«Ὁσάκις ἄν πέσῃς, ἔγειραι καί σωθήσῃ» (λειτουργικό
λόγιο)
(Όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς)
Πρόκειται για μία από τις γνωστότερες εκκλησιαστικές
φράσεις, η οποία όμως δεν απαντάται αυτολεξεί στην Καινή Διαθήκη. Μπορεί ως
περιεχόμενο να αποδίδει τον λόγο του Κυρίου και το κήρυγμα των Αποστόλων, όμως
με τον αποφθεγματικό αυτόν τρόπο ευρίσκεται σε ευχή του ιερού ευχελαίου. Και
μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι εκεί η φράση αποδίδεται στον ίδιο τον Κύριο
Ιησού Χριστό: «Συ Κύριε είπες ότι όσες φορές…», γεγονός που οδηγεί τη σκέψη
πολλών ότι ίσως είναι από λόγια του Κυρίου τα οποία δεν διασώθηκαν στα
Ευαγγέλια, διασώθηκαν όμως μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της ιεράς Παραδόσεως της
Εκκλησίας. Το ίδιο δεν βλέπουμε και στη γνωστή φράση που αποδίδεται στον Κύριο
από τον απόστολο Παύλο, ενώ δεν υπάρχει στο Ευαγγέλιο, δηλαδή «μακάριόν ἐστι
διδόναι μᾶλλον ἤ λαμβάνειν»;
Έτσι κι αλλιώς όμως, η φράση, έστω και παραλλαγμένα,
εκφράζει τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου. Διότι Εκείνος ήλθε για να μας
προσφέρει τη μετάνοια ως διαρκή αγώνα αναζητήσεως του Θεού. Μετάνοια σημαίνει
όχι απλώς μία αλλαγή σκέψεως ως μεταμέλεια για κάτι κακό – τέτοια μεταμέλεια
που δεν είχε χαρακτήρα σωτηρίας έδειξε και ο Ιούδας όταν πρόδωσε τον Κύριο
-αλλά αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής: αφήνω τον εγωιστικό αμαρτωλό τρόπο
ζωής μου και επιστρέφω αδιάκοπα προς τον Κύριο («ἀναστάς πορεύσομαι πρός τον
Πατέρα μου»), αγωνιζόμενος να βρίσκομαι επί τα ίχνη Του, που θα πει πάνω
στις άγιες εντολές Του. Και με ποια δύναμη μπορεί τούτο να γίνει
πραγματικότητα; Πώς δηλαδή η θανατηφόρα πληγή που προκαλεί στον άνθρωπο η
αμαρτία μπορεί να τον ικανώσει να ξεφύγει από την ημιθανή κατάστασή του για να
μετατεθεί στην οδό του Χριστού, να γίνει δηλαδή κι αυτός ένας άλλος Χριστός;
Μόνο βεβαίως με τη δύναμη του ίδιου του Χριστού. Εκείνος ήλθε για να σηκώσει
τις αμαρτίες μας και να μας δώσει τη δύναμη και τη δικαιοσύνη Του. Κι αυτό
έγινε πάνω στον Σταυρό. Ο Σταυρός Του θεράπευσε τις πληγές μας – «τῷ μώλωπι
αὐτοῦ ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν» - και κατάργησε την τυραννική εξουσία του
Πονηρού διαβόλου πάνω μας. Οπότε, από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε και γινήκαμε
μέλη Του, Εκείνος διοχετεύει τη δύναμή Του στην ύπαρξή μας, εφόσον ασφαλώς η
βούλησή μας συνεργάζεται με Αυτήν.
Πώς τότε αμαρτάνουμε και απαιτείται η διαρκής ανάστασή
μας από τις πτώσεις μας; Ήταν ένα καίριο ερώτημα που ταλαιπώρησε επ’ αρκετόν
την Εκκλησία, σε βαθμό που κάποιοι χριστιανοί, οι πιο αυστηροί ίσως,
ισχυρίστηκαν ότι μετά το βάπτισμα εκείνοι που αμαρτάνουν δεν μπορούν πια να
τύχουν συγχωρήσεως από τον Θεό. Ευτυχώς όμως η Εκκλησία συνοδικώς αποφάνθηκε
διαφορετικά: και οι αμαρτίες μετά το βάπτισμα τυγχάνουν συγχωρήσεως και
αφέσεως, διότι αφενός η χάρη του Θεού που πήγασε από τον Σταυρό είναι ανεξάντλητη,
αφετέρου δυστυχώς οι άνθρωποι είμαστε αδύναμοι και εύκολα μπορούμε να
προσκλίνουμε στο κακό μέσα στον κόσμο αυτόν τον πεσμένο στην αμαρτία. Εκείνος
που κατεξοχήν αγωνίστηκε, μαζί και με άλλους Πατέρες, για τη συγκατάβαση της
Εκκλησίας προς την αδυναμία των ανθρώπων ήταν ο μέγας ιερός Χρυσόστομος. Ήταν
εκείνος που θεωρήθηκε και θεωρείται ο σπουδαιότερος κήρυκας της μετανοίας, ότι
δηλαδή εφόσον ο άνθρωπος ειλικρινά μετανοεί για τις αμαρτίες του δέχεται εξίσου
με τον «αναμάρτητο» την αγάπη του Θεού. Το παράδειγμα του ασώτου από την
ομώνυμη παραβολή του Κυρίου ήταν ο απόλυτος κανόνας του αγίου Χρυσοστόμου: ο
Πατέρας, ο Θεός δηλαδή, δέχθηκε τον άσωτο τόσο βαθιά, ώστε τον αποκατέστησε
στην πρότερη κατάστασή του δίχως ίχνος μνήμης της ασωτίας του. Γι’ αυτό άλλωστε
και η Εκκλησία μας απαρχής καθιέρωσε το μυστήριο της μετανοίας και το
χαρακτήρισε ως «δεύτερο και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα».
Αλλά υπάρχει πράγματι άνθρωπος «αναμάρτητος»; Είναι
δυνατό να ζήσει κανείς έστω και μία ώρα στη ζωή αυτή και να μην αμαρτήσει; Η
απάντηση της χριστιανικής πίστεως είναι αρνητική. Διότι την αμαρτία δεν την
κατανοεί μόνον ως πράξη, αλλά εν λόγω επίσης και διανοία. Και μία σκέψη εμπαθής
θεωρείται ενώπιον του απολύτως Αναμαρτήτου Κυρίου ως ήδη διαπραχθείσα αμαρτία,
όπως ο Ίδιος άλλωστε το βεβαίωσε: «Καθένας που βλέπει μία γυναίκα (αλλά και
αντιστρόφως για τη γυναίκα έναν άνδρα) με εμπαθή πονηρή επιθυμία, ήδη διέπραξε
μέσα στην καρδιά του το αμάρτημα της μοιχείας». Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο
Θεολόγος ήδη τονίζει: «Αν πει κανείς ότι δεν αμαρτάνει, είναι ψεύστης». Η
επιβεβαιούμενη αδιάκοπα σε όλους τους αιώνες θλιβερή αυτή πραγματικότητα, ότι
δηλαδή όλοι είμαστε αμαρτωλοί και αμαρτάνουμε έστω κι αν ακόμη έχουμε τη δύναμη
του Κυρίου προς αναμαρτησία λόγω χαλαρότητας στην πνευματική μας ζωή, έκανε και
κάνει την Εκκλησία να τονίζει όπως είπαμε ως μόνο δρόμο σωτηρίας τη μετάνοια.
Τη μετάνοια ως διαρκές βίωμα απαρχής της συνειδητής ζωής του ανθρώπου μέχρι και
την ώρα του θανάτου του. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παρηγοριά που έχουμε στον
κόσμο τούτο, όπως μάλιστα το σημειώνει και ο μέγας εξίσου Ιωάννης της Κλίμακος.
Θεωρώντας ως δεδομένη την αμαρτωλή μας κατάσταση προτρέπει τη συνεχή μετάνοια
ως συνεχή ανάσταση του ανθρώπου. «Χαρακτηριστικό των αγγέλων – λέει – είναι να
μην αμαρτάνουν καθόλου˙ χαρακτηριστικό των δαιμόνων είναι να βρίσκονται πάντοτε
στην αμαρτία˙ και χαρακτηριστικό των ανθρώπων είναι να περιπίπτουν στις αμαρτίες
αλλά και να σηκώνονται από αυτές διά της μετανοίας».
Πέφτουμε λοιπόν και αμαρτάνουμε οι άνθρωποι. Δεν μένουμε όμως εκεί. Ό,τι συμβαίνει στον δρόμο που μπορεί να σκοντάψουμε και να πέσουμε, αλλά θα σηκωθούμε, το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στον δρόμο της πνευματικής ζωής: σηκωνόμαστε. Και μάλιστα πάντοτε. «Όσες φορές κι αν πέσουμε, ας σηκωθούμε και θα σωθούμε». Μάνα η Εκκλησία μας με ανοιχτή την αγκαλιά της για κάθε παραστράτημά μας. Αρκεί η προτεραιότητά μας να είναι η σωτηρία μας ως σχέση με τον Θεό μας.