«Καί ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τό πέραν εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν
αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι» (8, 28).
Δεν είναι η πρώτη φορά
που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας των δαιμονισμένων
(ή του ενός δαιμονισμένου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά, μολονότι κατά τον άγιο
Χρυσόστομο ο άγιος Λουκάς προβάλλει τη σκληρότερη εκδοχή του ενός από τους δύο)
της περιοχής των Γεργεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει
ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον
από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα
αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ἀνθρωποκτόνον».
Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου».
Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η
παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα
πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον
κόσμο τούτο.
1. Ο Κύριος λοιπόν
έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει δύο ταλαίπωρους ανθρώπους,
ευρισκομένους υπό κατοχήν δαιμονίων – των ξεπεσμένων αυτών αγγέλων
του Θεού -, και να τους απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας
τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία
κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους,
αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο, τόσο του Ματθαίου όσο και του
Λουκά που συμπληρώνει το περιστατικό, με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την
τραγωδία των δαιμονισμένων:
(α) καταρχάς ζουν με μία
παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω τους,
γυμνοί, δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με
την απάντηση που «δίνει» ο ένας στο ερώτημα του Κυρίου: «τί σοί ἐστιν ὄνομα;»
«Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλά εἰσεληλύθασιν εἰς αὐτόν». Ενώ ερωτάται
εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Οι συγκεκριμένοι ευρίσκονταν σε αιχμαλωσία, δεν
ήταν ο εαυτός τους, δεν είχαν όνομα, δεν είχαν λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος
δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει
τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική
του οντότητα.
(β) Έπειτα,
η σχέση τους με τους συνανθρώπους τους δεν υφίσταται. Οι δαιμονισμένοι
αδυνατούν να συνυπάρξουν με τους άλλους. Ζουν στα μνήματα και σε έρημους τόπους.
Οι κατοικημένες περιοχές τους οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και
το φόβητρο των ανθρώπων. Τους έβλεπαν και τους έτρεμαν. Εμφορούμενοι από δυνάμεις
πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τους αλυσόδεναν, κι αυτοί έσπαγαν τις
αλυσίδες και έφευγαν. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας
έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως
παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από
το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου,
και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση
βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι
τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το
χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε
ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της
συνύπαρξης με τον διάβολο.
(γ) Αλλά και
με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Οι δαιμονισμένοι προκαλούσαν
καταστροφές. Η παρουσία τους συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε,
αναγκάζονταν να τους αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο
διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα
πλάσματα του Θεού.
2. Τα πράγματα λοιπόν
αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τους
δαιμονισμένους. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τους αδύναμους αυτούς
ανθρώπους, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν αποκαλύπτοντας την άκρα
αδυναμία τους: «Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ
βασανίσαι ἡμᾶς;». Και κατά τον Λουκά: «Δέομαί
σου, μή μέ βασανίσῃς!». Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας
ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών: «Τί ἡμῖν
καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ;». Κι ακόμη: Του ζητούν να επιτρέψει
να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία ο διάβολος
- κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές
Πατέρες, για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως
ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο
διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή
που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό
και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ἐτρώθη τήν καρδίαν»,
κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε
να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα
της αμαρτίας, ο θάνατος.
3. Η παντοδυναμία λοιπόν
του Κυρίου απελευθερώνει τους δαιμονισμένους και αυτοί πια γίνονται πραγματικοί
άνθρωποι, με καταπλήσσουσα πια ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτούν
συνείδηση του εαυτού τους και αυτοσεβασμό: «ἱματισμένοι καί σωφρονοῦντες». Σταματούν να είναι
επιθετικοί προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα. Κατά Λουκάν και πάλι
που όπως είπαμε συμπληρώνει το όλο πλαίσιο του θαύματος: κάθονται «παρά τούς
πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Κι όχι μόνον αυτό∙ αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τον
Κύριο, την οποία εκφράζουν με τη διάθεση να παραμείνουν κοντά Του και να Τον
ακολουθούν. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά τους – άλλους είχε
καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – τους αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «να γυρίσουν στα σπίτια τους και να
διηγούνται τα θαυμάσια του Θεού» - ίσως ως μία διαρκή πρόκληση μετανοίας
από την ευεργεσία που έκανε ο Κύριος τόσο σ’ αυτούς όσο και στους συμπατριώτες
τους, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στα δικά τους και στις πονηρίες τους έδιωξαν τον
Κύριο!
Το συμπέρασμα είναι
προφανές: να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και
καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» και
σήμερα ακόμη ο διάβολος, ο αδύναμος και κατηργημένος από τον Χριστό, τούτο
συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Οι δαιμονισμένοι της παραβολής δεν ήξεραν τον
Χριστό και υφίσταντο ό,τι υφίσταντο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισαν όμως, άλλαξαν.
Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Διαπιστώνοντας ότι η ζωή μας πολλές
φορές παρουσιάζει σημάδια «δαιμονισμού», με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας
από τον Πονηρό: με τους εγωϊσμούς και τα πάθη μας, τους φθόνους και τις ζήλειες
μας, τα άγχη και τις ανασφάλειές μας, πρέπει να ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον
«τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με
δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό και το ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία.
Γιατί μόνον έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι αληθινός άνθρωπος.