03 Δεκεμβρίου 2022

ΞΕΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΚΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ;

Βήματα για μία δημιουργική επικοινωνία μέσα στην οικογένεια

(Της φιλολόγου Σοφίας Δορμπαράκη)

Πόσο αλήθεια ακούμε τα παιδιά μας;

Είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε τις σκέψεις τους, τα παράπονά τους, τον ενθουσιασμό ή τις απογοητεύσεις τους, τα όνειρα και τα σχέδιά τους για το μέλλον; Ακούμε τα παιδιά μας με την πρόθεση να τα καταλάβουμε, να τα παρηγορήσουμε, να τα στηρίξουμε, ή αντιθέτως είμαστε σε ετοιμότητα να τα μαλώσουμε, να τα προσβάλουμε, να ακούσουμε από αυτά όσοι εμείς θέλουμε;

Παρασυρμένοι οι γονείς από τον ρυθμό της καθημερινότητας που μας καλεί να καλύψουμε ανάγκες (υλικές, οικογενειακές, προσωπικές), δεν αφιερώνουμε χρόνο για να ακούσουμε τα παιδιά μας σωστά, να κατανοήσουμε αυτά που μας λένε, να αποκωδικοποιήσουμε πίσω από τα λόγια τους τα συναισθήματά τους και να καλλιεργήσουμε μια σωστή επικοινωνία μαζί τους.

Οι γονείς παραπονιόμαστε πολλές φορές ότι τα παιδιά μας δεν μας ακούνε. Μήπως όμως εμείς είμαστε αυτοί που αρνιόμαστε ή αδυνατούμε να τα ακούσουμε; Μήπως η παθητική ακρόαση έχει γίνει τρόπος επικοινωνίας και μας στερεί την ουσιαστική προσέγγιση με αυτά;

Καιρός όμως να διορθώσουμε αυτό το συχνό-καθημερινό λάθος μας και να γίνουμε ενεργητικοί ακροατές των παιδιών μας (ασφαλώς και των συζύγων μας).

Με τον τρόπο αυτόν:

 1) Θα δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά μας να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, τα παράπονα κι ίσως και τον θυμό τους για εμάς, τα αδέλφια τους, τους συμμαθητές τους, τους δασκάλους τους, κι έτσι να εκτονωθούν.

2) Δημιουργούμε κλίμα εμπιστοσύνης στην οικογένεια. Οι καλές ανθρώπινες σχέσεις δεν στηρίζονται στον φόβο, αλλά στον σεβασμό και τον διάλογο.

3) Ενισχύουμε την αυτοεκτίμηση των παιδιών μας. «Για να με ακούει προσεκτικά ο μπαμπάς, η μαμά, σημαίνει ότι αξίζω».

4) Μαθαίνουμε τα παιδιά μας να γίνουν κι αυτά καλοί ακροατές των άλλων, δίνοντάς τους ένα σωστό παράδειγμα.

Πώς γινόμαστε καλοί και ενεργητικοί ακροατές των παιδιών μας;

- Αφιερώνουμε χρόνο γι’  αυτά, όταν θέλουν να μας μιλήσουν για κάτι που  εκείνα θεωρούν σοβαρό, σταματώντας τη συγκεκριμένη ασχολία μας (υπολογιστή, δουλειές του σπιτιού, εφημερίδα κ.λπ.).

- Έχουμε οπτική επαφή με το παιδί μας. Καθόμαστε δίπλα του, φιλικά και αγαπητικά.

- Μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά του κάτω από τα λόγια του (λύπη, χαρά, απογοήτευση, θυμό).

- Δεν βιαζόμαστε να απαντήσουμε. Αποφεύγουμε να διδάξουμε, να μαλώσουμε, να κρίνουμε, να χαρακτηρίσουμε το παιδί μας. Μερικές φορές είναι αρκετό το να σιωπήσουμε.

- Το ρωτάμε με ειλικρίνεια αν θέλει τη βοήθειά μας ή τι σκέφτεται να κάνει πάνω σ’ αυτό που το απασχολεί.

- Ακούμε όχι μόνο με τα αυτιά μας, αλλά και με τα μάτια μας, με το μυαλό μας, με την καρδιά μας. Είμαστε όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά παρόντες.

Μόνον έτσι θα καταλάβουμε τα παιδιά μας και θα τα βοηθήσουμε.

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ Ο ΑΡΓΕΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝ ΧΙΩ ΑΣΚΗΣΑΣ

«Ευλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος και ευσεβής ο Αγγελής, εξασκούσε το λειτούργημα του ιατρού στο Άργος. Σε κάποια θρησκευτική συζήτηση με έναν Γάλλο, υπεραμύνθηκε της χριστιανικής πίστεως και δέχτηκε να μονομαχήσει χωρίς όπλο με τον Γάλλο, που ήταν οπλισμένος. Ο Γάλλος μπροστά στην πίστη του Αγγελή δείλιασε και ο Αγγελής αναδείχτηκε και επίσημα νικητής. Μετά τη νίκη αυτή ο Αγγελής αποφάσισε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Εγκατέλειψε λοιπόν την ιατριή και κλείστηκε στο υπερώο του σπιτιού του. Ξαφνικά όμως, άγνωστο για ποιο λόγο, το Σάββατο του Λαζάρου του έτους 1813 μ.Χ., αρνήθηκε τον Χριστό και έγινε Μουσουλμάνος. Επειδή δημιούργησε επεισόδιο σε καφενείο του Ναυπλίου, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, οι αρχές τον εξόρισαν στη Χίο. Εκεί μετανοημένος, έβρεχε κάθε μέρα με δάκρυα μετανοίας τους ναούς και προσευχόταν. Επίσης έδινε αφορμές στους Τούρκους, επιζητώντας το μαρτύριο. Κάποτε μπήκε σε κάποιο τελωνείο και ομολόγησε ότι ήταν Χριστιανός. Οι Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα και τον έκλεισαν σιδηροδέσμιο στη φυλακή του Κάστρου της Χίου. Αλλά επειδή παρέμεινε σταθερός στη χριστιανική ομολογία του, αποκεφαλίστηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1813».

Ο άγιος Αγγελής ανήκει στη χορεία των λεγομένων νεομαρτύρων, εκείνων δηλαδή των μαρτύρων που έφυγαν από τη ζωή αυτή με μαρτυρικό τρόπο κατά την περίοδο κυρίως της Τουρκοκρατίας. Και πρόκειται για μάρτυρες ισοστάσιους με τους παλαιούς τόσο που λέμε ότι οι νέοι φέρνουν και πάλι στην επιφάνεια τον ενθουσιασμό και τη δόξα των πρώτων μαρτύρων, σαν να έχουμε δηλαδή μία δυναμική επάνοδο της πίστης τους, κάτω από άλλο απλώς πρόσωπο αλλά με ίδιο σχεδόν όνομα. Την ίδια εκτίμηση έχει και ο υμνογράφος του αγίου Αγγελή, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «η χορεία των μαρτύρων, Αγγελή, σε δέχτηκε στον ουρανό με χαρά, σαν ιερά προσθήκη του».

Εκείνο που αξίζει ιδιαιτέρως να τονιστεί από το μαρτύριο του αγίου Αγγελή είναι το εθελούσιο αυτού - ο άγιος επεζήτησε μόνος του το μαρτύριο. Κατά την έκφραση του υμνογράφου: «Φέρνοντας τον εαυτό σου με τη θέλησή σου τον παρέδωσες στην ωμότητα και την επιθετικότητα των τυράννων». Δεν πρέπει να μας παραξενέψει το γεγονός. Πέραν του ότι το συναντάμε επανειλημμένως και στα πρωτοχριστιανικά χρόνια των διωγμών, στην Τουρκοκρατία ήταν σχεδόν παγιωμένη κατάσταση για εκείνους που είχαν αρνηθεί τον Χριστό σε κάποια φάση της ζωής τους και είχαν γίνει Μουσουλμάνοι, τους αρνησιχρίστους. Σ’ αυτούς θεωρείτο δεδομένο το εθελούσιο μαρτύριο, προκειμένου να ξεπλύνουν την άρνησή τους, κάτι που βεβαίωνε και ο Κύριος με τη χάρη που τους έδινε. Όπως συνέβη και με τον άγιο Αγγελή. «Έλαβες από τον Χριστό το στεφάνι της αφθαρσίας, μάρτυς Αγγελή, αφού αποκόπηκε με ξίφος το κεφάλι σου για χάρη Του».

Ανεξάρτητα πάντως από το δοξασμένο μαρτυρικό τέλος του αγίου Αγγελή και των ομοίων του αρνησιχρίστων μαρτύρων, δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η στιγμή της αδυναμίας του: ευρισκόμενος ο άγιος σε πνευματική έξαρση -απομονωμένος, κατά το συναξάρι του,  στο υπερώο του σπιτιού του και αφιερωμένος σε προσευχή, με ετοιμότητα για μαρτύριο – κάτι γίνεται, προφανώς κάποια αποδοχή υπερήφανου λογισμού, και ξεπέφτει πνευματικά. Που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του, όσο βρίσκεται στον κόσμο τούτο. «Ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση» (όποιος νομίζει ότι στέκεται στην πίστη του ας προσέχει μη πέσει), σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοι Πατέρες μας χαρακτήρισαν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη ως το «αεί σχοινοβατείν». Σχοινοβατούμε καθημερινά, που σημαίνει ότι αν δεν προσέξουμε, αν έστω και επ’ ελάχιστον υπερηφανευτούμε και χαλαρώσουμε, μπορούμε να εκπέσουμε από την πίστη μας. Γι’  αυτό και το μόνο στέρεο και άπτωτο έδαφος στην πνευματική ζωή είναι η ταπείνωση. Όταν κανείς ομολογεί ενσυνείδητα «εγώ ειμι γη και σποδός», τότε, και μόνον τότε,  δεν υπάρχει περιθώριο πτώσης στην απιστία και στην αμαρτία.

02 Δεκεμβρίου 2022

«Ο,ΤΙ ΩΦΕΛΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΖΕΙ» (Όσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης)

«Ἰωάννην τόν Καλυβίτην, Πορφύριε, ζηλώσας, Ἄθωνι ἔδραμες ἀσκήσει βιώσας» (στίχος συναξαρίου)

(Καθώς ζήλεψες, Πορφύριε, τον Ιωάννη τον Καλυβίτη, έτρεξες στον Άθωνα να ζήσεις με άσκηση - Στις 2 Δεκεμβρίου ο Πορφύριος μετάλλαξε τη γη με τον Παράδεισο).

«Αυτός ο όσιος πατέρας μας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης γεννήθηκε στο χωριό Άγιος Ιωάννης της νήσου Ευβοίας από γονείς ευσεβείς, ονομαζόταν δε κατά κόσμον Ευάγγελος. Από παιδί βόσκοντας τα λίγα πρόβατα του πτωχού πατέρα του μελετούσε τακτικά τον βίο του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη. Γεννήθηκε έτσι στην καρδιά του φλεγερός πόθος για να ανέβει στον Άθωνα και να μονάσει εκεί. Με την ευδοκία και την πρόνοια του Θεού τα κατάφερε, καταφεύγοντας στην καλύβη του αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια. Εκεί ασκούμενος με άκρα εγκράτεια επέδειξε χαρούμενη αδιάκριτη υπακοή στους Γέροντές του, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο, κι αφού έζησε με άκρα ταπείνωση και καθάρισε τον εαυτό του, τόσο που να γίνει θεοειδής, αξιώθηκε να λάβει νεότατος το χάρισμα της διοράσεως. Κατ’ οικονομία του αγίου Θεού ασθένησε βαριά, ώστε να μην μπορεί να παραμείνει πια στον Άγιον Όρος, οπότε και στάλθηκε από τους γέροντές του σε μοναστήρι έξω από το Όρος. Στη συνέχεια αφού μόνασε σε διάφορες μονές της νήσου Ευβοίας και υπηρέτησε τον λαό του Θεού ως άριστος λειτουργός και διακριτικός πνευματικός, ήλθε στην Αθήνα υπηρετώντας πια στον μικρό ναό της Πολυκλινικής Αθηνών πολύ κοντά στην Ομόνοια. Εκδαπανώντας ταπεινά τον εαυτό του για χάρη όσων έπασχαν σωματικά και ψυχικά, αξιώθηκε μεγαλύτερης χάρης από τον Παράκλητο, γιατί δέχθηκε επιπλέον τα χαρίσματα της ιάσεως των ασθενειών και της εκβολής των δαιμονίων με την ταπεινή μυστική προσευχή και τη σημείωση του τιμίου Σταυρού. Για κάποιο χρόνο ασκήτευσε και στην Ιερά Μονή του αγίου Νικολάου στα Καλλίσια Πεντέλης Αττικής. Στη δύση του επιγείου βίου του αξιώθηκε από τον Κύριο να ανεγείρει ιερό γυναικείο ησυχαστήριο, επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και περικαλή ναό αυτού στο Μήλεσι Αττικής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιερατικής του διακονίας ευεργέτησε πολλαπλώς αμέτρητα πλήθη ανθρώπων, θεραπεύοντας τις ψυχικές και σωματικές ασθένειές τους από κοντά και από απόσταση, οδηγώντας τους σε μετάνοια και σωτηρία, προλέγοντας τα μέλλοντα να γίνουν όσες φορές τους συνέφερε, και εκβάλλοντας δαιμόνια.

Αγρυπνούσε δε προσευχόμενος υπέρ της σωτηρίας των πολλών χιλιάδων πνευματικών του τέκνων οπουδήποτε στη γη. Κατά γενική ομολογία υπήρξε θαυματουργός άγιος. Δεχόταν καθημερινά επισκέψεις αγίων της Εκκλησίας και συνομιλούσε μαζί τους. Αξιώθηκε μάλιστα στην Πάτμο να δει, σαν άλλος Ιωάννης, σκηνές της θείας Αποκαλύψεως.

Τέλος, αναμένοντας την επικείμενη κοίμησή του, επανήλθε στο άγιον Όρος, στην καλύβη του αγίου Γεωργίου, όπου είχε καρεί μοναχός, και εν μέσω της μοναχικής του συνοδείας παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο, τη 2α Δεκεμβρίου (19 Νοεμβρίου π.η.), δεόμενος στον Κύριο «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ιω. ιζ΄ 21)».

Είναι σε όλους γνωστό πλέον ότι με τον όσιο μεγάλο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη – γιατί μολονότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αττική και μάλιστα στο κέντρο της Αθήνας την Ομόνοια,  η καρδιά του δεν έπαυε να χτυπάει στον ρυθμό της μοναχικής του καλύβας στα Καυσοκαλύβια, απ’ όπου και ξεκίνησε αλλά και τελειώθηκε – βρισκόμαστε ενώπιον τεραστίου πνευματικού αναστήματος, τόσο που ακόμη και οι πιστοί που τον ακολουθούσαν λίγα πράγματα ίσως είχαν καταλάβει για την αγιότητά του. Όταν ο άγιος Παῒσιος ο αγιορείτης χαρακτήριζε τον μέγα Πορφύριο «καθηγητή» κι έλεγε ότι αυτό που προτείνει ο ίδιος σε διαφόρους πιστούς ισχύει μέχρις ότου πει κάτι διαφορετικό «ο Γέρων Πορφύριος»∙ όταν ο άλλος μέγας όσιος Γέρων Σωφρόνιος διεκήρυττε ότι δεν έχουν καταλάβει οι περισσότεροι πιστοί το τι σημαίνει «Πορφύριος» και πόσο μεγάλος είναι∙ ε, τότε, καταλαβαίνουμε ότι η εποχή μας πράγματι δέχτηκε εκ Θεού μέγα θησαυρό και τρισμέγιστη ευλογία της χάρης Του! Γι’ αυτό και όλες οι ακολουθίες που γράφτηκαν γι’ αυτόν επικεντρώνουν στην καθαρή και αγιασμένη του καρδιά που έγινε το κάτοπτρο για να αντιφεγγίσει το τρισήλιο φως της Θεότητος – με τον Πορφύριο γινόμαστε κι εμείς «θεατές» του Χριστού και Θεού μας, του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Ο πόθος του μάλιστα για τον Χριστό και η αβυσσαλέα ταπείνωσή του είναι τα στοιχεία που αποτελούν το ερμηνευτικό κλειδί της ευθείας καρδίας του και η προϋπόθεση των άμετρων πνευματικών χαρισμάτων του προς χάρη του λαού του Θεού. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό ότι χαρακτηρίζεται «Γέρων Γερόντων» και «ἐγκαλλώπισμα τῶν ὁσίων», επί τον οποίον επέβλεπαν θαυμαστώς και οι ίδιοι οι άγγελοι.

Αφήνοντας κατά μέρος τα πάμπολλα στοιχεία της ζωής του που πυροδοτούν τη σκέψη και την καρδιά όλων των πιστών, εμμένουμε σ’ ένα σημείο της ακολουθίας του, γραμμένης με μεγάλη έμπνευση και θερμή αγάπη προς τον άγιο από τον θεολόγο-φιλόλογο Ευάγγελο Καραδήμο, από την στ΄ ωδή του ορθρινού κανόνα που έχει ξεχωριστή σημασία για τη σημερινή ιδίως εποχή που ταλαιπωρείται από την υγειονομική κρίση.

«Ὁρῶν ἀπόρρητα, ὅσιε, χαρίσματί σου τῷ διορατικῷ καί προορατικῷ, τά ὠφελοῦντα προέλεγες, καί προσιόντας πάντας Χριστῷ ἐστήριζες» (Βλέποντας τα απόρρητα, όσιε, με το διορατικό και προορατικό σου χάρισμα, προέλεγες σε όλους που προσέρχονταν κοντά σου αυτά που τους ωφελούσαν και τους στήριζες στην πίστη του Χριστού).

Διορατικός και προορατικός ο όσιος, όπως ξέρουμε. Αλλά και για τον λόγο αυτόν εξαιρετικά διακριτικός. Διότι η διόραση και η προόραση ως χαρίσματα του Πνεύματος του Θεού στον έχοντα τις ανάλογες προϋποθέσεις λειτουργούν πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της διάκρισης για να ωφελούν τον κόσμο και να μην τον καταρρακώνουν! Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος έβλεπε και καταλάβαινε τα περισσότερα της ανθρώπινης καρδιάς, γιατί χάριτι Θεού διείσδυε στο βάθος της ψυχής τους – δεν είναι τυχαίο ότι επεσήμαινε ψυχολογικά προβλήματα που ανάγονταν στους πρώτους μήνες της κύησής τους μέσα στην κοιλιά της μάνας τους! Κι ακόμη: έβλεπε με καθαρότητα χάριτι Θεού και πολλά από τα μέλλοντα συμβαίνειν. Τι έκανε όμως; Δεν τα απεκάλυπτε όλα στους ανθρώπους που τον προσέγγιζαν. Έκρινε τι πρέπει να τους αποκαλύψει, τι πρέπει να τους κρύψει, ώστε αυτό που θα τους πει ή δεν θα τους πει να είναι προς όφελός τους! Να φεύγουν οι άνθρωποι στηριγμένοι στην πίστη του Χριστού (που έχει τη δύναμη να μετακινεί όρη και να αλλάζει συνειδήσεις επί τα βελτίω), και όχι «φωτισμένοι» με μία γνώση, είτε για τον εαυτό τους είτε για δικούς τους ανθρώπους, είτε για το παρόν είτε για το μέλλον τους, που τους οδηγεί στην κατάθλιψη και στην απελπισία λόγω του σκοτεινού χαρακτήρα της! Πώς να έλεγε για παράδειγμα – και δεν είπε – σε μία μάνα που τον εκλιπαρούσε για τον ναρκομανή γιο της, την εξέλιξη των πραγμάτων, όταν ο άγιος, καθώς ομολόγησε αργότερα ένδακρυς σε γνωστό του πρόσωπο, έβλεπε «την επαύριον» τον γιο να χτυπάει θολωμένος από τα ναρκωτικά τη μάνα και να την αφήνει σχεδόν ημιθανή;

Ο άγιος δηλαδή επειδή είχε τα χαρίσματα του Πνεύματος, τα έθετε προς ωφέλεια των ανθρώπων και προς πνευματική τους προκοπή, που θα πει: δεν «λειτουργούσε» ως ένα είδος μέντιουμ για να εισπράττει το «μπράβο» και τον θαυμασμό αυτών – έτσι λειτουργεί το δαιμονικό στοιχείο! Τα χαρίσματά του τα είχε εμβαπτισμένα στο κατεξοχήν χάρισμα, από την ύπαρξη του οποίου εξαρτάται και η αγιωσύνη του ανθρώπου: την αγάπη. Ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας στον λόγο του ίδιου του Χριστού, δεν λέει ότι η αγάπη είναι η «καθ’ ὑπερβολήν ὁδός»; Οτιδήποτε δεν προϋποθέτει και δεν εκφράζει την αγάπη του Χριστού δεν έχει νόημα – το αντίθετο: μπορεί να είναι αρετή και να είναι προς κατάκριση! Λοιπόν, ο άγιος Πορφύριος, έχοντας ανεπτυγμένες στο έπακρο την αγάπη και την ταπείνωση, ό,τι έλεγε και έκανε ήταν προς το συμφέρον και την ωφέλεια του συνανθρώπου – «τά ὠφελοῦντα προέλεγε» και ό,τι στήριζε στην πίστη του Χριστού.

Και γι’ αυτό λέμε ότι η επισήμανση του σοφού υμνογράφου είναι κατεξοχήν επίκαιρη: ζώντας τη δυσκολία της πανδημίας, ακούμε και διαβάζουμε και βλέπουμε ανθρώπους που ψάχνουν να βρουν οτιδήποτε συνωμοτικό και σκοτεινό και περίεργο και παράδοξο μπορεί να κρύβεται πίσω από τον θανατηφόρο ιό και τον περίγυρό του. Και θέλουν να διεισδύουν με τη σκέψη και το πνεύμα τους στα «υπόγεια» για να τα φέρουν σε φως, καθώς και επιστρατεύουν όλη τη φαντασία τους για να προβλέψουν το μέλλον, που πάντα γι’ αυτούς είναι τραγικό και καταστροφικό. Ό,τι πιο κινδυνώδες και φοβικό και τρομοκρατικό μπορεί να ειπωθεί, το λένε, ελαφρά τη καρδία. Γιατί; Με βάση τη στάση του αγίου Πορφυρίου, γιατί δεν διαπνέονται από την υπερβολή της αγάπης. Κι αληθινά που λέει ο λόγος να είναι ό,τι εκστομίζουν και γράφουν, θα πρέπει προηγουμένως να περνάει αυτό μέσα από την κρισάρα του χαρίσματος της αληθινής και γνήσιας αγάπης τους. Και να προβληματίζονται: ωφελεί αυτό που λέω και γράφω; Στηρίζει στην πίστη του Χριστού; Ανοίγει τον δρόμο της ελπίδας; Ή προκαλεί τον φόβο, την ανησυχία, την ανασφάλεια, το άγχος, δηλαδή όλα εκείνα που αποτελούν την «ατμόσφαιρα» του πονηρού διαβόλου; Γιατί είναι γνωστό από τους αγίους μας ότι ο διάβολος πάντοτε προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα φόβου και ανησυχίας και θλίψης – το κλίμα της δικής του ζωής. Με σκοπό να υποτάξει τους αδόκιμους και άπειρους στην πνευματική ζωή ανθρώπους. Λοιπόν, ο άγιος Πορφύριος έρχεται και δίνει με το άγιο ευαγγελικό θεοειδές ήθος του την απάντηση σε όλα τα ακούσματα και γραφόμενα της εποχής. Μας δείχνει τον δρόμο κι από κει και πέρα αρχίζει η δική μας ευθύνη!  

ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

 

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ  ΜΝΗΜΟΝΙΟΝ

(Κείμενο του μακαριστού πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Κρητικού για τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη σε αφιέρωμα για τον όσιο του περιοδικού «Πειραϊκή Ἐκκλησία»)

«Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ἡμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ἡμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ΄ 7).

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς παραγγέλλει νά ἐνθυμούμεθα συνεχῶς τούς πνευματικούς μας πατέρες καί διδασκάλους, οἱ ὁποῖοι μᾶς μίλησαν γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τά λόγια καί μέ τή ζωή τους, ὥστε βλέποντας τή ζωή τους νά μιμηθοῦμε τήν πίστη τους. Ὁποιαδήποτε ἄλλη προσφορά εὐγνωμοσύνης πρός αὐτούς τούς ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, δέν θά εἶναι τόσον εὐπρόσδεκτη ἀπό αὐτούς, ὅσον ἡ προσπάθεια νά τούς μιμηθοῦμε στή ζωή μας. Μή ξεχνᾶμε τόν οὐρανοβάμονα ἅγιον ἀπ. Παῦλο, ὁ ὁποῖος καί σέ ἄλλο σημεῖο μᾶς λέγει: «...αὐτοί γάρ οἴδατε πῶς δεῖ μιμεῖσθαι ἡμᾶς ὅτι οὐκ ἠτακτήσαμεν ἐν ὑμῖν»(Β΄ Θεσσ.γ΄ 7,9) καί «...παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄Κορ. δ΄ 16). Ἀλήθεια, πόσο ἔχει ἀτονήσει μέσα μας αὐτή ἡ σωτήρια ἐντολή τοῦ θείου Παύλου!

Εἶναι καθῆκον λοιπόν καί ἀνάγκη νά ἐνθυμούμεθα καί νά τιμᾶμε τούς οὐρανόσταλτους πατέρες καί διδασκάλους μας στή χριστιανική μας ζωή. Καί ἡ ἀπόφαση τό ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικοῦ «Πειραϊκή Ἐκκλησία» τοῦ μηνός Φεβρουαρίου νά εἶναι γιά τόν ἀξιομνημόνευτο καί θεοδόξαστο πατέρα Πορφύριο Μπαϊρακτάρη τόν ἁγιορείτη, εἶναι θεοπρόσδεκτη καί ψυχωφελέστατη καί περιποιεῖ τιμή στή συντακτική ἐπιτροπή, τήν ὁποία καί εὐχαριστῶ γιά τήν εὐκαιρία νά βάλω καί ἐγώ δύο κόκκους μοσχολίβανο στό θυμιατήριο τοῦτο τῆς εὐγνωμοσύνης καί τιμῆς πρός τόν νεοφανή Γέροντα πατέρα Πορφύριο.

Δόξα τῷ Θεῷ ἔχουν γραφεῖ πολλά καί θεοφώτιστα καί ὠφέλιμα ἀπό φιλόχριστους, φιλοπάτορες καί φιλάδελφους συγγραφεῖς πού ἀναφέρονται στό βίο γενικά, στήν πίστη, στήν ἀγάπη τοῦ πατρός Πορφυρίου γιά τόν Χριστό μας, στίς ἀρετές και τά χαρίσματα τοῦ Γέροντός μας. Ἐγώ θά ἀναφερθῶ σέ μερικές θέσεις, πού ἀφοροῦν στή γνωριμία μου μέ τόν Γέροντα καί σέ μερικές συναντήσεις μέ αὐτόν.

Εἶχα τήν εὐκαιρία νά γνωρίσω τόν πατέρα Πορφύριο στίς 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1946, ἑορτή τοῦ ἁγίου Γερασίμου, ἐκεῖ στό παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου στήν Πολυκλινική Ἀθηνῶν στήν Ὁμόνοια.

Νεαρός ἐγώ τότε φοιτητής, σεβάσμιος ἱερομόναχος καί ἀρχιμανδρίτης ἐκεῖνος. Μοῦ ἔκανε ἀρίστη ἐντύπωση ἡ ἱεροπρέπειά του, τό χαρίεν πρόσωπό του, ἡ εὐλάβειά του, ἡ ταπείνωσή του, ἡ ἁπλότητά του, τό πλησίασμα στόν ἄνθρωπο, τό ἐμπνευστικό τοῦ λόγου του. Γνωριστήκαμε ἀπό κοντά μέσα στό ἅγιον Βῆμα. Πῆρα τήν ἀπόφαση καί ἔβαλα τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό τό πετραχήλι του. Δόξα τῷ Θεῷ!!! Μετά ἐνάμιση μήνα ἔφυγα γιά τό ἐξωτερικό μέ τήν εὐχή του. Ἐκεῖ ἔμεινα τέσσερα χρόνια ὡς φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς. Κατά τήν ἀπουσία μου εἶχα δυστυχῶς λίγη ἐπικοινωνία μαζί του. Ὅταν γύρισα στήν πατρίδα, ξαναπῆγα κοντά του, μέ δέχτηκε μέ πολλή ἀγάπη ἐκεῖ στόν ἅγιο Γεράσιμο στήν Ὁμόνοια. Συζητήσαμε τά τῆς χειροτονίας μου εἰς διάκονο, ἡ ὁποία καί ἔγινε τήν 27η Ἰανουαρίου 1951, στό Καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς Πετράκη.

Ἡ πνευματική πατρότητα καί ἡ κατά Χριστόν παιδεία συνεχίζεται μέ τόν Γέροντα. Καί ὡς κληρικός πλέον, διάκονος καί πρεσβύτερος ἀργότερα, λάμβανα κατευθύνσεις, προτροπές καί συγχωρήσεις ἀπό τόν Γέροντα. Ὅταν ἦλθε ὁ Σεβ. Καλλίνικος στόν Πειραιᾶ, μοῦ εἶπε: «Εἶναι καλός! Νά τόν προσέξεις καί θά σέ προσέξει καί ἐκεῖνος!» Ὅπως καί ἔγινε.

 Κάποτε ἐξομολογήθηκα ἕνα λάθος μου.

-Παπα-Γιώργη μου... δέν ἀγαπᾶς τόν Χριστό!!!

- Ὄχι, Γέροντα, τόν ἀγαπῶ! εἶπα ντροπιασμένος καί λυπημένος.

-Μά ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό δέν τόν στενοχωρεῖ μέ τίποτε, μοῦ ἀπάντησε.

Μέ συγχώρησε, μοῦ ἔδωσε τήν εὐχή καί συνεχίσαμε.

Στήν ἐξομολόγηση δέν ζητοῦσε λεπτομέρειες. Ζητοῦσε μόνον πραγματική μετάνοια, ἀπόφαση νά μή ξαναπέσει ὁ πιστός. Τό βίωμα τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ἀγάπη του γιά τόν Χριστό. «Ὅταν ἔχουμε τόν Χριστό, ἔχουμε τά πάντα» ἔλεγε.

Σέ μιά ἄλλη ἐπίσκεψη γιά ἐξομολόγηση, ἀφοῦ τελείωσα καί μοῦ εἶπε ὅ,τι ἔπρεπε καί μοῦ διάβασε τήν εὐχή, μοῦ λέγει:

-Τώρα, ἄκουσε κάτι νά μοῦ πεῖς ἄν ἔδωσα σωστή λύση.

Διαμαρτυρήθηκα γι’ αὐτήν τήν πρόταση.

-Ὄχι, ἄκουσε καί πές μου.

Ἔκανα ὑπακοή, ἀλλά καί θαύμασα τήν ταπείνωση τοῦ Γέροντά μου καί πῆρα φωτεινό μάθημα.

Τά χρόνια περνοῦσαν καί ἡ συνεργασία συνεχιζόταν. Κάποτε ἀρρώστησα. Ἡ ἰατρική διάγνωση ἐπέβαλε καί ἐνέσεις θεραπευτικές. Πῆρα τόν Γέροντα στό τηλέφωνο καί ἀνέφερα τό γεγονός.

-Τά φάρμακα θά τά πάρεις καί θά μείνεις σήμερα στό σπίτι, τίς ἐνέσεις δέν θά τίς κάνεις.

Εὐχαρίστησα καί ἔκανα ὑπακοή. Τήν ἑβδόμη ἡμέρα πῆγα στήν Ἐκκλησία...

Ὅταν ἀρραβώνιασα τήν πρώτη μου κόρη Μαρία καί πῆγα νά ζητήσω τήν εὐλογία του, μοῦ περιέγραψε τό γαμπρό σωματικά καί ψυχικά, σά νά τόν εἶχε ἐμπρός του.

-Γέροντα, ἔχει ἔλθει ἐδῶ; Τόν γνωρίζετε; εἶπα.

-Ὄχι, μωρέ, μοῦ λέγει, ἀλλά εἶναι ἔτσι πού λέγω;

Ἔμεινα κατάπληκτος καί τότε, δυστυχῶς τόσο ἀργά, ἄρχισα νά καταλαβαίνω ὅτι ὁ πατήρ Πορφύριος μιλεῖ μέ τόν Θεό. Ἐν τῶ μεταξύ, ὡς γνωστό, ἔφυγε ἀπό τήν Ὁμόνοια καί πῆγε στά Καλλίσια. Καί ἐκεῖ ἐπῆγα μερικές φορές. Σέ μία ἀπό αὐτές, ὅταν φύγαμε, εἶχε νυκτώσει πλέον. Μᾶς συνόδευσε ἀρκετά ἔξω ἀπό τό Κονάκι μέχρι νά βροῦμε τό δρόμο. Καί ὅταν πλέον πῆγε στό Μήλεσι, πήγαινα μέ τό γαμπρό μου, τόν εὐλογημένο πιά Διονύση, πού τώρα εἶναι στόν Οὐρανό, πιστεύω κοντά στόν  Γέροντα, γιατί πολύ τόν εἶχε ἀγαπήσει.

Μιά φορά στή γιορτή του, 26 Φεβρουαρίου, πήγαμε μέ χιόνια. Ἦταν ἀκόμη στό τροχόσπιτο μέ τήν τούβλινη σόμπα. Μᾶς μάλωσε λίγο γιά τόν καιρό, ἀλλά καί χάρηκε!!! Εἶχε ἀρχίσει ἡ οἰκοδομή τῆς Μονῆς του. Σέ μία ἄλλη ἐπίσκεψη γιά νά τοῦ ἀναφέρω ἕνα περιστατικό πού εἶχε συμβεῖ στό χωριό μου Πέλεκας στήν Κέρκυρα, ἀφοῦ τοῦ εἶπα ὅ,τι εἶχα νά εἰπῶ, μοῦ περιέγραψε τό πρόσωπο μέ τό ὁποῖο εἶχα μιά διαφορά καί μοῦ συνέστησε ὑπομονή καί ἐπιείκεια καί πρόσθεσε: «Εἶναι ἄδικο, ἀλλά νά ὑποχωρήσετε». Καί στή συνέχεια μᾶς περιέγραψε λεπτομερῶς ὅλο τό χωριό καί ὅλο τό τοπίο σά νά ἦταν παρών. Καί πάλι θαύμασα γιά τό διορατικό τοῦ Γέροντα! Μάλιστα τοῦ λέγω:

-Γέροντα, πῶς γίνεται  νά γνωρίζεις ὅλα αὐτά;

Καί πάλι μέ μάλωσε καί μοῦ εἶπε:

-Βρέ παπα-Γιώργη μου, καί σύ ρωτᾶς; Δέν εἶναι εὔκολο νά σοῦ ἐξηγήσω. Νά, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ!

Ἀργότερα τόν ἐπισκεπτόμουν μέ τόν υἱό Ἱερομόναχο Μεθόδιο στόν ὁποῖον ἔδινε συμβουλές  γιά τή μοναχική πολιτεία καί τό μοναστήρι γενικότερα. Χάρηκε ἰδιαιτέρως  ὅταν τοῦ εἶπε ὁ π. Μεθόδιος ὅτι ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς Καλλίνικος θέλει νά ἱδρύσει τό Ἡσυχαστήριό του ὁ π. Μεθόδιος στόν Πειραιᾶ.

Σέ ἄλλες εὐκαιρίες μοῦ μιλοῦσε γιά τήν προσοχή στήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί μάλιστα τῆς θείας Λειτουργίας. Ἔλεγε: «Καλή προετοιμασία. Προσοχή στήν κατανόηση. Προσοχή στήν ἀπαγγελία». Π.χ. ἔλεγε ὁ ἴδιος τό Πιστεύω, τό Πάτερ ἡμῶν.

Σέ κάποιους προβληματισμούς μου γιά τήν προσφορά στήν Ἐκκλησία καί τήν οἰκογένεια μοῦ ἔλεγε: «Ὅλα μέ διάκριση. Προηγεῖται βέβαια ἡ προσφορά καί ἐργασία σου στήν ἐκκλησία, στήν ἐνορία σου, στούς ἐνορίτες σου, στούς πτωχούς της, ἀλλά μή ξεχνᾶς ὅτι ἔχεις καί οἰκογένεια, δέν εἶσαι ἱερομόναχος. Ἔχει καί ἡ οἰκογένεια τίς ἀνάγκες της...».

Μέχρι πού ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος  καί ἀπό ἐκεῖ γιά τόν Οὐρανό, εἶχα τήν εὐλογία νά ἐπικοινωνῶ μαζί του. Ἀλλά καί μετά τήν ὁσιακή ἐκδημία του στόν Οὐρανό δέν σταμάτησα καί ἐγώ καί τά παιδιά μου νά ἐπικοινωνοῦμε νοερῶς μαζί του καί νά ἐπισκεπτόμαστε τό ἱερό Μοναστήρι του. Ἀλλά καί ἐκεῖνος ὅπως γιά ὅλα τά πνευματικά του παιδιά καί γιά ὅλους ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται δέν σταμάτησε νά μᾶς παρακολουθεῖ καί νά βεβαιώνει τοῦτο.

Κάποτε, μετά τήν κοίμησή του, ἐπισκέφθηκα μέ ἄλλα πρόσωπα τό Μοναστήρι, περνώντας ἀπό ἐκεῖ. Ἦταν ἀπομεσήμερο καί δέν μᾶς ἄνοιξαν τήν πόρτα. Μετά ὀκτώ ἡμέρες ἀκριβῶς,  ἦλθε ὁ ἴδιος στόν ὕπνο τῆς κόρης μου Μαρίας, ἡ ὁποία δέν ἐγνώριζε τήν ἐπίσκεψή μου στό Μοναστήρι, καί τῆς εἶπε: «Νά πεῖς στόν πατέρα σου ὅτι χάρηκα πού πέρασε ἀπό τό Μοναστήρι». Ὁμολογῶ ὅτι καί ἐγώ χάρηκα γι’ αὐτήν τήν παρακολούθηση. Καί ἐμεῖς δέν λείπει ἡμέρα, πού νά μήν ἀναφερθοῦμε στό ἅγιο πρόσωπό του σέ κάποιες περιπτώσεις πού παρουσιάζονται, καί νά μήν ἀγωνιζόμαστε νά ἀκολουθήσουμε τίς ὑποδείξεις του καί τό ἅγιο παράδειγμά του.

Δοξάζουμε καί πάλι τόν Θεό γιά τήν παρουσία τοῦ Γέροντα πατρός Πορφυρίου στίς ἡμέρες μας. Παρακαλοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί τήν Παναγία Μητέρα Του πού τόσο ἀγάπησε ὁ Γέροντας, μέ εὐχές αὐτοῦ νά στηρίζει τό ἱερό Μοναστήρι του, τήν ἁγία ἡγουμένη καί τή συνοδεία της καί τούς εὐλαβικούς συνεργάτες τους, γιά τήν πραγμάτωση τῶν σκοπῶν τῆς Μονῆς καί νά βοηθεῖ ὅλους ἐμᾶς νά γίνουμε τέλειοι μιμητές τοῦ ἔργου καί τῆς ἁγιότητος τοῦ πατρός Πορφυρίου.

«Χαίροις τῆς Εὐβοίας γόνος λαμπρός καί τῆς Ὁμονοίας θεοφώτιστος ἱερός, χαίροις τῶν ἀνθρώπων ἱώμενος τά πάθη ψυχῶν τε καί σωμάτων, πάτερ Πορφύριε»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ Ο ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ

Μικρό ευλαβικό αγιοκέρι (1906 έως 2 Δεκεμβρίου 1991)

Στη διεθνή πια ορθοδοξία το όνομα του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, ως αυθεντικός όρος φανέρωσης της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, ως επί πλέον απόδειξη ορατής παρουσίας σήμερα στον κόσμο του αγίου Πνεύματος. Αυτός, όπως και οι σύγχρονοί του όσιοι Παΐσιος Αγιορείτης, Ιάκωβος Τσαλίκης, Σωφρόνιος Σαχάρωφ κ.ά., θεωρούνται από εκείνους που η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρίσει «Γέροντες», πνευματικούς δηλαδή καθοδηγητές, οι οποίοι ζώντας τον συνάνθρωπο μέσα στην καρδιά τους ως οργανικό στοιχείο της ύπαρξής τους, άνοιγαν σ’  αυτόν προοπτικές ελπίδας και ζωής, εκεί που όλα φάνταζαν σ’  αυτόν αδιέξοδα. Κι αυτό γιατί η πλατειά αγάπη τους στον άνθρωπο – αποτέλεσμα της σκληρής ασκητικής προσπάθειας να καθαρίσουν την καρδιά τους από κάθε εμπαθή κίνηση και νόημα – τους έκανε να φωτίζονται από τον Θεό, ώστε να διαβλέπουν (διόραση) και να προβλέπουν (προόραση) τα «κλειστά» στους κοινούς ανθρώπους πράγματα και νοήματα του κόσμου τούτου. Με άλλα λόγια, οι όσιοι αυτοί ήταν στα σύγχρονα με εμάς χρόνια που έζησαν ένα διαφανές πέρασμα, ώστε στο πρόσωπό τους να ψαύουμε τον ίδιο τον Θεό μας. Τον Χριστό ζούσαν, Αυτόν φανέρωναν, Αυτόν εξέπεμπαν, χωρίς πολλά λόγια τις περισσότερες φορές, αλλά πρωτίστως με το παράδειγμά τους.

Ευτυχήσαμε να δούμε και ν' ακούσουμε διακηρυγμένη από την Εκκλησία μας την αγιότητα του Γέροντος Πορφυρίου. Ποιος όμως που τον είδε ή που άκουσε και διάβασε γι’ αυτόν είχε - και προ της επίσημης διακήρυξης της αγιότητάς του - την παραμικρή αμφιβολία περί αυτής; Εν προκειμένω είχαμε μία πανορθόδοξη αποδοχή για την αγιότητα του ανδρός, τέτοια που ήταν θέμα ολίγου χρόνου η ένταξή του στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας, όταν μάλιστα είχε μαρτυρηθεί από όλα τα σημεία του πλανήτη η απειρία των θαυμάτων του. Κι είναι τούτο βεβαίως το σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο: η συνείδηση του πιστού λαού. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ως γνωστόν, δεν είναι ένα εκκλησιαστικό ιεραρχικό όργανο που καθορίζει την ένταξη στις δέλτους των αγίων, μία κίνηση εκ των άνω, θα λέγαμε, αλλά ο ίδιος ο πιστός λαός, που έχει ζήσει τον άγιο άνθρωπο και βεβαιώνει εμπειρικά την αγιότητά του. Το εκκλησιαστικό όργανο έρχεται στη συνέχεια να επικυρώσει αυτό που ο λαός έχει διαπιστώσει. Τέτοιος άγιος λοιπόν, μαρτυρημένος από όλους, ήταν και ο όσιος Πορφύριος - και δοξάζουμε τον Θεό γιατί ακολούθησαν και ακολουθούν και άλλοι του ίδιου πιθανόν πνευματικού διαμετρήματός του.

Οι καταγραφές της θαυμαστής επέμβασής του στους ανθρώπους που τον πλησίαζαν και ζητούσαν τη βοήθειά του, όσο ζούσε, αλλά και σ’ εκείνους που τον επικαλέστηκαν και μετά την κοίμησή του, είναι τόσες πολλές, ώστε πρέπει κανείς να προβληματιστεί πολύ, για το ποιο βιβλίο να επιλέξει από τα κυκλοφορούμενα γι’  αυτόν. Υπάρχουν πάντως εκείνα που φαίνεται η αυθεντική καταγραφή για τον όσιο και που επιβεβαιώνεται η γνησιότητά τους και από τους υπευθύνους του Ησυχαστηρίου του στη Μαλακάσα Αττικής, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Κι είναι πάντοτε μία ώρα χάριτος η επαφή του πιστού, ακόμη και του μη πιστού θα έλεγε κανείς, με κάποιο από αυτά τα βιβλία. Είναι σαν να διαβάζει τα παλαιά Γεροντικά, με τις ασκητικές ιστορίες και τα αγιασμένα λόγια των παλαιών μεγάλων αββάδων και οσίων. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι η αύρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος: η παρηγορία της καρδιάς, η αύξηση της προσευχητικής διαθέσεως, η ενίσχυση της κλονισμένης θελήσεως, η ανάγκη αγαπητικής σχέσεως με τον συνάνθρωπο.

Δεν πρόκειται να αναφερθούμε σε περιστατικά των παραπάνω βιβλίων - ο καθένας μπορεί να τα βρει και να τα μελετήσει. Θα καταγράψουμε μερικά όμως από εκείνα που μας εμπιστεύτηκε ο μακαριστός πια κι αυτός άγιος Γέροντας π. Γεώργιος Κρητικός, που έτυχε να γνωρίσει τον όσιο Πορφύριο και να τον έχει μάλιστα και ως πνευματικό του από το 1946. Μας έλεγε λοιπόν ότι στα πρώτα χρόνια της σχέσεώς του με εκείνον δεν είχε καταλάβει επακριβώς την παμμέγιστη προσωπικότητά του. Ο όσιος  τού απεκάλυπτε κατά καιρούς στοιχεία και περιστατικά από την προσωπική και οικογενειακή του ζωή (του μακαριστού ιερέως), αλλά εκείνος δεν έδινε τη δέουσα σημασία, θεωρώντας ότι ο ίδιος κάποια στιγμή τού τα είχε πει. Για παράδειγμα, κάποια φορά ο διορατικός άγιος έφερε χαρτί και μολύβι και ζωγράφισε  επακριβώς το πατρικό σπίτι του ιερέως στην επαρχία, αναφέροντας λεπτομέρειες που τον έκαναν να μείνει έκθαμβος. Σιγά σιγά συνειδητοποιούσε περί τίνος επρόκειτο, ποιον είχε ενώπιόν του.

Άλλη φορά έλεγε ο Γέροντας σ’ εκείνον και σε συγγενείς του ότι πολλές φορές «του ανοίγεται μπροστά του σαν ένα παράθυρο, από το οποίο βλέπει και παρακολουθεί τη ζωή των ανθρώπων μέχρι και την Αφρική». Κι αυτό είναι απειράκις βεβαιωμένο από πάμπολλους ανθρώπους, οι οποίοι αν και ζούσαν σε άλλες ηπείρους από εκείνον, τους έπαιρνε ξαφνικά τηλέφωνο ο Γέροντας, για να τους πει ότι τους βλέπει και ότι πρέπει να προφυλαχτούν από συγκεκριμένους κινδύνους ή και συγκεκριμένα πρόσωπα, ακόμη δε και να τους επαινέσει για κάποιες ενέργειές τους.

Κάποια φορά ο π. Γεώργιος πηγαίνοντας σε μία εργασία του κοντά στο μοναστήρι του οσίου Πορφυρίου, σκέφτηκε να περάσει να προσκυνήσει. Ήταν προχωρημένη όμως η ώρα και γι’ αυτό, μολονότι κτύπησε τη θύρα, δεν του άνοιξαν. «Γέροντα», είπε νοερά, «σε επισκέφτηκα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Συγχώρεσέ με». Κι έφυγε. Μετά μία εβδομάδα περίπου, τον επισκέφτηκε η πρωτοκόρη του, η οποία παραξενεμένη του είπε: «Πατέρα, είδα ένα περίεργο όνειρο. Παρουσιάστηκε ο Γέρων Πορφύριος, ο οποίος μου είπε να σου ειπώ πως χάρηκε πολύ από την επίσκεψη που του έκανες και σε ευχαριστεί γι’ αυτό». Δάκρυσε ο καλός ιερέας. Διότι βεβαίως δεν είχε αναφέρει σε κανέναν ότι έκανε παράκαμψη για το μοναστήρι του οσίου Γέροντος.

Ο μακαριστός κι αυτός σύζυγος της αναφερθείσης κόρης του π. Γεωργίου, με μεγάλη πράγματι αγάπη στον όσιο, είχε τη συνήθεια κάθε πρωί που ξυπνούσε να φιλά το μέτωπο του οσίου Πορφυρίου από μία φωτογραφία του που είχε κρεμασμένη. Πολύ συγγενικό πάλι πρόσωπο του π. Γεωργίου είδε επίσης «περίεργο» όνειρο, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει κι αυτός τη συνήθεια του ανθρώπου. Είδε τον  άγιο του Θεού να είναι μαζί με τον ιερέα Γεώργιο και με τον περί ου ο λόγος γαμπρό του. Κι απόρησε, όταν άκουσε τον όσιο  Πορφύριο να λέει σ’ αυτόν: «Εσύ, έλα να με φιλήσεις εδώ», δείχνοντας το μέτωπό του.

Ο Γέροντας είναι ολοζώντανος, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή εδώ και αρκετά χρόνια. «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι» μας βεβαιώνει ο λόγος του Θεού, κι αυτό ισχύει για όλους τους αγίους μας, ισχύει και για τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Και δεν εννοούμε τη ζωντάνια του, λόγω του ότι ζει απλώς στις καρδιές των ανθρώπων ούτε ότι ευρίσκεται όπως όλοι οι κεκοιμημένοι «εν χειρί Θεού». Εννοούμε τη ζωντάνια που έχουν οι άγιοι, οι οποίοι μέτοχοι της δόξας του Θεού και της αγάπης Του, εν Πνεύματι και χάριτι βλέπουν την κατάσταση του κόσμου, ακούνε τις προσευχές των ανθρώπων, επεμβαίνουν με την παρρησία που έχουν στον Κύριο να δώσει λύση στα προβλήματά τους. Ο ίδιος ο όσιος Πορφύριος επανειλημμένως βεβαίωνε: «Μετά τον θάνατό  μου θα βρίσκομαι περισσότερο κοντά σας. Αν τώρα, έχοντας το σώμα μου μπορώ και  σας παρακολουθώ, τότε ακόμη πιο πολύ».

Άγιε του Θεού Πορφύριε, πρέσβευε και υπέρ ημών.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΟΠΗ Η ΕΝ ΧΙΩ ΑΣΚΗΣΑΣΑ

«Αύτη η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη, εγεννήθη εις την πόλιν Έφεσον` επειδή δε απέθανεν ο πατήρ της, και την άφησεν ανήλικον, ανετράφη από μόνην την μητέρα της, και βαπτισθείσα όταν ήλθεν εις ηλικίαν [κατά την τότε συνήθειαν] εσύχναζε και επαράμενεν εις το μνήμα της Αγίας Ερμιόνης, η οποία ήτον μία από τας θυγατέρας του Αποστόλου Φιλίππου` και συνάγουσα το μύρον όπου ανέβλυζεν από το ιερόν μνήμα εκείνο, το είχεν έτοιμον, και το έδιδε εις τους χριστιανούς όπου το εζήτουν πλουσιοπάροχα` όθεν και διά την διάδοσιν του μύρου, ονομάσθη Μυρόπη. Επειδή δε ο βασιλεύς Δέκιος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, και εθανάτωνεν ανηλεώς όσους δεν εθυσίαζον εις τα είδωλα, διά τούτο φοβηθείσα η μήτηρ της, την επήρεν από την Έφεσον, και την έφερεν εις την νήσον Χίον, από την οποίαν κατήγετο το γένος της, και γονικήν κληρονομίαν είχεν εις αυτήν.

Ευρίσκοντο λοιπόν αντάμα και οι δύο εις μίαν οικίαν, σχολάζουσαι εις την θείαν λατρείαν, και προσευχόμεναι να παύση ο κατά των χριστιανών διωγμός. Κατ` εκείνον δε τον καιρόν ήλθεν εις την Χίον και ο Μάρτυς του Χριστού Ισίδωρος, [χριστιανός ευλαβής και θαυμάσιος], με καράβια πολεμικά, και εις τα οποία ήτο ναύαρχος και εξουσιαστής ο Νουμέριος. Μαθών δε ο Νουμέριος ότι ήτο χριστιανός ο Ισίδωρος, εδοκίμασε με πάντα τρόπον να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα είδωλα` και επειδή τέλος πάντων δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ύστερα από πολλάς τιμωρίας τον αποκεφάλισε, και έρριψε το άγιον του λείψανον εις εν λαγκάδι, διά να το φάγουν τα ορνεα` πλην διά να μην τύχη και το κλέψουν την νύχτα οι χριστιανοί, έβαλεν ανθρώπους εδικούς του, και το εφύλαττον. Αλλά η Αγία Μυρόπη θείω ζήλω και αγάπη τη προς τον Άγιον τρωθείσα, επήγε με τας θεραπαινίδας της την νύκτα, με σκοπόν αν ημπορέση να το πάρη, και ευρούσα τους φύλακας κοιμωμένους, Θεού συνεργούντος, το επήρεν από το μέσον των και δεν την εκατάλαβαν` έπειτα αλείψασα αυτό με μύρα, το ενταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον. Αλλά τι το ακόλουθον; Μαθών ο άρχων ότι εκλέφθη το λείψανον, έδεσε τους φύλακας με σίδηρα, και τους επρόσταξεν ούτως σιδηροδεσμίους να γυρίζουν και να ερευνούν να το εύρουν, και ανίσως και δεν το εύρουν εις τόσας ημέρας, έκαμε απόφασιν να τους αποκεφαλίση. Τότε, βλέπουσα η Αγία τους στρατιώτας να ταλαιπωρούνται και να κακοπαθώσι και να γυρίζουν βεβαρυμένοι με τα σίδηρα διά να εύρουν το λείψανον, εσπλαγχνίσθη και επόνεσεν η καρδία της, και εσυλλογίζετο μοναχή της, εάν αυτοί θανατωθούν όταν δεν το εύρουν, εξ άπαντος εγώ θέλω αμαρτήσει, ως αιτίαν του θανάτου των, και αλλίμονον εις εμέ, ποίαν απολογίαν έχω να δώσω όταν μέλλω να κριθώ. Αυτά συλλογισθείσα, και πάντα φόβον απορρίψασα, ευγήκεν έμπροσθεν εις τους στρατιώτας, και λέγει αυτοίς, ω φίλοι, το λείψανον όπου ζητείτε εγώ το επήρα εις καιρόν όπου εκοιμάσθε. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι, ευθύς την ήρπασαν και την έφεραν εις τον άρχοντα, λέγοντές του, αυθέντα, αύτη η γύνη είναι όπου έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα.. ο δε άρχων ηρώτησε την Αγίαν, λέγων, αληθινά είναι αυτά όπου λέγονται δι` εσέ; Εσύ είσαι όπου έκλεψας το λείψανον; Ναι, του απεκρίθη η Αγία, αληθινά είναι, εγώ το έκλεψα` και πάλιν ο τύραννος την ερωτά, και πως ετόλμησας επικατάρατον γύναιον να κάμης τοιαύτα πράγματα; Ετόλμησα, του απεκρίθη η Αγία, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την εδικήν σουν ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα τα τολμηρά και άφοβα και καταφρονητικά λόγια ακούσας ο υπερήφανος εκείνος τύραννος, έξω φρενών έγινεν και ήναψεν από τον θυμόν, και παρευθύς προσέταξε να την δέρνουν με ραβδία χοντρά άσπλαγχνα και αλύπητα, έπειτα αφ` ου τόσο σκληρά και κακά την έδειραν, προσέταξεν ο θηριόγνωμος, να την σύρουν από τας πλεξούδας της κεφαλής, και να την τριγυρίζουν σε όλην την πόλιν, και άλλοι πάλιν να την δέρνουν εις όλον το σώμα, και τόσον την έδειραν, όπου έμεινε μισαποθαμένη` όθεν μη δυνάμενοι να την βασανίσουν περισσότερον, την έρριψαν εις την φυλακήν, και άνθρωποι διορίσθησαν να την φυλάττουν` αλλά περί το μεσονύκτιον εις καιρόν όπου η Αγία προσηύχετο, φως μέγα περιέλαμψε και εγέμισεν όλην την φυλακήν, και ομού με το φως εκείνο, χορός Αγίων Αγγέλων ήλθε, και εις το μέσον των ήτον ο μάρτυς Ισίδωρος, και οι μέν Άγγελοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, ο δε Άγιος Ισίδωρος, έστησε τους οφθαλμούς του εις την μάρτυρα Μυρόπην και λέγει της` ας έλθει ειρήνη εις εσένα, μη φοβήσαι πλέον, διότι έφθασεν η δέησις σου προς τον Θεόν, και να τώρα παρευθύς έρχεσαι μαζί μας, δια να λάβης το στέφανον του Μαρτυρίου όπου σου έχει ητοιμασμένον ο στεφοδότης Χριστός` και ομού με τον λόγον τούτον, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και εγεμίσθη η φυλακή από άρρητον ευωδία, και οι φύλακες βλέποντες τα παράδοξα ταύτα ετρόμαξαν και εξέστησαν. Αυτήν τη θαυμαστήν θεωρίαν, είδε, και τα λόγια ήκουσε και την ευωδίαν οσφράνθη ο δεσμοφύλαξ, ήγουν εκείνος όπου εφύλαττε την Αγίαν εις την φυλακήν, και τα εδιηγήθη, και διά τούτο επίστευσε και εβαπτίσθη και εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, και έλαβε παρ` Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε Άγιον λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, διά προστάγματος του Άρχοντος Νουμερίου, το έλαβον οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν εντίμως κοντά εις τον ιερόν τάφον του Αγίου Ισιδώρου καθώς ακόμη και την σήμερον φαίνονται οι δύο μαρτυρικοί τάφοι του Αγίου Ισιδώρου και της Αγίας Μυρόπης` ων ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσον ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος».

Με την αγία παρθενομάρτυρα Μυρόπη επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ο λόγος του αποστόλου Παύλου ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν «ισοφαρίζουν» τα δεινά της παρούσης ζωής τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα ζωή. Πράγματι, συγκρίνοντας τα μαρτύρια που πέρασε η αγία με τη δόξα που τώρα κατέχει ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, θα έλεγε κανείς ότι είναι τα ελάχιστα μπροστά στα μέγιστα. Ο υμνογράφος της αγίας, εκφράζοντας τη συγκεκριμένη πίστη επ’ αυτού της Εκκλησίας μας, την παρουσιάζει με τρόπο εκθαμβωτικό: «Καλλιμάρτυς Μυρόπη και άφθορη νύμφη του Χριστού, τώρα που στέκεσαι ενώπιόν Του γεμάτη ωραιότητα και ομορφιά, έχοντας πάνω στη σάρκα σου τα στίγματα του μαρτυρίου σου σαν λαμπρούς και διαυγείς πολύτιμους λίθους και φορώντας σαν βασίλισσα την πορφύρα από το χρώμα των αιμάτων σου». Βασίλισσα λοιπόν που «συμβασιλεύει Αυτώ» η αγία Μυρόπη, με την πολύτιμη πορφύρα των βασιλιάδων και τα λαμπρά πετράδια: να η εικόνα της στη Βασιλεία του Θεού.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας έχοντας ως «εργαλείο» το όνομά της δίνουν μία συνολική ερμηνεία της κατά Χριστόν ζωής της, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό τέλος της. Ενώ ξεκινούν από το συγκεκριμένο γεγονός με το οποίο ονομάστηκε «Μυρόπη», δηλαδή τη λήψη του αγίου μύρου από τον τάφο της αγίας Ερμιόνης και την προσφορά του στους πιστούς («Παίρνοντας με ευλάβεια το μύρο από το θείο μνήμα της Ερμιόνης το χορηγούσες άφθονα στους πιστούς, πάνσεμνε, γι’ αυτό και κλήθηκες από το γεγονός τούτο Μυρόπη»), ανάγουν το μύρο αυτό σε πνευματικό επίπεδο, ότι δηλαδή η αγία πια με την κατά Χριστόν πολιτεία της και το θαυμαστό μαρτύριό της έγινε και η ίδια μύρο, που προσφέρεται στον Χριστό («Ζώντας με τρόπο θεϊκό, πάνσεμνε Μυρόπη, πρόσφερες ως μύρα στον Χριστό την άσπιλη παρθενία σου και τους ιδρώτες των ασκητικών κόπων σου, τέλος δε και το αίμα σου κι ολόκληρο τον εαυτό σου ως ολοκάρπωμα και θύμα καθαρό»), για να το προεκτείνουν έπειτα και στη μυροβολία της ίδιας από τον τάφο της, με την οποία αγιάζει έκτοτε τους πιστούς των μετέπειτα εποχών. «Όπως το λέει και το όνομά σου, αθληφόρε Μυρόπη, δίνεις και μοιράζεις άφθονα μύρα, δηλαδή τις χάρες των θαυμάτων σου, σε όλους που έχουν ανάγκη και τις ζητούν και προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια στην πάνσεπτη σορό σου, η οποία κατέχει τη δική σου σκόνη των λειψάνων».

Ο υμνογράφος δεν αναφέρεται μόνον μ’  ένα γενικό τρόπο στο ότι έγινε και η ίδια η Μυρόπη πνευματικό μύρο με την αγία ζωή της. Ως καλός γνώστης της πνευματικής ζωής εμβαθύνει και μας αποκαλύπτει με θείο φωτισμό τον εσωτερικό αγώνα της αγίας, προκειμένου να εξαλείψει ό,τι εμπαθές και βρώμικο δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα και να φανερωθεί στην ύπαρξή της η χάρη του Θεού. «Τρέχοντας, Χριστέ, η πανθαύμαστη Μυρόπη, για να οσμιστεί τα μύρα σου, απονέκρωσε τα βρώμικα πάθη του αμαρτωλού φρονήματος, καθαρίζοντας την ψυχή της με εγκράτεια, με νήψη και προσευχή, και με έμπονα δάκρυα». Κι είναι αυτή η πνευματική πραγματικότητα που δεν κουράζεται να σημειώνει διαρκώς η Εκκλησία μας: κανείς δεν μπορεί να γευτεί τον Χριστό, να Τον νιώσει στην ύπαρξή του, αν δεν αγωνιστεί «νομίμως», δηλαδή με την άσκηση της εγκρατείας και της τηρήσεως των εντολών Του. Είναι τούτο η προϋπόθεση, προκειμένου κανείς να είναι έτοιμος και για το μαρτύριο, σαν την αγία Μυρόπη. Έτσι καταλαβαίνουμε αυτό που αδιάκοπα φωνάζει η Εκκλησία μας, ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, αρκεί βεβαίως να μην εγκαταλείπουμε τον πνευματικό αγώνα.

Δεν θέλουμε να μη φέρουμε σε φως όμως και μία εικόνα εξαίσιας έμπνευσης του υμνογράφου μας, ο οποίος σχετίζει την εορτή της αγίας με το υπερφυές γεγονός των Χριστουγέννων που προσδοκούμε να εορτάσουμε λαμπρώς σε μερικές ημέρες.  «Χριστέ Θεέ μας, ο αστέρας αφού οδήγησε τους μάγους που έφερναν τα δώρα σε Σένα τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, που έγινες νήπιο για χάρη μας,  τους έφερε ενώπιόν Σου. Το φως δε του θείου νόμου, αφού καθοδήγησε την καλλιπάρθενη Μυρόπη,  την ανέβασε σε Σένα, που κάθεσαι στα δεξιά του Πατέρα, φέρνοντας μαζί της ως δώρα, αντί για χρυσάφι τη λαμπρότητα της παρθενίας της, αντί για λιβάνι, όπως το λέει το όνομά της, τα μύρα των αρετών της, και αντί για σμύρνα τον για Σένα εκούσιο θάνατό της».

Η δωροφορία αυτή της αγίας Μυρόπης στον ενανθρωπήσαντα Θεό μας είναι και η μόνη που πρέπει και εμείς να έχουμε υπόψη μας, ενόψει των Χριστουγέννων. Ο Χριστός δεν θέλει τίποτε άλλο από εμάς ως δώρο για την εορτή Του πλην των αρετών μας. Κι αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα την προσφορά της μετανοίας μας, την κατάθεση σ’ Αυτόν των αμαρτιών μας, για να τις καθαρίσει. Ό,τι ζήτησε ο Ίδιος και από τον άγιο Ιερώνυμο στον ανάλογο δικό του προβληματισμό περί του τι να Του προσφέρει ως δώρο Χριστουγέννων: «τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε, για να τις καθαρίσω».

01 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Φιλάρετος ζούσε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, καταγόμενος από τη χώρα των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης, οι οποίοι τον νύμφευσαν με μία σεμνή γυναίκα. Ασχολείτο με τη γεωργία και από εκεί ζούσε πολύ καλά, ενώ ήταν  και πάρα πολύ ελεήμων. Όμως από κάποιες συγκυρίες τα πράγματα άλλαξαν και κατάντησε σε τόση φτώχεια, ώστε να στερείται και από την αναγκαία τροφή. Ο Θεός όμως βλέποντας την υπομονή και την πίστη του σ’  Εκείνον, δεν τον άφησε να ταλαιπωρείται μέχρι τέλους από τη φτώχεια. Διότι οικονόμησε και ο υιός της βασίλισσας Κωνσταντίνος πήρε ως γυναίκα του την εγγονή του Φιλαρέτου Μαρία, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ευπρεπής, ενώ τον ίδιο τον Φιλάρετο τον τίμησε με το αξίωμα του Υπάτου, οπότε απέκτησε και πάλι πολλά χρήματα και περιουσία, τα οποία  όμως συνέχισε να τα προσφέρει άφθονα στους φτωχούς. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να φύγει από τον κόσμο αυτό και ο Θεός του έδωσε την πληροφορία της αναχωρήσεώς του, συγκάλεσε όλους τους συγγενείς του, τους προείπε όσα επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτούς και πρόσθεσε τα παρακάτω: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε τη φιλοξενία, να επισκέπτεσθε τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, να προστατεύετε τις χήρες και τα ορφανά. Ξένα πράγματα ποτέ μην επιθυμήσετε, μην απομακρύνεστε από τις εκκλησιαστικές συνάξεις, και μ’  έναν λόγο: όπως είδατε εμένα να πράττω, έτσι και εσείς μη παύετε να πράττετε. Κι αφού είπε αυτά, αναπαύτηκε εν ειρήνη».

Ο στίχος του συναξαρίου του αγίου Φιλαρέτου δίνει το στίγμα της κατά Χριστόν βιοτής του, παίρνοντας αφορμή από το όνομά του και την προσωνυμία του: φιλάρετος και ελεήμων. «Πεθαίνει αυτός που αγάπησε κάθε αρετή, όπως λέει και το όνομά του, περισσότερο όμως από όλα, την αγάπη». Κι αυτό σημαίνει ότι ο Φιλάρετος έγινε κατεξοχήν θεοφιλής, αφού δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή, στην οποία να αναπαύεται ο Θεός, από αυτήν που συνιστά και του Ίδιου την ύπαρξη. «Ο Θεός γαρ αγάπη εστί». Έτσι ο άγιος Φιλάρετος, γενόμενος «κατοικητήριο του φιλευσπλάγχνου Θεού» φανέρωνε καθημερινώς, έστω και στις στιγμές της απόλυτης ένδειάς του, του Χριστού την ύπαρξη και ζωή, με αποτέλεσμα και χωρίς να ομιλεί, να δακτυλοδεικτεί τον Ουρανό. Ο άγιος θα μπορούσε να πει σαν τον απόστολο Παύλο: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και πράγματι, όπως σημειώνει και το συναξάρι του, τα τελευταία λόγια του, η τελευταία παρακαταθήκη του ήταν αυτή: «ως εμέ είδετε ποιούντα, και υμείς ποιούντες μη παύσησθε» (όπως είδατε να κάνω εγώ μη πάψετε να κάνετε κι εσείς).

Η αγάπη αυτή του αγίου Φιλαρέτου,  που έπαιρνε αδιάκοπα τη μορφή της προσφοράς και της ελεημοσύνης προς τους αναγκεμένους συνανθρώπους του δεν ήταν καρπός απλώς της από τη φύση του ευαίσθητης καρδιάς του. Μπορεί να είχε ως χαρακτήρας μία φυσική συμπάθεια προς τους συνανθρώπους του, όμως την ευσπλαχνία του την απέκτησε με τους πνευματικούς αγώνες του, προκειμένου τα εμπαθή στοιχεία που ταλαιπωρούσαν και αυτόν να τα μεταστρέψει στο ένθεο πάθος της αγάπης. «Σκόρπισες στους πτωχούς τον υλικό πλούτο που είχες, Φιλάρετε, ορμώμενος από την πίστη σου στον Θεό» σημειώνει ο σχετικός ύμνος της ακολουθίας του. Η πίστη του λοιπόν στον Θεό ήταν εκείνη που τον έκανε να στραφεί με αγάπη προς τον συνάνθρωπο, επιβεβαιώνοντας ότι η αγάπη αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστεως. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» που λέει και ο απόστολος Παύλος.

 Γι’  αυτό και ο άγιος Φιλάρετος παραπέμπει στη ζωή των αγίων αποστόλων, αλλά και στη ζωή του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, του έχοντος την ίδια με αυτόν προσωνυμία. Κι επειδή στην περίοδο της μεγάλης ανέχειάς του δεν γόγγυσε, δεν στράφηκε κατά του Θεού κι ούτε  έχασε την πίστη του, μπορούσε να λέει σαν τον δίκαιο Ιώβ «ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» -  η πιστότητά του στον Θεό με υπομονή τον άγιασε και τον ανέβασε σε τόσο μεγάλα πνευματικά μέτρα. Και το τελευταίο αυτό συνιστά και την πνευματική παρακαταθήκη του σε όλους τους πιστούς κάθε εποχής: μπορεί να αντιμετωπίζουμε το οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά η λύση και η διέξοδος είναι να μένουμε στην «οδόν» του Κυρίου, δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του.