Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

08 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

 Στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου στην Καπερναούμ αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος ξεκινά το έργο Του μετά τη σύλληψη του αγίου Προδρόμου. Σ’  έναν κόσμο ευρισκόμενο στο σκοτάδι φάνηκε το μέγα φως. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

 1. Δύο κόσμοι αντιπαραβάλλονται εν προκειμένω: ο κόσμος πριν από την έλευση του Χριστού και ο κόσμος μετά την έλευσή Του. Ο πρώτος ήταν κόσμος σκότους θανάτου, δηλαδή άγνοιας του Θεού, αμαρτίας και παθών. Διότι ήταν ο κόσμος όχι όπως εξήλθε από τα δημιουργικά χέρια του Θεού, αλλά όπως ξέπεσε από την ανταρσία του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού του. Ο δεύτερος μετά τον ερχομό του Χριστού είναι ο κόσμος που γεμίζει φως από την παρουσία Εκείνου, που σημαίνει ότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει και πάλι τον Θεό, κι ακόμη περισσότερο, να ζήσει την παρουσία Του στην ύπαρξή του. Διότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο ενσαρκωθείς Θεός, το φως και η ζωή των ανθρώπων και του κόσμου, κατά την αψευδή μαρτυρία Του.

2. Προϋπόθεση όμως για την αποδοχή του καινού αυτού κόσμου που έφερε ο Χριστός είναι η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στον Θεό ως απεμπλοκή από τη ζωή της αμαρτίας και ζωή κατά το θέλημα Εκείνου. Αν θέλαμε με μία εικόνα να δώσουμε την πραγματικότητα αυτή, θα λέγαμε ότι ανέτειλε το φως της ημέρας, αλλά κάποιος έχει κλειστά τα παράθυρα της οικίας του. Χρειάζεται να τα ανοίξει για να εισέλθει το φως, που θα πει ότι πρέπει κανείς να μετανοήσει – να ανοίξει τα παράθυρα της ψυχής του – για να γευθεί την παρουσία του φωτός στην ύπαρξή του. ΄Ετσι η μετάνοια προϋποθέτει ασφαλώς την κίνηση του Θεού: Εκείνος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου.

3. Η ένσταση είναι προφανής: αυτό ήταν για τότε. Εμείς είμαστε ήδη χριστιανοί, συνεπώς έχουμε φύγει από το σκοτάδι και βρισκόμαστε στο φως. Ορθή η επισήμανση, αρκεί να ζούμε οι χριστιανοί σε διαρκή μετάνοια. Διότι η εμπειρία όλων δυστυχώς βεβαιώνει πως η αμαρτία υφίσταται αδιάκοπα κι έρχεται κι επικαλύπτει καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν μεθ’  ημών». Η μετάνοια λοιπόν (πρέπει να) συνιστά διαρκές βίωμα για τον χριστιανό, διότι υφίσταται διαρκώς και η αμαρτία. Κι όταν λέμε αμαρτία εννοούμε όχι μόνο την πράξη της, αλλά και ό,τι ανάγεται και στις διαθέσεις του ανθρώπου, τους λογισμούς και τις σκέψεις του.

4. Μήπως όμως έτσι κοροϊδεύουμε τον Θεό; Ναι, αν η αμαρτία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή μας! Κι επειδή ο Θεός δεν κοροϊδεύεται, γι’  αυτό και η επιλογή αυτή αποτελεί τον δρόμο του θανάτου μας. «Θεός ου μυκτηρίζεται». Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Διαφορετικά, αν η αμαρτία μάς καταβάλλει, ενώ κάνουμε πνευματικό αγώνα, τότε η χάρη του Θεού δεν μας εγκαταλείπει, δημιουργώντας μέσα μας συνθήκες μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του ασώτου της ομωνύμου παραβολής και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου» θα συναντά πάντοτε την ανοικτή αγκαλιά του Θεού Πατέρα, ο Οποίος θα σπεύδει μάλιστα εν απείρω αγάπη προς συνάντησή μας. Ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε ότι η αγάπη του Θεού υπέρκειται οποιασδήποτε αμαρτίας μας, την οποία κατήργησε άλλωστε με τον ερχομό Του, κυρίως δε με τη Σταυρική Του θυσία.

5. ΄Ετσι η απαισιοδοξία λόγω της αδυναμίας μας υπερβαίνεται με την αισιοδοξία της πίστης στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να θέλουμε τον Θεό στη ζωή μας. Δεν στηριζόμαστε στον εαυτό μας - τι να προσφέρουν  τα μαύρα χάλια μας; Στηριζόμαστε στου Θεού την αγάπη και τη δύναμη, γι’  αυτό ουδέποτε καταβαλλόμαστε παρ’ όλες τις πτώσεις μας. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση». ΄Ετσι η διαλεκτική σκότους-φωτός προσδιορίζει τη ζωή μας. Αμαρτάνουμε ως αδύναμοι άνθρωποι; Μας καταλαμβάνει το σκότος. Μετανοούμε; Φως Χριστού πλημμυρίζει και πάλι την ύπαρξή μας. Ούτε αγγελισμός λοιπόν ούτε δαιμονισμός. Η ανθρωπότητα μετά Χριστόν θα πορεύεται κατά το σχήμα: πτώση και ανάσταση. «΄Ιδιο των αγγέλων είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου. ΄Ιδιο των δαιμόνων είναι να αμαρτάνουν πάντοτε. ΄Ιδιο των ανθρώπων είναι πότε να αμαρτάνουν και πότε να μετανοούν» (όσιος Ιωάννης της Κλίμακος). ΄Ετσι ο χριστιανός βιώνει εν σμικρώ την εικόνα του προ- και του μετά Χριστόν κόσμου: ζει και το δράμα του σκότους της αμαρτίας, ζει και την ανάσταση και το φως του Χριστού, έχοντας όμως τη βεβαιότητα της τελικής κατίσχυσης του ελέους Του, και για εδώ και για την αιωνιότητα.

 ΄Εχουμε το μεγαλύτερο προνόμιο στον κόσμο· να είμαστε χριστιανοί - τέκνα φωτός. Το μονοπάτι που μας διατηρεί στην κατάσταση αυτή είναι η διαρκής μετάνοιά μας, αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο για να γίνουμε χριστιανοί, αλλά και να διατηρούμαστε χριστιανοί. Το γνωρίζουμε: δεν θα σωθούν οι έτσι κι αλλιώς μη υπάρχοντες αναμάρτητοι, αλλά οι μετανοημένοι. Να ευχόμαστε το τέλος μας να μας εύρει στη μετάνοια. Γιατί θα κριθούμε εκεί που θα βρεθούμε. 

01 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

«Ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου» (Μάρκ. 1, 3)

Γιά τό λιοντάρι τῆς ἐρήμου, ὅπως ἔχει χαρακτηρισθῆ, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Πρόδρομο, κάνει λόγο σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. ᾽Αποτελεῖ αὐτός τήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ ᾽Ιωάννης ἐστάλη ἀπό τόν Θεό νά προετοιμάσει τόν δρόμο τοῦ Μεσσία: «ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου πρό προσώπου σου». Καί τόν προετοίμασε καί μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί μέ τό βάπτισμα τῆς μετανοίας. Κι ἦταν ὅλη ἡ ζωή του ἀντίστοιχη πρός τήν ἀποστολή του: ντυμένος μέ τρίχες καμήλου καί τρεφόμενος μέ ἀκρίδες καί μέλι ἄγριο. ῾Η κραυγή λοιπόν τοῦ ἀγίου ᾽Ιωάννη ἦταν «ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου».

1. Ποιά ἡ ὁδός Κυρίου; Δέν εἶναι ἀσφαλῶς κάποια ἐπίγεια ὁδός οὔτε ὅμως καί οἱ δρόμοι ὡς τρόποι ζωῆς πού καθορίζουν οἱ διάφορες θρησκεῖες ἤ τά διάφορα φιλοσοφικά καί κοινωνικά ρεύματα. ῞Ολα αὐτά εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, πού σημαίνει ὅτι ἐμπεριέχουν τό στοιχεῖο τῆς πλάνης ὅπως κάθε τι ἀνθρώπινο. ῾Οδός Κυρίου εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς πού ὑποδεικνύει ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός στόν ἄνθρωπο προκειμένου νά τόν ἀκολουθήσει καί νά ζήσει. Εἶναι ἀκριβῶς ὁ δρόμος ζωῆς πού ἐξήγγελλαν οἱ προφῆτες καί ἔφερε ὁ ἐνσαρκωθείς Θεός, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός. Κι ἀκόμη πιό καθαρά: ὁδός Κυρίου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅπως τό βεβαίωσε τό ἀψευδές στόμα Του: «᾽Εγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». ῎Ετσι ὄ,τι εἶπε καί ἔζησε ὁ Κύριος συνιστᾶ τόν δρόμο πού μᾶς φέρνει ἄμεσα σέ σχέση μέ τόν Θεό.

2. ῾Ο Κύριος ὅμως ἦλθε ὄχι ἁπλῶς νά μᾶς ὑποδείξει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά μᾶς ἐνσωματώσει στόν ἑαυτό Του καί ἑπομένως γενόμενοι ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ὁδός Κυρίου. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε χριστιανός (πρέπει νά) εἶναι  μία φανέρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε στό πρόσωπό του πρέπει νά βλέπει ὁ κόσμος Αὐτόν τόν ῎Ιδιο. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογοῦσε τή χάρη αὐτή: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός», ἐνῶ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶχε προφητευθῆ ἡ ὑπερφυής αὐτή πραγματικότητα: «᾽Ενοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός καί αὐτοί ἔσονταί μοι λαός».

3. Αὐτή ὅμως ἡ ἀσύλληπτη γιά τόν ἀνθρώπινο νοῦ πραγματικότητα, τήν ὁποία φέρνει στόν πιστό ὁ Χριστός, ἀπαιτεῖ καί τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται καί ἡ ἑτοιμότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ διάθεσή του νά δεῖ καί νά ἀποδεχθεῖ τήν προσφορά αὐτή. «῾Ετοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου». Μία ἑτοιμότητα πού δέν ἔχει διακοπές ἤ διαλείμματα, δεδομένου ὅτι ἡ ὁδός Κυρίου εἶναι μονίμως ἀνοικτή πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ προσφορά Του σ᾽ αὐτόν ἀδιάκοπη. Χριστιανός ἔτσι σημαίνει νήφων καί ἐγρηγορώς ἄνθρωπος, πού ἔχει τά μάτια του ἀνοικτά γιά νά βλέπει τήν παρουσία τοῦ Κυρίου στόν ἑαυτό του, στό πρόσωπο τοῦ κάθε συνανθρώπου του, στήν κάθε εὐκαιρία τοῦ χρόνου, εὐχάριστη ἤ πολλῷ μᾶλλον θεωρούμενη δυσάρεστη. «Γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε, ὁ Κύριος ἔρχεται».

4. ῾Ο προφήτης βεβαίως δέν τρέφει αὐταπάτες. ῾Η κλήση τοῦ ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ ᾽Ιωάννου γιά ἑτοιμασία τοῦ ἀνθρώπου πρός ἀποδοχή τοῦ Μεσσία θά βρίσκει συνήθως κλειστά ὦτα. «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», σημειώνει.  Κι αὐτό γιατί οἱ πολλοί δέν θέλουν νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Φορτωμένες οἱ καρδιές τους ἀπό τά ψεκτά πάθη καί ἀπό ὅ,τι γοητευτικό προσφέρει ὁ κόσμος μέσω τῶν αἰσθήσεων, φανερώνουν τήν ἐρημία πού κυριαρχεῖ μέσα τους γιά δίψα τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Η ξηρασία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ λιμοκτονία τοῦ σωτήριου λόγου Του εἶναι τά γνωρίσματα τῆς ζωῆς τους. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως ὁ προφήτης, συνεπῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία πού συνεχίζει τήν προφητική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθοῦν καί κηρύσσουν: «῾Ετοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου». Γιατί ναί μέν ὑφίσταται ἡ ἐρημία, ἀλλ᾽ ὡς νησίδες ὑπάρχουν καί κάποιες ὀάσεις, ἄνθρωποι δηλαδή καλοπροαίρετοι πού ἀναζητοῦν τόν Θεό στή ζωή τους.

῎Ας φοβηθοῦμε τήν ἐρημία καί τήν ξηρασία τῆς καρδιᾶς. ῎Ας συνειδητοποιήσουμε τό μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς μας καί ἄς θελήσουμε τή σωτηρία μας. Δηλαδή ἄς ἀφήσουμε τόν Χριστό νά περιπατήσει μέσα μας, ἐπιλέγοντας τόν μόνο δρόμο πού Τοῦ ταιριάζει: τή μετάνοια.

18 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

«Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν»(Ματθ. 1, 21)

Ένα παράδοξο ευαγγελικό ανάγνωσμα, στο μεγαλύτερο τμήμα του, είναι το σημερινό της Κυριακής προ της Χριστού Γεννήσεως. Μία πληθώρα ονομάτων, ένα γενεαλογικό δένδρο, από τον Αβραάμ μέχρι και τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Γιατί αυτό; Ακριβώς για να δηλωθεί πρώτον ότι ο Κύριος Ιησούς  Χριστός δεν ήλθε ως «από μηχανής Θεός», αλλά ως Εκείνος που είναι κανονικότατος άνθρωπος, «τέλειος άνθρωπος» εκτός από Θεός βεβαίως, άρα έχει συγκεκριμένη ανθρώπινη καταγωγή, και μάλιστα ιουδαϊκή, και δεύτερον για να μαρτυρηθεί ότι ο ερχομός Του είχε προφητευτεί από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης - ό,τι είχε υποσχεθεί ο Θεός από την ώρα της πτώσεως των πρωτοπλάστων στην αμαρτία με το λεγόμενο πρωτευαγγέλιο. Και ο ερχομός Του αυτός θα σήμαινε την απαλλαγή των ανθρώπων από την αιτία της απομάκρυνσής τους από Εκείνον, την ίδια την αμαρτία: αυτό που ο άγγελος Κυρίου αναφέρει με τον λόγο του: «Αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ  ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν».

1. Η αναφορά στην αμαρτία, από την οποία θα απάλλασσε τον λαό Του ο Ιησούς, δεν είναι ως έννοια κάτι το απλό. Υπάρχουν άνθρωποι, και «χριστιανοί» ακόμη, που είτε υποβαθμίζουν την αμαρτία είτε και την διακωμωδούν ότι αποτελεί εφεύρημα των παπάδων για να εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους – η στάση της αθεΐας ως έκφρασης όχι μόνο άγνοιας αλλά και υποταγής των ανθρώπων στον Πονηρό διάβολο. Δεν πρόκειται βεβαίως να κρίνουμε τις αντιλήψεις αυτές, διότι είναι αυτονόητο ότι διαγράφουν όλη την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού. Για τους χριστιανούς όμως, που έχουν στοιχειώδη επίγνωση της πίστεώς τους, η έννοια της αμαρτίας έχει ένα τεράστιο βάθος, ανάλογο με την εικόνα που έχει κανείς και για τον Θεό, κάτι που σημαίνει ότι και η κατανόησή της δεν εκλαμβάνεται κατά τρόπο στατικό, αλλά βαίνει αυξομειούμενη: μικρή επίγνωση του Θεού και σχέση μαζί Του, μικρή αίσθηση και της αμαρτίας∙ μεγαλύτερη επίγνωση του Θεού, μεγαλύτερη και η αίσθηση αυτής. Αυτό συμβαίνει διότι Θεός και αμαρτία βρίσκονται σε αντιθετική κατάσταση – «ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - συνεπώς η στροφή προς τον Θεό δημιουργεί και την αποστροφή από την αμαρτία, όπως και η στροφή προς την αμαρτία και το φρόνημα του κόσμου δημιουργεί και την αποστροφή από τον Θεό και το άγιο θέλημά Του. Από την άποψη αυτή είναι ευνόητο γιατί πολλοί άνθρωποι δεν θέλουν τον Θεό στη ζωή τους: διότι έχουν «αγκαλιάσει» καρδιακά την αμαρτία, δηλαδή τα πάθη τους, οπότε σπεύδουν να διαγράψουν τον Θεό, για να μην υπάρχει κανείς έλεγχος στις πονηρές πράξεις τους.

2. Η αμαρτία έτσι, ως ουσιαστική διαγραφή του Θεού, λειτουργεί ως διαστροφή του ανθρώπου, ψυχικά και σωματικά. Αν ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου, όπως πράγματι είναι -  «Εγώ ειμι ο Ων», λέει η Αποκάλυψη του Θεού – απομάκρυνση από Αυτόν σημαίνει μετάβαση προς τον θάνατο. Και όντως: ο λόγος της Γραφής με αυτόν τον τρόπο κατανοεί αυτό που συνέβη στον άνθρωπο με την επανάστασή του κατά του Δημιουργού του: ο άνθρωπος διαστράφηκε και αλλοιώθηκε, γέμισε σκοτάδι η εικόνα του Θεού μέσα του και έχασε την προοπτική του: το καθ’ ομοίωσιν, να γίνει και αυτός ένας μικρός Θεός. Η αμαρτία συνεπώς δεν είναι μία απλή παράβαση ούτε και «παιχνίδι» για να γελά ο άφρων και μωρός άνθρωπος. Όπως μπορούμε να γελάμε με εκείνον που ενώ ήταν πολύ όμορφος στα χαρακτηριστικά του προσώπου του, η ομορφιά του χάθηκε εντελώς  από μία πυρκαγιά ή ένα μεγάλο τραυματισμό, άλλο τόσο και περισσότερο μπορούμε να «γελάμε» με την όποια αμαρτία μας.

3. Σ’ αυτήν την αλλοιωμένη από πλευράς πνευματικής κατάσταση της αμαρτίας, με τα γνωρίσματα της φθοράς και του θανάτου, όπως και της βαθειάς θλίψης και μελαγχολίας που την συνοδεύουν, έρχεται ο Χριστός. Το μήνυμα του αγγέλου ότι «Αυτός θα σώσει τον λαό Του από τις αμαρτίες τους» είναι ό,τι πιο παρήγορο είχε και έχει ακουστεί  ποτέ στην ανθρωπότητα. Ο Χριστός είναι ο Ιησούς, ο Σωτήρας των ανθρώπων, Αυτός που  είχε προαναγγελθεί από τους προφήτες, ακριβώς για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο από την πτώση του, με όλα τα αρνητικά αποτελέσματά της, τη φθορά, όπως είπαμε, και τον θάνατο. Κι Αυτός ο Χριστός δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο ένας της Τριάδος, που με την κοινή ενέργεια Αυτής, σαρκώνεται, ενανθρωπίζεται, γίνεται ένας από εμάς. «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος…Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν». Με τον ερχομό Του προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση, γενόμενος ο «Εμμανουήλ, ο εστιν μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός», την κανονική και αναμάρτητη όμως, την μη αλλοιωμένη από την αμαρτία – «τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», κατά τη διατύπωση της Οικουμενικής Συνόδου – ώστε καθένας που θα εντασσόταν σε Αυτόν διά της πίστεως να επανερχόταν στα φυσιολογικά του πλαίσια, δηλαδή να καθαριζόταν από την αμαρτία, να εύρισκε τον φωτισμό της εικόνας του Θεού μέσα του και να ανοιγόταν γι’ αυτόν και πάλι η χαμένη προοπτική: το καθ’  ομοίωσιν. Και αυτό ξεκίνησε με τη Γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού και  αποκορυφώθηκε με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του. Πάνω στον Σταυρό ιδίως ο Χριστός «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς εις την αμαρτίαν». Κι η Ανάστασή Του το διατράνωσε, ως νίκη πια απέναντι στον θάνατο.

Από την άποψη αυτή η Γέννηση του Χριστού έχει άμεση αναφορά  στο Πάθος και την Ανάστασή Του, γι’ αυτό και η Γέννα Του συνιστά την απαρχή του Πάθους, κάτι που φαίνεται εποπτικά και στη βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως, όπου ο Κύριος ως βρέφος είναι τοποθετημένος πάνω σε λάρνακα αντί φάτνης, όπως και στην εικόνα της Παναγιάς του Χάρου, κατά την οποία η Παναγία κρατά αντί του μικρού Χριστού έναν μικρό Εσταυρωμένο.

Τα Χριστούγεννα ουσιαστικά έφτασαν. Η παρηγοριά που δίνει η Γέννηση του Χριστού είναι πραγματική και προσιτή στον καθένα. Το μόνο που απαιτείται για να νιώσει κανείς την προσφορά αυτή του Θεού είναι η εν πίστει μετάνοιά του. Το απλωμένο χέρι του Θεού ζητεί και τη δική μας ανταπόκριση. Και μετάνοια σημαίνει να πιστέψουμε ότι η αγάπη Του είναι μεγαλύτερη από τις αμαρτίες μας, να δεχτούμε ότι η ζωή μαζί Του είναι απείρως καλύτερη από αυτήν που ζούμε χωρίς Αυτόν. Η κατάθεση των αμαρτιών μας, η εξομολόγησή μας στο μυστήριο της μετανοίας, εκεί που προσφέρεται η βαριά και βρώμικη καρδιά μας σ’ Εκείνον, ώστε να την πάρει και να την ξεπλύνει, κάτι που κατεξοχήν ολοκληρώνεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, θα είναι το ωραιότερο δώρο που μπορούμε  να Του προσφέρουμε για ό,τι Εκείνος έκανε και κάνει για εμάς. Θα έχουμε το κουράγιο να Του προσφέρουμε τις αμαρτίες μας; Θα γιορτάσουμε δηλαδή αληθινά Χριστούγεννα;

13 Δεκεμβρίου 2021

«ΕΛΑΤΕ! ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΑ!»

«Το τραπέζι είναι στρωμένο. Όλα σερβιρισμένα. Τα πάντα έτοιμα. Οι θέσεις σας σάς περιμένουν». Η φωνή του υπηρέτη του Κυρίου δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής. Η παραβολή του Κυρίου δηλαδή για το μεγάλο Δείπνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης: είναι τέτοια η επιθυμία Κυρίου του Θεού μας για να έχει τον άνθρωπο κοντά Του, είναι τόσο σφοδρός ο πόθος Του να είναι μαζί μας που ήδη μας έχει θέσει στο τραπέζι της Βασιλείας Του. Κι αν κατανοήσουμε την αλήθεια ότι τελικώς Βασιλεία του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος – ο ερχομός Του στον κόσμο αποτελεί την είσοδο της Βασιλείας Του -, τότε κατανοούμε ότι η θέση στο τραπέζι Του είναι η θέση μας μέσα στην καρδιά Του, στο κέντρο της ύπαρξής Του – ο καθένας μας είναι ό,τι ανώτερο και ιερότερο για τον Θεό μας. Κι αυτό γιατί; Διότι μας δημιούργησε έτσι ώστε να Τον «επαναλαμβάνουμε» (όσιος Σωφρόνιος). «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του κάθε άνθρωπος, που θα πει στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου ο Δημιουργός μας «έβλεπε και βλέπει» τον εαυτό Του! Και μπορεί βεβαίως να ανταρτέψαμε και να χάσαμε την υπερβολή της προσφοράς του Πατέρα, γιατί μάλλον δεν καταλάβαμε το μεγαλείο μας, όμως Εκείνος «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, ίδιος μ’ εμάς, για να μας δώσει εκ νέου την ευκαιρία να αποκτήσουμε και πάλι το πεταμένο δώρο: να γίνουμε θεοί με τη χάρη Του. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς θεοί».

Η θέση μας έτοιμη και μας περιμένει. Αλλά εμείς δεν έχουμε... χρόνο. Κι έχουμε απόλυτο «δίκιο»! Αυξήσαμε το βιος μας, τη γη και τα ζωντανά μας, κάναμε δηλαδή επενδύσεις – πώς θα ζήσουμε και θα κυριαρχήσουμε στον κόσμο αυτόν που μας έβαλε ο Δημιουργός μας; Εκείνος δεν είπε: «και κατακυριεύσατε της γης;». Και πιο πολύ: πώς να βρούμε χρόνο αφού παντρευτήκαμε; Ο ίδιος ο Θεός πάλι δεν είπε ότι «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος;» Να λοιπόν, παντρευτήκαμε. Κάναμε υπακοή στο θέλημά Του. Οπότε δεν γίνεται να αφήσουμε μόνο/η τον/τη σύζυγο για κάτι άλλο. Δεν είμαστε απολύτως δικαιολογημένοι; «Σε παρακαλώ, δικαιολόγησέ με!»

Ο Κύριος όμως εξοργίστηκε από τη στάση μας. Μα γιατί; Διότι είμαστε τόσο τυφλοί που δεν καταλαβαίνουμε ότι περιπέσαμε και περιπίπτουμε σε βλασφημία. Τι είναι η βλασφημία; Δεν είναι η αδυναμία ιεράρχησης των προτεραιοτήτων μας; Δεν είναι να βάζουμε πρώτο αυτό που έπρεπε να ακολουθεί και δεύτερο αυτό που από τη φύση του είναι πρώτο; Ποιο είναι το πρώτο; Αυτό που γνωρίζουμε και έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλη της διανοίας, εξ όλης της ισχύος»! Να επιδιώκουμε δηλαδή πρώτα τη Βασιλεία του Θεού, τον ίδιο τον Θεό δηλαδή, κι όλα τα υπόλοιπα θα τα βλέπουμε να έρχονται σωρηδόν και με ευλογίες στη ζωή μας! Και στην πράξη τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει να θέτουμε σε προτεραιότητα της ζωής μας το άγιο θέλημα του Θεού, τις άγιες εντολές του Κυρίου, δηλαδή τελικώς την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας. Αυτή είναι η κανονική εργασία μας που μας κινητοποιεί και μας κάνει να βρούμε τη θέση μας στο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, να βρούμε δηλαδή το κέντρο της ύπαρξής μας μέσα στο κέντρο της καρδιάς του Θεού μας.

Η κατανόηση της αλήθειας αυτής εννοείται πως φωτίζει την κανονική αυτή εργασία μας – «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην αλλά την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» - αλλά με προοπτική καθημερινότητας. Τι θέλουμε να πούμε; Η αποδοχή ή η άρνηση της πρόσκλησης του Θεού μας να μένουμε μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ εμάς – το βάθος ερμηνείας της παραβολής του μεγάλου Δείπνου – δεν είναι θέμα μίας φοράς. Η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή της ζωής μας είναι η ώρα πρόσκλησης του Θεού μας για να είμαστε μαζί Του – έχουμε ανοικτή πρόσκληση. Που θα πει: αδιάκοπα βρισκόμαστε στο κρίσιμο σημείο επιλογής να είμαστε πιστοί ή άπιστοι. Όσο έχουμε χρόνο, δηλαδή όσο διαρκεί η εδώ ζωή μας.

 Η συγκεκριμένη παραβολή του Κυρίου πράγματι δεν μας αφήνει σε ησυχία. Και η απάντηση που Του δίνουμε κάθε φορά κρίνει την όποια θεωρούμενη χριστιανικότητά μας. Χριστιανός πάντως του: πότε ναι και πότε όχι, δεν υπάρχει! Γιατί «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι».

11 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)

«Ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς (Λουκ. 14, 16)

Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.

2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.

3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.

Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».

04 Δεκεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ΛΟΥΚΑ

«Και (ο Ιησούς) επέθηκε επ’ αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν» (Λουκ. 13, 13)

Μία «συγκύπτουσα» γυναίκα που επί χρόνια ήταν διπλωμένη στα δύο, που το χώμα ήταν ο μοναδικός ορίζοντας των ματιών της, σηκώνεται και στέκεται όρθια: μπορεί και πάλι να σταθεί αντίκρυ στα πρόσωπα των συνανθρώπων της, να δει και πάλι το γαλάζιο του ουρανού και να ατενίσει κατάματα τον ορίζοντά του. Ένα θαύμα που τη συγκλονίζει και την κάνει να ξεσπάσει σε δοξολογία προς τον Θεό, κι αυτό γιατί  τα χέρια του Ιησού ακούμπησαν πάνω της. «Και επέθηκεν επ’  αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν».

1. Δεν επρόκειτο για χέρια ενός απλού ανθρώπου, μολονότι και τα χέρια αυτά μπορούν να γίνουν χέρια ιαματικά, όταν είναι χέρια ενός γιατρού, ενός φυσικοθεραπευτή, ενός χειροπράκτη. Ποιος μπορεί για παράδειγμα να μη θαυμάσει τα «μαγικά» χέρια του χειρουργού αγίου Λουκά του ιατρού του Ρώσου, ή τα εξίσου «μαγικά» της γερόντισσας Γαβριηλίας (Παπαγιάννη), με τις χειροπρακτικές μεθόδους της, όταν μαθαίνει ότι αυτά έσωσαν στην εποχή τους τόσες ζωές; Το ίδιο από την άλλη και το φιλικό άγγιγμα των χεριών ενός ανθρώπου μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τον συνάνθρωπο, όταν μάλιστα αυτός νιώθει μόνος και ανασφαλής. Πόσες φορές και το απλό άγγιγμα δεν δηλώνει την παρουσία μας ως συμπαραστάτη, ως κάποιου που χωρίς λόγια τις περισσότερες φορές θέλει να πει στον άλλο «μη φοβάσαι, είμαι μαζί σου!»

2. Στο περιστατικό του ευαγγελίου όμως για τη συγκύπτουσα γυναίκα που θεράπευσε ο Χριστός, πρόκειται για τα χέρια του Ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, Εκείνου που μέσω αυτών σκορπούσε τη θαυματουργική ίαση και την ουράνια ευλογία. Δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο περιστατικό. Σε κάθε σχεδόν θαύμα του Κυρίου, θεραπείας από αρρώστια ή αναστάσεως εκ νεκρών, αυτά τα χέρια γίνονταν η δίοδος για να διέλθει η πανσθενής δύναμη του λόγου Του. Κι επί πλέον: είναι τα χέρια εκείνα, που χωρίς να υφίστανται εν σαρκί ακόμη, υπαρκτά όμως με τον ανθρωπομορφισμό της Παλαιάς Διαθήκης, έπλαθαν τον Αδάμ και την Εύα, δημιουργώντας τον πρώτον άνθρωπο. «Αι χείρες Σου εποίησάν με και έπλασάν με». Και να προχωρήσουμε πιο πολύ: είναι τα χέρια που ευλόγησαν τους μαθητές και τον κόσμο, την ώρα που ο Κύριος αναλαμβανόταν στους Ουρανούς, αφήνοντάς μας την ευλογία ακριβώς των χεριών Του ως την τελευταία επί γης ανάμνησή Του. «Και εν τω ευλογείν Αυτόν αυτούς ανεφέρετο εις τους Ουρανούς».

3. Τα χέρια του Ιησού δεν χάθηκαν με την Ανάληψή Του. Αφενός η ευλογία τους συνεχίζεται στους αιώνες, δεδομένου ότι ο Κύριος εκράτησε διαπαντός την ανθρώπινη φύση Του – ο Κύριος κάθεται εν δεξιά του Πατρός και ως άνθρωπος και έτσι θα έλθει στη Δευτέρα Του Παρουσία «κρίναι ζώντας και νεκρούς» -  αφετέρου εξακολουθούν και υφίστανται στον κόσμο «εν ετέρα μορφή»: μέσω των χεριών των ιερέων, οι οποίοι δανείζουν, κατά την πατερική έκφραση, τα χέρια τους και το στόμα τους σ’  Εκείνον, προκειμένου Αυτός να αγιάζει διά του λόγου και της τελέσεως των μυστηρίων τους πιστούς όλων των αιώνων, κι ακόμη πιο πολύ ίσως  μέσω του προτεταμένου χεριού του αρχιερέα κατά το μυστήριο  της ιερωσύνης, διά του οποίου διοχετεύεται η πανσθενής χάρη του αγίου Πνεύματος επί την κεφαλήν του υποψηφίου ιερέα. Τι άλλο είναι η ευλογία ιδίως που προσφέρει κατά τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας ο ιερέας, παρά η ευλογία του ίδιου του Κυρίου, διά των χεριών των μελών Του κληρικών; Κι είναι πολύ ωραίο το καταγεγραμμένο περιστατικό από τις ιστορίες του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το οποίο νεαρός νεοχειροτονηθείς σε ιερέα μοναχός (ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης)  τελούσε τις πρώτες του λειτουργίες. Και σε μία από αυτές, που μετείχε και ο γέροντας ηγούμενός του, εξερχόμενος στην Ωραία Πύλη για το «ειρήνη πάσι», απέφυγε την ευλογία, σκεπτόμενος ότι δεν είναι άξιος αυτός να ευλογήσει τον ηγούμενο. Και με τρόμο και έκπληξη άκουσε μέσα από το πετραχήλι του φωνή να του λέει: «Δεν ευλογείς εσύ, αλλά εγώ».

Δεν είναι όμως μόνον τα χέρια των κληρικών. Ο Κύριος ενεργεί και μέσω των χεριών όλων των πιστών Του, αφού όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομά Του συνιστούν μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας. Κάθε δηλαδή ενέργεια των πιστών πάνω στο θέλημα του Θεού, κάθε άπλωμα των χεριών τους, για να τηρήσουν τις άγιες εντολές Του – το βλέπουμε σε όλους τους αγίους – όπως η προσφορά ελεημοσύνης για παράδειγμα, όπως το σκούπισμα των δακρυσμένων από τη θλίψη και τον πόνο συνανθρώπων τους, είναι στην πραγματικότητα το άπλωμα των χεριών και πάλι του Ίδιου του Ιησού. Και αντιστρόφως: κάθε κακή χρήση των χεριών, κάθε χτύπημα δι’  αυτών του συνανθρώπου, κάθε άπλωμά τους για κλοπή αγαθών που δεν μας ανήκουν, κάθε κίνησή τους που σκοπό έχει την προσβολή των άλλων, σημαίνει τη δαιμονική λειτουργία τους, την εκ μέρους μας πρόκληση «αναπηρίας» στον Κύριο, που Του στερούμε τη δυνατότητα  η ευλογία Του να βρει έκφραση και μέσω ημών.

4. Κι εκεί που αποκορυφώνεται η ευλογία των ιαματικών χεριών Του, εκεί που πράγματι έχουμε μία μυστική προέκτασή Τους μέσα στον χρόνο, είναι στο μυστήριο του Ευχελαίου. Στο ευχέλαιο – στο μυστήριο αυτό που διά της χρίσεως των ασθενών με έλαιο προσφέρεται η ιαματική χάρη του Κυρίου, όταν είναι συνδυασμένη με τη μετάνοια – τι άλλο έχουμε, παρά την μέσα στους αιώνες συνέχεια του «επέθηκε επ’  αυτή τας χείρας Του ο Ιησούς»; Το προτεταμένο χέρι του Κυρίου, το γεμάτο δύναμη αγάπης και θεραπείας, βλέπουμε κάθε φορά στο μυστήριο, και έτσι μας καλεί να το βλέπουμε πάντοτε η Εκκλησία μας. «Βασιλεύ άγιε, εύσπλαγχνε, και πολυέλεε, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος - ακούμε τον ιερέα να διαβάζει στην τελευταία ευχή -  ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν∙ ου τίθημι εμήν χείρα αμαρτωλόν επί την κεφαλήν του προσελθόντος σοι εν αμαρτίαις και αιτουμένου παρά σου δι’ ημών άφεσιν αμαρτιών∙ αλλά σην χείρα κραταιάν και δυνατήν, την εν τω αγίω Ευαγγελίω τούτω…επί την κεφαλήν του δούλου σου έκτεινον».

Η ποικιλόμορφη αυτή μέσα στον χρόνο ευλογία των χεριών του Κυρίου έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα  της επί γης παρουσίας Του. Δεν λειτουργεί λιγότερο, σήμερα για παράδειγμα, η θεραπευτική χάρη του Χριστού από ό,τι τότε που «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Το αποδεικνύουν τα διαρκή θαύματα που κάνουν οι άγιοί Του και γίνονται καθημερινά στην Εκκλησία Του. Και τα αποτελέσματα δεν είναι άλλα από αυτό που είδε στον εαυτό της και η συγκύπτουσα του Ευαγγελίου και «μη δυναμένη ανανεύσαι εις το παντελές» επί δεκαοκτώ ολόκληρα έτη: «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν». Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η ανθρωπολογική  προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της χάρης: η ενεργής και ζωντανή πίστη του ανθρώπου.

27 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

Προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος στο περιστατικό με τον νεαρό πλούσιο δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό του ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση του γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της γνωστής παρααβολής του Κυρίου – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.

Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

13 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς· πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10, 37)

 Αφορμή για τη γνωστή παραβολή του Κυρίου του καλού Σαμαρείτου – την οποία διασώζει μόνον ο εαυγγελιστής Λουκάς - έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως», πήγαινε και κάνε και συ το ίδιο.

 1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει∙ για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

 (3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του».

 Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;

06 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

«μή φοβοῦ∙ μόνον πίστευε» (Λουκ. 8, 50)

Διπλό θαύμα του Κυρίου καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: πρώτον την ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου και δεύτερον τη θεραπεία μιας  αιμορροούσας γυναίκας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πραγματοποιεί ο Κύριος και τρίτο θαύμα, σε ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο, όταν στρέφεται στον τραγικό πατέρα που καταρρέει προφανώς από το άκουσμα της είδησης του θανάτου της κόρης του, και τον ανυψώνει λέγοντας τον μη φυσικό για τα δεδομένα της στιγμής λόγο: «μη φοβού∙ μόνον πίστευε και σωθήσεται η θυγάτηρ σου».

1. «Μη φοβού». Η προτροπή αυτή του Κυρίου πράγματι πρέπει να θεωρηθεί παράδοξη και μη φυσική, για τα δεδομένα της στιγμής. Διότι τι πιο φυσικό ένας πατέρας στο άκουσμα του θανάτου του παιδιού του να «παγώνει» και να νιώθει ότι καταρρέει; Ο Ιάειρος εκείνην τη στιγμή της είδησης ότι η κόρη του πέθανε πρέπει να βίωσε την απόλυτη μοναξιά του χαμένου και χωρίς στήριγμα ανθρώπου που πέφτει στο κενό - ένα αίσθημα κόλασης. Ο Κύριος ως παντογνώστης και καρδιογνώστης διέγνωσε αμέσως την τραγικότητα του Ιάειρου. Κι ήταν ο μόνος στον κόσμο που μπορούσε να γνωρίζει επακριβώς το τι σημαίνει φόβος. Διότι είναι ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, τον οποίο δημιούργησε κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσίν Του, προικισμένο άρα με όλες τις χάρες και τις δυνάμεις Του, έστω εν σπέρματι, κατά συνέπεια χωρίς ο φόβος να κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Ο φόβος δυστυχώς εισήλθε στη ζωή του από τη στιγμή της ανταρσίας του απέναντι στον Κύριο και Θεό του, ήταν δηλαδή ένα από τα τιμήματα που εισέπραξε από την αμαρτία του. «Ήκουσα της φωνής Σου και εφοβήθην» ομολογεί ο Αδάμ μετά την ανυπακοή του. Κι ο φόβος αυτός ως καρπός της αμαρτίας απλώνεται σε όλες τις σχέσεις του: και με τον συνάνθρωπο και με τη φύση – η αμαρτία αλλοιώνει τα πάντα στη ζωή του!

2. Αλλά αν ο Κύριος ήταν και είναι ο μόνος που μπορεί στο έσχατο βάθος να διαγνώσει τα ανθρώπινα αρνητικά συναισθήματα, είναι και ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά και δραστικά τον άνθρωπο στο να τα υπερβεί. Και η υπέρβαση αυτή γίνεται με κατεξοχήν θετικό τρόπο. Στην προτροπή «μη φοβού» - η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο συνοδεύεται πάντοτε με αυτήν την προτροπή: «μη φοβού», «μη φοβείσθε» - υπάρχει ο προσανατολισμός και η θετική ώθηση: «μόνον πίστευε». Για τον Κύριο, δηλαδή την αλήθεια, η υπέρβαση του φόβου – του όποιου φόβου, ακόμη και του επιτεταμένου και παράλογου φόβου, όπως είναι η φοβία –  πραγματοποιείται  εκεί που ο άνθρωπος ανοίγεται στο πέλαγος της πίστεως. Κι όχι μιας οποιασδήποτε πίστεως, αλλά αυτής που συνδέεται με τον πρόσωπό Του, με την αποδοχή δηλαδή του Ίδιου ως Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρώπου. Γιατί στο χαρισματικό αυτό επίπεδο ο πιστός πια ζώντας ως μέλος Εκείνου αισθάνεται τη στοργική Του πρόνοια, βρίσκεται στην αγκαλιά του Πατέρα του, «ακούει» τους κτύπους της γεμάτης αγάπης απέναντί του «καρδιάς» Του. Ο ίδιος άλλωστε δεν βεβαίωσε ότι τίποτε δεν είναι «επιλελησμένον»-ξεχασμένο ενώπιόν Του; Και το παραμικρότερο χορταράκι και πουλάκι είναι αντικείμενο της αγάπης Του, πολύ περισσότερο ο «κατ’ εικόνα» του δημιουργημένος άνθρωπος – «πολλών στρουθίων διαφέρετε»!

3. Αυτή η βαθειά αλήθεια που γίνεται εμπειρία ζωής από τον πιστό έκανε και τον άγιο Χρυσόστομο να διαλαλεί, σαν να μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος μέσα από τον ίδιο: «Εγώ πατήρ, φησίν ο Χριστός, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλοις εγώ…Εγώ φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ, πάντα εγώ∙ μόνον οικείως έχε προς εμέ». Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά, θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε  διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού! Κι όχι μόνον αυτό. Θα μπορούσαμε να νιώσουμε και την ευεργετική παρουσία στην ψυχή και στο σώμα μας του φύλακα αγγέλου μας. Γι’  αυτό τελικώς και κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον Χριστιανό, είτε θηρίο είναι αυτό είτε πονηρός άνθρωπος είτε ο ίδιος ο αρχέκακος διάβολος. Διότι προστάτη έχει όλον τον κόσμο των αγγέλων, κυρίως όμως τον Χριστό και τους αγίους Του. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» θα φωνάξει ο απόστολος Παύλος.

Δεν είναι υπερβολή λοιπόν αυτά που διαβάζουμε στους Πατέρες μας, όπως για παράδειγμα στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο: «Μη σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο του λόγο – ο λογισμός του φόβου…αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου... και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους συνδούλους του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος, που προνοεί και κυβερνά τα πάντα. Καθότι ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά  θηρία, ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ’ αυτά, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».

Για τον πραγματικό χριστιανό ο φόβος υφίσταται μεν, αλλά δεν έχει τη δύναμη να  τον καταβάλει. Πολύ περισσότερο δεν αφήνει ο χριστιανός χώρο μέσα του να αναπτυχτεί οποιαδήποτε φοβία, παράλογος δηλαδή, όπως είπαμε, και επιτεταμμένος φόβος. Αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση που θέτει ο Κύριος: η πίστη σ’  Αυτόν. Ο Ίδιος  το ξεκαθάρισε: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού∙ μόνον πίστευε». Να πιστεύουμε όμως αληθινά σ’ Αυτόν, που θα πει να αγαπούμε κι Εκείνον και τους συνανθρώπους μας – αυτή είναι η αληθινή πίστη: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (απ. Παύλος). Και τότε, εμπειρικά πια, θα βλέπουμε ότι η αγάπη αυτή θα αποδιώχνει τον όποιο φόβο. Όπως το λέει και ο απόστολος Ιωάννης: «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη. Αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

30 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος…Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος…» (Λουκ. 16, 19-20)

Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Και θέλει να τονίσει κατεξοχήν την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.

1. Ο πλούσιος και ο Λάζαρος έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη˙ ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.

2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Οπότε, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.

3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με τα υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.

4. Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του, αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά τα θεώρησε αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση του εαυτού του – ένας παθολογικός εγωισμός. Από την άλλη, ο Λάζαρος δικαιώθηκε, όχι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοιας που δεν οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού κι ότι Αυτός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Το όνομά του «Λάζαρος» άλλωστε σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός είναι βοηθός».

5. Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παρακάτω επισήμανση: μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας, πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.

 Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του, θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει:  πότε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη μας σ’  Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.