικονισμού του Κυρίου αλλά και των αγίων Του. Και η Εκκλησία τι έκανε; Απήντησε ότι η άρνηση αυτή υποκρύπτει άρνηση της πραγματικότητας της ενσάρκωσής Του, ολοφάνερη εξαγγελία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε χριστολογική αίρεση: ο Χριστός δεν γίνεται αποδεκτός κατά το ανθρώπινό Του, μία συνέχεια του αιρετικού μονοφυσιτισμού. «Η προσκύνησις επί το πρωτότυπον διαβαίνει», ήταν η φράση των Πατέρων, που είχε πρωτοεκφράσει ο άγιος μέγας Βασίλειος και την ανέπτυξε θεολογικά ο μέγας εξίσου άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα δεν είναι καθεαυτή το όριο – δεν τιμάμε και δεν προσκυνούμε το ξύλο ούτε και τα χρώματα ως να είμαστε ειδωλολάτρες. Το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι η αναφορά, συνεπώς ο ίδιος ο Κύριος που οι άγιοι Τον ντύθηκαν και Τον έζησαν και Τον άφησαν να μιλήσει και να ζήσει μέσω αυτών. Και έγινε και γίνεται η εικόνα έτσι και «το βιβλίο των αγραμμάτων» - και γράμματα να μην ξέρει κανείς για να διαβάσει το Ευαγγέλιο και τους βίους των αγίων, βλέπει την εικόνα και καταλαβαίνει τι γίνεται ως να ακροάται ένα κήρυγμα. Με τη διαφορά ότι το κήρυγμα κρατάει λίγα λεπτά, επισημαίνει ο άγιος Αγιορείτης, ενώ η εικόνα συνιστά «αιώνιο κήρυγμα», γιατί την εικόνα μπορεί να την έχει κανείς διαρκώς μαζί του είτε στο σπίτι του είτε στη δουλειά του είτε και πάνω του.

Η εικόνα από την άποψη αυτή γίνεται μέσον προσευχής, γι’ αυτό και έχει πολύ μεγάλη σημασία να αποτυπώνεται σ’ αυτήν ο άγιος κατά τον τρόπο του Χριστού: όλος αγάπη και στοργή και ταπείνωση και αποδοχή του πονεμένου ανθρώπου. Αν ο ίδιος ο Χριστός ή οι άγιοί Του εξεικονίζονται ως «αγριάνθρωποι», ως «Γερμανοί στρατιώτες», τότε όχι μόνο δεν παρηγορείται ο άνθρωπος προκειμένου να μετανοήσει και να ανοίξει την καρδιά του, αλλά το αντίθετο˙ κλείνεται και σφίγγεται, κάνοντας το «αυτονόητο»: βάζοντάς το στα πόδια! Το κήρυγμα στην περίπτωση αυτή γίνεται «αρνητικό» - απωθεί ακριβώς τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι η εκκλησιαστική παράδοση θεωρεί την αγιογραφία ως λειτούργημα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και συνιστά  ο αγιογράφος πριν ξεκινήσει το έργο του να ετοιμάζει τον εαυτό του πνευματικά, ώστε η χάρη της μετανοίας του να αποτυπώνεται και στα υλικά που χρησιμοποιεί. «Η εσωτερική κατάσταση της ψυχής αντανακλάται στο εργόχειρο», έλεγε και πάλι ο μέγας όσιος Αγιορείτης. Διότι «κάθε τι που κάνομε δοσμένο τελείως στον Θεό αποκτά χάρι. Αν έχης ευλάβεια, το εργόχειρό σου θα είναι ποτισμένο με ευλάβεια. Αν έχης άγχος, έχει κάποιο δαιμονισμό και τον μεταδίδει» - σκληρά πράγματα!

Κι αυτό βεβαίως ισχύει ευρύτερα σε ό,τι κι αν κάνουμε και λέμε, κατεξοχήν όμως στα εκκλησιαστικά έργα. Η ίδια λογική δεν διέπει και τα ψαλσίματα της Εκκλησίας; Πνεύμα Θεού περικλείουν ως εμπνευσμένα από το Πνεύμα αυτό, αλλά η εκφορά τους έχει και πάλι ξεχωριστή σημασία. Ακούει κανείς μία ψαλμωδία από έναν ευλαβή ιεροψάλτη και κατανύσσεται. Ακούει κανείς την ίδια ψαλμωδία από κάποιον «κενόδοξο» ψάλτη που θέλει να επιδείξει κυρίως τις φωνητικές του δυνατότητες, και θέλει να φύγει – ό,τι συνέβη με τον άγιο Παΐσιο και πάλι, που ευρισκόμενος μέσα σε όχημα και ακούγοντας κάποιον εκκλησιαστικό ψαλμό, διέκρινε ότι η εκφορά των ύμνων από κάποιον ψάλτη δεν ήταν αυτό που έπρεπε, οπότε παρεκάλεσε τον οδηγό να κλείσει το ραδιόφωνο!  Ο άγιος με τα οξυμμένα πνευματικά του κριτήρια και τις ευαίσθητες «κεραίες» της ψυχής του έπιανε «συχνότητες» πέραν των κοινών μέτρων!

ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ, ΚΟΣΜΑΣ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΣ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΣ ΙΑΤΡΟΙ!

Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός της 1ης Νοεμβρίου, αλλά και οι ομώνυμοί τους  Ανάργυροι της 1ης Ιουλίου, χαρακτηρίζονταν, όπως δηλώνεται και από την επωνυμία τους, από το ανάργυρο της δράσεως και της βιοτής τους, παρείχαν δηλαδή τις υπηρεσίες τους στους συνανθρώπους τους δωρεάν και αμισθί. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι υπήρξαν παντελώς αφιλάργυροι («κόψατε εντελώς τη νόσο της φιλαργυρίας» σημειώνει ο υμνογράφος), κι αυτό γιατί είχαν ανυψώσει τον νου τους υπέρ τα υλικά πράγματα («δείξατε τον νου σας υπέρτερο των υλικών και επιγείων»). Πώς γίνεται όμως αυτό; Πότε μπορεί κανείς και απεμπλέκεται από τα υλικά αγαθά με τα οποία οι άνθρωποι είμαστε συνδεδεμένοι; Μόνον όταν «εμπλέκεται» με κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Κι αυτό δεν είναι άλλο, κατά τη χριστιανική πίστη,  από την αγάπη προς τον Θεό και Χριστό. Μόνον όποιος έχει ζωντανή σχέση με Εκείνον, μόνον όποιος Τον έχει ενεργούντα στην καρδιά του, μπορεί να υπερβεί τις εμπαθείς δεσμεύσεις της ύλης, να ξεπεράσει τα πάθη και τον εγωισμό του, συνεπώς να ζει με αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο -  δεν ξεχωρίζονται χριστιανικά οι δυο αυτές αγάπες. Η Εκκλησία μας το τονίζει ιδιαιτέρως: «Έχοντας τον Χριστό πάντοτε να ενεργεί στην καρδιά σας, άγιοι Ανάργυροι, θαυματουργείτε στον κόσμο, θεραπεύοντας τους ασθενείς».

Πολλοί ζητάνε μία παρόμοια στάση και από τους σημερινούς ιατρούς: να μην είναι φιλάργυροι, να μη ζητάνε υπέρογκα ποσά για την ιατρική τους βοήθεια, να μη ζητάνε «φακελάκι». Λογικό και νόμιμο αίτημα. Το υπέρογκο ποσό και το «φακελάκι» φανερώνουν ακριβώς «την νόσον της φιλαργυρίας», συνεπώς μία παθολογική κατάσταση που ακυρώνει τον κοινωνικό ρόλο της ιατρικής επιστήμης. Άλλο όμως η καταδίκη του κακού αυτού φαινομένου, όπου βεβαίως αυτό παρουσιάζεται - έχουμε ιατρούς οι οποίοι συχνά αρνούνται και τα «νόμιμα», ενώ η πανδημία της εποχής ανέδειξε πολλούς ιατρούς σε ιεραποστόλους και ήρωες κυριολεκτικά – και άλλο η άρνηση της αμοιβής τους για την παροχή των υπηρεσιών τους. Κι είναι ορισμένοι που ξεπερνούν τη λογική του πράγματος, θεωρώντας ότι όλοι οι ιατροί είναι σαν τους αγίους Αναργύρους. Αλλά εκείνοι δρούσαν και συμπεριφέρονταν μέσα στο πλαίσιο της χάρης του Θεού: «όχι με την ανθρώπινη τέχνη, αλλά με τη θεία χάρη γιατρεύετε τις αρρώστιες των ανθρώπων». Η ενοίκηση σ’ αυτούς της αγίας Τριάδος, ο ενεργών, όπως είπαμε, στην καρδιά τους Χριστός, ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη της υπέρβασης από οποιαδήποτε υλική δέσμευση. Χωρίς να αρνούμαστε και την ύπαρξη παρόμοιων χαρισματικών και σήμερα φαινομένων – η χάρη του Θεού συνεχίζει να δρα παντού – πρέπει να έχουμε τον νου να καταλαβαίνουμε ότι και οι ιατροί είναι εργαζόμενοι, οι οποίοι περιμένουν να ζήσουν από την άσκηση της εργασίας τους. Και μάλιστα αξιοπρεπώς.  

Η Εκκλησία μας όμως με την εορτή των αγίων Αναργύρων  μάς προσανατολίζει και πέραν της ιατρικής ανθρώπινης επιστήμης. Ενώ τονίζει, και μάλιστα με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, την καταφυγή στους ιατρούς, όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας πρόβλημα υγείας – είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το ανθρώπινο πρωτίστως – μας ανοίγει παράλληλα και την αληθινά παρήγορη προοπτική της καταφυγής μας και στους «άλλους» μεγάλους ιατρούς, τους ίδιους τους αγίους μας, στην πραγματικότητα την καταφυγή μας σε Εκείνον που αρέσκεται να δρα μέσω των αγίων Του.  Οι άγιοί μας, κατεξοχήν οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιατρείας των παθών των ψυχών και των σωμάτων. Και όσοι προσέρχονται στο ιατρείο τους, λαμβάνουν την ίαση, χωρίς να δώσουν απολύτως τίποτε. Διότι η χάρη είναι ακριβώς δωρεά. «Χωρίς χρήματα παρέχετε τις ιάσεις στους ασθενείς». Και το ακόμη πιο παρήγορο: η χάρη της δωρεάς της ίασης από αυτούς δεν εξαντλείται ποτέ. «Το ιατρείο σας είναι πηγή ανεξάντλητη. Κι όσο αντλεί κανείς από αυτήν, τόσο και αναβλύζει περισσότερο, κι όσο προσφέρεται τόσο και αυξάνει».  Σ’  αυτούς τους ιατρούς μπορούμε να καταφεύγουμε πάντοτε, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, γιατί ξέρουμε ότι εκτός από τη δύναμη που έχουν, έχουν και την αγάπη τους προς εμάς. Έχουμε την πηγή, μη μένουμε διψασμένοι.

Οι άγιοι αυτοί κατάγονταν από την ασιατική γη, με πατέρα ειδωλολάτρη και μάνα Χριστιανή, η οποία λεγόταν Θεοδότη. Όταν έμεινε χήρα, βρήκε την ευκαιρία να εκπαιδεύσει τα παιδιά της με κάθε αρετή. Τα παιδιά της, αφού απέκτησαν πείρα από κάθε επιστήμη, τις έκαναν πέρα όλες, για να ακολουθήσουν την ιατρεία των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντας κάθε νόσο και κάθε ασθένεια και φροντίζοντας όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα ζώα. Ονομάστηκαν Ανάργυροι, διότι δεν ανέχονταν να λάβουν τίποτε και από κανένα, παρέχοντας πάντοτε την ιατρεία δωρεάν και αμισθί. Αφού πέρασαν λοιπόν με τον τρόπο αυτό τη ζωή τους, τελειώθηκαν εν ειρήνη. Τα τίμια λείψανά τους κατατέθηκαν σε τόπο που ονομαζόταν Φερεμάν»).