06 Ιουνίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ιλαρίων ήκμασε κατά τον ένατο αιώνα, καταγόταν δε από την Καππαδοκία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Πέτρος και ήταν προμηθευτής του άρτου των ανακτόρων, η δε μητέρα του ονομαζόταν Θεοδοσία. Και οι δύο διακρίνονταν για την ευσέβειά τους, φρόντισαν δε να μεταδώσουν αυτήν και στον υιό τους. Ακόμη τον εκπαίδευσαν και είχαν την ευτυχία να τον δουν να προκόβει λαμπρά στη θρησκευτική και θεολογική μάθηση.

Φλεγόμενος ο Ιλαρίων να αναδειχθεί υπηρέτης της πίστεως και της Εκκλησίας χωρίς κανένα κοσμικό περισπασμό, εισήλθε στο μοναστήρι του Ξηρονησίου στην Κωνσταντινούπολη. Μοίρασε εκεί τον χρόνο του μεταξύ της μελέτης και της πνευματικότερης ασκήσεως και εξυψώσεως της ψυχής του, κι ύστερα πήγε στη Μονή των Δαλμάτων, όπου και περιβλήθηκε το αξίωμα του μεγαλόσχημου. Δέκα χρόνια έζησε εκεί, υπήρξε δε πρότυπο ταπεινοφροσύνης, φιλαδελφίας και ολόψυχης προσήλωσης στα θεία. Η χάρη του Θεού κατασκήνωσε πλούσια σ᾽ αυτόν, αξιώθηκε δε κάποια ημέρα να θεραπεύσει με την προσευχή του έναν δαιμονισμένο νέο. Και τότε ο ηγούμενος με καθημερινή επιμονή πέτυχε να τον χειροτονήσει ιερέα.

Επειδή οι συνάδελφοί του της Μονής των Δαλμάτων ήταν περισσότερο από ό,τι έπρεπε κολακευτικοί προς αυτόν, διακηρύσσοντας ενώ ήταν παρών τις πολλές αρετές του, ο Ιλαρίων αποφάσισε να τους αποφύγει, λέγοντας ότι τέτοιοι φίλοι καταντούν ακούσιοι εχθροί. Αναχώρησε λοιπόν, χωρίς να δηλώσει ότι δεν θα επέστρεφε, και έφτασε στη Μονή των Καθαρών. Οι μοναχοί της Μονής των Δαλμάτων, βλέποντας ότι παρατεινόταν η απουσία του, άρχισαν να κυριεύονται από ανησυχία και τράπηκαν σε αναζήτησή του. Και έμαθαν μεν επιτέλους ότι ήταν στο μοναστήρι των Καθαρών, αλλά δεν μπόρεσαν να τον μεταπείσουν να επιστρέψει.

Η γνήσια όμως αγάπη δεν υπομένει μόνον, αλλά και επιμένει. Δεν ήθελε να έλθει; Αποφάσισαν να τον εξαναγκάσουν. Και λοιπόν απευθύνθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Πατριάρχευε τότε ο ευσεβέστατος Νικηφόρος, ο οποίος με μεγάλη συγκίνηση και χαρά είδε μοναχούς να αγωνίζονται τόσο πολύ, για να επαναφέρουν κοντά τους τον καλύτερό τους. Παρομοίως συμπάθησε τον πόθο τους και ο βασιλιάς Νικηφόρος, και με διαταγή και των δύο επανέφερε τον Ιλαρίωνα στο μοναστήρι των Δαλμάτων. Με κοινή μάλιστα ψήφο αναδείχθηκε ηγούμενός του.

Πέρασε οκταετία στη νέα αυτή υπηρεσία του Ιλαρίωνα κι ήταν τερπνότατο θέαμα η συμβίωση των υπό την πνευματική του επιστασία αδελφών. Την αδελφότητα δεν την ονομάτιζε κανείς μόνον εκεί, αλλά την ψηλαφούσε. Κάθε ατομικό θέλημα ήταν εξορισμένο και όλοι συναντώντο στο θέλημα του Θεού.

Αλλά στην Εκκλησία ενέσκηψε καταιγίδα. Ο Λέων ο Αρμένιος κήρυξε επί της πατριαρχίας του Νικηφόρου τον γνωστό πόλεμο κατά των αγίων εικόνων. Τότε μεταξύ των μονών που πρωτοστάτησαν  στην αντίδραση, υπήρξε και η Μονή των Δαλμάτων.

Ο βασιλιάς διέταξε τον ηγούμενο Ιλαρίωνα να έλθει στην Κωνσταντινούπολη και να παρουσιασθεί ενώπιόν του. Ο Ιλαρίων το έπραξε. Αλλά ο Λέων δεν επέτυχε τον σκοπό του. Ο πιστός καλόγερος δεν θαμπώθηκε από τη βασιλική αίγλη ούτε πτοήθηκε από το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Με παρρησία είπε προς τον βασιλιά ότι ασεβεί και ότι ξεκινώντας τον κατά των αγίων εικόνων πόλεμο αδικούσε την Εκκλησία και τάρασσε άσκοπα το κράτος.

Ο διάδοχος του Πατριάρχη Νικηφόρου Θεόδοτος ο Μελισσηνός μάταια επίσης αποπειράθηκε να παραπείσει τον Ιλαρίωνα. Και τότε άρχισε ο διωγμός του αγίου. Τον περιόρισαν επανειλημμένως σε μοναστήρια, που ανήκαν στη μερίδα των εικονομάχων, όπου τον καθυπέβαλαν και σε στερήσεις και πολλές ταλαιπωρίες. Και σε κοινές φυλακές τον έβαλαν και στο φρούριο Προτείχιο τον έκλεισαν.

Ο Λέων ο Αρμένιος φονεύθηκε σε μάχη και ο άγιος Ιλαρίων ανέκτησε την ελευθερία επί του διαδόχου βασιλιά Μιχαήλ του Τραυλού. Αλλά επί του βασιλιά Θεοφίλου άρχισε νέος κατά των αγίων εικόνων διωγμός. Και τότε ο Ιλαρίων έπεσε σε νέο χειμώνα και βαριά και σφοδρά κύματα. Είπε με θάρρος την αλήθεια στον Θεόφιλο, γι᾽ αυτό και ραβδίστηκε σκληρά και εξορίστηκε στη νήσο Αφουσία. Οκτώ ολόκληρα  χρόνια πέρασε εκεί με μεγάλη και πολλή ταλαιπωρία, όταν ο Θεός ανάδειξε την Εκκλησία νικήτρια της καταιγίδας και του σάλου. Ο Θεόφιλος πέθανε, η δε σύζυγός του βασίλισσα Θεοδώρα πρωτοστάτησε στην αναστήλωση των αγίων εικόνων. Τότε οι ομολογητές όλοι της ορθοδοξίας ήλθαν πλήρεις τιμών στη βασιλεύουσα, κι επιδόθηκαν ο καθένας στις προηγούμενες υπηρεσίες του. Την ικανοποίηση αυτή έλαβε και ο Ιλαρίων. Η ιερή Μονή του που τόσο πολύ τον ποθούσε, τον επανείδε ανάμεσά της. Μέσα σ᾽ αυτήν, μετά από τρία χρόνια, άφησε την τελευταία πνοή του, αφού αναδείχτηκε τέλειος χριστιανός όχι μόνο κατά τις ώρες της ειρήνης, αλλά και κατά τις θύελλες των κινδύνων και των υπέρ Χριστού αγώνων» (Μιχαήλ Γαλανού, Οι βίοι των αγίων).

Δεν φείδεται επαίνων ο υμνογράφος του οσίου Ιλαρίωνος του νέου  προκειμένου να αναδείξει το πνευματικό μεγαλείο αυτού. Στο πρόσωπο του οσίου βλέπει όχι έναν απλό άνθρωπο, αλλά έναν άγγελο που έζησε εδώ στη γη με το σώμα του, έναν επίγειο άγγελο και επουράνιο άνθρωπο. «Ως άγγελος εβίωσας επί της γης μετά σώματος, Ιλαρίων μακάριε». «Επίγειος άγγελος και επουράνιος άνθρωπος εχρημάτισας, όσιε» (στιχηρά εσπερινού). Είναι εύλογο λοιπόν να επισημαίνει όλες τις αρετές στην αγία ύπαρξη και ζωή του. «Απέκτησες, Πάτερ, βίο ακηλίδωτο, υπομονή και πραότητα και αγάπη ανόθευτη, άμετρη εγκράτεια, ολονύκτια στάση, θεία κατάνυξη, πίστη κι ελπίδα αληθινή με συμπάθεια» (στιχηρό εσπερινού). Κι ακόμη: «Υπήρξες πηγή κατανύξεως, ποταμός συμπαθείας, πέλαγος θαυμάτων, εγγυητής αμαρτωλών, κατάκαρπη πράγματι ελιά του Θεού που γλυκαίνει τα πρόσωπα με το λάδι των κόπων σου, Ιλαρίων μακάριε» (στιχηρό εσπερινού).

Τι ήταν εκείνο που απετέλεσε κανόνα ζωής στον όσιο, ώστε εκεί προσβλέποντας να μένει σταθερός σε ό,τι ήταν πάντοτε θέλημα του Θεού, συνεπώς να δέχεται πλούσια τη χάρη Αυτού; Ο υμνογράφος δίνει πολλαπλώς την απάντηση: Ο όσιος κράτησε το όμμα της καρδιάς του ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές. Τα βήματα της καρδιάς του τα έκανε πάνω στην πέτρα της πίστης του Χριστού. Κι αυτό γιατί αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στον ίδιο τον Θεό, προφανώς κινούμενος από θερμή αγάπη προς Αυτόν. Όπως τα σημειώνει ο ίδιος ο υμνογράφος: «Κράτησες το όμμα της καρδιάς σου ακοίμητο πάνω στις θείες εντολές, χωρίς να παρεκκλίνεις ποτέ, σεβάσμιε» (ωδή ε´). «Έστησες τα βήματα της καρδιάς σου πάνω στην πέτρα της πίστης και διέμεινες ασάλευτος, χωρίς να πτοείσαι καθόλου από τις προσβολές των δαιμόνων» (ωδή δ´).

Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να προχωρήσει στην πνευματική ζωή, να φθάσει σαν τον όσιο Ιλαρίωνα στο μέτρο της ηλικίας του Χριστού, στην τελειότητα δηλαδή, χωρίς την ασκητική προσπάθεια της τήρησης των εντολών του Χριστού – «θήλασες από βρέφος την αρετή και με τους κόπους της εγκράτειας και τους ασκητικούς ιδρώτες έφτασες σε άνδρα και μέτρο της πνευματικής ηλικίας του Χριστού» (ωδή α´). Είναι εξίσου αλήθεια όμως ότι για να μπορέσει κανείς να προχωρήσει έτσι, απαιτείται και το έμπρακτο παράδειγμα. Χωρίς το παράδειγμα, τη ζωντανή επιβεβαίωση του ευαγγελικού τρόπου ζωής, μόνος του κάποιος θα δυσκολευτεί πάρα πολύ. Και το ζωντανό παράδειγμα προσφέρεται είτε με κάποιον που συνυπάρχει μαζί μας και τον ακολουθούμε κατά πόδας στην πνευματική ζωή είτε μέσα από τους βίους των αγίων μας. Η μελέτη των βίων των αγίων αποτελεί το ισχυρότερο ερέθισμα για να υποκινείται κανείς διαρκώς στον δρόμο του Χριστού. Αυτό δηλαδή που έζησαν οι άγιοι: τη ζωή του Χριστού, αυτό μαθαίνουμε κι εμείς πρακτικά και αναλυτικά βλέποντας τη δική τους ζωή.

Το ίδιο συνέβη και στον όσιο Ιλαρίωνα τον νέο. Ο υμνογράφος δεν χάνει την ευκαιρία να σημειώσει ότι πρότυπο στη χριστιανική ζωή του ήταν ο ομώνυμός του άγιος Ιλαρίων ο μέγας. Κι όπως αυτός είχε ως πρότυπο και καθοδηγητή του τον όσιο Μέγα Αντώνιο, με τον οποίο έζησε αρκετά χρόνια, έτσι και ο Ιλαρίων ο νέος θέλησε τη ζωή του ομωνύμου του αγίου να μιμηθεί, καθώς την είχε ακούσει και την είχε μελετήσει. «Ζήλεψες τον μέγα στην αρετή Ιλαρίωνα και ακολουθώντας τον πνευματικά στα ίχνη της εγκράτειας, φάνηκες, όσιε, κορυφαίος και παράδειγμα στην ποίμνη σου» (ωδή ς´). Μακάρι κι εμείς, έστω και επ᾽ ελάχιστον, να μιμηθούμε τη ζωή του οσίου Ιλαρίωνα, στην εγκράτεια και «τον έλεον της καρδίας» του.

03 Ιουνίου 2023

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 7, 37-52. 8,12)

    Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸςαὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μή ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τήν πιό λαμπρή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς μπροστά στό πλῆθος καί φώναξε: «Ὅποιος διψάει, νά ’ρθεῖ σ’ ἐμένα καί νά πιεῖ. Μέσα ἀπό κεῖνον πού πιστεύει σ’ ἐμένα, καθώς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θά τρέξουν». Αὐτό τό εἶπε ὁ Ἰησοῦς ἐννοώντας τό Πνεῦμα πού θά ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δέν εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξαστεῖ μέ τήν ἀνάσταση. Πολλοί ἄνθρωποι ἀπό τό πλῆθος, πού ἄκουσαν αὐτά τά λόγια, ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι πραγματικά ὁ προφήτης πού περιμένουμε». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας». Ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Ὁ Μεσσίας θά ’ρθεῖ ἀπό τή Γαλιλαία; Ἡ Γραφή δέν εἶπε πώς ὁ Μεσσίας θά προέρχεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Δαβίδ καί θά γεννηθεῖ στή Βηθλεέμ, τό χωριό καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τό πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοί ἀπ’ αὐτούς ἤθελαν νά τόν πιάσουν, κανείς ὅμως δέν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροί στούς ἀρχιερεῖς καί στούς Φαρισαίους, κι αὐτοί τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν τόν φέρατε;» Οἱ φρουροί ἀπάντησαν: «Ποτέ ἄνθρωπος δέ μίλησε ὅπως αὐτός». Τούς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτόν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἤ κανείς ἀπό τούς Φαρισαίους; Μόνον αὐτός ὁ ὄχλος πιστεύει, πού δέν ξέρουν τό νόμο τοῦ Μωυσῆ καί γι’ αὐτό εἶναι καταραμένοι». Τούς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος πού εἶχε πάει στόν Ἰησοῦ νύχτα λίγον καιρό πρίν: «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μέ τό νόμο μας νά καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν πρῶτα δέν τόν ἀκούσουμε καί δέ μάθουμε τί ἔκανε;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσύ ἀπό τή Γαλιλαία; Μελέτησε τίς Γραφές καί θά δεῖς πώς κανένας προφήτης δέν πρόκειται νά ἔρθει ἀπό τή Γαλιλαία». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς μίλησε πάλι καί τούς εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μέ ἀκολουθεῖ δέν θά πλανιέται στό σκοτάδι, ἀλλά θά ἔχει τό φῶς πού ὁδηγεῖ στή ζωή.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 2, 1-11)

     Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ ̓ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύηςτῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

     Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μιά βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Ἐπίσης τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σαν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Πνεῦμα. Στήν Ἱερουσαλήμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκούστηκε αὐτή ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτούς καί ἦταν κατάπληκτοι, γιατί ὁ καθένας τους ἄκουγε τούς ἀποστόλους νά μιλᾶνε στή δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοί καί μέ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους: «Μά αὐτοί ὅλοι πού μιλᾶνε δέν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τούς ἀκοῦμε νά μιλᾶνε στή δική μας μητρική γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καί Ἐλαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀσίας, τῆς Φρυγίας καί τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καί ἀπό τά μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι πού εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοί καί Ἄραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τούς ἀκοῦμε νά μιλοῦν στίς γλῶσσες μας γιά τά θαυμαστά ἔργα τοῦ Θεοῦ».

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

02 Ιουνίου 2023

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο άγιος Νικηφόρος (758-822) έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του δυσσεβή, του επονομαζομένου Κοπρώνυμου, και ήταν γέννημα και θρέμμα της Βασιλίδος των πόλεων. Οι γονείς του, λαμπρής και γνωστής οικογένειας, ήταν ο Θεόδωρος και η Ευδοκία. Ο Θεόδωρος ήταν γραμματέας των βασιλικών εντολών κι επειδή κατηγορήθηκε ότι προσκυνούσε τις θείες εικόνες μαστιγώθηκε και εξορίστηκε στο φοβερό φρούριο της Μύλασσας. Αργότερα τον έφεραν πίσω, αλλ’ επειδή και πάλι δεν υπάκουσε στις βασιλικές προσταγές, τον εξόρισαν πέρα από τη Νίκαια. Εκεί έζησε έξι χρόνια με μεγάλες κακουχίες κι έτσι έφυγε από τη ζωή αυτή. 

Ο γιος του ο τίμιος Νικηφόρος, ήδη από γεννησιμιού του μεγάλωσε μέσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως. Όταν μεγάλωσε και πήρε καλή μόρφωση, κατατάχθηκε κι αυτός στους Γραμματείς. Αργότερα όμως, όλα τα επίγεια τα θεώρησε σκουπίδια και σαν τον ιστό της αράχνης, γι’ αυτό και αναχώρησε από την Πόλη και πήγε στην Προποντίδα, ζώντας με πλήρη αφιέρωση στον Θεό και με πολλούς ασκητικούς κόπους και ταλαιπωρίες. Όταν απεβίωσε ο μέγας Αρχιερεύς Ταράσιος (πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο αυτοκράτορας Νικηφόρος πίεσε με έντονες παρακλήσεις τον ομώνυμό του ασκητή Νικηφόρο  να αναλάβει αυτός τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα όμως αναπαύτηκε από τη ζωή αυτή ο συγκεκριμένος αυτοκράτορας, τον διαδέχθηκε ο υιός του Σταυράκιος που κι αυτός πολύ γρήγορα απέθανε, οπότε ανέλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας ο ευσεβέστατος Μιχαήλ. 

Τον Μιχαήλ όμως τον έριξε βίαια από τον θρόνο ο όνομα και πράγμα Λέων κι έγινε αυτός βασιλιάς, αρχίζοντας τις επιθέσεις του κατά των αγίων εικόνων και κατά της ευσεβούς ορθοδόξου πίστεως. Πόσα και τι είδους παθήματα πέρασε ο σεβάσμιος Πατέρας μας Νικηφόρος στους θαρραλέους αγώνες του απέναντι στον ασεβή και αλιτήριο αυτόν βασιλιά, είναι αδύνατο και να πούμε και να γράψουμε. Το μόνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι ο θεομίσητος Λέων, μόλις ανέλαβε τον εξουσία, αμέσως καθαίρεσε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Νικηφόρο, τον εξόρισε και τον έριξε στη φυλακή, δίνοντας την εντολή να μην έχει καμιά απολύτως ανθρώπινη παρηγοριά από οποιονδήποτε. Έτσι έζησε με ταλαιπωρίες μεγάλες ο άγιος, μέχρις ότου ο ασεβής αυτός Λέων έχασε με άσχημο τρόπο τη ζωή του, καθώς κατέκοψαν τα μέλη του σώματός του με μαχαίρια δικοί του άνθρωποι, μέσα στον ναό του Φάρου. Ο δε μακάριος Νικηφόρος, καταπονημένος από τις πολύχρονες ταλαιπωρίες και τις κακοπάθειες, παρέθεσε το πνεύμα του στα χέρια του Χριστού, σε ηλικία περίπου εβδομήντα ετών, αφού πέρασε εννιά χρόνια στον Πατριαρχικό θρόνο και δεκατρία στην εξορία».  

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου Νικηφόρου, με έναν τολμηρό αλλά ρεαλιστικό ταυτόχρονα στίχο του, μάς δίνει το πνευματικό ύψος του εορταζομένου αγίου: «Ο Πατριάρχης Νικηφόρος είναι δίπλα στον Πατριάρχη Αβραάμ τον θείο Γέροντα. Ο Νικηφόρος στις 2 Ιουνίου βρήκε θέση στον Παράδεισο» (στίχος συναξαρίου). Και δεν μένει μόνον εκεί. Όχι μόνο ο Αβραάμ, αλλά όλοι οι μεγάλοι Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής, τιμούν τον άγιο Νικηφόρο με ωδές και ύμνους, θεωρώντας ότι προστέθηκε στη δική τους χορεία εν ουρανοίς (κάθισμα όρθρου). Γιατί αυτό; Θα περιμέναμε από τον άγιο υμνογράφο να μας πει ότι πρόκειται πρώτα από όλα για παιδί ενός μάρτυρα – μάρτυρας ο πατέρας του Θεόδωρος. Κι όμως! Ούτε μία αναφορά στον άγιο πατέρα. Ο υμνογράφος είναι «θαμπωμένος» θα λέγαμε από την αγία βιοτή του οσίου Νικηφόρου κι εκεί επικεντρώνει την προσοχή του, αλλά και τη δική μας.

Και πράγματι. Νομίζουμε πως δεν υπάρχει λέξη που να μη χρησιμοποίησε ο Θεοφάνης για να μας προβάλει τη θεμελιωμένη πάνω στον Κύριο ζωή του Νικηφόρου, ήδη από την ώρα της γέννας του και μέχρι την ώρα της εξόδου του από τον κόσμο. Είναι το «θεῖον ἐκτύπωμα» - στο πρόσωπό του βλέπουμε τον ίδιο τον Θεό (στιχ. εσπ.), είναι «αυτός που την πράξη της άσκησης την έκανε σκαλοπάτι για να ανεβεί στη θεωρία του Θεού» (ὠδή α΄), είναι «αυτός που ο λόγος του ήταν κοσμημένος από τις ενάρετες πράξεις του και ο βίος του αντιστοίχως γεμάτος από την ομορφιά του λόγου του Θεού» (ὠδή α΄). Όλη η ζωή του δηλαδή κατά τον άγιο υμνογράφο ήταν ένας αγώνας πάνω στο μαρτύριο της συνειδήσεως: πώς να τηρεί απαρέγκλιτα τις εντολές του Κυρίου Ιησού (ὠδή η΄). Γι’ αυτό και φωτίστηκε από το Πνεύμα του Θεού, ώστε όχι μόνο η ζωή του αλλά και ο λόγος του και τα κηρύγματά του να φανερώνουν όντως τι το Πνεύμα φανερώνει στην Εκκλησία. «Λάμποντας σαν ήλιος με τις ακτίνες του Πνεύματος στις Εκκλησίες, αναδείχθηκες ουρανομήκης στύλος της, θεόφρον» (ὠδή ς΄). Και πρέπει να σημειώσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος του κανόνα του για τον άγιο ο Θεοφάνης το αφιερώνει στην εξαγγελία του λόγου του Θεού, αφού την εποχή του η ορθόδοξη πίστη διωκόταν από τον αυτοκράτορα Λέοντα, ο οποίος θεωρούσε την προσκύνηση των εικόνων ως πράξη ειδωλολατρική. Ο άγιος Νικηφόρος λοιπόν ήταν εκείνος, μεταξύ των άλλων Πατέρων, που έδειξε ότι η εικόνα αποτελεί πρακτική εφαρμογή της πίστεως στον Ιησού Χριστό ως Θεό αλλά και άνθρωπο. Άρνηση να τιμήσει κανείς τις εικόνες σημαίνει ότι αρνείται την πραγματικότητα της ενσάρκωσης του Θεού, αλλοίωση της πίστεως σ’ Εκείνον, συνεπώς συνιστά χριστολογική αίρεση που τον άνθρωπο τον εκτρέπει από τη ζωντανή σχέση του με τον Θεό. «Με θεολογικό νου ερεύνησες το βάθος της σοφίας και με τη δύναμη των διδασκαλιών σου διέλυσες (κρέμασες) εντελώς αυτούς που αρνούνται την εικόνα του Χριστού» (ὠδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης, όπως συμβαίνει πάντοτε για κάθε άγιο, «διανοίγει» και την καρδιά του οσίου Νικηφόρου προκειμένου να μας νοηματοδοτήσει την όλη πορεία του. Μας συγκινεί ιδιαίτερα ο λόγος του: «Έχοντας κάνει παράδεισο την καρδιά σου, στο κέντρο της οποίας είναι φυτευμένο το ξύλο της ζωής, δηλαδή ο ίδιος ο Κύριος, φανέρωσες σε όλους τον λόγο της πίστεως, πάτερ Νικηφόρε θεόπνευστε» (ὠδή δ΄). Για να μιλήσει κανείς για την πίστη, για να είναι πειστικός ο λόγος και το κήρυγμά του για τον Χριστό και την αγία Εκκλησία Του, πρέπει να εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού. Η έμπνευση όμως αυτή προϋποθέτει τον αγώνα να κρατάει κανείς τον Χριστό στο κέντρο της καρδιάς του – να ενεργοποιεί το άγιο βάπτισμά του. Κι αυτό γίνεται μόνο με έναν τρόπο, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: όταν τηρούνται οι άγιες εντολές Του. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου». Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει κατακάθαρα ενώπιόν μας τον άγιο και την κατά Χριστόν πορεία του.