«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο
Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην
ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν
από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της
Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών,
συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια
και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα
σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν
τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του
έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια
με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε
πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του
κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες
σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο
τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με
κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις
πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο
το σώμα σχεδόν με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του
Θεού».
Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το
μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε
ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί
«σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα
κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους
αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν
όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των
αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους
και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του
αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»; Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των
διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να
κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι
μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να
υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να
σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το
μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν,
αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».
Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα
των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να
υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής
κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει
χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε
σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη
χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν
είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της
ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό –
είναι αυτονόητο πια αυτό - αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι
Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η
καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι
προσκολλημένη σ’ Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις
αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει
από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή
μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού».
Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν
μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο
φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον
Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι
ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος
υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι
αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι
ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.
Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου;»