26 Ιουλίου 2021

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΘΕΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Η πίστη στον Χριστό είναι κυρίως θέμα της καρδιάς κι έπειτα της λογικής. Ο Κύριος δεν είπε «αν με καταλαβαίνετε», αλλ’ «αν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου», που θα πει ότι μπορούμε να Τον καταλάβουμε στον βαθμό που προσπαθούμε να Τον αγαπήσουμε. Η αγάπη μας προς Αυτόν ως τήρηση των αγίων εντολών Του ανοίγει τον δρόμο για την εγκατοίκησή Του στην ψυχή και το σώμα μας, οπότε η κατανόησή Του έχει εμπειρικό χαρακτήρα – ο πιστός γίνεται κυριολεκτικά θεοδίδακτος. Αυτό άλλωστε υποσχέθηκε: Την ώρα που τηρούμε τις εντολές Του, εμφανίζεται μέσα μας, βρίσκει «έδαφος» να φτιάξει μοναστήρι όλη η αγία Τριάδα. Και βασική εντολή Του είναι η πίστη μας σ’ Αυτόν: «πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε». Όλα τα της πίστεως είναι δεμένα με την αγάπη στο πρόσωπό Του – το να αγαπώ τον Χριστό σημαίνει να Τον πιστεύω και το να Τον πιστεύω σημαίνει να Τον αγαπώ.

Η αγάπη αυτή βεβαίως δεν αποτελεί μία αυτόνομη κίνηση του ανθρώπου. Δεν αγαπάμε τον Χριστό από μόνοι μας. Η αγάπη μας είναι ανταπόκριση στη δική Του αγάπη - «ημείς αγαπώμεν, ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» - γι’ αυτό και το χαρακτηριστικό της είναι η ταπείνωση. Χωρίς Εκείνον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Ο απόστολος Παύλος έχει εκφράσει τη βιωματική αυτή αλήθεια με μοναδικό τρόπο: «Αυτό που τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».  Οπότε αν δεν πιστεύουμε στον Χριστό, συνεπώς αν δεν Τον αγαπούμε, είναι γιατί δεν έχουμε γνωρίσει το πόσο Εκείνος μας αγάπησε και μας αγαπά. Στη ρίζα της απιστίας βρίσκεται πάντοτε η άγνοια του Θεού, η οποία κατά τους αγίους μας συνιστά την πιο σκληρή οδυνηρή πραγματικότητα που κάνει τον άνθρωπο να «σφαδάζει» μπροστά στην ακατανόητη κατ’ αυτόν τον τρόπο ύπαρξή του -  δεν ξέρει κυριολεκτικά τι να κάνει και πώς να διαχειριστεί τον εαυτό του! Έτσι το ζητούμενο είναι  να ζητάμε από τον Κύριο μπροστά στο αδιέξοδό μας να νιώσουμε έστω και λίγο την αγάπη Του, δηλαδή να Τον πιστέψουμε αληθινά – ό,τι προέτρεπε ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης.  

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΑΘΛΗΦΟΡΟΣ

«Η αγία Παρασκευή (2ος μ.Χ. αι.) έζησε επί της βασιλείας Αντωνίνου του Πίου, καταγόταν από τη Ρώμη και είχε χριστιανούς γονείς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι μετά από πολλή προσευχή γέννησαν την αγία, στην οποία έδωσαν το όνομα Παρασκευή, γιατί γεννήθηκε την ομώνυμη ημέρα της εβδομάδας. Από πολλή μικρή αφιερώθηκε στον Θεό, με τη βοήθεια ιδιαιτέρως της μητέρας της, έμαθε τα ιερά γράμματα, μελετούσε διαρκώς τις άγιες Γραφές και πάντοτε περνούσε τον καιρό της στην προσευχή και στην Εκκλησία. Μετά τον θάνατο των γονιών της, μοίρασε τα υπάρχοντά της στους πτωχούς, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα κι άρχισε να κηρύσσει το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ελκύοντας στη θεογνωσία πολλούς από τους ειδωλολάτρες, γι’ αυτό και κάποιοι Ιουδαίοι την διέβαλαν στον βασιλιά, λέγοντας ότι κάποια γυναίκα, ονόματι Παρασκευή, κηρύσσει τον Ιησού τον υιό της Μαρίας, τον οποίο οι πατέρες μας  σταύρωσαν. Ο βασιλιάς διέταξε να την φέρουν ενώπιόν του για να την ανακρίνει, κι αφού της έταξε πολλά αγαθά αν θυσιάσει στους θεούς του, γεγονός το οποίο αμέσως αρνήθηκε η αγία, ομολογώντας την πίστη της στον αληθινό Θεό, εκείνος την έριξε σε διάφορα μαρτύρια, από τα οποία διαφυλάχθηκε απολύτως σώα με τη χάρη του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι πολλούς από τους παρευρισκομένους. Διατάσσει έπειτα να την βάλουν σε χαλκό λέβητα, γεμάτο λάδι και πίσσα, πυρακτωμένο σφοδρά, στον οποίο η αγία φαινόταν σε όλους ότι δροσίζεται, κάτι που προκάλεσε την έκπληξη του βασιλιά, ο οποίος  της ζήτησε να του ρίξει επάνω του λίγο από το μείγμα, για να δει αν όντως είναι καυτό ή όχι. Μόλις η αγία έριξε με τις παλάμες της πάνω στο πρόσωπό του, αμέσως αυτός κάηκε και τυφλώθηκε. Άρχισε να ζητά δυνατά τη βοήθεια της αγίας, υποσχόμενος ότι θα πιστεύσει στον Θεό που εκείνη κήρυσσε. Η αγία προσευχήθηκε και ο βασιλιάς ανέβλεψε, οπότε και ο βασιλιάς και όλοι οι υπ’  αυτόν βαπτίστηκαν στο όνομα της αγίας Τριάδος. Η αγία συνέχισε να περιοδεύει σε διάφορα μέρη, να κηρύσσει και να κάνει διάφορα θαύματα με τη βοήθεια του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι ακόμη περισσότερους στην πίστη, οπότε μετά από πολλά μαρτύρια που υπέστη για την πίστη της, της κόψανε το κεφάλι και το πνεύμα της μετέβη στις αιώνιες μονές».

Η αγία Παρασκευή αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίας, διότι εκτός των πνευματικών και ασκητικών αγώνων της για τον διαρκή αγιασμό της, και μάλιστα εκ νεότητος -  τον οποίο αγιασμό επιβεβαίωσε και με το μαρτυρικό τέλος της -  διακρίθηκε και για το χάρισμα της ιεραποστολής: να περιοδεύει διδάσκοντας και καθοδηγώντας τους πιστούς.   Δηλαδή, θα λέγαμε ότι εκτός από αγία και παρθένος και μάρτυς, ήταν και ισαπόστολος και γερόντισσα, αμμάς που λέμε,  κάτι ανάλογο με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Θέκλα, την αγία Φιλοθέη στα νεώτερα χρόνια, ή ένας "θηλυκός απόστολος Παύλος", όπως έχει εύστοχα χαρακτηριστεί. Γι’  αυτό και είμαστε βέβαιοι ότι πραγματοποιείται και στην αγία Παρασκευή ο λόγος του Κυρίου που είπε ότι «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών». Η αγία είναι πράγματι μεγάλη, που απολαμβάνει στους αιώνες των αιώνων πλούσια τη χάρη του Θεού, ευφραινομένη με τον νυμφίο της Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας της, μέσα ιδίως από το απολυτίκιό της, μας διευκρινίζει το περιεχόμενο του αγώνα της για αγιασμό: με ζήλο προσπαθούσε καθημερινά να ζει ό,τι το όνομά της φανέρωνε: τον Σταυρό του Χριστού που προβάλλει η ημέρα της Παρασκευής,  δηλαδή την αγάπη της προς Εκείνον και προς τους συνανθρώπους της. «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον εργασαμένη, φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή, αθληφόρε». Κι όχι μόνον η σπουδή της, ο ζήλος της ήταν σύμφωνος με το όνομά της, δηλαδή ζήλος για αγάπη, κατά το πρότυπο του Χριστού που σταυρώθηκε για τους ανθρώπους, αλλά αδιάκοπα ζούσε αυτήν την εσταυρωμένη αγάπη, όπως ζει κανείς κατά φυσικό τρόπο μέσα στο σπίτι του: έκανε κατοικία της τον Σταυρό του Χριστού. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από αυτήν που χρησιμοποιεί ο υμνογράφος, για να δηλώσει το περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα της αγίας, αποδίδοντας στην πραγματικότητα με άλλες λέξεις αυτό που έλεγε ο απόστολος Παύλος για τον δικό του αγώνα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».  Η αγία λοιπόν ζούσε την εσταυρωμένη αγάπη, τον ίδιο τον Χριστό δηλαδή,  κι όλη η ζωή της, με  τη θαυμαστή ιεροποστολική της διάσταση, ερμηνεύεται από τη δυναμική αυτή του σταυρού.

Η αγία Παρασκευή αποτελεί την απάντηση και για όλα τα είδη σπουδής και ζήλου που υφίστανται. Από ζήλο Θεού διακατεχόταν και η αγία. Όχι όμως από αυτόν που τον χαρακτηρίζει ο απόστολος ως «ου κατ’ επίγνωσιν». Διότι δεν σώζει το γεγονός ότι κάποιος έχει θερμότητα στην καρδιά για να επιτελέσει ένα έργο, έστω μεγάλο και σπουδαίο και για χάρη ακόμη του Θεού. Μπορεί να υφίσταται ο ζήλος και να λειτουργεί προς καταστροφή των ανθρώπων. Διότι απουσιάζει η αγάπη, άρα η παρουσία του Θεού. Κι όταν απουσιάζει ο Θεός, τότε τι απομένει; Ο εγωισμός του ανθρώπου και οι πονηρές δυνάμεις που τον διακατέχουν και τον καθοδηγούν. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη, δυστυχώς, από τέτοιες περιπτώσεις «ζηλωτών», οι οποίοι δεν κατανόησαν το αυτονόητο: ότι αν κάτι σώζει τον άνθρωπο, αν μία προσφορά είναι πράγματι προσφορά, είναι όταν λειτουργεί μέσα στο θέλημα του Θεού, την αγάπη. Η αγία Παρασκευή μάς ανοίγει τά «μάτια» -  ως η αγία της θεραπείας των ματιών  άλλωστε -  και σ’ αυτό. Της είμαστε ευγνώμονες και την παρακαλούμε να πρεσβεύει πάντοτε για όλους.

24 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Καί ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τό πέραν εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι» (8, 28).

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας των  δαιμονισμένων (ή του ενός δαιμονισμένου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά, μολονότι κατά τον άγιο Χρυσόστομο ο άγιος Λουκάς προβάλλει τη σκληρότερη εκδοχή του ενός από τους δύο) της περιοχής των Γεργεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ἀνθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο.

1. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει δύο ταλαίπωρους ανθρώπους, ευρισκομένους υπό κατοχήν  δαιμονίων – των ξεπεσμένων αυτών αγγέλων του Θεού -,  και να τους απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο, τόσο του Ματθαίου όσο και του Λουκά που συμπληρώνει το περιστατικό, με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία των δαιμονισμένων:

 (α) καταρχάς ζουν με μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω τους, γυμνοί, δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» ο ένας στο ερώτημα του Κυρίου: «τί σοί ἐστιν ὄνομα;» «Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλά εἰσεληλύθασιν εἰς αὐτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Οι συγκεκριμένοι ευρίσκονταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός τους, δεν είχαν όνομα, δεν είχαν λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα.

(β) Έπειτα, η σχέση τους με τους συνανθρώπους τους δεν υφίσταται. Οι δαιμονισμένοι αδυνατούν να συνυπάρξουν με τους άλλους. Ζουν στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τους οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τους έβλεπαν και τους έτρεμαν. Εμφορούμενοι από δυνάμεις πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τους αλυσόδεναν, κι αυτοί έσπαγαν τις αλυσίδες και έφευγαν. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.

(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Οι δαιμονισμένοι προκαλούσαν καταστροφές. Η παρουσία τους συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τους αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

2. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τους δαιμονισμένους. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τους αδύναμους αυτούς ανθρώπους, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». Και κατά τον Λουκά: «Δέομαί σου, μή μέ βασανίσῃς!». Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ἐτρώθη τήν καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.

3. Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τους δαιμονισμένους και αυτοί πια γίνονται πραγματικοί άνθρωποι, με καταπλήσσουσα πια ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους και αυτοσεβασμό: «ἱματισμένοι καί  σωφρονοῦντες». Σταματούν να είναι επιθετικοί προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα. Κατά Λουκάν και πάλι που όπως είπαμε συμπληρώνει το όλο πλαίσιο του θαύματος: κάθονται «παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Κι όχι μόνον αυτό∙ αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζουν με τη διάθεση να παραμείνουν κοντά Του και να Τον ακολουθούν. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά τους – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – τους αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «να γυρίσουν στα σπίτια τους και να διηγούνται τα θαυμάσια του Θεού» - ίσως ως μία διαρκή πρόκληση μετανοίας από την ευεργεσία που έκανε ο Κύριος τόσο σ’ αυτούς όσο και στους συμπατριώτες τους, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στα δικά τους και στις πονηρίες τους έδιωξαν τον Κύριο!

Το συμπέρασμα είναι προφανές: να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» και σήμερα ακόμη ο διάβολος, ο αδύναμος και κατηργημένος από τον Χριστό, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Οι δαιμονισμένοι της παραβολής δεν ήξεραν τον Χριστό και υφίσταντο ό,τι υφίσταντο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισαν όμως, άλλαξαν. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Διαπιστώνοντας ότι η ζωή μας πολλές φορές παρουσιάζει σημάδια «δαιμονισμού», με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας από τον Πονηρό: με τους εγωϊσμούς και τα πάθη μας, τους φθόνους και τις ζήλειες μας, τα άγχη και τις ανασφάλειές μας, πρέπει να ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό και το ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Γιατί μόνον έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι αληθινός άνθρωπος.   

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου… Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς.

Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

"ΝΑ 'ΣΑΙ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΣΟΥ!"

 

Το «να 'σαι ο εαυτός σου», που ακούμε συχνά από πολλούς συνανθρώπους μας, πρέπει να μας προβληματίζει. Διότι πρέπει να ξέρει κανείς καλά τον άνθρωπο για να λέει τι πρέπει να είναι και τι μπορεί να γίνει. Συνήθως οι πολλοί που το προτείνουν έχουν στο μυαλό τους τον άνθρωπο που κέντρο του έχει το εγώ του και τα πάθη του. Με αποτέλεσμα βεβαίως την καλλιέργεια του εγωισμού και του πνεύματος χωρισμού και διάσπασης των ανθρώπων. Διότι «όπου ο εγωισμός, κι ο χωρισμός». Κατά τη χριστιανική πίστη το να ‘μαστε ο εαυτός μας σημαίνει ότι τον κατανοούμε ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένο, που θα πει κατ’ εικόνα Χριστού – Εκείνος είναι ο αληθινός τύπος του ανθρώπου – συνεπώς είμαστε ο εαυτός μας όταν προσπαθούμε με τη χάρη Του να είμαστε Εκείνος, ζώντας τη ζωή Του ως δική μας. Κι ακόμη· ότι ακριβώς γι’ αυτό, τον εαυτό μας τον βρίσκουμε στα πρόσωπα των άλλων συνανθρώπων μας, κατά την εντολή μάλιστα του Δημιουργού «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Είμαστε λοιπόν ο εαυτός μας όταν τον άλλον, τον κάθε άλλον, τον θεωρούμε κομμάτι μας και δικό μας, οπότε τότε, κατά την υπόσχεση του Κυρίου, βρίσκουμε πράγματι τον αληθινό εαυτό μας και κυρίως τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό αναπαυόμενο στην ύπαρξή μας.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑ

«Η Χριστίνα ήταν κόρη ειδωλολάτρη Τύριου στρατηλάτη ονόματι Ουρβανού. Αυτός έβαλε την κόρη του σε πύργο, τη διέταξε να ζει εκεί και να θυσιάζει  στους δικούς του ειδωλολατρικούς θεούς, κατασκευασμένους από χρυσάφι, ασήμι και άλλα υλικά. Η Χριστίνα όμως τα κομμάτιασε και κάθε πολύτιμο  υλικό το έδωσε στους φτωχούς. Έτσι ο πατέρας της άρχισε τις τιμωρίες και την έβαλε σε φυλακή χωρίς τροφή. Η αγία όμως τρεφόταν από αγγέλους που την θεράπευσαν και από τις πληγές της. Έπειτα ρίχνεται στη θάλασσα, όπου δέχεται το θείο βάπτισμα από τον ίδιο τον Κύριο, και οδηγείται στην ξηρά από θείο άγγελο. Όταν μαθεύτηκε ότι ζει, κλείνεται πάλι στη φυλακή, κατ’ εντολή του πατέρα της, ο οποίος το ίδιο βράδυ πέθανε με άσχημο τρόπο. Στη θέση του πατέρα της έρχεται ο στρατηγός Δίων που αυξάνει τις τιμωρίες της γιατί η αγία συνέχιζε να κηρύττει τον Χριστό, ο Οποίος δι’ αυτής επιτελούσε θαύματα με αποτέλεσμα τη μεταστροφή στην πίστη τριών χιλιάδων στρατιωτών. Μετά τον Δίωνα, ανέλαβε την εξουσία κάποιος Ιουλιανός που ρίχνει την αγία σε κάμινο πυρός, κι αφού εκείνη έμεινε άφλεκτος, την καταδικάζει να ριχτεί σε δηλητηριώδη φίδια και διατάζει έπειτα να της κόψουν τους μαστούς, από τους οποίους χύθηκε αντί αίμα γάλα. Έπειτα της κόψανε τη γλώσσα, και τέλος, αφού κτυπήθηκε από στρατιώτες με πέτρες, παρέδωσε το πνεύμα στον Θεό».

Θα σχολιάσουμε τρία σημεία από το συναξάρι.

(1) Οι γονείς όπου γης είναι συνήθως έτοιμοι και τη ζωή τους να δώσουν για χάρη των παιδιών τους – τα θεωρούν κομμάτι και προέκταση του εαυτού τους. Στην περίπτωση όμως της αγίας αυτό καταλύεται. Ο  πατέρας της, όπως και στην περίπτωση και άλλων αγίων σαν της αγίας Βαρβάρας, γίνεται ο δήμιός της λόγω του φανατισμού και της υποδούλωσής του στους δαίμονες, που τον κάνουν να θέλει την κόρη του να είναι υποχείριό του. Εντελώς αντίθετη τοποθέτηση από τη χριστιανική, η οποία προσανατολίζει τον άνθρωπο στην απόλυτη αγάπη προς τον Θεό, μέσω όμως της απόλυτης αγάπης προς τον συνάνθρωπο και του σεβασμού της ελευθερίας του. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει εν προκειμένω: «Επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον πόθο σου για τον Χριστό ο δειλός και αθεώτατος πατέρας σου, Χριστίνα, σε απειλούσε με τις τιμωρίες των βασάνων» (ωδή δ΄).

(2) Η αγία διώχθηκε για την πίστη της στον Χριστό, όταν ακόμη δεν είχε βαπτισθεί -  δεν ήταν πλήρως ακόμη χριστιανή. Η χάρη του Θεού όμως ενεργούσε σ’ αυτήν, έστω και με εξωτερικό τρόπο. Διότι το βάπτισμα συνδέει (τον καλοπροαίρετο και ενεργούμενο εξωτερικά από τη χάρη του Θεού άνθρωπο) ουσιαστικά με τον Χριστό, τον κάνει μέλος Του και συνεπώς ο Χριστός δρα μέσα από το κέντρο της καρδιάς του, όπου πριν δρούσε το πονηρό. Σε τέτοιον άνθρωπο όμως, σαν τη Χριστίνα, ο Θεός βρίσκει τρόπους να συνδεθεί μαζί Του, πέραν των «κανονικών και νομίμων». Τι κάνει; Στη θάλασσα ευρισκόμενη η αγία, από την κακία των διωκτών της, έχει τον ίδιο τον Δημιουργό και Σωτήρα Χριστό να τελεί το άγιο βάπτισμα και να την κάνει μέλος Του. «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει», ενώ θαυμάζει κανείς την «υπακοή» και του ίδιου του Χριστού σε ό,τι ως Θεός έχει νομοθετήσει. «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Και ποιος ο λόγος μίας τέτοιας «παραδοξότητας»; Η αγάπη της αγίας για τον Χριστό, τέτοια που την έκανε να «διαβάζει» την παρουσία Του μέσα από όλα τα κτίσματά Του. «Τα όμματα και τη διάνοια, ένδοξη μάρτυς, τα έστρεψες ολοκληρωτικά προς τον Ουρανό κι έτσι γνώρισες μέσα από τα κτίσματα τον Δημιουργό σου» (ωδή γ΄). Την αγάπη της αγίας  για τον Κύριο υμνολογεί ποικιλοτρόπως ο άγιος υμνογράφος. Χαρακτηριστικό δείγμα της: «Κόλλησα πίσω Σου από πόθο, γιατί πληγώθηκα από την αγάπη Σου. Ανάδειξέ με νικήτρια, κραύγαζες δυνατά, μάρτυς, καθώς έπασχες» (ωδή δ΄). Και: «Φλέγομαι από τον πόθο Σου, παμβασιλέα, και σφαγιάζομαι χάριν της αγάπης Σου» (ωδή ς΄).

(3) Στο μαρτύριο της εκτομής των μαστών της, διαπιστώνεται το παράδοξο: αντί αίματος εκχέεται γάλα. Πέραν από τη θαυμαστή ενέργεια του Θεού μπορούμε να επιχειρήσουμε και μία εξήγηση: αφενός το γάλα από μία παρθένο να αποτελεί σύμβολο της διδασκαλίας που ασκούσε η αγία στους ειδωλολάτρες, κατά το «γάλα υμάς επότισα» που έλεγε στους αρχαρίους στην πίστη ο απόστολος Παύλος, αφετέρου να φανερώνει την κυοφορία, μέσα της, της χάριτος του Θεού, που καθιστά κι αυτήν μία μικρή «Παναγία», κατά τον Κύριο που είπε ότι αυτοί που τηρούν το θέλημα του Πατέρα Του «μήτηρ και αδελφός και αδελφή Του εισίν». «Επειδή θέλχθηκε από την παρθενική ωραιότητά σου ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός, σε ένωσε με τον εαυτό Του ως αγνή νύμφη, με συνάφεια καθαρή» (Δοξαστικό αίνων).  

23 Ιουλίου 2021

Ε, ΟΧΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΑΖΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΑΣ!

Η εντολή του Κυρίου «μη αντιστήναι τω πονηρώ, αλλ’  όστις σε ραπίσει επί την μίαν σιαγόνα στρέψον αυτώ και την άλλην» (μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά όποιος σε ραπίσει στη μία σου σιαγόνα στρέψε σ’  αυτόν και την άλλη) προκαλεί αντιδράσεις σε πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να παίξουν τον ρόλο του «καρπαζοεισπράκτορα», καθώς λένε, κι ούτε να δεχτούν την έσχατη αδικία: όχι μόνο να μην αντιδράσουν στην πονηρή εναντίον τους στάση των άλλων αλλά να είναι έτοιμοι και να υποστούν και τα χειρότερα. Και πράγματι, με τη λογική και την όποια ανθρώπινη κατανόηση της δικαιοσύνης η εντολή του Κυρίου μοιάζει ανεδαφική, κυρίως όμως άδικη - στην πρόκληση της αδικίας κάθε ψυχή αντιδρά. Αλλ’ αυτό που φαίνεται λογικό και ανθρώπινα δίκαιο είναι και χριστιανικό; Η απάντηση, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, είναι όχι. Διότι τότε θα έπρεπε να αρνηθούμε όλη τη θεία οικονομία της σωτηρίας εν προσώπω Ιησού Χριστού: μπορεί η λογική να «σηκώσει» την ενανθρώπηση του Θεού με τον τρόπο που έγινε και με τον τρόπο που εξελίχτηκε; Ή μπορεί η ανθρώπινη δικαιοσύνη να «σηκώσει» το βάρος της θείας δικαιοσύνης, κατά την οποία ο αθώος «τιμωρείται» και ο ένοχος σώζεται και δικαιώνεται; Πού πρέπει δηλαδή να θέσουμε τον Σταυρό του Κυρίου, αν κριτήριό μας είναι η λογική μας και η δικαιοσύνη μας;

Με άλλα λόγια η απάντηση στο καίριο αυτό ανθρώπινο δύσκολο ερώτημα βρίσκεται στην αγάπη του Θεού μας, όριο της οποίας είναι ο Σταυρός Του. Που θα πει: όταν κανείς αρχίζει να αγαπά τον συνάνθρωπό του κατά το πρότυπο του Χριστού, τότε ξεπερνά τις όποιες δεσμεύσεις της λογικής και τις αγκυλώσεις της δικής του έννοιας της δικαιοσύνης. Πώς; Ενισχυόμενος από τη χάρη του Θεού, την οποία έλαβε και λαμβάνει από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο βαπτισμένος χριστιανός δηλαδή ως μέλος πια Χριστού, καθώς τρέφεται από το σώμα και το αίμα Εκείνου, παίρνει τη δύναμη να ζει σαν κι Εκείνον, όπως καθορίζεται τούτο από την εντολή Του: «Αυτή είναι η εντολή η δική μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτή κανείς δεν έχει, ώστε να θυσιάσει κανείς τη ζωή του για χάρη των φίλων του». Και: «αγαπάτε τους εχθρούς σας» - μία χαρισματική υψηλή κατάσταση που δίνει όμως, πρέπει να σημειώσουμε, και το φως  της διάκρισης να εκφραστεί μερικές φορές η αγάπη και με άλλους τρόπους πέραν της φαινομενικής παθητικότητας!

Στο πνευματικό αυτό επίπεδο ο χριστιανός κατανοεί τον εαυτό του ως προέκταση και συνέχεια του Χριστού, προσβλέποντας πάντοτε και αδιάκοπα σ’ Εκείνον κι έχοντάς Τον ως διαρκή αναφορά και προοπτική Του – το κέντρο βάρους του εαυτού του δεν είναι ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία, αλλά ο ίδιος ο Θεός εν Χριστώ. Κι ακόμη: ξέρει ότι τα όποια δίκια του που δεν διεκδικεί γιατί τα έχει αναθέσει στον Κύριο, θα βρουν την απάντησή τους με τον τρόπο που Εκείνος μόνον καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζει. «Μην παίρνετε εκδίκηση για τους εαυτούς σας», λέει και πάλι ο λόγος του Θεού. Διότι «δική μου είναι η εκδίκηση, εγώ θα ανταποδώσω, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ». Ο χριστιανός έτσι, και μιλάμε εννοείται για τον αληθινό χριστιανό, τον άγιο, έχει εναποθέσει τα πάντα στον Κύριο κι αυτή του η πίστη στην Πρόνοιά Του τον καθοδηγεί και τον ησυχάζει.

Πέραν τούτου όμως: η εντολή «μη αντιστήναι τω πονηρώ» - κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι πονηρός και όχι για τον Πονηρό διάβολο, μολονότι και για εκείνον από μία άποψη έχει ισχύ ο λόγος -  έχει και τη διάσταση τού να μην μπεις στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο αυτό. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος, έχοντας μεγάλη εμπειρία της πονηρίας, θα σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο δικό του επίπεδο. Πας να αντιπαλέψεις με τα ίδια όπλα του πονηρού, αλλά βεβαίως υπερισχύει όποιος έχει τη μεγαλύτερη εμπειρία. Οπότε, χαμένος «από χέρι» που λένε. Γι’ αυτό και η αντίδραση του χριστιανού είναι η μεγαλύτερη δύναμη: η ταπεινή αγάπη, η οποία κινητοποιεί την παντοδυναμία του ίδιου του Θεού. Θυμίζει κάπως η παραπάνω επισήμανση μία αγγλική παροιμία. Τι λέει; «Δεν πρέπει να παλεύεις με γουρούνια. Διότι και σε κυλούνε στη λάσπη και το απολαμβάνουν».