«Αυτοί οι άγιοι μάρτυρες του Χριστού ήταν ιατροί στο
επάγγελμα και έζησαν επί βασιλέως Δεκίου και Ουαλεριανού ανθυπάτου Ασίας. Από
αυτούς, ο μεν άγιος Κάρπος ήταν επίσκοπος Θυατείρων, ο δε Πάπυλος διάκονος, που
είχε χειροτονηθεί από τον άγιο Κάρπο. Συνελήφθησαν λοιπόν από τον άρχοντα λόγω
της πίστεώς τους στον Χριστό, κι αφού ρωτήθηκαν, ομολόγησαν ενώπιον όλων το
όνομα του Δεσπότου Χριστού. Επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, καθώς
τους εξανάγκαζαν για κάτι τέτοιο, τους έδεσαν σφικτά σε άλογα, οπότε περπατούσαν
μπροστά από το άρμα, συρόμενοι έτσι προς τις Σάρδεις. Εκεί τους κρέμασαν πάνω
σε ξύλο και τους χάραξαν με σιδερένια νύχια. Τότε και ο άγιος Αγαθόδωρος, που
ήταν δούλος των αγίων και τους ακολουθούσε, ενισχύθηκε από άγγελο του Θεού και
ομολόγησε κι αυτός τον Χριστό, με αποτέλεσμα να κρεμαστεί και να κτυπηθεί με
ράβδους πολύ σκληρά. Κι έτσι με τα κτυπήματα αυτά, παρέδωσε το πνεύμα στον
Κύριο. Ο δε άγιος Κάρπος, κρεμασμένος καθώς ήταν, χαμογέλασε. Ρωτήθηκε τότε από
τον άρχοντα: - Για ποιο λόγο γέλασες, Κάρπε; - Είδα τη δόξα του Κυρίου μου και
χάρηκα, απάντησε. Τον δε Πάπυλο τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους και τον
σήκωσαν ψηλά, κι άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες. Από όλα όμως διαφυλάχτηκε
αβλαβής. Μετά από αυτά οδηγήθηκαν οι άγιοι μαζί και τους έσυραν ξαπλωμένους
πάνω σε αγκάθια, ενώ παράλληλα τους κτυπούσαν από πάνω, για να τους ρίξουν
τέλος ως τροφή σε θηρία. Ένα λιοντάρι τότε, μιλώντας με ανθρώπινη φωνή και
ωρυόμενο, εμπόδιζε τους διώκτες από μία τέτοια ωμότητα. Αυτοί όμως, αφού
έκλεισαν τα αυτιά τους και καθήλωσαν τους μάρτυρες σε σιδερένιες κρηπίδες, τους
έριξαν σε πυρωμένο καμίνι. Εκεί, και η αδελφή του αγίου Παπύλου Αγαθονίκη
προσευχήθηκε και μπήκε μαζί με αυτούς. Η φωτιά όμως, επειδή έπεσε μεγάλη βροχή,
σβήστηκε, και οι άγιοι έμειναν άφλεκτοι και αβλαβείς. Τότε οι διώκτες τούς
έκοψαν τις κεφαλές με ξίφος».
Δεν παύει η Εκκλησία μας, εφόσον σχεδόν καθημερινώς
εορτάζει άγιους μάρτυρες, να τονίζει δύο κυρίως πράγματα από το μαρτύριό τους:
Πρώτον, ότι αυτό το μαρτύριο αποτελεί τον δρόμο που οδηγεί στο στεφάνωμα των
αγίων. Ο Χριστός δηλαδή, ο Οποίος δίνει και τη χάρη του μαρτυρίου και ενισχύει
τους μάρτυρες σε όλους τις φάσεις αυτών που υφίστανται, ο Ίδιος στέκει και στο
τέλος, περιμένοντας με στεφάνι στο χέρι να τους στεφανώσει ως νικητές. Βεβαίως,
η εικόνα κατανοείται συμβολικά. Το στεφάνι είναι ο ίδιος ο Κύριος, η πλήρης
ένωσή Του με τους δικούς Του, κάτι όμως που ως εικόνα ο υμνογράφος το παίρνει κυρίως από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος
σημείωνε προς το τέλος πια της ζωής του, ότι μετά από όσα πέρασε και έκανε
χάριν του ευαγγελίου του Χριστού «απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος,
ον αποδώσει αυτώ Κύριος ο Θεός». Ο υμνογράφος λοιπόν σήμερα πράγματι έτσι προβάλλει το
μαρτύριο των αγίων: «Αφθαρσίας το στέφος εδέξασθε, μαρτυρικόν διανύσαντες
δίαυλον, Κάρπε, Πάπυλε» -
δεχτήκατε το στεφάνι της αφθαρσίας, Κάρπε και Πάπυλε, αφού διαβήκατε τον
μαρτυρικό δρόμο. Υπενθυμίζει όμως παράλληλα ο καλός υμνογράφος ότι η μαρτυρική
αυτή οδός, που στεφανώνεται από τον Κύριο, δεν κατανοείται μόνον ως οδός
αίματος, αλλά και ως οδός ασκήσεως. «Επτερώσατε υμών τον νουν προς ουράνιον
οδόν, δι’ ασκήσεως το πριν και νυν δι’ αίματος».
Δηλαδή, δώσατε φτερά στον νου σας για την ουράνια οδό, πρώτα με την άσκησή σας
και τώρα με το αίμα σας. Κι είναι αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας
επισημαίνουν: η άσκηση ως αγώνας τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην
πραγματικότητα είναι και αυτό ένα είδος μαρτυρίου, το μαρτύριο της συνειδήσεως.
Κι εκείνος που ζει ένα τέτοιο μαρτύριο, εύκολα παίρνει και τη χάρη του άλλου,
του δι’ αίματος, μαρτυρίου. Ώστε: κανείς δεν στεφανώνεται από τον
Κύριο, αν δεν περάσει από τη δίαυλο του μαρτυρίου, είτε της ασκητικής ζωής είτε
του αίματος. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των
Ουρανών» (ο Κύριος).
Δεύτερον, αδιάκοπα τονίζει η Εκκλησία μας με το εκάστοτε
μαρτύριο των αγίων, ότι είναι χριστιανικό το μαρτύριό τους, διότι μέσα από τα
βάσανα κράτησαν αυτοί την αγάπη τους και προς τους εχθρούς τους. Ο υμνογράφος
σήμερα το σημειώνει με αμεσότητα: «Ρήσιν την του Δεσπότου αναλαβόντες,
σοφοί, υπέρ των αναιρούντων καθικετεύετε». Κρατήσατε τον λόγο του Κυρίου,
σοφοί μάρτυρες, (δηλαδή προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς) και γι’ αυτό προσεύχεσθε στον Θεό υπέρ αυτών που σας
σκοτώνουν. Έχει τονιστεί επανειλημμένως: δεν είναι το μαρτύριο καθεαυτό που
σώζει έναν μάρτυρα – υπάρχουν πολλοί που μαρτύρησαν σκληρά για πολλούς λόγους –
αλλά το μαρτύριο που έχει εκείνην τη χάρη του Θεού, ώστε να μη χάνει ο μάρτυρας
την αγάπη του και προς τους εχθρούς του. Γιατί; Διότι, όπου αγάπη, εκεί και
Θεός. Χάνεται η αγάπη, έστω και με χίλιες δικαιολογίες, χάνεται και η παρουσία
Εκείνου.
Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως δίνει και πολλές άλλες αφορμές θέασης του μαρτυρίου των αγίων Κάρπου και Παπύλου. Έτσι, για παράδειγμα, δεν μπορεί να μην κάνει λόγο για τη θεοπτία του αγίου Κάρπου, όπως και για το γεγονός ότι ο Θεός θέλησε να δώσει αφορμή μετανοίας στους διώκτες, κάνοντας να αποκτήσουν ανθρώπινη φωνή και αυτά ακόμη τα λιοντάρια. Συγκλονιστικά πράγματα, που μας δείχνουν πολύ καθαρά ότι μπροστά στα μαρτύρια των αγίων βρισκόμαστε σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, μπροστά πράγματι στην παρουσία του μυστηρίου του Θεού. Θεόπτης λοιπόν ο άγιος Κάρπος, που ευθέως η θεοπτία του: να δει την ώρα του μαρτυρίου του τη δόξα του Θεού, παραπέμπει στον άγιο πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο άγιο Στέφανο, τον οποίο όμως ο υμνογράφος δεν κατονομάζει. Όπως λοιπόν ο άγιος Στέφανος «είδε ανεωγμένους τους ουρανούς και τον Ιησούν Χριστόν εστώτα εκ δεξιών του Πατρός», έτσι και ο άγιος Κάρπος. Κι είναι τούτο μία ιδιαίτερη ευλογία του Θεού στον μάρτυρα, προκειμένου και αυτόν να ενισχύσει και εμάς τους πιστούς να στηρίξει. Ο Θεός μας είναι πάντοτε παρών σε ό,τι περνάμε. Και μέσα στα βάσανα μάς κάνει και χαμογελάμε ακόμη. Το είδαμε στον άγιο Κάρπο. Κι από την άλλη: ακόμη και τα θηρία αποκτούν φωνή, για να υπηρετήσουν το σχέδιο του Θεού. Μόνον οι «άνθρωποι» δεν βλέπουν και δεν κατανοούν. Θυμίζει η περίπτωση και το πώς ο Θεός δίδαξε τον προφήτη του Βαλαάμ, κάνοντας έναν όνο να μιλήσει. Αλλά τότε ο προφήτης υπάκουσε. Δυστυχώς, εδώ, στο μαρτύριο των αγίων, ο «δαιμονισμός» ήταν τέτοιος, που ενώ άκουγαν οι διώκτες τα λιοντάρια να μιλάνε, εκείνοι «απλώς» έκλεισαν με βύσματα τα αυτιά τους. Πόσο υπερβολικά ήπιος για τις εκτιμήσεις του ως προς τον άνθρωπο ακούγεται ο λόγος του προφήτη: «ο άνθρωπος παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο άνθρωπος γίνεται συχνά πολύ χειρότερος και από τα σκληρότερα ζώα. Κι εκείνα μεν δεν έχουν νου και δεν θα δώσουν λόγο για ό,τι πράττουν: κινούνται ενστικτωδώς. Ο άνθρωπος όμως;