06 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους».

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. «Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. «Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες» (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστεως των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστεώς του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν «σκύβαλα», σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. «Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού» (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. «Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς». Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να δέχονται κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία.

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος. 

05 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο όσιος Μάρκος υπήρξε φιλόπονος σε όλα: και στη μελέτη των θείων Γραφών αφιέρωσε τον εαυτό του και έφτασε στο άκρο της άσκησης και της αρετής. Απόδειξη και των δύο είναι αφενός οι λόγοι που συνέγραψε, οι οποίοι είναι γεμάτοι από κάθε διδαχή και ωφέλεια, αφετέρου η ενέργεια των θαυμάτων που του δόθηκε από τον Σωτήρα Χριστό. Από αυτά ένα είναι αναγκαίο εξάπαντος να πούμε: Όταν ο όσιος βρισκόταν στην αυλή του ασκηταριού του και εν προσευχή πρόσεχε τον εαυτό του, ήλθε κοντά του μία ύαινα, φέρνοντας και το τυφλό παιδάκι της. Με ταπεινό σχήμα λοιπόν παρακαλούσε τον άγιο να την λυπηθεί και να γιατρέψει την τύφλωση του παιδιού της. Κι αυτός, αφού έφτυσε στους πληγωμένους οφθαλμούς και προσευχήθηκε, τους έκανε υγιείς.

Μετά από κάποιες ημέρες, η ύαινα του έφερε την προβιά ενός μεγάλου κριαριού σαν δώρο για τη θεραπεία, αλλά ο όσιος δεν θέλησε  να το πάρει πριν το θηρίο του υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ από εδώ και στο εξής να επιτεθεί  σε πρόβατα φτωχών ανθρώπων. Αν όμως ήταν τόσο συμπαθής στην άλογη φύση, πολλαπλασίως είχε αγάπη προς τους ανθρώπους, λόγω της κοινής φύσης μας, η οποία απαιτεί να δείχνουμε πολύ μεγάλη ευσπλαχνία ο ένας προς τον άλλον.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχική καθαρότητα του άνδρα, ώστε ο πρεσβύτερος της Μονής βεβαίωνε με όρκους ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε κοινωνία των αχράντων μυστηρίων στον μοναχό Μάρκο, διότι όταν προσερχόταν αυτός να κοινωνήσει, άγγελος Κυρίου του την μετέδιδε, ενώ εκείνος έβλεπε μόνο το χέρι του αγγέλου από τον αγκώνα να κρατάει την αγία λαβίδα, με την οποία ο όσιος μετείχε των αγιασμάτων. Απομακρύνθηκε ο όσιος από τις κοσμικές φροντίδες και από όλους τους θορύβους, όταν ήταν στην ηλικία των σαράντα χρόνων. Κι αφού πέρασε στην άσκηση εξήντα έτη, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν κοντός σωματικά, με λεπτό γένι και έχοντας το κεφάλι να λάμπει εσωτερικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Ο μακαριστός και επιφανής λόγιος μοναχός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης σε εισαγωγικό του σχόλιο για κείμενα του οσίου Μάρκου του ασκητή στη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών  λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσων βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε∙ «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον». Γεννήθηκε τον 5ο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία… Ο όσιος Μάρκος και οι άλλοι όσιοι Πατέρες, δεν μιλούσαν, ούτε έδιναν μονιμότητα στις σκέψεις τους με την εγγραφή τους, αν δεν ζούσαν τις αλήθειες της πνευματικής ζωής και αν δεν είχαν την καθολική μαρτυρία της πνευματικής παραδόσεως. Έτσι, ο άγιος αυτός ερημίτης έγραψε τις εμπειρίες του στηριζόμενος στις άγιες Γραφές και μέσα στα πλαίσια της πνευματικής παραδόσεως, αλλά με την προσωπική του ιδιοτυπία, που συνίσταται στον τονισμό της λειτουργίας του πνευματικού νόμου».

Δεν επηρέασε μόνο τους μοναχούς όμως ο όσιος Μάρκος. Κάθε χριστιανική ψυχή που ενέκυψε, εγκύπτει ή θα εγκύψει με προσοχή και με ταπείνωση στα κείμενά του, θα διαπιστώσει τη χάρη που τα διέπουν και οπωσδήποτε θα προβληματιστεί και θα παρακινηθεί, όχι ασφαλώς στο να γίνει μοναχός – αυτό είναι ξεχωριστή κλήση του Κυρίου σε όσους δύνανται να χωρέσουν τον λόγο τούτο – αλλά στο να εμβαθύνει στην πνευματική ζωή και στο να ακολουθήσει πιο συνειδητά τον δρόμο του Κυρίου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: δεν πρόκειται να κρίνει ο Κύριος το είδος της ζωής που επιλέγουμε, τον έγγαμο ή τον μοναχικό βίο, αλλά αν αυτό που επιλέγουμε, το ακολουθούμε με βάση το άγιο θέλημά Του. Κι εδώ έγκειται η συνεισφορά η μεγάλη του οσίου Μάρκου. Με τις γραφές του, στη μορφή των μικρών κεφαλαίων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών συγγραφέων της εποχής του, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτα, δίνει ισχυρότατη ώθηση σε όλους τους χριστιανούς, μοναχούς ή κοσμικούς, στο να δουν σωστά την πνευματική ζωή και κατά τη δύναμη του καθενός να την ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ο ένας εκ των τριών που έχει τιμηθεί από την Εκκλησία μας με τον τίτλο του θεολόγου, προχώρησε από τη νεότητά του στα ύψη της αγιότητας, διότι κράτησε ως κανόνα και αρχή στη ζωή του, κυρίως ένα κεφάλαιο από τα διακόσια του «Πνευματικού Νόμου» του οσίου Μάρκου: «Αν ζητάς να θεραπευτείς, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε ό,τι σου λέει, και πολύ θα ωφεληθείς».

Μία πολύ μικρή γεύση από τα κεφάλαια αυτά του οσίου στη Φιλοκαλία (μετάφραση Αντωνίου Γαλίτη) παραθέτουμε στη συνέχεια:

- Πρώτα-πρώτα γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αρχή κάθε καλού και μεσότητα και τέλος. Το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

- Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την απλότητα της ελπίδας.

- Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη∙  γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση.

- Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας.

- Πολλές συμβουλές των άλλων μας προσφέρονται για το συμφέρον μας. Για τον καθένα όμως τίποτε δεν είναι καταλληλότερο από τη δική του γνώμη.

- Μελέτα τα λόγια της θείας Γραφής με την πράξη και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία, υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές.

- Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά, επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά.

- Εκείνος που ζητεί άφεση, αγαπά την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, επισφραγίζει τις αμαρτίες του.

04 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου μνημονεύεται ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον όσιο Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα είναι γνωστή.

Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε». «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητας του μεγάλου Γερασίμου και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.

02 Μαρτίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΠΑ-ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Νάξο το 1851, από ευσεβείς γονείς που είχαν ένα εμπορικό καΐκι. Στο κτήμα τους είχαν και παρεκκλήσι αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. Τον περισσότερο χρόνο του ο άγιος από μικρός τον περνούσε  μέσα σ’  αυτό, ενώ προείπε στους γονείς του τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε από τον εκ μητρός παππού του ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε όλα τα εκκλησιαστικά τελετουργικά. Δεκατεσσάρων ετών ορφάνεψε από πατέρα και η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Αθήνα. Νεαρός νυμφεύτηκε κι απόκτησε έναν γιο, αλλά σύντομα έχασε τη σύζυγό του. Χειροτονήθηκε διάκονος (1879) και πρεσβύτερος (2 Μαρτίου 1885) και τοποθετήθηκε στον άγιο Παντελεήμονα  Ιλισσού. Λειτουργούσε όμως και στον άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης, όπως και στον άγιο Ελισσαίο Πλάκας, όπου γνώρισε ως ιεροψάλτες τους μεγάλους Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη.

Διέπρεψε ως εκκλησιαστικός λειτουργός, αφήνοντας σε όλους την εικόνα του αφιλάργυρου, ταπεινότατου, φιλάνθρωπου και απλού ανθρώπου του Θεού. Η ακτινοβολία του κατά τη Θεία Λειτουργία ήταν τέτοια που κυρίως τα παιδιά τον έβλεπαν κάποιες φορές να μην πατάει στο έδαφος.

Η φιλανθρωπία του, η παροιμιώδης απλότητά του, η αφιλαργυρία του ήταν καρπός του Πατερικού του ήθους, το οποίο εδραζόταν στη μεγάλη ταπείνωσή του και την απέραντη αγάπη του στον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι λειτουργούσε καθημερινά στον άγιο Ελισσαίο, ενώ η λειτουργία ήταν πολύωρη από το πλήθος  ονομάτων που μνημόνευε.

Χωρίς σπουδές ο άγιος αλλά με σοφία Θεού, χαριτώθηκε από Εκείνον με τα χαρίσματα της προόρασης και της διόρασης, αλλά και της θαυματουργίας. 2 Μαρτίου του 1932, Κυριακή του ασώτου, κοιμήθηκε  οσιακά. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τον δρόμο τετέλεκα. Δόξα Σοι ο Θεός. Η Θεία Χάρις να σας ευλογεί!» 29 Αυγούστου 1992, χρονιά που διακηρύχθηκε επισήμως η αγιότητά του, τα λείψανά του τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης».

Ο άγιος επιβεβαιώνει τον Παύλειο λόγο  «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Δεν είχε προσόντα που θαυμάζει ο κόσμος. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητα και η ταπείνωσή του, που μαγνητίζουν τη χάρη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Μπροστά στον άγιο Νικόλαο δηλαδή τοποθετούμαστε ενώπιον  του Θεού και αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια διαφάνεια του ουρανού ήταν όλη η ζωή του.   Η υμνογραφία για τον άγιο  αυτό πρώτα απ’ όλα θίγει: «Αξίωσες, Χριστέ, με τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα από τα ισχυρά και να φθάσουνε  τον ουρανό».

Ο άγιος Νικόλαος δεν ήταν απλός βεβαίως με την έννοια του αφελούς. Την απλότητά του την «έδεσε» με την αγάπη προς τον Θεό, ώστε δι’  αυτής να φανερωθεί η σοφία Εκείνου. Γι’  αυτό και τίποτε επίγειο δεν τον γοήτευε. «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» σημειώνει ο υμνογράφος του μακαριστός Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς. Οπότε όλοι τον ονόμαζαν «άνθρωπο του Θεού», με όλες τις αρετές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος αφορμάται από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη αγάπη του αγίου προς τον ομώνυμό του  άγιο - «ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας»  – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να χαρακτηρίσει τον  βίο του. «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του». Και: «Πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας».

Ο άγιος ήταν βραδύγλωσσος σαν τον Πατριάρχη Μωυσή. Ο υμνογράφος δεν διστάζει να τους παραλληλίσει: «Με τον ατελή του λόγο έμοιαζε στον βραδύγλωσσο Μωυσή και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο». «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαο» -  πιο μεγάλος και από τον Μωυσή!

Τέλος, ως λειτουργός υπήρξε μοναδικός. Όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή σπουδαίος ιεροκήρυκας, αλλά γιατί «κατέβαζε στη γη τον ουρανό»,  έχοντας σαν τον άγιο Σπυρίδωνα «αγγέλους να συλλειτουργούν μαζί του». Όχι τυχαία λοιπόν σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, σαν τους Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις λειτουργίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν μύστη των αρρήτων μυστηρίων, αυτόν βοηθούσαν στο ψαλτήρι.  Ο υμνογράφος επισημαίνει «συνεσκιασμένα». «Είχες άξιους συνεργάτες, που έψελναν καρδιακά στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΗΣΥΧΙΟΣ Ο ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΣ

«Ο άγιος Ησύχιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Μαξιμιανού (302) κι ήταν ο πρώτος στο παλάτι και στη βουλή της Συγκλήτου. Επειδή ο Μαξιμιανός πρόσταξε όλοι οι χριστιανοί που ήσαν στρατιώτες βασιλικοί, αν δεν αρνηθούν τον Χριστό, να στερηθούν τις ζώνες τους – το σημάδι της βασιλικής τους αξίας – και να ζουν ως ιδιώτες και άτιμοι, λόγω  λοιπόν αυτής της παράνομης προσταγής πολλοί χριστιανοί προτίμησαν να ζουν καλύτερα χωρίς καμία εξωτερική τιμή, παρά να έχουν μεν τιμή αλλά να χάνουν την ψυχή τους. Κι ένας από αυτούς τους χριστιανούς  ήταν και ο άγιος Ησύχιος. Το έμαθε ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να αποδυθεί κι αυτός τα πολυτελή ενδύματά του και να ενδυθεί φτωχό μανδύα, χωρίς μανίκια, υφασμένο από μαλλί, και να ζει μαζί με τις γυναίκες.

Όταν έγινε αυτό, προσκάλεσε ο βασιλιάς τον Ησύχιο και του ζητούσε να του πει αν δεν ντρέπεται που ξέπεσε από την τιμή των μαγίστρων στον άτιμο αυτόν τρόπο ζωής, κι αν έχει επίγνωση ότι κανείς από τους χριστιανούς δεν μπορεί να τον αποκαταστήσει στις προηγούμενες τιμές και εξουσίες που είχε. Ο άγιος απάντησε ότι η παρούσα τιμή είναι πρόσκαιρη, ενώ του Χριστού είναι απέραντη και αιώνια, οπότε ο βασιλιάς οργισμένος πρόσταξε να δεθεί μία μυλόπετρα στον τράχηλό του και να ριχτεί στον Ορόντη ποταμό (στη Συρία), μέσα στον οποίο ο άγιος δέχτηκε το μακάριο τέλος».  

Ένδοξος όσο ζούσε στον κόσμο αυτό ο άγιος Ησύχιος λόγω της μεγάλης του θέσης στο παλάτι του αυτοκράτορα, μέγιστος όμως και στο τέλος του λόγω της πιστότητάς του στον Χριστό και του μαρτυρίου του. Κι ακόμη ενδοξότερος βεβαίως μετά τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού, ζώντας πια μαζί με τους αγγέλους ενώπιον του Κυρίου του.  «Και στον βίο σου ένδοξος και μεταξύ των μαρτύρων μέγιστος ήσουν γνωστός, αθλητά Ησύχιε, και μαζί με τις ουράνιες δυνάμεις παρίστασαι με δόξα μπροστά στον Βασιλέα των όλων» θα πει με θάμβος ο άγιος υμνογράφος του Ιωσήφ (στιχ. εσπ.). Κι είναι ακριβώς η ένδοξη κοσμική θέση του που φωτίζει τον πλούτο της χριστιανικότητάς του. Γιατί είχε να αντιπαλέψει με ό,τι αποτελεί στον κόσμο τούτο «μεγάλο και τρανό»: την εξουσία, τα χρήματα, την αποδοχή. Κι όμως εκείνος τα έκανε όλα πέρα, τα θεώρησε κυριολεκτικά ως σκουπίδια. «Εγκατέλειψες τα αξιώματα και τον πλούτο και τη φθαρτή δόξα, κι ακολούθησες μόνο τον Χριστό» (ωδή θ΄). Σαν τον απόστολο Παύλο που κι εκείνος κάπως έτσι προχώρησε στη ζωή του: από «πριγκιπόπουλο» του Ιουδαϊσμού, όπως ήταν, να γίνει «περικάθαρμα» και έσχατος όλων. Κι αυτό γιατί; Για να κερδίσει τον Χριστό. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα (σκουπίδια) είναι ίνα Χριστόν κερδήσω».

Τι υπέκειτο ως κινητήρια δύναμη και στον απόστολο Παύλο, αλλά και στον άγιο Ησύχιο τον Συγκλητικό που εορτάζουμε σήμερα; Αυτό που όλοι γνωρίζουμε καλά: η αγάπη τους προς τον Κύριο, ο θερμός πόθος και έρωτάς τους προς Εκείνον. Ό,τι ζητάει ο λόγος του Θεού: την απόλυτη στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής και της καρδίας και της διανοίας και της ισχύος», αυτό έκαναν πράξη οι άγιοι όλοι, αυτό έκανε και ο άγιος Ησύχιος. «Αγάπησες μόνο το ποθητό κάλλος του Χριστού, μακάριε, γι’ αυτό και περιφρόνησες τα κάλλη και τις ομορφιές του κόσμου» (ωδή γ΄). Αυτή είναι η αλήθεια: μόνο η δύναμη του Θεού που ριζώνει ως αγάπη στην καρδιά του ανθρώπου μπορεί να τον κάνει να υπερβεί και την ίδια τη φύση του, την πεσμένη στην αμαρτία και που ρέπει «επιμελώς εκ νεότητος επί τα πονηρά». Κι η δύναμη αυτή όχι μόνο   απεμπλέκει από την έλξη και τη γοητεία των υλικών αγαθών, αλλά και οδηγεί τον πιστό στην κατάθεση και του πιο μεγάλου θεωρούμενου αγαθού, της ίδιας της ζωής. «Ο Κύριος, πανσεβάσμιε, στον καιρό των μαρτυρικών άθλων, σού φανερώθηκε στήριγμα και κραταίωμα. Γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες τον θάνατο» (ωδή δ΄). Η αφοβία του θανάτου άλλωστε δεν είναι εκείνη που χαρακτηρίζει τον γνήσιο χριστιανό; Γιατί ζει, κατά την ακραία ιδίως κατάσταση του μαρτυρίου, τη χαρισματική αγάπη του Χριστού που είναι δυνατότερη και από τον θάνατο – ο Σταυρός είναι η επιβεβαίωση πάντοτε της πιστότητας στην αλήθεια.

Πώς συγκεκριμενοποιείται όμως ο θερμός πόθος προς τον Χριστό του μάρτυρα και κάθε αγίου; Τι σημαίνει δηλαδή αγαπώ τον Χριστό ώστε μου δίνει τη δύναμη να αντέξω τα μαρτύρια μέχρι θανάτου; Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ δίνει την απάντηση, θεμελιωμένη στη Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας: αγάπη προς τον Χριστό σημαίνει εναγκαλισμό των εντολών του Χριστού και πορεία ζωής με βάση αυτές – σαν να περιχαρακώνεται ο πιστός ψυχικά και σωματικά από ό,τι ο Κύριος καθορίζει. Διότι ο Κύριος μέσα στις εντολές Του περικλείεται. «Περιχαρακωμένος από τις εντολές του Κυρίου, απόκρουσες, παμμακάριστε Ησύχιε, τις πονηρές θωπείες των ανόμων ηγεμόνων, αθλούμενος καρτερικότατα» (ωδή α΄). Αυτό είναι το αποτέλεσμα στον άνθρωπο που βαδίζει με αγάπη προς το θέλημα του Θεού: νιώθει σαν να είναι μέσα σε φρούριο, παντοδύναμος σχεδόν, που κάθε θεωρούμενη ελκτική δύναμη είναι ενώπιόν του ως αράχνη.

01 Μαρτίου 2024

ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ "ΜΑΥΡΗ"!

«Χρειάζεται η οικογένεια. Χωρίς αυτήν η ζωή είναι μαύρη, δεν μπορεί να προχωρήσει ευχάριστα και ανοδικά. Να γιατί και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπογράμμισε ότι η οικογένεια “είναι το φυσικόν και θεμελιώδες συστατικόν στοιχείον της Κοινωνίας”. Να γιατί ο Δημιουργός Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο μόνον στη ζωή, αλλ’ “ἐποίησε βοηθόν κατ’ αὐτόν”. Να γιατί και όταν Αυτός ο Δημιουργός Θεός έγινε άνθρωπος, μέσα στην οικογένεια έζησε και την οικογένεια αγίασε κι ευλόγησε» (Μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός).

Ο μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός, διαπρύσιος κήρυκας του ευαγγελίου του Κυρίου, λόγω και έργω: ό,τι κήρυσσε το έβλεπες ενσαρκωμένο στην αγία βιοτή του, τονίζει στο παραπάνω απόσπασμα άρθρου του για την οικογένεια αυτό που συνιστούσε βαθειά πεποίθησή του και εμπειρική διαπίστωσή του από την πολύχρονη ιερατική του διακονία. Τι δηλαδή; Η ζωή χωρίς την οικογένεια είναι ζωή μαύρη, χωρίς χαρά, μία ζωή μίζερη κολλημένη στην ύλη των παθών και των αισθήσεων. Κι ασφαλώς ο αγιασμένος Γέρων δεν αναφέρεται σ’ αυτούς που από αγάπη προς τον Κύριο στράφηκαν στη μοναχική ζωή την πλήρως αφιερωμένη στον Θεό – αυτοί αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, καθώς έλεγε στοιχώντας στους αγίους Πατέρες και πάνω από όλα στον ίδιο τον Κύριο: «δεν μπορούν όλοι να προχωρήσουν όλοι σ’ αυτόν τον δρόμο της αφιέρωσης, αλλά σ’ όσους έχει δοθεί το χάρισμα τούτο». Αλλ’ ούτε και σ’ εκείνους που για λόγους ανώτερους: αφιέρωσης στην επιστήμη τους για χάρη της κοινής ωφέλειας, αφιέρωσης στην οικογένειά τους λόγω υπάρξεως ασθενειών σε μέλη αυτής ή αφιέρωσης και στην ιεραποστολή, δεν μπόρεσαν παρ’ όλη ίσως την επιθυμία τους να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Έχει υπ’ όψιν του εκείνους τους αδελφούς που χωρίς να υφίσταται κάποιο πρόβλημα αυτοί επιλέγουν τη «μοναξιά» τους για να κάνουν, όπως λέμε, τη ζωή τους, χωρίς καμία δέσμευση – «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»! Γι’ αυτούς σημειώνει ότι η ζωή τους είναι μαύρη και χωρίς χάρη και χαρά, όπως άλλωστε το επισημαίνει σε άλλο σημείο του κειμένου του, μνημονεύοντας συγκεκριμένη περίπτωση καταξιωμένου και σπουδαίου θεωρούμενου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, που του εξομολογήθηκε: «όλα τα έχω στη ζωή, αλλά ζω χωρίς καμία χαρά, γιατί έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα: δεν δημιούργησα δική μου οικογένεια».

Ο μακαριστός π. Γεώργιος λοιπόν προβάλλει την αξία της οικογένειας. Κι η σκέψη του κινείται με σφαιρικό τρόπο: επικαλείται και την ίδια την πραγματικότητα της ζωής, αυτό δηλαδή που η ίδια η κοινωνία έχει διαπιστώσει εμπειρικά ως ανάγκη της μέσω της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως όμως τον λόγο του Θεού: ο Δημιουργός μάς έπλασε έτσι ώστε το κοινωνικό στοιχείο να συνυπάρχει με τη φύση μας – «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» - αλλά και ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας επέλεξε μέσα σε οικογένεια να ανατραφεί και να μεγαλώσει, ευλογώντας και αγιάζοντας τον συγκεκριμένο θεσμό. Κι είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε ότι ο μακαριστός Γέρων θεωρεί ότι καταξιώνεται και αγιάζεται η οικογένεια, όταν τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, ο πατέρας και η μάνα, λειτουργούν και κινούνται όπως ο άγιος Ιωακείμ και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου: με απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, που θα πει με απόλυτη προτεραιότητα της θυσιαστικής αγάπης του ενός προς τον άλλον. Τότε μόνον δημιουργούνται οι συνθήκες να σκηνώσει η χάρη του Θεού στην οικογένεια και να φανερώνεται αυτή ως «κατ’ οίκον Εκκλησία». Διαφορετικά η οικογένεια μπορεί να υφίσταται αλλά να λειτουργεί εγωιστικά, φτιάχνοντας ανθρώπους ατομιστές με μοναδική απόβλεψη το συμφέρον τους. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως και ο γάμος και η οικογένεια περιπίπτει στην περίπτωση εκείνων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου που αρνήθηκαν την πρόσκληση του Κυρίου με το «έχε με παρητημένον» και έμειναν έξω από το τραπέζι της Βασιλείας, μακριά δηλαδή από τον Θεό.

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΔΟΚΙΑ Η ΑΠΟ ΣΑΜΑΡΕΙΤΩΝ

«Η οσία Ευδοκία ήταν από την Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης, κατά τους καιρούς της βασιλείας του Τραϊανού, που έζησε πρώτα ακόλαστη ζωή, παρασύροντας πολλούς εραστές με την ομορφιά της και μαζεύοντας πολύ πλούτο. Ύστερα όμως προσήλθε στον Χριστό, όταν άκουσε κάποιο μοναχό Γερμανό στο όνομα, ο οποίος κήρυσσε λόγους  ευσεβείας και μετανοίας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον επίσκοπο Θεόδοτο, καθώς πείστηκε σε θείες αποκαλύψεις. Διότι της φάνηκε ότι ανήλθε στους ουρανούς, σαν να είχε βγει από τον εαυτό της και καθοδηγείτο από άγγελο, και ότι οι άγγελοι τη συνέχαιραν για την επιστροφή της, όπως και ότι κάποιος μαύρος και φοβερός στην όψη βρυχιόταν και κραύγαζε ότι τάχα αδικείται, αν του την έπαιρναν. Η Ευδοκία λοιπόν μοίρασε τον πλούτο της, τον έδωσε σε πτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Εκεί ζούσε τον δρόμο της ασκήσεως θεάρεστα, έως ότου οι πρώην εραστές της την κατήγγειλαν και την οδήγησαν στον Αυρηλιανό, που είχε τότε ανέβει στον βασιλικό θρόνο. Όταν όμως θαυματούργησε και ανέστησε τον υιό του βασιλιά που είχε πεθάνει, οδήγησε και τον βασιλιά στην πίστη του Χριστού. Μετά από αρκετά χρόνια δικάζεται από τον Διογένη τον ηγεμόνα της Ηλιούπολης, αλλά καθώς θαυματούργησε και πάλι, ελευθερώνεται. Τέλος ο Βικέντιος, που διαδέχτηκε τον Διογένη, έδωσε διαταγή και της έκοψαν το κεφάλι».

Η αγία Ευδοκία αποτελεί τύπο και σύμβολο της δύναμης της μετανοίας, όπως συμβαίνει και με άλλες μεγάλες άγιες της Εκκλησίας μας, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία για παράδειγμα. Και θα ’λεγε κανείς ότι όπως η Εκκλησία μας προβάλλει στο τέλος της Σαρακοστής την οσία Μαρία, για να δώσει θάρρος στους ραθύμους, ώστε, έστω και την τελευταία στιγμή, να μετανοήσουν – ο Κύριος έχει πει δέχεται τον εργάτη της τελευταίας ώρας όπως τον εργάτη της πρώτης, αρκεί να μην υπάρχει πονηρία μετάθεσης της ώρας της μετάνοιας – έτσι και τώρα, που εισήλθαμε με το Τριώδιο στα προπύλαια της Σαρακοστής, δίνει ισχυρή ώθηση μετανοίας, με την ευκαιρία της μνήμης της συγκεκριμένης οσίας. Διότι και αυτή, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου που ο Κύριος συγχώρησε λόγω της μετανοίας της, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία που είπαμε, ενώ η ζωή της ήταν βουτηγμένη στην ασωτία, ευθύς ως άκουσε λόγο πίστεως και μετανοίας, πίστεψε κι άλλαξε τρόπο ζωής τόσο, ώστε να γίνει καλόγρια, να κάνει θαύματα, να δώσει και την ίδια τη ζωή της προς χάρη του Κυρίου της.

Ο υμνογράφος μάλιστα Ιωάννης ο μοναχός, στο Δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού της ακολουθίας της, κινούμενος στα χνάρια της ποιητικής έμπνευσης της αγίας υμνογράφου Κασσιανής, χρησιμοποιώντας μάλιστα και ίδιες εκφράσεις, μας φέρνει ενώπιον του μεγαλείου της καρδιακής συντριβής της: «Άφησε τα ωραία και ποικίλα του βίου η οσία και μάρτυς, σήκωσε τον σταυρό στους ώμους της και προσήλθε να σε νυμφευθεί, Χριστέ. Και με θρηνητικά δάκρυα φώναζε: Μη με απορρίψεις την πόρνη, συ που καθαρίζεις τους ασώτους. Μη περιφρονήσεις τα δάκρυα που χύνω για τις φοβερές αμαρτίες μου. Αλλά δέξου με, όπως την πόρνη εκείνη που σου πρόσφερε το μύρο, και να ακούσω κι εγώ: η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στον δρόμο της ειρήνης». Ο υμνογράφος πράγματι μας κατανύσσει περιγράφοντας τον εσωτερικό αγώνα της οσίας Ευδοκίας και μας ανάγει στην πνευματική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδας, τότε που το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, αιρόμενοι στα φτερά της ποίησης της αγίας Κασσιανής, γινόμαστε μέτοχοι και εμείς της συντριβής της γυναίκας εκείνης του Ευαγγελίου, που έλουσε με τα δάκρυα της αγάπης της τα πόδια του Κυρίου. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό στον Ιωάννη τον μοναχό, τον άγιο υμνογράφο.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βέβαια τονίζουν και άλλες όψεις της αγιασμένης ζωής της οσιομάρτυρος. Κι αξίζει κανείς πρώτον να σταθεί στο πώς η οσία μπόρεσε να ξεπεράσει την παθολογική στροφή της στα αμαρτωλά πάθη της. Μας λέει λοιπόν ότι μόνο η δύναμη της αγάπης του Χριστού ήταν εκείνη που της έδωσε τη δύναμη. Διότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πάθη του και τη γοητεία που ασκεί ο αμαρτωλός κόσμος πάνω σ’ αυτά, αν δεν υπάρξει η μεγαλύτερη δύναμη ελευθερίας στον κόσμο, η δύναμη και η αγάπη του Χριστού. «Προτίμησες, Ευδοκία, τον σεμνό Νυμφίο Χριστό, αντί της αγάπης των εραστών που φθείρουν την ψυχή, και απόθεσες τον εαυτό σου στον άφθαρτο έρωτά Του» (ωδή ς΄). Και δεύτερον, ο υμνογράφος παραλληλίζει την οσία, λόγω της καταγωγής της από τη Σαμάρεια, με τη Σαμαρείτιδα του Ευαγγελίου του αγίου Ιωάννου, τη μετέπειτα αγία μεγαλομάρτυρα Φωτεινή. Για να πει: «η Σαμαρείτις Ευδοκία δεν σου πρόσφερε, Σωτήρα Κύριε, νερό, σαν εκείνην του Ευαγγελίου στο φρέαρ του Ιακώβ, αλλά το αίμα της που έρρευσε από τον τράχηλό της, όταν αποκόπηκε για χάρη Σου η αγία κεφαλή της» (στίχοι κοντακίου). Πράγματι: δεν υπάρχει ανώτερο δώρο προς τον Χριστό από την προσφορά του ίδιου μας του εαυτού. Διότι στην πραγματικότητα πρόκειται περί αντιδώρου, αφού Εκείνος πρώτος μας πρόσφερε ως δώρο το δικό Του αίμα. Όταν Εκείνος μας τα έχει δώσει όλα, δεν μπορούμε εμείς να κινηθούμε σε μικρότερη κλίμακα. Με την παρατήρηση ότι η δική μας προσφορά γίνεται με τη χάρη και πάλι Εκείνου και κατανοείται ως συμμετοχή στη δική Του θυσία.