Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Μαΐου 2021

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 


ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2021

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ι.ΚΛΗΡΟ & ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Ἀδελφοί. Συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά τόν πιστό ἀλλά καί τόν ἄπιστο ἄνθρωπο τό μεθόριο συμβεβηκός μεταξύ τῶν ἀρχαίων (π.Χ.) καί τῶν νέων ἡμερῶν (μ.Χ.).

Τόσο ἠθικά καί φυσικά ὅσο πνευματικά, ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ πίστη σ’ Αὐτόν ἀναμόρφωσε καί ἀνακαίνισε τόν κόσμο. Ἡ πάλη ὑπῆρξε μακρά καί κοπιώδης, ἀλλά ἀπό τήν ὥρα πού ὁ Χριστός πέθανε καί ἀνέστη, ἤχησε ὁ ἐπιθανάτιος κώδων κατά πάσης σατανικῆς τυραννίας καί πάσης μή ἀνεκτῆς βδελυγμίας. Ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ ἁγιότητα καί ἡ δικαιοσύνη ἀπέβησαν τό παγκόσμιο ἰδεῶδες πάντων ὅσοι ὀνομάζουν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς Κυρίου τους καί ἡ ἐπίτευξη τοῦ ἰδεώδους ἐκείνου κατέστη ἡ κοινή κληρονομιά τῶν ψυχῶν «ὅσων πνεύματι Θεοῦ ἄγονται» (Πρός Ρωμαίους η΄ 14, πρβλ πρός Γαλάτας ε΄ 19) στίς ὁποῖες παραμένει τό Ἅγιο Πνεῦμα Του.

Τά ἀποτελέσματα τῆς διακονίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀναγέννηση καί ἀναμόρφωση τῆς φθαρείσης ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία κοινωνίας καί ζωῆς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱστορικα καί ἀναμφήριστα.

Κατήργησε τήν ὡμότητα καί τήν ἐκδικητικότητα.

Ἐδάμασε τά ἀχαλίνωτα διαβλητά πάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐστιγμάτισε τήν ἀπόγνωση, τήν ἀπελπισία καί τήν αὐτοχειρία.

Ἐκόλασε μέ αὐστηρότητα τήν παιδοκτονία.

Ἀπέλασε τίς ἐπαίσχυντες ἀκαθαρσίες τοῦ ἡδονισμοῦ καί τῆς σαρκολατρείας.

Ἀπήλλαξε τόν θηριομάχο.

Ἐλευθέρωσε τόν δοῦλο.

Ἐπροστάτευσε τόν αἰχμάλωτο.

Ἐστέγασε τόν ξένο.

Ἐπροστάτευσε τό ὀρφανό κι ὅλους τούς ἀδυνάτους.

Ἀνύψωσε τή γυναίκα.

Περιέβαλε μέ ἀκτίνες στεφάνου τήν ἀθώα ἡλικία τοῦ παιδιοῦ.

Ἐξευγένισε τήν ἐργασία μετατρέποντάς την ἀπό χυδαιότητα σέ ἀξιοπρέπεια καί καθῆκον.

Ἁγίασε τήν οἰκογένεια καί τόν γάμο, ἀνυψώνοντάς τον ἀπό ἐμπορία καί δουλεία σέ εὐλογημένη ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός.

Κατέστησε τήν ἀγάπη καθολική καί ὑποχρεωτική ἀρετή καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν μαθητῶν Του.

Ἐξάγνισε τήν ζωή ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος.

Ἐξῆρε τήν ψυχή παντός ἀνθρώπου σέ ἀνεκτίμητο τοῦ Θεοῦ δημιούργημα.

Ἔκτισε καρδιές καθαρές, βίους εἰρηνικούς καί ἑστίες γλυκεῖες.

Κατά τόν ἀρχαῖο Ρωμαῖο φιλόσοφο Σενέκα (4π.Χ. – 65π.Χ.), (τῶν παλαιῶν ἡμερῶν σύγχρονο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ), ἡ εὐσπλαχνία ἐθεωρεῖτο ἐλάττωμα καί ἡ πτωχεία τό μεγαλύτερο ὄνειδος. Κατά τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό ἡ φιλανθρωπία εἶναι ἀρετή καί ἡ ἔντιμος πτωχεία δέν εἶναι ἀτιμία, ἡ ἐκούσια μάλιστα περιφρόνηση τοῦ πλούτου  ἀρετή καί ἔπαινος.

Δέν ὑπήρξε κοινωνική τάξη τῆς ὁποίας νά μήν διόρθωσε τίς κακίες.

Γιά τόν πιστό οἱ συνέπειες τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι βαθύτερες καί ὑπέρτερες τῆς ἱστορικῆς σημασίας τους, καθώς ἀποκαλύπτουν  τήν ἐξήγηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καί βεβαιώνουν τήν κατάκτηση τοῦ μυστηρίου τοῦ τάφου.

Ὁ πιστός, καθώς θεωρεῖ τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δέν αισθάνεται πλέον ὅτι ὁ Θεός ἀπέχει μακράν, ἀλλά ἀνακράζει μέ πίστη καί ἐλπίδα καί ἀγάπη.

«Ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστέ ζῶντος, καθώς εἶπεν ὁ Θεός ὅτι ἐνοικήσω ἐν  αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω, καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός» (Β΄ Πρός Κορινθίους β΄, 16).

«Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διά τοῦ βαπτίσματος εἰς τόν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἡγέρθη Χριστός ἐκ νεκρῶν  διά τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καί ἡμεῖς ἐν κοινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν» (Πρός Ρωμαίους στ΄, 4).

«Νυνί δέ κατηργήθημεν ἀπό τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ὧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καί οὐ παλαιότητι γράμματος» Πρός Ρωμαῖους ζ΄, 6).

Ἕνα βασικό ὅμως δῶρο πού μᾶς χάρισε ὁ Ἀναστάς Κύριος ἐπισημαίνει ὁ ὕμνος τῆς πασχαλινῆς περιόδου : «Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπιστάς ὁ Ἰησοῦ τοῖς μαθηταῖς, ἀφοβίαν καί εἰρήνην ἐδίδου». Μέ τή δύναμη πού προσφέρει ἡ ἀφοβία αὐτή, οἱ μαθητές, πτοημένοι προηγουμένως ἀπό τόν «φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἀναδείχθηκαν ἀτρόμητοι Ἀπόστολοι «εἰς πάντα τά ἔθνη», μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του.

Ὁ φόβος εἶναι ἕνας ἐπικίνδυνος σύμβουλος τοῦ ἀνθρώπου. Διεισδύει μέ ποικίλους τρόπους στή σκέψη καί στή βούληση, μειώνοντας τήν ἀνθεκτικότητα καί τή δημιουργικότητά μας. Φόβο προκαλοῦν στόν ἄνθρωπο διάφορες αἰτίες : πολεμικές συγκρούσεις, φυσικές καταστροφές, ἐπιδημίες ἀσθενιῶν, ὅπως ἡ πρόσφατη πανδημία τοῦ Covid-19, πού ἔχει συγκλονίσει τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη. Φόβο σέ προσωπικό ἐπίπεδο δημιουργοῦν οἱ ἐχθρότητες, οἱ ἀδικίες, οἱ ποικίλες ἀτομικές συγκρούσεις· ἀλλά συχνά καί οἱ ἀδυναμίες μας. Ὁ ἀνθρώπινος φόβος κορυφώνεται κυρίως μπροστά στό θάνατο.

«Μή φοβεῖσθε·» (Ματθ. 28:10) παρότρυνε τίς μυροφόρες γυναῖκες ὁ Ἀναστημένος Χριστός· τόν χαιρετισμό «εἰρήνη ὑμῖν» ἀπηύθυνε στούς μαθητές Του, προσθέτοντας : «Λάβετε πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰω. 20:22). Ἡ Ζωή σας θά στηρίζεται στή συνεχῆ δύναμη καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξη Σας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνδυναμώνει ἔκτοτε ὅλους τούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνδέοντας τήν ἀφοβία μέ τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη. Καί ἀκόμη ὁ Κύριος τούς διαβεβαίωσε ὅτι θά εἶναι μαζί τους ὅλες τίς ἡμέρες «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28:20).

Ἡ χριστιανική ἀφοβία συνδέεται ὀργανικά μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀρχή σοφίας» (Παρ. 9:10) καί σημαίνει δέος, εὐλάβεια, ἐπίγνωση τῆς παρουσίας Του. Ὁ ἔνθεος αὐτός φόβος ἀποτελεῖ τήν ζωτική πηγή καί δύναμη τῆς ἀφοβίας. Ὅποιος φοβάται  τόν Θεό, δέν φοβᾶται κανέναν καί τίποτε. Ἡ ἀφοβία στήν ὁποία ἀναφερόμαστε δέν σχετίζεται μέ μιά ἀκαθόριστη  αἰσιοδοξία. Στηρίζεται στήν πίστη  στόν Θεό καί στήν ἔμπρακτη ἀγάπη.

Ἡ συναίσθηση τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Θεοῦ χαρίζει στήν καθημερινή μας πορεία εἰρηνική ἀφοβία. «Ἐάν γάρ καί πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ μετ’ ἐμοῦ εἶ» (Ψαλμ. 22:3) βεβαιώνει ὁ ψαλμωδός. Καί ἕνας ποιητής τῆς γενιᾶς μας συμπληρώνει : «Ὅταν εἶσαι στό πλευρό μου ἀπό τή δόξα σου μεθῶ· οὔτε καί τόν ἐαυτό μου δέν ἔχω πιά νά φοβηθῶ».

Αύτό τόν καιρό ἡ σκέψη μας καί ἡ συμπεριφορά μας ἔχουν αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τόν κορωνοϊό. Δέν πρέπει,  ὅμως, νά ἀφήσουμε τόν ἀθέατο αὐτόν ἐχθρό νά μᾶς λυγίσει. Ἀντιθέτως, ἄς ἐνισχύουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μέ λόγο καί πράξεις ἁπλές, μέ σιωπή στοργῆς, μέ πρόσχαρη διάθεση. Ὅμως, νά μήν περιοριθοῦμε στήν τόνωση τῆς δικῆς μας οἰκογένειας. Ἄς ἐπεκτείνουμε εὐρύτερα τό ἐνδιαφέρον μας καί στούς φίλους, τούς ἐγγεῖς καί τούς μακράν. Ἐπείγει νά συμμετάσχουμε σέ ἕναν ἀγώνα ἐλευθερίας ἀπό τό φοβικό σύνδρομο, πού ἀνεξέλεγκτα ἐπεκτείνεται γύρω μας. Δέν θά μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός! Κάτι καλό θά βγεῖ καί ἀπό αὐτή τή δοκιμασία. Αὐτός ὁ πρωτόγνωρος πόλεμος θά κερδηθῇ μέ γενική, πανανθρώπινη ἐπιστράτευση ἀλληλεγγύης.

Ἡ ἐν Χριστῷ ἀφοβία κορυφώνεται πρό τοῦ θανάτου. Διαπνέεται ἀπό τήν πεποίθηση ὅτι «ἐάν τε οὖν ζῶμεν·  ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. 14:8). «Μηδείς φοβείσθω τόν θάνατον», προτρέπει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ὅλος ὁ ἑορτασμός τοῦ Πάσχα ἀναπτύσσει καί ἐνισχύει αὐτή τή βασική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ βεβαιότητα γιά τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου προσφέρει μιά διαφορετική προοπτική στήν καθημερινή ζωή : «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς» (ἐμεῖς γνωρίζουμε πῶς ἀπό τό θάνατο ἔχουμε περάσει στή ζωή· κι αὐτό τό γνωρίζουμε, ἐπειδή ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς) (Α΄ Ἰω. 3:14). Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρία ἀναρίθμητων ἀνθρώπων, πού διαμέσου τῶν αἰώνων βιώνουν τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί ἀγάπη : «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰω. 4:18).

Εὐλογημένο Πάσχα, ἀδελφοί μου νά ἑορτάσουμε! Μέ τήν Ἀνάσταση μέσα μας! Ἄς γίνει ἡ καρδιά μας «ναός Θεοῦ ζῶντος» (Β΄ Κορ. 6:16). Στόν αἰφνιδιασμό καί στήν ἀνησυχία πού ἔφερε ἡ ὀδυνηρή αὐτή πανδημία, ἄς ἀντιτάξουμε  τήν ἀφοβία γεμάτη εἰρήνη καί ἀλληλεγγύη!

Ἀδελφοί μου, ἄς μεταλαμπαδεύσουμε ἀπό τήν μία καρδιά στήν ἄλλη τό φῶς τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀφοβίας!

 

Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

 

Μέ θερμές Πατρικές εὐχές

Ο  Μ  Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ  Σ Α Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

20 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

 


Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η   Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ  2021

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

Ἡ σημερινὴ ἡμέρα, Κυριακή της Ὀρθοδοξίας, εἶναι μία ἰδιαίτερα χαρμόσυνη καὶ πανηγυρικὴ ἡμέρα γιὰ ὅλη τὴν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδοξία. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν «ἀναστήλωσιν τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων, γενομένην παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ ὁμολογητοῦ Μεθοδίου». Γενικότερα ὅμως, ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἑορτάζομε τὴν νίκη καὶ τὸν θρίαμβό της ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὅπως αὐτὴ κατὰ τρόπο θριαμβευτικὸ καὶ πανηγυρικὸ καταγράφεται στὸ Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ Χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρρύσωμεν…». Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ περισσότεροι ὕμνοι στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία τοῦ Τριωδίου τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἂν προσέξουμε, ἔχουν πανηγυρικὸ καὶ πασχάλιο χαρακτῆρα: «Οὐκέτι τῶν ἀσεβῶν αἱρετικῶν ἡ ὀφρὺς αἴρεται, ἡ γὰρ Θεοῦ δύναμις τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐκράτυνεν». Ἀλλὰ καὶ ἡ λιτάνευση τῶν ἁγίων εἰκόνων, ποὺ ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἔχει καθιερωθεῖ, νὰ τελεῖται τὴν ἡμέρα αὐτὴ γύρω ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ τὰ Μοναστήρια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ ἀναθέματα, τὰ ὁποῖα ἀναγινώσκονται, ὄχι μόνον ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ κάθε αἱρετικοῦ, αἰσθητοποιεῖ ἀκριβῶς ἀκόμη περισσότερο αὐτὴ τὴν διαχρονικὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.

Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐτοποθέτησε τὴν ἑορτὴ αὐτὴ μέσα στὴν περίοδο τῆς νηστείας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ μάλιστα στὴν πρώτη Κυριακὴ αὐτῆς. Τὸ ἔκαμε αὐτὸ γιὰ νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι σὲ τίποτε δὲν ὠφελεῖ τὸν Χριστιανὸ ὁ ἀγῶνας τὸν ὁποῖο διεξάγει, γιὰ νὰ νεκρώσει τὰ πάθη καὶ νὰ κάμει κτῆμα του τὶς ἀρετές, ἂν παράλληλα δὲν κρατᾶ τὴν ὀρθὴ πίστη, ἂν δὲν ἀνήκει δηλαδὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔξω τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος κατορθώσει μὲ νηστεῖες καὶ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ὅλες τὶς ἀρετές. Μ’ ἄλλα λόγια ὅσους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ἂν κάνομε, δὲν τοὺς δέχεται ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει σ’ ἕνα λόγο του: «Μένε εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ οὐ προδίδοσαι ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ φύγης ἀπὸ Ἐκκλησίας οὐκ αἰτία ἡ Ἐκκλησία. Ἐὰν μὲν γὰρ ἦς ἔσω, ὁ λύκος οὐκ εἰσέρχεται, ἐὰν δὲ ἐξέλθης ἔξω, θηριάλωτος γίνῃ. Ἀλλ’ οὐ παρὰ τὴν μάνδραν τοῦτο, ἀλλὰ παρὰ τὴν σὴν μικροψυχίαν. Ἐκκλησίας γὰρ οὐδὲν ἴσον». Μὴ φύγης, λέγει ὁ ἅγιος, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν πρόκειται νὰ προδοθῆς ποτὲ ἀπὸ αὐτήν. Ἐὰν ὅμως φύγης, ἡ αἰτία δὲν ὀφείλεται στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν μείνης μέσα σ’ αὐτήν, ὁ λύκος τῆς αἱρέσεως δὲν τολμᾷ νὰ σὲ βλάψη, ἐὰν δὲ ἐξέλθης, θὰ σὲ κατασπαράξη καὶ αὐτὸ θὰ ὀφείλεται στὴν ἰδική σου μικροψυχία. Τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν Ἐκκλησία.

Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ἕνα πολὺ χαριτωμένο περιστατικό, ποὺ ὑπογραμμίζει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Κάποτε ἐπισκέφθηκαν μερικοὶ ἀσκητὲς τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα, ποὺ ἦταν ξακουστὸς γιὰ τὴν μεγάλη διάκριση ποὺ εἶχε. Θέλοντας λοιπὸν νὰ τὸν δοκιμάσουν ἂν ὀργίζεται τὸν ρώτησαν: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ποὺ λένε πὼς εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος;» -«Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν καὶ πάλι: –«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;»  -«Ναὶ ἀδελφοί μου ἐγὼ εἶμαι», εἶπε πάλι ὁ Γέροντας. Τὸν ρωτοῦν γιὰ τρίτη φορά: -«Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;» Τότε ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ὄχι δὲν εἶμαι αἱρετικός». Οἱ ἀσκητὲς τὸν ρώτησαν νὰ τοὺς πεῖ, γιατί ὅσα τοῦ ἔλεγαν πρῶτα τὰ παραδεχόταν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸν λόγον αὐτὸν μὲ τὴν κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ δὲν τὸν δέχθηκε. Καὶ ὁ ἅγιος ἐκεῖνος γέροντας τοὺς ἀπήντησε: «Τὰ πρῶτα ἐμαυτῷ ἐπιγράφω. Ὄφελος γὰρ ἐστὶ τῇ ψυχῇ μου. Τὸ δὲ αἱρετικός, χωρισμός ἐστι ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐ θέλω χωρισθῆναι ἀπὸ Θεοῦ». Τὰ πρῶτα τὰ παραδέχομαι, διότι φέρνουν ὠφέλεια στὴν ψυχή μου διὰ τὴν ταπείνωσιν ποὺ ὑφίσταμαι, τὸ νὰ δεχθῶ ὅμως, ὅτι εἶμαι αἱρετικὸς εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἐγὼ δὲν θέλω νὰ χωριστῶ ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀσκητὲς τότε θαύμασαν τὴν πνευματικὴ σοφία καὶ διάκριση τοῦ γέροντα καὶ ἔφυγαν πνευματικὰ οἰκοδομημένοι.    

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες γιὰ νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ὅπως ὁ Κύριος τὴν ἀπεκάλυψε, ὅπως οἱ ἀπόστολοι τὴν ἐδίδαξαν καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὴν παρέλαβε. Ἂν ρίξουμε μία ματιὰ στὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία, θὰ διαπιστώσουμε, ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐφυλακίστηκαν, ἄλλοι καθαιρέθηκαν, ἄλλοι ἐδιώχθηκαν, ὑβρίστηκαν καὶ συκοφαντήθηκαν, ὑπέμειναν βασανιστήρια καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐθυσίασαν τὴν ζωή τους. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δείχνει ἀκριβῶς πόσο μεγάλη εὐασθησία εἶχαν καὶ πόση σημασία ἔδιναν στὶς δογματικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ σὲ κάθε αἱρετικὴ ἀπόκλιση. Ἡ εὐαισθησία τους αὐτὴ ὀφείλεται στὸ ὅτι εἶχαν συνειδητοποιήσει, ὅτι ἔκπτωση ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στὴν κατάσταση τῆς αἱρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικὸ καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας. Εἶχαν ἀκόμη ἐπισημάνει μὲ τὸν πλούσιο φωτισμὸ τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχαν μέσα τους, ὅτι ἀκόμη καὶ ἐλάχιστη ἀπόκλιση ἀπὸ τὸ ὀρθὸ δόγμα ἔχει καταστρεπτικὲς συνέπειες, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου «ὃς ἐὰν οὖν λύση μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», (Ματθ.5,19). Ἐπίσης καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ του ὑπογραμμίζει τὴν ἴδια ἀλήθεια, ὅταν λέγει «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8). Ἑπομένως στὰ θέματα τῆς πίστεως δὲν χωράει συγκατάβασις, δὲν χωράει οἰκονομία καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσει, ἢ νὰ ἀφαιρέσει οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ἀπὸ τὴν μόνην σῴζουσαν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δὲν εἶναι ἁπλὲς δογματικὲς προτάσεις, ποὺ διατυπώθηκαν σὲ ἅγιες Συνόδους, Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές, ἀλλὰ ὄροι ζωῆς, ποὺ παραπέμπουν στὸ ἦθος καὶ στὴν ἴδια τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ δόγμα εἶναι τόσο ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὸ ἦθος, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωση τοῦ ἑνὸς νὰ ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση καὶ καταστροφὴ καὶ τοῦ ἄλλου: «Ὥσπερ δόγματα πονηρὰ βίον ἀκάθαρτον εἰσάγειν εἴωθεν, οὕτω καὶ διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογμάτων πολλάκις ἔτεκεν», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει μέχρι σήμερα μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μόνον Αὐτὴ διετήρησε ἀναλοίωτο καὶ ἀμετάβλητο τὸν θησαυρὸ τῆς πίστεως. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα τὴν καθιστᾶ «στῦλο καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15), καθοδηγεῖ Αὐτὴν «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», (Ἰω. 15,26), ἐνεργεῖ διὰ τῶν μυστηρίων καὶ ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία καὶ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν μόνο μέσα στοὺς κόλπους της.

Ὡστόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν ἀγωνίστηκαν μόνο γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴ διατύπωση καὶ διαφύλαξη τῶν δογμάτων, τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως. Πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀγωνίστηκαν νὰ βιώσουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δὲν εἶχαν μόνο τὴν Ὀρθοδοξία, εἶχαν καὶ τὴν Ὀρθοπραξία. Ἐτήρησαν μὲ ἀκρίβεια τὶς δεσποτικὲς ἐντολὲς καὶ εὑρῆκαν μέσα σ’ αὐτὲς τὸν Χριστό, τὴν μόνη ἀλήθεια, ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὑρῆκε ὁ Φίλιππος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν μικρὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχε ἀποκομίσει ἀπὸ τὴν συναναστροφή του μὲ τὸν Χριστό, εἶχε βεβαιωθεῖ βαθειὰ μέσα στὴν ψυχή του, ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁμίλησαν οἱ προφῆτες. Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἐπερίμεναν, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔτρεξε ἀμέσως στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ, γιὰ νὰ τὸν καταστήση συγκοινωνὸ καὶ συμμέτοχο αὐτῆς τῆς χαρᾶς, αὐτοῦ τοῦ θησαυροῦ. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἐξέφρασε ἐπιφυλάξεις, τοῦ εἶπε: «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ἔλα καὶ δὲς μόνος σου. Ἔλα νὰ βεβαιωθεῖς ἐκ πείρας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει μὲ ἐπιχειρήματα καὶ περιγραφές, διότι δὲν θὰ φέρουν κανένα ἀποτέλεσμα. Μόνο μὲ τὴν πεῖρα θὰ βεβαιωθεῖ. Καὶ ὅταν στὴ συνέχεια συναντήθηκε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ βεβαιώθηκε ἐκ πείρας, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας ἀμέσως τὸν ὁμολόγησε: «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὶς ψυχὲς των εἶχαν καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ πρὸς αὐτὴν καλοῦσαν κάθε καλοπροαίρετον ἄνθρωπον. Ἐδίδασκαν ἔργῳ καὶ λόγῳ, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ στὸ ἐσώτατο εἶναι της δὲν εἶναι φιλοσοφίες καὶ θεωρίες, δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἰδεῶν. Εἶναι ἐμπειρία Χριστοῦ, εἶναι ἐμπειρία Θείας Χάριτος, ἐμπειρία θεώσεως.

Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας εὐφραίνεται καὶ πανηγυρίζει τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθὼς φέρνει στὴ μνήμη μας τοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς θυσίες, ποὺ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸς ὁ θρίαμβος, αὐτὴ ἡ νίκη, ὑπαγορεύει καὶ ὑποδεικνύει παράλληλα σ’ ὅλους μας ἕνα διπλὸ  χρέος. Τὸ πρῶτο εἶναι νὰ ἀνακαινίσουμε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἄσκηση τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε μέσα μας, ἡ ὁποία ἔχει καταφθαρεῖ καὶ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ κάποιος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τῶν τελευταίων αἰώνων: «Πόση λογιάζετε νὰ εἶναι ἡ κατάκρισή μας καὶ ἡ κόλασή μας, ὅπου ἀσχημίζομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ὅπου φθείρομεν τὸν ἔσω ἄνθρωπον μὲ τὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀπάτης; Δὲν εἶναι ἐπιθυμίες ἀπάτης οἱ ἀδικίες, ὅπου κάμνομεν καὶ αἱ παρανομίες, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κενοδοξία καὶ αἱ ἄλλες ἀκαταστασίες; Τί δὲν βλέπουσι τὰ ὀμμάτια ἄτοπον, τί δὲν ἀκούομεν κακόν; Ἕως πότε νὰ ὑποφέρει ὁ Θεὸς τόσην μᾶς ἀκαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην ἁμαρτίαν; Πότε ἐλπίζεις νὰ βαλθεῖς εἰς τὴν στράταν τῆς δικαιοσύνης; Κάμε τούτην τὴν Χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπου ἔμαθες, ὅπου ἑορτάζεις. Στολίσου πράξεις ἀγαθές, κάμε τὴν ἀρετὴν βάσιν τῆς θεωρίας. Ἀνάβηθι εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι εἰς τὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου. Μὴ φθείρωμεν λοιπὸν μὲ τὲς κακές μας πράξεις τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, μήπως καὶ ὅταν ἔλθη ὁ καιρὸς τοῦ μυστικοῦ γάμου, κρούοντες καὶ ἡμεῖς τὴν θύραν, μᾶς ἀποκριθεῖ ὁ νυμφίος «οὐκ οἶδα ὑμᾶς», δὲν σᾶς γνωρίζω, ἐπειδὴ ἀλλοιωμένην ἔχετε τὴν εἰκόνα μου μὲ τὰ κακά σας ἔργα. Ἀλλὰ ἂς στρέψωμεν εἰς μετάνοιαν δι’ ἐξομολογήσεως. Ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ρύπους ἀπὸ τὲς ψυχές μας, διὰ νὰ μᾶς γνωρίσει πρωτότυπον καὶ ἀρχέτυπον μας καὶ νὰ μᾶς προσκαλέσει ὡς γνησίας εἰκόνας του, εἰς τὴν αἰώνιον Βασιλείαν του».

Τὸ δεύτερο χρέος μας εἶναι νὰ διαφυλάξωμε ὅλοι μας, κλῆρος καὶ λαός,  τὸν θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀνόθευτο καὶ ἀναλλοίωτο ἀπὸ κάθε αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ πλάνη. Τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι σήμερα περισσότερο ἀναγκαῖο καὶ ἐπιτακτικὸ ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, διότι καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας βάλλεται καὶ πολεμεῖται ἀπὸ πολλὲς σύγχρονες αἱρέσεις, μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὴν χαρακτήρισε μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τοῦ περασμένου αἰῶνος, ὁ Σέρβος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, προϊὸν τῶν συγχρόνων συγκρητιστικῶν τάσεων θρησκευτικῆς ἑνοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους της διάφορες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως οἱ θεωρίες τῶν κλάδων, τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν δύο πνευμόνων, τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας, τῆς διευρυμένης Ἐκκλησιολογίας κ.ἄ., οἱ ὁποῖες εἶναι ἀσυμβίβαστες μὲ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας  καὶ μὲ τὴν διαχρονικὴ πίστη της ὅτι μόνη Αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως ἄλλωστε ὁμολογοῦμε στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως. Μέσῳ τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν θεωριῶν ἡ ἀκρίβεια τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, γιὰ τὶς ὁποῖες, ὅπως προαναφέραμε, πολλοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιεῖται καὶ ὑποβιβάζεται. Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ Ἀποστολικὴ Παράδοση, δὲν θεωρεῖται πλέον ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ ἀγῶνες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδίως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, μεγάλου Φωτίου καὶ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ποὺ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἀκυρώνονται καὶ ἀποδοκιμάζονται στὴν πράξη. Τὰ ἀντιαιρετικά τους συγγράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα κατέδειξαν τὶς πλάνες του, παραμερίζονται καὶ υἱοθετεῖται ἡ καινοφανὴς ἀντίληψη, ὅτι οἱ δογματικές μας διαφορὲς πρὸς τοὺς κακοδόξους καὶ αἱρετικοὺς ἀποτελοῦν ποικιλία διαφόρων παραδόσεων, ὥστε νὰ παύσουν νὰ ἀποτελοῦν φραγμὸ πρὸς τὴν ἐπιχειρούμενη «ἕνωση». Προωθεῖται ἔτσι μία  ἐπιφανειακή, ἐπικοινωνιακοῦ χαρακτῆρος ἑνότητα οὐνιτικοῦ τύπου, παρὰ τὶς τεράστιες δογματικὲς διαφορές, ποὺ μᾶς χωρίζουν, ὥστε τελικὰ νὰ παρουσιάζονται ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες» μὲ Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἔγκυρα μυστήρια. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅμως ἡ πλάνη τῆς αἱρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετεῖται δίπλα στὴν ἀλήθεια ὡς ἰσότιμη καὶ ἰσόκυρη μὲ αὐτὴν καὶ τελικὰ ἀναμιγνύεται μ’ αὐτὴν σὲ μία ἄμικτη μίξη. Ποιὰ κοινωνία ὅμως μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μεταξὺ ἀληθείας, ποὺ εἶναι φῶς καὶ ψεύδους, πού εἶναι σκότος; «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;», ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπ. Παῦλος, (Β΄Κορ.6,14).

Ὅμως ἡ παναίρεση αὐτὴ δυστυχῶς δὲν περιορίστηκε μόνο σὲ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο. Πολὺ σύντομα ἐπεκτάθηκε, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο καὶ σὲ διαθρησκειακό. Τὸ διαθρησκειακὸ ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὶς ἄλλες θρησκεῖες ἐπιδιώχθηκε μὲ διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις, Διαλόγους καὶ Συνέδρια, ἀποτελεῖ δὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς οὐσιωδέστερους στόχους τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι ὄχι μόνον δὲν ἔφεραν κανένα ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδήγησαν ἀναπόφευκτα σὲ προϊοῦσα φθορὰ καὶ διάβρωση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος, σὲ συμβιβασμοὺς καὶ ἀνεπίτρεπτες ὑποχωρήσεις στὸ δόγμα καὶ στὴν ἐκκλησιαστική μας αὐτοσυνειδησία. Μὲ ἐπιπολαιότητα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι στοὺς Διαλόγους αὐτούς, μὴ ἔχοντες ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες, ἅπλωσαν γέφυρες, μικρὲς καὶ ἀνεπαρκεῖς, γιὰ νὰ γεφυρώσουν τεράστια χάσματα καὶ νὰ ἐκμηδενίσουν ἀποστάσεις καὶ διαφορές, πολὺ σημαντικὲς στὸ δόγμα καὶ στὸ ἦθος τῶν θρησκειῶν. Παραθεώρησαν ὅμως τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἀλήθεια μὲ τὴν αἵρεση δὲν ἔχουν ποσοτικὴ διαφορά. Ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἁπλῶς λιγότερη ἀλήθεια, ὥστε μὲ κάποια προσθήκη νὰ γίνει κι αὐτὴ Ὀρθοδοξία. Ἡ αἵρεση ὅσο μικρὴ καὶ ἂν φαίνεται, εἶναι πλάνη, εἶναι σκοτάδι καὶ ἁμαρτία καὶ θάνατος. Ὁ πνευματικὸς θάνατος ποὺ προξενεῖ ἡ αἵρεση, δὲν παίρνει βελτίωση νὰ γίνει λιγότερο θάνατος καὶ κατόπιν ζωή. Ἔτσι φθάσαμε στὸ τραγικὸ φαινόμενο νὰ διατυπώνονται ἀπὸ Ὀρθοδόξους ἐκπροσώπους, ἀντορθόδοξες δηλώσεις καὶ νὰ ὑπογράφονται κείμενα κοινῆς ἀποδοχῆς μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξένα πρὸς τὴν παράδοση καὶ τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Δυστυχῶς ἡ φοβερὴ αὐτὴ πολυαίρεση, ποὺ κυριάρχησε σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνος, ἔφθασε πλέον στὸ ἀποκορύφωμά της στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰῶνος μὲ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης τὸ 2016. Ἡ «Σύνοδος» αὐτή, ὅπως ὁμολογοῦν καταξιωμένες προσωπικότητες, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τὰ συνοδικά της κείμενα,  ὑπῆρξε ἕνα κατ’ ἐξοχὴν συγκλονιστικὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς διότι δὲν κατεδίκασε τὶς ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ ὑφιστάμενες αἱρέσεις, ψευδοθρησκεῖες καὶ παραθρησκευτικά φαινόμενα, ὡς ὑποχρεοῦτο ἐκ τῶν Θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων. Ἕνα γεγονὸς ποὺ προκάλεσε ὀδυνηρὸ πλῆγμα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα γεγονὸς ποὺ σήμανε τὴν συνοδικὴ νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ γέμισε μὲ ἀπερίγραπτη θλίψη τὴν θριαμβεύουσα καὶ τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.   

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση ἐξακολουθεῖ ὄχι μόνον νὰ ὑφίσταται, παρ’ ὅλο ποὺ πέρασαν περισσότερα ἀπὸ 100 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξαπλοῦται ἐπικίνδυνα ὅλο καὶ περισσότερο, ὑπογραμμίζει τὸ χρέος ὅλων μας, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικὴ καταπολέμησή της. Εἶναι ἀνάγκη ὅλοι μας νὰ ἐπαγρυπνοῦμε καὶ νὰ διακρίνουμε τὰ «σημεῖα τῶν καιρῶν» (Ματθ. 16,3). Νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι καὶ ἀσυμβίβαστοι στὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἀληθείας, ποὺ εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Χριστὸς ζητοῦντες τὴν πανορθόδοξη Συνοδικὴ καταδίκη της, ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς χαλαρότητος, τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τοῦ ἐνδοτισμοῦ, τὸ ὁποῖον κυριαρχεῖ σήμερα σὲ πολλούς. Νὰ συνειδητοποιήσουμε καὶ νὰ εὐαισθητοποιηθοῦμε ἀπέναντι στὸ σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ προετοιμάζει τὸν ἐρχομὸ τῆς Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας τοῦ Σατανᾶ, καὶ ποὺ μὲ ὕπουλο τρόπο ἔχει διεισδύσει στὰ σπλάγχνα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἀπειλεῖ θανάσιμα. Εἶναι ἀνάγκη πρὸ παντός, νὰ ἐνεργοποιηθοῦμε σ’ ἕνα δυναμικότερο ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα, ζητώντας, ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπισημάνει τοὺς φορεῖς της καὶ νὰ τοὺς καλέση σὲ μετάνοια. Τέλος νὰ διακόψῃ ἡ Ἐκκλησία τοὺς μέχρι τώρα γενομένους ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἑτεροδόξους καί ἑτεροθρήσκους κηρύσσουσα πὼς ὁ μόνος Σωτήρας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοὺς Χριστὸς χωρὶς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει σωτηρία καὶ ζωή.

Εὔχομαι ἀπὸ καρδίας ἔτη πολλὰ καὶ καρποφόρος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

13 Μαρτίου 2021

ΕΠΙ ΤΗ ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

 


Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η   Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, 

ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ  ΑΓ. ΚΑΙ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2021

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ εἰσέλθουμε καὶ φέτος στὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ πύλη τῆς μετανοίας στέκει ἐνώπιόν μας, ἕτοιμη νὰ ἀνοιχθεῖ σ’ ὅποιον ἐπίμονα τὴν χτυπήσει· σὲ ὅποιον συνειδητοποιήσει τὴν ἁμαρτωλότητά του· σὲ ὅποιον ἀναζητήσει τὴ συγχώρεση· σὲ ὅποιον στηρίζει τὶς ἐλπίδες του στὸ Θεό.

Ἀλοίμονο ὅμως, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπιθυμήσουν νὰ ὁδηγήσουν τὰ βήματά τους μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ θύρα· λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ παραδεχθοῦν τὰ φταιξίματά τους· λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ ἀντικρίσουν κατάματα τὴν ἀσχήμια τῆς ψυχῆς τους· λίγοι τελικὰ φοβούμαστε πὼς θὰ εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ πορευτοῦν τῆς μετανοίας τὴ στενὴ τὴν ὁδό.

Κι εἶναι τραγικὴ ἡ διαπίστωση, ὅτι οἱ ἄνθρωποι στὶς μέρες μας, μένουμε ἀμετανόητα σταθεροὶ στὰ πάθη καὶ στὶς κακίες μας. Καὶ τοῦτος ὁ ἰσχυρισμὸς καθόλου αὐθαίρετος δὲν εἶναι. Ἦταν ἀρκετὸ ἕνα κῦμα ἀποκαλύψεων ἀπὸ πρόσωπα ποὺ δέχθηκαν κακοποίηση ψυχικὴ καὶ σωματική, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ σκληρὴ ὄψη τῆς ἁμαρτίας, ποὺ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀπολογηθεῖ, ποὺ δὲν ἐπιζητᾶ τὴν ἄφεση, ποὺ δὲν ξέρει τὶ θὰ πεῖ ἔφταιξα, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὅταν ἀποκαλύπτεται ἡ ἀσχήμοσύνη της, ἐκείνη στέκει ἀγέρωχα αὐτοδικαιωμένη.

Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ φέρει ἀντίλογο καὶ νὰ ἀντιπεῖ πὼς ἡ ἁμαρτία πάντα ὑπῆρχε καὶ πὼς οἱ πράξεις τῶν ἀνθρώπων συχνὰ ὑποτάσσονταν σ’ αὐτὴν. Ἀλήθεια εἶναι τοῦτο. Μόνο ποὺ στοὺς καιροὺς μας, ἀπὸ πολλοὺς «σοφοὺς» ἐξαγγέλθηκε, πὼς ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει, καὶ πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ πράττει κατὰ τὶς ἐπιθυμίες του· καὶ πὼς τίποτα δὲν εἶναι κακό, ἀρκεῖ τὸ κάθε ἄτομο νὰ δείχνει σεβασμό στὰ ἄλλα. Καὶ παράλληλα δηλώθηκε, μὲ κάθε ἐπίσημο τρόπο, πὼς ὁ οὐρανὸς δὲν κρύβει κανένα μυστήριο, πὼς ἡ μεταφυσικὴ ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι χρόνος χαμένος, καὶ πὼς τελικὰ Θεὸς δὲν ὑπάρχει, παρότι ὡς ἀνεκτικοὶ μεταμοντέρνοι ἄνθρωποι, μποροῦμε νὰ ἀνεχθοῦμε κι ἐκείνους τοὺς ἀνασφαλεῖς ποὺ πιστεύουν, φθάνει νὰ μὴν πολυανακατεύονται στὰ κοινά.

Τοῦτα τὰ δόγματα τῶν νεωτερικῶν χρόνων, κέρδισαν σταδιακὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κι ἔτσι ὁ καθένας ζεῖ χωρὶς νὰ κουράζει τὸν ἑαυτό του μὲ ἠθικὰ διλήμματα, χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ποιότητα τῶν ἐπιλογῶν του, χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν συνείδησή του· γιατὶ πολύ ἀπλὰ τὸ κάθετὶ εἶναι «καλὸ καὶ ἀγαθό», μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ θέλω «ἐγώ». Τόσο ἀπλὰ εἶναι τὰ πράγματα στὴν ἐποχή μας.

Ὑπάρχει φυσικὰ ἐκεῖνο τὸ ἀγκαθάκι: «κάνε ὅ,τι θέλεις ἀρκεῖ νὰ σέβεσαι τὸν ἄλλον». Ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ ἐμπόδιο εὐκολα ξεπερνιέται. «Ἐγὼ δὲν ἔκανα κάτι κακό» δηλώνει ὁ θύτης. «Ὑπάκουσα μόνο στὴν ἐπιθυμία μου. Κι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται ἐσεῖς αὐθαίρετα κακοποίηση εἶναι κατ’ οὐσία εὐεργεσία. Ὄχι μόνο δὲν ἔβλαψα, ἀλλὰ ὠφέλησα κι ὅλας. Δίδαξα τοὺς ἄλλους πὼς ὀφείλουν κι αὐτοὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ὁρμὲς τῆς ἐπιθυμίας τους μὲ κάθε τρόπο καὶ μὲ κάθε μέσο, γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ ὁλοκληρωθοῦν».

Παρόμοια λόγια ἔχουμε κατὰ καιροὺς διαβάσει σὲ κείμενα σύγχρονων διανοουμένων, ἔχουμε ἀκούσει σὲ συνεντεύξεις προβεβλημένων προσώπων, δυστυχῶς τὰ ἔχουμε συναντήσει ἀκόμα καὶ σὲ συζητήσεις μὲ γνωστοὺς καὶ φίλους. Ὁ πλατὺς δρόμος τῆς κακίας καὶ τῶν παθῶν ἔχει ἐσχάτως φωταγωγηθεῖ ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς προβολεῖς τῆς διαφωτιστικῆς ρητορείας, πείθοντας ὅλο καὶ περισσότερους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν.

Ἀπέναντι ὅμως σὲ τούτη τὴν κατεύθυνση ἀνοίγεται ἡ ὁδὸς τῶν ἀρετῶν, ἡ ὁποία φωτίζεται μὲ τὸ κατανυκτικὸ κερί τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅσοι ἀκολουθήσουν τὴν πορεία αὐτή, ποὺ ἀλήθεια εἶναι πὼς μοιάζει δύσκολη, θὰ κληθοῦν νὰ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἐνοχή τους, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν τῆς μετανοίας καὶ τῆς συγχώρεσης.

Τί εἶναι ὅμως ἁμαρτία, καὶ τὶ ἐνοχή; Κι ὁ δρόμος τῆς μετανοίας πῶς περπατιέται;

Ἡ ἁμαρτία γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ κατάσταση ὀντολογική. Εἶναι ἕνας βασανιστικὸς τρόπος νὰ ὑπάρχεις χωρὶς προοπτική, χωρὶς ἐλπίδα. Εἶναι μιὰ κίνηση πρὸς τὸ μηδὲν καὶ τὸ τίποτα. Εἶναι ὀδύνη καὶ πόνος στὴ ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ καλοστημένη παγίδα. Ὑπόσχεται τὰ πάντα μὰ τίποτα δὲ δίνει. Χρησιμοποιεῖ ὡς δόλωμα πρόσκαιρες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις γιὰ νὰ σὲ πιάσει, κι ὅταν τοῦτο συμβεῖ σὲ αἰχμαλωτίζει. Δέσμιος γίνεσαι παθῶν ποὺ σὲ ἔργα σκληρὰ καὶ σὲ πράξεις αἰσχύνης σὲ ὁδηγοῦν. Καὶ ἐσὺ ἐνεργεῖς χωρὶς νὰ αἰσθάνεσαι, χωρὶς νὰ καταλαβαίνεις, χωρίς νὰ ἐπικοινωνεῖς. Κι ἄλλοτε σὲ φέρνει σὲ σκληροκαρδία ποὺ ἀφανίζει κάθε ἀνθρώπινη εὐαισθησία, κι ἄλλοτε σὲ τυραννᾶ μὲ τύψεις καὶ θλίψεις ποὺ σὲ κάνουν νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀνεχθεῖς τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μὰ καὶ κανέναν ἄλλον.

Ἡ ἁμαρτία ἀφορᾶ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Κι αὐτὸ γιατὶ στὸν κόσμο τὸν πτωτικὸ ἡ ἁμαρτία ἔχει καταστεῖ ὁ δικός μας τρόπος. Εἶναι ἡ ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρκειας, ποὺ ἰσχυρίζεται πὼς καὶ μόνος μπορεῖς. «Κανέναν δὲν χρειάζεσαι καὶ κανέναν δὲν ἔχεις ἀνάγκη. Οὔτε ἀδερφό μὰ οὔτε καὶ φίλο, οὔτε τὴ γῆ μὰ οὔτε καὶ τὸν οὐρανό. Μὰ κυρίως τὸν οὐρανό δὲν χρειάζεσαι, μιᾶς κι ὁ Θεὸς εἶναι ξένος καὶ ἐχθρὸς καὶ ἀνύπαρκτος. Εἶναι ἐμπόδιο ποὺ πρέπει νὰ ξεπεράσεις. Εἶναι βαρίδι ποὺ πρέπει νὰ πετάξεις. Εἶναι ἐχθρὸς ποὺ πρέπει νὰ πολεμήσεις. Γιατὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος εἶσαι θεός».

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑωσφορικὴ ἀπάτη ποὺ βρίσκεται στὸν πυρήνα τῆς ἁμαρτίας: ἡ αὐτοθέωση· τὸ νὰ θεωρήσεις τὸν ἑαυτό σου ὡς θεό. Ἕνα θεὸ ποὺ ὑποτάσσεσαι καὶ ὑπακοῦς· ἕνα θεὸ ποὺ δοξάζεις καὶ λατρεύεις. Ἕνα ψεύτικο θεὸ ποὺ στέκει ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς ἄλλους ψευτοθεούς, σὲ πολλοὺς ἄλλους αὐτοδικαιωμένους ἀνθρώπους, ποὺ ὁ καθένας ξεχωριστά, μὰ καὶ ὅλοι μαζὶ ὁδηγοῦν τὸν κόσμο πρὸς τὸ σκοτάδι καὶ τὸ μηδέν.

Ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο σὲ τοῦτη τὴν πλάνη, δὲν ἐπέτρεψε τὸν τελικό του χαμό. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος γίνεται ἄνθρωπος ἀληθινὸς γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς, γιὰ νὰ γκρεμίσει τὰ εἰδωλα τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει σ’ ἕναν ἄλλο τρόπο ὕπαρξης, στὸν δικό του τὸν τρόπο. Σὲ ἐκεῖνον τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. Τῆς ἀγάπης ποὺ ξέρει νὰ θυσιάζει τὸ ἐγὼ γιὰ τὸν ἄλλον.

Καὶ ἡ Σαρακοστὴ δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ μιὰ πορεία πρὸς τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τὴν ἔσχατη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία νικᾶ τὴν ἁμαρτία καὶ καταργεῖ τὸ θάνατο. Κι ἐμεῖς καλούμαστε νὰ μαθητεύσουμε σὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε, νὰ τὸν ἀποδεχθοῦμε ὡς δικό μας. Καὶ τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἁμαρτία ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Νὰ ἐλέγξουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ βροῦμε τὴν ἀρρώστια του. Νὰ δοῦμε μέσα στὴν ψυχή μας τὰ πάθη ποὺ ἔχουν κατοικήσει. Κι εἶναι ἀλήθεια φρικτή τούτη ἡ θέα κι ἀπωθεῖ καὶ ζορίζει. Ὅμως δὲν δύναται νὰ ἐπιζήσει ὁ ἄνθρωπος πνευματικὰ ἀφήνοντας τὴν κακία νὰ σκοτίζει τὴν ὕπαρξή του.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιήσει τὴν ἁμαρτωλότητά του, ὅταν τὰ χείλη ψελλίσουν τὸ «ἐγὼ φταίω», ὅταν ἡ καρδιὰ συντριβεῖ ἀπὸ τὸ κακό ποὺ διέπραξε, ὅταν ἡ ψυχὴ ἀποδεχθεῖ τὴν ἐνοχή της, τότε ξεκινᾶ ἡ δύσβατη πορεία πρὸς τὴ μετάνοια.

Πολλὰ εἶναι τὰ ἐπικίνδυνα σημεῖα αὐτῆς τῆς πορείας. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ποὺ προσπαθοῦν ἄλλοτε νὰ δικαιολογήσουν τὶς πτώσεις, κι ἄλλοτε νὰ παρουσιάσουν τὰ ἁμαρτήματα ἀσήμαντα καὶ μικρὰ. Τότε ὁ ἀνθρωπος κάνει βήματα πρὸς τὰ πίσω, πρὸς τὴν παλιὰ του ζωή. Κι ἄν ξεγελασθεῖ κι ἀκολουθήσει αὐτὴ τὴν πορεία, τότε ἐγκλωβίζεται σὲ χειρότερα ἀδιέξοδα.

Εἶναι κι ἄλλες φορὲς ποὺ ὁ βηματισμὸς πρὸς τὴν μετάνοια διακόπτεται ἐξαιτίας τῆς θλίψης ποὺ τὰ ἁμαρτήματα γενοῦν. «Πῶς εἶναι δυνατὸ ἐγὼ νὰ ἔπραξα τοῦτο τὸ λάθος;», συχνὰ οἱ μετανοούντες ἀναρωτιοῦνται. Κι ὁ νοῦς τρέχει συνεχῶς πρὸς τὸ παρελθὸν, βιώνοντας ξανὰ καὶ ξανὰ τὰ σφάλματα καὶ τὶς πτώσεις, μ’ ἕνα τρόπο ἀπέλπιδο καὶ ἀδιέξοδο. Τὰ ἐνοχικὰ αἰσθήματα τότε καταθλίβουν τὴ ψυχὴ καὶ δὲν τῆς ἐπιτρέπουν νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν γνήσια ἐνοχή της. Γιατὶ ἄλλο εἶναι οἱ τύψεις καὶ ἄλλο ἡ ἐνοχὴ. Οἱ τύψεις εἶναι κατ’ οὐσία μιὰ ἐγωιστικὴ ἀντίδραση, ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ γκρέμισμα τοῦ αὐτοειδώλου ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος κατασκευάσει. Ἡ ἐνοχὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη εἶναι ἡ κατάφαση στὸ δίκαιο, ἡ ἀποδοχὴ τῆς πραγματικότητας, ἡ ἀφύπνιση τῆς εὐαισθησίας, ἡ καλλιέργεια τοῦ φιλοτίμου. Ἡ ἐνοχὴ εἶναι τὸ «ἐγὼ φταίω», ποὺ δὲ κρύβεται πίσω ἀπὸ δικαιολογίες κι ἀπὸ εὐθύνες ἄλλων, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὶς ἐπιπτώσεις τῶν πεπραγμένων, τὸ θυμὸ τῶν θυμάτων, τὶς ἐπικρίσεις τῶν πολλῶν, τὶς ἀποφάσεις τῶν κριτῶν, τὶς ποινὲς τῶν θεσμῶν.

Κι ὅταν ὁ ἀνθρωπος ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῶν ἔργων του, τότε εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνοιχτεῖ στὴν μετάνοια. Καὶ μετάνοια σημαίνει τὴν ἀλλαγὴ τοῦ νοός, τὴν καλὴ ἀλλοίωση τοῦ βίου, τὴν μεταμόρφωση τῆς ὕπαρξης, τὴν αὐστηρότητα πρὸς τὸν ἑαυτό, τὴν ἐπιείκια πρὸς τοὺς ἄλλους, τὴν εὐαισθησία πρὸς τοὺς παθόντες, τὴ συγχωρητικότητα πρὸς ἐκείνους ποὺ σὲ ἀδικοῦν. Ἡ μετάνοια εἶναι μυστήριο ποὺ συντελεῖται ἐντὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συναντᾶ τὸν ἀνθρώπινο πόθο γιὰ ἀλλαγὴ καὶ συγχώρεση. Κι ὅταν ὁ Θεὸς ἀναγνωρίσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη λαχτάρα, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, καμία κακία, καὶ κανένα φταίξιμο, καὶ καμία ἁμαρτία.

Τούτη ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ, ἐντός τῆς ὀδύνης, πού κατέδειξε τήν σμικρότητά μας, εὐχόμαστε νὰ γίνει γιὰ ὅλους περίοδος αὐτοκριτικῆς, παραδοχῆς ἁμαρτιῶν, ἀνάληψης εὐθυνῶν. Ἄς γίνει ἀφορμὴ νὰ προσέλθουμε στὴν Ἐκκλησία, νὰ σκύψουμε κάτω ἀπὸ τὸ πετραχείλι τοῦ πνευματικοῦ, ὁμολογώντας τὶς κακίες μας, δεχόμενοι τὰ ἐπιτίμια μὰ καὶ τὴν παρηγοριὰ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἂς γίνει καιρὸς ταπείνωσης, ἀσκήσεως, προσευχῆς, νηστείας, φιλανθρωπίας γιὰ νὰ βιώσουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προσωπικά, ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Ἄδη τῆς ἁμαρτίας, ὡς νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου τῆς κακίας ποὺ ἐντός μας ἐνυπάρχει, ὡς κατάφαση πρὸς τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀγάπη.

            Εὔδρομο τό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καλό στάδιο –Καλό πνευματικό ἀγώνα.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ