Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’
αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται
όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και
τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο
Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η
υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται
έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι
«πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι
ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η
Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως:
«ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η
απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή
απιστία».
Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η
συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο
στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες
με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς
προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την
όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο
χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και
βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με
ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα
τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα
μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και
έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις
αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».
Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον
Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική.
«Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την
πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή
απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου
είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν
Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η
πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του
μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον
βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον
βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου
αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα
μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον
Εαυτό Του για χάρη μου».
Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε
κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια
χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν
αγάπη πρακτική της.
Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με
τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε
μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την
υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε
κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του
αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν
απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ
ανάμεσά τους».
Η αποφασιστικότητα της πίστεως
καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για
απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην
Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να
μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς
θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική
χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς
τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού
– μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το
μεγαλείο.
Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’
αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και
τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί
την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι
μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό
και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω
ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και
τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι
η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν
λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά
μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και
εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει
πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά
μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.