30 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος…Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος…» (Λουκ. 16, 19-20)

Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Και θέλει να τονίσει κατεξοχήν την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.

1. Ο πλούσιος και ο Λάζαρος έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη˙ ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.

2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Οπότε, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.

3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με τα υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.

4. Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του, αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά τα θεώρησε αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση του εαυτού του – ένας παθολογικός εγωισμός. Από την άλλη, ο Λάζαρος δικαιώθηκε, όχι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοιας που δεν οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού κι ότι Αυτός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Το όνομά του «Λάζαρος» άλλωστε σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός είναι βοηθός».

5. Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παρακάτω επισήμανση: μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας, πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.

 Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του, θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει:  πότε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη μας σ’  Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.