23 Μαΐου 2023

«ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΥΣΗ; ΕΙΣΑΙ ΑΘΕΟΣ!»

«Ο όσιος Παΐσιος έβλεπε τα άρρωστα κλαδιά στα δένδρα και αμέσως ενδιαφερόταν να τα κόψει για να μην κολλήσουν τα υπόλοιπα. Μόλις χτυπούσε μια πόρτα ή ένα παράθυρο, πήγαινε εκεί ο νους του και φρόντιζε να μη σπάσουν, να μη γίνει κάποια ζημιά. Θεωρούσε ότι όποιος σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, σκέφτεται πολύ περισσότερο τον Δημιουργό τους! Αν ο άνθρωπος δεν συμπεριφέρεται με ευγενή τρόπο προς τη φύση, δεν θα μπορέσει να συντονιστεί με τον Θεό» (Γ. Φουκαδάκη, Ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης, Η ζωή και το έργο του).

Δεν πρόκειται για μία «ιδιοτροπία» ή μία «ευαισθησία» του μεγάλου συγχρόνου οσίου Παϊσίου του αγιορείτου. Η στάση μας έναντι της φύσεως, των ζώων αλλά και των φυτών και των δένδρων, αποκαλύπτει την ποιότητα της σχέσεώς μας με τον Θεό! Και δεν προχωρούμε στα «υψηλότερα» επίπεδα: τη στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας, των κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένων – εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιον τον «Θεό»! Λοιπόν, η στάση μας απέναντι στη φύση δείχνει αν είμαστε άθεοι ή όχι. Πώς αυτό; Δεν ακούγεται υπερβολικό; Καθόλου! Αν δεν μπορούμε να δούμε την παρουσία του Θεού και στα μικρότερα δημιουργήματά Του, αυτά που βρίσκονται μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, πώς θα μπορέσουμε να πούμε πως βλέπουμε τον Θεό που είναι πέραν των σωματικών μας αισθήσεων, εκεί που απαιτείται η πιο μεγάλη ένταση για ενεργοποίηση της νοεράς αισθήσεως που καθιστά τον άνθρωπο ικανό να «βλέπει» τον Θεό;

Τι μας αποκαλύπτει η Αγία Γραφή; Ότι ο κόσμος όλος, πνευματικός και υλικός, είναι δημιούργημα του Τριαδικού Θεού που φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Έτσι ξεκινάει και όλη η Γραφή: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Και ο αποκαλυπτικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού συνεχίζει: «Πάντα δι’ Αυτού (του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού) εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Κάθε τι στη δημιουργία είναι σφραγισμένο από τον Κύριο, που σημαίνει κάθε τι αποτυπώνει την αγάπη Του και Εκείνου την ενέργεια διαλαλεί με τρόπο που αδυνατούμε οι πολλοί να επισημάνουμε. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες αυτήν» θα εξαγγείλει και αλλού ο λόγος του Θεού. Κι ο απόστολος Παύλος ερχόμενος στην Αθήνα το πρώτο που θέλησε να πει ως μαρτυρία για τον Θεό στον Άρειο Πάγο, στους συγκεντρωμένους Αθηναίους, ήταν πάλι ακριβώς το ίδιο: «Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο και όλα όσα βρίσκονται σ’ αυτόν, είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης… Αυτός δίνει ζωή και πνοή και τα πάντα σε όλα… και μπορεί κανείς να Τον ψηλαφήσει και να τον εύρει, αν και δεν είναι μακριά από κανέναν. Γιατί μέσα σ’ Αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε».

Οπότε, ένας πιστός που διαθέτει κι ένα ελάχιστο στοιχείο πίστεως, «ως κόκκον σινάπεως», έχει τα μάτια να δει την ενέργεια του Θεού όπως είπαμε στο κάθε τι της δημιουργίας, η οποία ακριβώς διακρατείται και υφίσταται από Εκείνον. Βλέπεις μία γάτα για παράδειγμα; Μη βλέπεις μόνο τη γάτα. Ύψωσε το νοερό βλέμμα σου σ’ Εκείνον που την κάνει να υπάρχει για έναν σκοπό που εσύ μεν δεν γνωρίζεις, γνωρίζει όμως πολύ καλά ο Ίδιος. Το ίδιο σε έναν σκύλο, στο οποιοδήποτε ζώο, στο παραμικρότερο χορταράκι. Γι’ αυτό το χορταράκι το ταπεινό και μηδαμινό είπε ο Κύριος τα συγκλονιστικά λόγια που φανερώνουν την Πρόνοιά Του: «Αν ο Θεός φροντίζει και το παραμικρότερο χορταράκι του αγρού, που σήμερα υπάρχει και αύριο το βάζουν στον φούρνο για προσάναμμα, πόσο περισσότερο θα φροντίσει και εσάς, ολιγόπιστοι;»

Γι’ αυτό και δεν υπάρχει άγιος, του Θεού άνθρωπος δηλαδή, που να μη σέβεται τη δημιουργία του Θεού, να μη τη φροντίζει, να μην «πάσχει» θα λέγαμε όταν διαπιστώνει τραύματα πάνω της. Να θυμηθούμε και τον άγιο Αμφιλόχιο της Πάτμου που χαρακτήριζε ως «γιο» του ένα πεύκο – όταν τον άγγιζε ήταν σαν να ψηλαφούσε την ενέργεια του Θεού – όπως και τον αγώνα του να φυτευτούν δέντρα παντού στην Πάτμο, τα «αμφιλοχάκια» όπως τα ονόμαζαν. Λοιπόν, η ευγένεια, για να επανέλθουμε, του αγίου Παϊσίου προς τη φύση δεν ήταν ούτε ιδιοτροπία ούτε απλή ευαισθησία δική του. Αποκάλυπτε το ήθος του αγίου ανθρώπου, που έχει ανοιχτά τα μάτια του για να βλέπει παντού και πάντοτε την παρουσία του Θεού. Κι είναι αυτό που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: αν αδιάκοπα δεν βρισκόμαστε σ’ αυτήν τη θέαση του προσώπου του Θεού, αν αυτό δεν συνιστά την προτεραιότητά μας, κατά τον γραφικό λόγο πάλι: «οι οφθαλμοί διά παντός προς τον Κύριον», που θα πει πρώτιστα στα δημιουργήματά Του, τότε είναι πολύ δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι είμαστε αληθινά πιστοί Του και κυρίως ισορροπημένοι ως άνθρωποι. Ισορροπημένος πνευματικά άνθρωπος είναι εκείνος που μπορεί να ζει την πραγματικότητα που έφερε χαρισματικά ο Κύριος: να είναι συνδεδεμένος ως μέλος Χριστού με Εκείνον, γι’ αυτό και να μπορεί να βλέπει το φως Του σε ό,τι είναι δικό Του και Του ανήκει.

Κι έτσι να τονίσουμε το αυτονόητο: δεν υπάρχει αγάπη προς τη φύση, είτε είναι ζώο είτε είναι φυτό και δένδρο, αν δεν υπάρχει πρώτα από όλα η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Λες πως αγαπάς τη φύση, κάτι που ανήκει στον Θεό δηλαδή, και δεν αγαπάς εκείνον που συνιστά μια «επανάληψη» του Θεού, τον συνάνθρωπο; Δεν γίνεται. Υπάρχει τεράστιο ψέμα και υποκρισία εδώ. Στην πραγματικότητα είναι κρυμμένος ένας άδηλος εγωισμός που σε δεδομένη στιγμή θα εκφραστεί ως εχθρότητα απέναντι και στα φυτά και στα ζώα. Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και πάλι στην Α΄καθολική επιστολή του: «Αυτός που δεν αγαπάει τον αδελφό του που τον βλέπει με τα μάτια του, πώς θα αγαπάει τον Θεό που είναι αόρατος;» Η αγάπη δηλαδή προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την υπάρχουσα ή όχι αγάπη προς τον Θεό. Όπως και η αγάπη και πάλι προς τον συνάνθρωπο αποκαλύπτει την υπάρχουσα ή όχι αγάπη και προς την υπόλοιπη δημιουργία – Θεός και δημιουργία του Θεού πάνε μαζί, ό,τι έλεγε και ο άγιος στο παραπάνω απόσπασμα: «Δεν συμπεριφέρεσαι με ευγενή τρόπο προς τη φύση, δεν θα μπορέσεις να συντονιστείς με τον Θεό».

Μου έκανε εντύπωση προ ολίγου καιρού, σε μία σπουδαία τηλεοπτική εκπομπή («Πλάνα με ουρά»), που επιμελείται η σεμνή και καλή δημοσιογράφος Τ. Επτ., ότι κάποια φιλόζωη κυρία που συνομιλούσε με την υπεύθυνη δημοσιογράφο, επεσήμανε ακριβώς αυτήν την αλήθεια: «δεν μπορεί να αγαπάς τα ζώα, αν δεν αγαπάς ταυτόχρονα και τους ανθρώπους». Λοιπόν, η καθημερινότητά μας σε όλες τις διαστάσεις και τις παραμέτρους της φανερώνει το ποιόν της χριστιανικότητάς μας. Ακόμα κι απέναντι σ’ ένα πουλάκι και σ’ ένα φυλλαράκι!

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΜΕΝΙΟΣ Ο ΚΡΗΣ, Ο ΕΝ ΕΣΧΑΤΟΙΣ ΧΡΟΝΟΙΣ ΔΙΑΛΑΜΨΑΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

«Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Ευμένιος (1931-1999) είχε πατρίδα την Εθιά της επαρχίας Μονοφατσίου, του Ηρακλείου Κρήτης. Πληγώθηκε από θείο έρωτα από την παιδική του ηλικία και ακολούθησε την καλογερική οδό στο Μοναστήρι του Μεγαλομάρτυρος Νικήτα που βρισκόταν κοντά στη γενέτειρά του. Κατά την κουρά του σε μοναχό ονομάστηκε Σωφρόνιος και κατά τη χειροτονία του σε ιερομόναχο, που τέλεσε ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος στη Μονή Καλυβιανής, ονομάστηκε Ευμένιος. Προσβλήθηκε από δαιμονικούς πειρασμούς και ήλθε στην ένδοξη Μονή του Κουδουμά, όπου και ελευθερώθηκε από την επήρεια του Πονηρού. Ασθένησε από λοιμώδη νόσο και γι’ αυτό ήλθε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων στην Αθήνα, το οποίο και ανέδειξε στίβο των ασκητικών του παλαισμάτων και καταφύγιο συμπαθείας όλων των ταλαιπωρουμένων και βαρέως ασθενούντων. Στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών Νόσων περάτωσε τον Ναό των Αγίων Αναργύρων και υπηρέτησε με προθυμία τον όσιο Νικηφόρο (Τζανακάκη), τον τυφλό, λεπρό και παράλυτο. Διακόνησε όλους τους εμπερίστατους και βαριά όπως είπαμε ασθενείς και αναδείχθηκε πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής προς σωτηρία πάρα πολλών χριστιανών Αθηναίων. Υπέμεινε αγόγγυστα, μιμούμενος τον Ιώβ, τις δικές του ασθένειες του σώματος και διακρίθηκε για την ταπείνωσή του, την πραότητα και τη συμπαθή αγάπη του προς κάθε ταλαιπωρημένο και αποκαμωμένο άνθρωπο. Κοιμήθηκε στην Αθήνα την 23η Μαΐου 1999, ενώ το χαριτόβρυτο σκήνωμά του εκτέθηκε προς προσκύνηση στον Ναό των Αγίων Αναργύρων του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων και δέχτηκε τον τελευταίο ασπασμό από άπειρο πλήθος που πενθούσαν. Πανδήμως κηδεύτηκε στην πατρώα του γη. Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν».

Μόλις στις 14 Απριλίου 2022, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου διεκήρυξε την αγιότητα του οσίου και θεοφόρου Πατρός Ευμενίου (Σαριδάκη), του Κρητός και Αθηναίου συνάμα, και τη σημερινή ημέρα 23 Μαΐου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του, η Εκκλησία τέλεσε για πρώτη φορά θεία λειτουργία επί τη μνήμη του. Δεν προκάλεσε καμία έκπληξη η ένταξη του πατρός αυτού στις δέλτους των αγίων. Αντιθέτως, όλοι την πρόσμεναν με βεβαιότητα, δεδομένου ότι ο νέος όσιος εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αγιοποίηση ενός πιστού της Εκκλησίας:  ξεχωριστή αγιότητα βίου, χαρίσματα ιδιαίτερα όπως το διορατικό και προορατικό, επιτέλεση θαυματουργιών στο όνομα του Κυρίου Ιησού. Προφανώς, ο Κύριος θέλησε να έχει έναν ακόμη άγιο ενώπιον της αγάπης Του να πρεσβεύει υπέρ του σύμπαντος κόσμου και να δοξολογεί εν ταπεινώσει το άγιο όνομά Του. Κι αν το γεγονός τούτο αποτελεί χαρά και ευφροσύνη για όλη την Εκκλησία, ιδιαιτέρως χαίρει ο τόπος που τον γέννησε, η Κρήτη, και ο τόπος που φανέρωσε την αγιότητά του, η Αθήνα.

Δεν πρόκειται να επεκταθούμε πολύ καταθέτοντας τα χαρισματικά στοιχεία της ζωής του. Ο σπουδαίος και σοφός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, κ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ήδη συνέγραψε την ακολουθία του νέου οσίου, όπου εκεί κανείς μπορεί εύκολα να «πλατυνθεί» στο άρωμα της ζωής του, το μύρο του Κυρίου Ιησού και του αγίου Πνεύματος. Το μόνο που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι αξιώθηκε ο νέος «χαμογελαστός» όσιος να μετάσχει στην αγιότητα ενός άλλου μεγάλου συγχρόνου και αυτού οσίου, που αποτελεί κόσμημα της ίδιας Κρητικής γης, αλλά εξίσου και της Αθήνας. Μιλάμε για τον πολύ Νικηφόρο τον Λεπρό, ο οποίος στάλθηκε στο Λοιμωδών από τον πνευματικό του πατέρα άγιο Άνθιμο της Χίου, διότι και εκείνου η λοιμώδης νόσος απαιτούσε εξειδικευμένη ιατρική αντιμετώπιση, και αυτή παρεχόταν κατεξοχήν στο συγκεκριμένο Νοσοκομείο. Σ’ αυτόν τον αγιασμένο τελικώς τόπο – αγιασμένο όχι μόνο από την παρουσία των νέων οσίων, Νικηφόρου και Ευμενίου, αλλά και από τον πόνο των πάμπολλων άλλων ασθενών – ο όσιος Ευμένιος γνώρισε τον Νικηφόρο και αξιώθηκε να τον διακονήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, δεχόμενος και τη χάρη που του επιφύλαξε ο Κύριος, να μυροβολήσουν στη δική του παρουσία τα λείψανα του Νικηφόρου του λεπρού. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Άγιασες το θεραπευτήριο των Λοιμωδών νόσων με τον καθαρό βίο σου, σοφέ Ευμένιε, και υπηρέτησες με θαυμαστό τρόπο σαν άγγελος τον θεϊκό Νικηφόρο. Τα τίμια λείψανα αυτού του αγίου τα ευωδίασε η θεία χάρη, φανερώνοντας ότι ο Κύριος μοιράζει τα βραβεία της ευαρεστήσεώς Του σε όλους» (στιχ. εσπ.).

Εκείνο που εκφράζει με συνοπτικό τρόπο την όλη βιοτή του οσίου Ευμενίου είναι και το δοξαστικό της Λιτής από την ακολουθία του. Ο ύμνος φανερώνει ότι ο όσιος υπήρξε στην εποχή μας ο αληθινός άνθρωπος, όπως θέλησε ο Δημιουργός να βγει από τα χέρια Του. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος, έχοντας βεβαίως τη φυσική κλίση προς την πονηρία όπως όλοι που ερχόμαστε στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία, αφότου βαπτίστηκε και δυναμώθηκε από τη χάρη του Κυρίου αγωνίστηκε να παραμείνει σταθερός στην καθαρότητα του βαπτίσματός του: να κρατήσει την αγιότητα ως φυσική πια κατάστασή του γιατί έγινε μέλος Χριστού. Τον Χριστό δηλαδή παιδιόθεν φανέρωνε η ζωή του και την προοπτική αυτή κράτησε με αιμάτινους αγώνες μέχρι το τέλος του. Γι’ αυτό βεβαίως και απολαμβάνει και αυτός μαζί με όλη τη χορεία των προηγουμένων αγίων τη Βασιλεία του Θεού.

«Ας τιμήσουμε τον νέο φωστήρα της Εκκλησίας Ευμένιο, ο οποίος αποξενώθηκε από κάθε υλική και εμπαθή σχέση και έγινε ίδιος με τους αγγέλους του Κυρίου. Αυτός δηλαδή με την επίμονη σκληρή άσκησή του διατήρησε άμεμπτη την εικόνα του Θεού μέσα του, τρέχοντας να Του μοιάσει κατά την εντολή Του. Και τώρα που παρίσταται στον θρόνο της τρισήλιας Θεότητας πρεσβεύει αδιάλειπτα υπέρ των ψυχών μας» («Τόν πάσης προσύλου σχέσεως ξενωθέντα καί οἰκειωθέντα τῶν ἀΰλων τάξεων τῷ Κυρίῳ, Ευμένιον, τόν νέον τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρα, τιμήσωμεν˙ οὗτος γάρ σκληραγωγίᾳ ἐπιμόνῳ ἄμεμπτον τό κατ’ εἰκόνα ἐτήρησε πρός τό καθ’ ὁμοίωσιν ἐπειγόμενος˙ καί νῦν τῆς τρισηλίου Θεότητος τῷ θρόνῳ παριστάμενος ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΣ (22 ΜΑΪΟΥ)

«Ο άγιος έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (3ος αι.) και καταγόταν από το χωριό Χουμάλια της Αμάσειας Πόντου. Ήταν ανεψιός του αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ενώ αρχικά βασανίστηκε μαζί με τους συστρατιώτες του αγίου Θεοδώρου Ευτρόπιο και Κλεόνικο, εκείνοι μεν τελειώθηκαν με το υπέρ Χριστού μαρτύριο, ο ίδιος δε αφέθηκε στη φυλακή. Έχοντας όμως μεγάλη επιθυμία να ολοκληρώσει και αυτός τον δρόμο της μαρτυρικής αθλήσεως, παρακαλούσε γι’ αυτό τον Θεό, οπότε αξιώθηκε της εμφανίσεως του Κυρίου, ο Οποίος του έδωσε εντολή να πάει να αποχαιρετίσει τους δικούς του και έπειτα όταν βρεθεί στα Κόμανα θα λάβει τον μαρτυρικό στέφανο.

Ελευθερώθηκε λοιπόν από τη φυλακή ο άγιος από τους στρατιώτες και μαζί μ’ αυτούς πήγε στον οίκο του κι αφού αποχαιρέτησε τη μητέρα και τους αδελφούς του νουθετώντας τους να μένουν σταθεροί στην πίστη του Χριστού, έμεινε μαζί τους για λίγο. Ο ηγεμόνας Αγρίππας όμως που έμαθε την απελευθέρωσή του έστειλε άλλους στρατιώτες και τον συνέλαβαν. Τον έδεσαν και του έβαλαν υποδήματα που είχαν μέσα καρφιά κι έτσι τον οδήγησαν με βία στον δρόμο που οδηγούσε στα Κόμανα – εκεί και τον περίμενε. Φτάνοντας στο χωριό των Δακνών, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι μίας γυναίκας που ονομαζόταν ΤραΪανή, τον δε άγιο τον πρόσδεσαν σ’ έναν ξερό πλάτανο με τα χέρια πίσω. Ο άγιος προσευχήθηκε και το πλατάνι βλάστησε και έβγαλε πολλά φύλλα. Κι ακόμη ανέβλυσε πηγή νερού από τη ρίζα του, εκεί που είχαν δέσει τον άγιο. Όταν είδαν το θαύμα αυτό οι στρατιώτες και η γυναίκα, είπαν ότι πιστεύουν στον Χριστό και έλυσαν τον άγιο από τα δεσμά του.

Έφτασαν κάποτε στην πόλη των Κομάνων, οπότε παραστάθηκε ενώπιον του ηγεμόνα ο άγιος. Επειδή δεν πείστηκε βεβαίως να θυσιάσει στα είδωλα, φωτιά έπεσε από τον ουρανό με την προσευχή του που κατέφλεξε και τον  ναό των ειδώλων και τον ανδριάντα του Απόλλωνα. Μετά από αυτά εξοργίστηκε πάρα πολύ ο ηγεμόνας και διέταξε να αποκοπεί η κεφαλή του και το σώμα του να ριχτεί στο ποτάμι. Έτσι ο άγιος έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου προς δόξα και αίνεση του Θεού μας».

Προβληματίζεται ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γιατί ο Κύριος δεν επέτρεψε απαρχής την ολοκλήρωση του μαρτυρίου του αγίου Βασιλίσκου μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο. Και δίνει με φωτισμό Κυρίου την απάντηση: έπρεπε ο άγιος να παραμείνει ως μάρτυρας της αγίας Τριάδος και ομολογητής της πίστεως στον Χριστό, προκειμένου προφανώς να βρουν τον δρόμο της πίστεως και άλλοι καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Και μάλιστα η «καθυστέρησή» του αυτή, σημειώνει, ήταν σε συνεργασία με τους δύο άλλους αγίους! «Η εκλεκτή δυάδα των αθλητών, ένδοξε, αφού σε άφησε ως μάρτυρα της Τριάδος, απεδήμησε προς τον Χριστό» (ωδή γ΄). Και: «αφού αφέθηκες από τους συνάθλους σου, μένεις εσύ, Βασιλίσκε πολύαθλε, ομολογώντας τον Χριστό ως Κύριο και Θεό» (ωδή γ΄). Κι είναι ευνόητο: τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο τούτο˙ μπορεί η δική μας «στρεβλή» και μυωπική λογική να νομίζει ότι τα ελέγχει όλα (!), είναι ο Κύριος όμως ως ο παντοκράτωρ και παντογνώστης Θεός που οι βουλές Του έχουν πάντοτε τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Και τα γεγονότα που ακολουθούν βεβαίως αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια: γίνεται ο άγιος δίοδος της παντοδύναμης ενέργειας του Κυρίου, η οποία προκαλεί την καρδιά των ειδωλολατρών για να πιστέψουν.

Τα βασανιστήρια που υπέστη ο άγιος είναι πάμπολλα: προαθλήθηκε μαζί με τους αγίους Ευτρόπιο και Κλεόνικο και ρίχτηκε στη φυλακή˙ παρέμεινε στη φυλακή˙ όταν συνελήφθη εκ νέου μετά την απελευθέρωσή του υπομένει μαρτύρια που θυμίζουν τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο – να βαδίζει με σπρωξιές και βιαιότητες πάνω σε υποδήματα με καρφιά˙ να προσδένεται πάνω σε ξερό πλατάνι σαν ένα είδος σταυρώσεώς του – έτσι το βλέπει και ο υμνογράφος («κηρύττοντας τον σταυρωμένο Κύριο σε έδεσαν σε ξερό ξύλο» (ωδή ς΄)˙ να δέχεται τέλος τον δι’ αποκοπής της κεφαλής του θάνατο. Και μέσα σε όλα αυτά τα τρομερά ο άγιος Ιωσήφ μας αποκαλύπτει, όπως γίνεται και με όλους τους αγίους μάρτυρες, και την «άλλη πλευρά» των πραγμάτων: το πώς ο Κύριος ελκόμενος από τη θερμή αγάπη του πιστού δούλου Του προς Αυτόν (ωδή α΄) του δίνει τη δύναμη να υπομένει˙ του φανερώνεται και του αποκαλύπτει το σχέδιό Του˙ τον κάνει μέσον για να επιτελεστούν σπουδαία θαύματα που επιφέρουν την καλή αλλοίωση των ανθρώπων που σχετίζονται μαζί του˙ τον αναβιβάζει στο επίπεδο του προφήτη Ηλία (ωδή θ΄) που, όπως κι εκείνος, με την προσευχή του έπεσε φωτιά για να διαλυθούν τα είδωλα˙ τον φανερώνει ως νικητή απέναντι στις δαιμονικές δυνάμεις. Η «θέα» που έχει ως προς το τελευταίο ιδίως ο άγιος υμνογράφος είναι εκπληκτική: «σε έβαλαν να περπατήσεις σε υποδήματα με καρφιά˙ κι εσύ με χαρά πορεύτηκες τον δρόμο του μαρτυρίου, καταπατώντας με τα καρφιά αυτά το κεφάλι του διαβόλου, συντρίβοντάς τον ολοκληρωτικά» (στιχ. εσπ. και ωδή ε΄).  

Ο άγιος Βασιλίσκος μπορεί να «ερμηνευτεί» μόνον με πνευματικά δεδομένα: ήταν η αγάπη του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, που τον έκανε να έχει υπερβεί ό,τι εμπαθές και επίγειο (ωδή η΄), που σημαίνει ότι βρισκόταν στον κόσμο ως ένας άλλος Χριστός, ένα κατοικητήριο δικό Του που γι’ αυτό συνέτριβε όλα τα είδωλα που βρίσκονταν στον δρόμο του. «Αναδείχτηκες οίκος της αγίας Τριάδος, κάνοντας πέρα με βδελυγμία τα είδωλα και τους βωμούς τους, σοφέ» (ωδή ζ΄).

20 Μαΐου 2023

19 ΜΑΪΟΥ: ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

 



ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 9, 1-38)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα  τοῦ Θεοῦ ἐν  αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι  τὰ ἔργα  τοῦ πέμψαντός  με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται  νὺξ ὅτε  οὐδεὶς  δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς  τὴν  κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον  οὖν  αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν  σου  οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος  καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος  λεγόμενος Ἰησοῦς  πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωὰμ  καὶ νίψαι· ἀπελθὼν  δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν  αὐτὸν  πρὸς  τοὺς  Φαρισαίους,  τόν  ποτε  τυφλόν. Ἦν  δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  Πάλιν  οὖν ἠρώτων  αὐτὸν  καὶ οἱ Φαρισαῖοι  πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν  αὐτοῖς·  πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον·  πῶς  δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς  τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι  περὶ αὐτοῦ ὅτι  τυφλὸς ἦν  καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν  τοὺς  γονεῖς  αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς  περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  Ταῦτα  εἶπον  οἱ γονεῖς  αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν  αὐτὸν  καὶ εἶπον·  σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος  οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺπιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν  μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δ ὲἔφη·  πιστεύω,  Κύριε·  καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στό δρόμο του ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο  πού  εἶχε  γεννηθεῖ τυφλός.  Τόν  ρώτησαν,  λοιπόν,  οἱ μαθητές  του:  «Διδάσκαλε,  ποιός ἁμάρτησε  καί  γεννήθηκε  αὐτός τυφλός, ὁ ἴδιος ἤ οἱ γονεῖς του;» Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε  οὔτε  οἱ γονεῖς  του, ἀλλά  γεννήθηκε  τυφλός  γιά  νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη  τῶν ἔργων  τοῦ Θεοῦ πάνω σ' αὐτόν. Ὅσο διαρκεῖ ἡμέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ' ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι σ' αὐτόν τόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς γιά τόν κόσμο». Ὅταν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό ἀπό τό φτύμα, ἄλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά νιφτεῖς στήν κολυμβήθρα  τοῦ Σιλωάμ» –πού  σημαίνει  «ἀπεσταλμένος ἀπό  τό Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καί νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε  πίσω, ἔβλεπε.  Τότε  οἱ γείτονες  κι ὅσοι  τόν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν  τυφλός, ἔλεγαν:  «Αὐτός  δέν  εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού καθόταν ἐδῶ καί ζητιάνευε;» Μερικοί ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Εἶναι κάποιος πού τοῦ μοιάζει». Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι». Τότε τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τά μάτια σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τά μάτια καί μοῦ εἶπε: "πήγαινε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίψου"· πῆγα λοιπόν ἐκεῖ, νίφτηκα καί βρῆκα τό φῶς μου». Τόν ρώτησαν, λοιπόν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δέν ξέρω», τούς ἀπάντησε.Τόν ἔφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄλλοτε τυφλός. Ἡμέρα πού ἔφτιαξε ὁἸησοῦς τόν πηλό καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια ἦταν Σάββατο. Ἄρχισαν λοιπόν καί οἱ Φαρισαῖοι νά τόν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τό φῶς του. Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Ἔβαλε πάνω στά  μάτια  μου  πηλό,  νίφτηκα  καί  βλέπω».  Μερικοί ἀπό  τούς Φαρισαίους ἔλεγαν:  «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖνά  εἶναι σταλμένος ἀπό τό Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεῖα;» Καί ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπόν πάλι τόν τυφλό: «Ἐσύ τί λές γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Εἶναι προφήτης». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως  δέν ἐννοοῦσαν  νά  πιστέψουν  πώς  αὐτός ἦταν τυφλός κι ἀπέκτησε τό φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τούς ρώτησαν: «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας πού λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πώς αὐτός εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ἤ ποιός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια, ἐμεῖς δέν τό ξέρουμε. Ρωτῆστε τόν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του». Αὐτά εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπό φόβο πρός τούς Ἰουδαίους. Γιατί, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νά ἀφορίζεται ἀπό τή συναγωγή ὅποιος παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτό εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τόν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν ἄνθρωπο πού ἦταν πρίν τυφλός καί τοῦ εἶπαν: «Πές τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ἐκεῖνος τότε τούς ἀπάντησε: «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό ξέρω· ἕνα ξέρω: πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι: «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» «Σᾶς τό εἶπα κιόλας», τούς ἀποκρίθηκε, «ἀλλά δέν πειστήκατε· γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τοῦ εἶπαν: «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ·ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὁ Θεός μίλησε στό Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό παράξενο, πώς ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως  αὐτός  μοῦ ἄνοιξε  τά  μάτια.  Ξέρουμε  πώς ὁ Θεός  τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανείς τά μάτια ἑνός γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τό Θεό δέ θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα». «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καί κάνεις τό δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καί τόν πέταξαν ἔξω. Ὁ Ἰησοῦς ἔμαθε ὅτι τόν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τόν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Καί ποιός εἶναι αὐτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μά τόν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.

 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης) (Πρ. Ἀπ. 26, 1. 12-20)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ ̓ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκείνες, ὁ Βασιλιᾶς Ἀγρίππας εἶπε στόν Παῦλο: «Σοῦ ἐπιτρέπεται νά ἀπολογηθεῖς». Τότε ὁ Παῦλος σήκωσε τό χέρι του καί ἄρχισε τήν ἀπολογία του: «Πηγαίνοντας γι’ αὐτόν τό σκοπό στή Δαμασκό μέ ἐξουσιοδότηση καί ἄδεια ἀπό τούς ἀρχιερεῖς, εἶδα στό δρόμο, βασιλιά μου, μέρα μεσημέρι, ἕνα φῶς ἀπό τόν οὐρανό, πιό λαμπρό κι ἀπό τόν ἥλιο, νά μέ περιβάλλει μέ τή λάμψη του κι ἐμένα κι αὐτούς πού πήγαιναν μαζί μου. Ὅλοι μας πέσαμε στή γῆ, κι ἐγώ ἄκουσα μιά φωνή ποῦ μοῦ ἔλεγε στήν ἑβραϊκή γλώσσα: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ καταδιώκεις; Εἶναι ὀδυνηρό νά κλοτσᾶς στά καρφιά”. Ἐγώ ρώτησα: “ποιός εἶσαι, Κύριε;” Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε: “ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, πού ἐσύ τόν καταδιώκεις. Σήκω ὅμως καί στάσου στά πόδια σου. Γι’ αὐτό σοῦ φανερώθηκα: γιά νά σέ πάρω στήν ὑπηρεσία μου καί νά σέ καταστήσω μάρτυρα γι’ αὐτά πού εἶδες καί γι’ αὐτά πού θά σοῦ δείξω ἀκόμη. Θά σέ προστατεύω ἀπό τό λαό σου καί ἀπό τούς ἐθνικούς, στούς ὁποίους ἐγώ σέ στέλνω, γιά ν’ ἀνοίξεις τά μάτια τους, ὥστε νά ἐπιστρέψουν ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς κι ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ σατανᾶ στό Θεό. Γιατί, ἄν πιστέψουν σ’ ἐμένα θά λάβουν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν τους καί μιά θέση ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού ἀνήκουν στό Θεό”. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά, βασιλιά Ἀγρίππα, δέν ἀρνήθηκα νά ὑπακούσω στήν οὐράνια ὀπτασία, ἀλλά ἄρχισα νά κηρύττω, πρῶτα σ’ αὐτούς πού ἦταν στή Δαμασκό καί στά Ἱεροσόλυμα κι ὕστερα σ’ ὅλη τή χώρα τῆς Ἰουδαίας καί στούς ἐθνικούς, νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στό Θεό καί μετά νά δείχνουν τή μετάνοιά τους πράττοντας ἀνάλογα ἔργα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

18 Μαΐου 2023

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «Ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».