Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

03 Μαΐου 2023

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο υμνογράφος του κανόνα της εορτής των Μυροφόρων, κινείται διαρκώς σε όλες τις ωδές σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός αναφέρεται στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου για να μιλήσει έπειτα για τις Μυροφόρες και τους Ιωσήφ Αριμαθαίας και Νικόδημο, αφετέρου η κάθε αναφορά στον Σταυρό και την Ανάσταση δεν αποτελεί «επίπεδη» και «αντικειμενική» προσέγγιση – δεν μένει μόνο στα γεγονότα που διαπιστώνουν οι σωματικές αισθήσεις – αλλά προβάλλει το θεολογική βάθος και τη σημασία των γεγονότων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το υπ’ όψιν τροπάριο.

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

02 Μαΐου 2023

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».  

01 Μαΐου 2023

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρωνἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότωνὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιοκατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι  ἡτοίμασαν ἀρώματακαί τινες σύν αὐταῖς».  λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένοςἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἸησοῦΒρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάληκαί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματαἄγγελοι Κυρίουπού τούς μήνυσαν ὅτι  Κύριος ἀναστήθηκεὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς ΤουὉ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής, καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου: «τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον;» Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

28 Απριλίου 2023

ΑΠΙΣΤΗΣΕ, ΨΗΛΑΦΗΣΕ, ΚΗΡΥΞΕ!

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Ἐψηλάφησε τήν πλευράν τοῦ Δεσπότου ἀπιστήσας ὁ Θωμᾶς καί ψηλαφήσας διπλῆν οὐσίαν ἐκήρυξε» (απόστ. αίνων όρθρου).

(Αφού απίστησε ο Θωμάς για την Ανάσταση του Κυρίου, ψηλάφησε την πλευρά Του. Κι αφού Την ψηλάφησε κήρυξε τη διπλή ουσία του Κυρίου, ότι είναι Θεός και άνθρωπος).

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας επιμένει πάλιν και πολλάκις να τονίζει την κατ’ οικονομία Θεού απουσία του Θωμά από τον κύκλο των Αποστόλων την πρώτη ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, όταν ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς χορηγώντας τους την ειρήνη Του και το Πνεύμα Του το Άγιον – κάτι που θα ενεργοποιείτο κατά τρόπο δραστικό από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετέπειτα. Κι αυτό γιατί η απουσία του Θωμά θα απεκάλυπτε περίτρανα την αγάπη του Θεού απέναντι και σ’ εκείνον, αλλά και σε κάθε εγκλωβισμένο στις αισθήσεις του άνθρωπο της κάθε εποχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: τη συγκατάβασή Του ώστε να ερευνηθεί και να ψηλαφηθεί «χειρί» του αμφισβητούντος αποστόλου, οπότε και να «πιστωθεῖ» έτι πλέον η Ανάστασή Του. «Χαίρει ἐρευνώμενος» ο Κύριος (ωδή δ΄) τονίζει ο άγιος υμνογράφος, για να διευκρινίσει πιο έντονα παρακάτω (ωδή ε΄): «Ἀπιστίαν πίστεως γεννήτριαν ἡμῖν τήν τοῦ Θωμᾶ ἀνέδειξας∙ σύ γάρ πάντα τῇ σοφίᾳ σου προνοεῖς συμφερόντως, Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος» (Ανέδειξες την απιστία του Θωμά γεννήτρια πίστεως για χάρη μας. Διότι Συ Χριστέ ως φιλάνθρωπος που είσαι, προνοείς με τη σοφία Σου τα πάντα κατά το συμφέρον μας).

Την πρωτοβουλία της ψηλάφησης βεβαίως είχε ο ίδιος ο Κύριος, όταν είδε το καλοπροαίρετο του μαθητή Του – έφυγε από την απομόνωσή του και ήλθε έστω και με λογισμούς στη σύναξη των μαθητών. «Ἇψαι Θωμᾶ τῆς πλευρᾶς τῇ χειρί, λέγει Χριστός, καί τούς τύπους τῶν ἥλων δεῦρο ψηλάφησον, πίστει ἐρεύνησον, καί γίνου μοι πιστός καί μή γίνου ἄπιστος» (δοξαστικό αίνων) (Ακούμπησε, Θωμᾶ, με το χέρι σου την πλευρά Μου, λέγει ο Χριστός, κι εμπρός ψηλάφησε τα σημάδια των καρφιών, ερεύνησέ τα με πίστη και γίνε μου πιστός και μη γίνεσαι άπιστος). Κι ήταν η συγκατάβαση και η οικονομία του Κυρίου τέτοια, ώστε έκτοτε ο Θωμάς να τίθεται στο ίδιο επίπεδο θεολογίας με τον απόστολο Ιωάννη: ο Ιωάννης έμαθε τη θεολογία από το στήθος του Κυρίου, όταν έγειρε πάνω Του στον Μυστικό Δείπνο∙ ο Θωμάς κατενόησε την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, όταν έθεσε ακριβώς το χέρι του στις πληγές του Κυρίου (βλ. στιχ. εσπ. εορτής). Κι αυτήν την οικονομία του Θεού έκανε περιεχόμενο του κηρύγματός του ο Θωμάς, αλλά και όλοι οι απόστολοι και βεβαίως η αγία Εκκλησία του Κυρίου: ότι ο Κύριος έχει «διπλῆν τήν οὐσίαν», είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος – «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».  

Κι αξίζει να σημειώσουμε ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν άφησε ασχολίαστη και τη γλώσσα ακόμη του αποστόλου Θωμά. Όχι μόνο επικεντρώνει στο χέρι που τόλμησε να ψαύσει το «φλόγεον ὀστοῦν» (οίκος συναξαρίου) του Κυρίου, αλλά προβάλλει και την παμμακάριστη γλώσσα του – ό,τι έχει κάνει και στο δάκτυλο και στο χέρι του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού όταν βάπτιζε και υπεδείκνυε τον Κύριο ως τον αμνό του Θεού!  Γιατί ακριβώς ο Θωμάς κήρυξε τον Ιησού ως Θεό και Κύριο. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου (ωδή δ΄ εορτής): «Σοῦ ἡ παμμακάριστος ὑμνεῖται γλῶσσα ὦ Δίδυμε∙ πρώτη γάρ εὐσεβῶς κηρύττει τόν ζωοδότην Ἰησοῦν, Θεόν τε καί Κύριον, ἐκ τῆς ἁφῆς πλησθεῖσα τῆς χάριτος» (Η παμμακάριστη γλώσσα σου, Θωμά, είναι αντικείμενο ύμνου. Διότι πρώτη με πίστη μεγάλη κηρύττει τον ζωοδότη Ιησού ως Θεό και Κύριο, επειδή γέμισε λόγω της ψηλάφησης από τη χάρη Του). Στον Θωμά για ακόμη μία φορά  επιβεβαιώνουμε ότι η θεολογία μας έχει χαρακτήρα εμπειρικό. Δεν έχουν σημασία οι διανοητικοί στοχασμοί περί του Θεού  - ό,τι η ανθρώπινη φαντασία, έστω και θεολογική, «παράγει» περί Θεού – αλλά αυτό που αποτελεί έκφραση της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Του ανθρώπου εννοείται που ζει εν Εκκλησία και σφραγίζεται από την αλήθεια της αποστολικής παραδόσεως.

27 Απριλίου 2023

ΝΑ ΕΞΟΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΦΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΑΛΗ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 

ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Κατήφεια παθῶν καί λογισμῶν ἡ ζάλη, μακράν ἐξοριζέσθω καί οὕτως ἐξανθήσει τό ἔαρ τό τῆς πίστεως» (απόστ. Αίνων).

(Ας εξορισθεί μακριά από εμάς η κατήφεια και η στενοχώρια των παθών, όπως και η ζάλη των λογισμών, και έτσι θα ανθήσει η άνοιξη της πίστης).

Ο άγιος υμνογράφος εξαγγέλλει αυτό που διαλαλεί η Εκκλησία μας με την Ανάσταση του Κυρίου: τα πάντα τώρα είναι πλημμυρισμένα από το φως και τη χαρά της Αναστάσεως. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός». «Ὦ Πάσχα, λύτρον λύπης». Ό,τι ο Κύριος και οι άγιοι άγγελοί Του προέτρεπαν τους αποστόλους και τις μυροφόρες γυναίκες: «Χαίρετε», ό,τι ο απόστολος Παύλος θεωρούσε ως δεδομένο της πίστεως: «Χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ Χαίρετε», αλλά και καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος που προεκτείνει την αναστημένη παρουσία του Κυρίου: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ό,τι ο ίδιος πάλι προέτρεπε ως συστατικό της ζωής αλλά και διαρκές αγώνισμα των πιστών: «Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε», αυτό λοιπόν προβάλλει και ο άγιος ποιητής. Γιατί; Διότι ανέτειλε ήδη το έαρ, η άνοιξη της πίστεως. Και η άνοιξη αυτή αποτελεί τον ύμνο της χαράς. Οπότε, «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» - χαρά και κατήφεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν! Όταν με άλλα λόγια ο πιστός έχει ενσυνείδητα αποδεχτεί τον Χριστό στη ζωή του, τότε είναι αδιάκοπα στραμμένος προς Αυτόν και Αυτόν αναζητεί προκειμένου να Τον έχει Κύριο και Αρχηγό της ζωής του. Και Τον αναζητεί βεβαίως με τον μόνο τρόπο που ο Κύριος καθόρισε: μέσα από τις άγιες εντολές Του, οι οποίες οδηγούν στην εγκατοίκησή Του μέσα στον άνθρωπο, καθιστώντας τον κυριολεκτικά ένα με Εκείνον. «Τηρήστε τις εντολές Μου και θα Με δείτε μέσα σας». Κι έρχεται έτσι η χαρά και η ειρήνη του Χριστού μέσα στον άνθρωπο, χαρά και ειρήνη εσωτερική και βαθειά που κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να τα διαγράψει και να πάρει.

Από την άποψη αυτή ο άγιος υμνογράφος τονίζει το αυτονόητο: αν ζει ο πιστός τη χαρά της Ανάστασης, δεν μπορεί να είναι εγκλωβισμένος στην κατήφεια που φέρνουν με μαθηματική ακρίβεια τα πάθη του ανθρώπου˙ δεν μπορεί να άγεται και να φέρεται από τους λογισμούς που δημιουργούν ζάλη στον άνθρωπο, δηλαδή από τους λογισμούς της απιστίας και της διψυχίας, τους λογισμούς που θέτουν σε κρίση τον άνθρωπο, γιατί δεν μπορεί να πάρει τη σταθερή απόφαση να είναι πάντοτε με το μέρος του Χριστού, δηλαδή εκεί που τον καλούν οι εντολές και το θέλημα Εκείνου. Κι είναι η εμπειρία του καθενός μας: τι είναι εκείνο που δημιουργεί την εσωτερική θλίψη και στενοχώρια και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε; Μόνον το άφημά μας στα ψεκτά πάθη μας: η ικανοποίηση της σαρκολατρείας μας και του αλαζονικού υπερήφανου φρονήματός μας. Δυστυχώς, έστω και θεωρούμενοι χριστιανοί, ζούμε ακόμη μέσα στον χειμώνα της αμαρτίας μας, όταν έξω, στον αληθινό κόσμο του Θεού – κι είναι αληθινός γιατί είναι ο αιώνιος κόσμος – ήδη έχει ανατείλει το έαρ και η καλοκαιρία της ζεστασιάς της αγκαλιάς του Θεού μας. Ήδη από την πρώτο ύμνο του κανόνα του αγίου Θωμά (α΄ ωδή) ο υμνογράφος επισημαίνει: «Σήμερον ἔαρ ψυχῶν˙ ὅτι Χριστός ἐκ τάφου, ὥσπερ ἥλιος ἐκλάμψας τριήμερος, τόν ζοφερόν χειμῶνα ἀπήλασε τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν» (Σήμερα είναι η άνοιξη των ψυχών. Γιατί ο Χριστός  την τρίτη ημέρα μετά τη σταύρωσή Του βγήκε από τον τάφο, όπως ακριβώς ο ήλιος που έλαμψε μετά τη νύκτα, και έκανε πέρα τον χειμώνα της αμαρτίας μας).

Ο αληθής χριστιανός, δηλαδή ο άγιος, είναι ο χαρούμενος άνθρωπος. Χαρούμενος με την έννοια την πραγματική: χαίρεται η καρδιά του, γι’ αυτό και τη χαρά αυτή σκορπίζει παντού και πάντα. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άγιοι της Εκκλησίας μας θεωρούσαν ότι ο πασχαλινός χαιρετισμός «Χριστός Ἀνέστη» πρέπει να συνιστά τον διαρκή χαιρετισμό μας όλου του χρόνου. Αρκεί βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι η εσωτερική αυτή χαρμόσυνη πραγματικότητα δεν προκύπτει «μαγικά» και γρήγορα. Απαιτεί καθημερινό αγώνα συσταύρωσης με τον Χριστό, οδύνη και «μάτωμα» πάνω στον αγώνα κατά των παθών, που θα πει ότι τελικώς η χαρά αυτή  λειτουργεί για τον «μέσο» χριστιανό, αν υπάρχει τέτοιος όρος, ως όραμα που πρέπει να καθορίζει την πορεία του – μερικές φορές σε βάθος δεκαετιών! Και βεβαίως να τονίσουμε και πάλι το του αποστόλου: η χαρά έρχεται ως καρπός του πνεύματος αγάπης. Όπου αγάπη εκεί και χαρά, εκεί και Ανάσταση, εκεί και Χριστός!

25 Απριλίου 2023

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

 

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».  

24 Απριλίου 2023

ΔΕΝ ΚΑΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’ αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι «πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή απιστία».

Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».

Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική. «Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη μου».

Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν αγάπη πρακτική της.

Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ ανάμεσά τους».

Η αποφασιστικότητα της πίστεως καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού – μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το μεγαλείο.

 Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.   

12 Ιουνίου 2022

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

02 Ιουνίου 2022

«ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ’ ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ’ ΥΜΩΝ»

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».